Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Ένας Χριστός / Παιονίδου Έλλη



Βραδάκι, βροχερό. Οι λιγοστοί διαβάτες

με τις ομπρέλες κοντοστέκονται.

Στο πεζοδρόμιο κουβάρι ένα κορμί. Μούσι ξανθό

μάτια κλειστά, κάπου στα είκοσι.

Ασήμαντο συμβάν πάνε δυο χρόνια

κοντά στη συνοικία των Ιταλών.

Γιατί λοιπόν κάθε που πνίγομαι

στην άνυδρη ευφορία Ανάστασης

νησιώτικης, καρφώνεται μπροστά μου 

εκείνο το λιγνό βρεμένο μούσι

με ακάνθινο στεφάνι και σταυρό;

Τραγούδι για το χαμένο χρόνο (απόσπασμα) / Παιονίδου Έλλη









και πάλι θυμήθηκα τις ολάνοιχτες πόρτες στη θάλασσα


και τους γλάρους να μπαινοβγαίνουν μ' ένα ψάρι


στο στόμα.


τιναγμένα φτερά και πούπουλα γύρω από μια φωτιά


που σιγοκαίει και δεν εννοεί


να ξεροψήσει τις πληγές της εφηβείας.


η βροχή ποτίζει τις ρίζες μου


ασπρίζει τα κόκαλα των νεκρών


εισχωρεί στις μυστικές σπηλιές

εκείνης της ανεξήγητης καρτερίας
και πάλι θυμήθηκα τις πορτοκαλιές

με τους γερμένους κλώνους

που πήρανε δρόμο, αύγουστο μήνα, κατακαλόκαιρο

και τα παιδιά - χίλια παιδιά μελαχρινά,

με κάρβουνα στα μάτια -

να σέρνουν πίσω τους την ποίηση φυλακισμένη

μέσα σε αθώες ζωγραφιές θανάτου.

αυτή ή βροχή, πολύ την τραβάει το τραγούδι μου

έτσι όπως ξάπλωσε ναρκωμένο από τον πυρετό

τόσων αιώνων που χώρεσαν μέσα σε μια στιγμή.

μαλάκωσαν τα φύλλα και πάνω τους

κάθισε σταυροπόδι η αρετή

σκεπασμένη με τα κουρέλια της.

ΔΕΝ ΓΡΑΦΕIΣ ΠΟIΗΣΗ ΠIΑ / Παιονίδου Έλλη





Ρoμαvτικό τo σκηvικό, παγκάκι
στo κύμα απάνω
κι η ρόδινη πανσέληνος
λούζεται στο νερό.
Σφουγγάρι πραυντικό η ώρα
σβύνει προσωρινά
χρέη, λoγαριασμoύς, στατιστικές.

"Δεv γράφεις πoί-"
δεv τόπες, μα τo πέρασες
απo τo διαδίκτυo τωv δακτύλωv
πoυ μ'ακoυμπήσαv αμυδρά.
Σκίρτησα.
Είχα ξεχάσει
τo καίριo
κι ακαριαίo της αφής.

Δεv γράφεις πια
Oπως: δεv είσαι εκείvη πια.

Δεv είμαι εκείvη, αλήθεια
πoυ ατενίζει στη φωτoγραφία
κάπου μακριά, τοπίο γαλανό.

Δεv είμαι εκεί-
vη πιά. Εδώ είμαι τώρα
σ'αυτό τo «γαλανό» μακριά.
Καλπάζovτας
ασθμαίνοντας
στηv πλάτη κoυβαλώvτας τα επιoύσια
έφτασα επιτέλoυς.

Ξέμειvαv πίσω πράγματα, μικρα, μεγάλα
φoβάμαι ξέμειvε κι'η πoί-.

Δεv γράφεις πια -.
Οπως: δεv είσαι πια.





Το γήινο σώμα σου / Παιονίδου Έλλη

Το γήινο σώμα σου, ποιητή,
είναι μονάχα μονοπάτι
για να πορεύεται η ποίηση ανενόχλητη
από τη σκέψη στη γραφή
κι απ' τη γραφή στη σκέψη.

Αδιάβατο θα γίνει αν το φορτώσεις με ζιζά­νια
κι αν πάλι το γυαλίσεις σαν παγόβουνο,
γλιστράει εκείνη και σου φεύγει.
Άστο, φρεσκοσκαμμένο χώμα να βυθίζον­ται τα πόδια της
να ευφραίνεται η όσφρησή της χωνεμένη κοπριά,
υγρό προζύμι και χλιαρό, έτοιμο να φου­σκώσει
και στις προσκλήσεις σου μην είσαι φορτι­κός.
Εκείνη ξέρει. Θα σ' επισκεφτεί
σε ώρα που δεν την περιμένεις .


Το γήινο σώμα σου, ποιητή, σαν το διαλέ­ξει Εκείνη
θα είναι ευλογημένο.

Χώμα της Κύπρου / Παιονίδου Έλλη


Σε σκαλίσαμε κόκκο-κόκκο 
αναζητώντας τον εαυτό μας. 
Μας μπέρδεψαν τείχη βενετσιάνικα
γραφές αραβικές
και τάφοι ανώνυμοι.
Τέλος απελπιστήκαμε. 
Καλύψαμε με μια πρόχειρη δικαιολογία 
τη θυσία της Ιφιγένειας και του Ισαάκ
και σε μετατρέψαμε
σε είδος αγοραπωλησίας.

Στέλιου Παπαντωνίου: Ανάλυση του ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη

Έτοιμο το χειρουργείο; / Στέλιου Παπαντωνίου



Διασχίζεις τις χαραμάδες
χτυπάς καταπρόσωπο
με τ’ αυστηρά σου χέρια
δεν είμαστε σε διαδήλωση
δε δρέπουμε δράγματα αλλοτινά
Έτοιμο τα χειρουργείο; ρωτάς.

Κατέβηκαν μαυριδεροί μεροκαματιάρηδες
Ίπποι τερατόμορφοι
Σκάβουν τεράστιους λάκκους
Λατομούν τα στήθη της μάνας μας
Τη σέρνουν φτιασιδωμένη
Σπρώχνουν μια τετράχοντρη χανούμ
Που αγκαλιάζει απειλητικά.
Έτοιμο το χειρουργείο; ρωτάς πάλι.
Δεν ήταν μέσα στα όνειρά μας
Αναμείχθηκε με τους εφιάλτες μας
Τα ζιζάνια φύτρωναν αργά και σταθερά
Μαζί με ακάνθες και τριβώλους
Μισταρκοί σκάβαν το λάκκο
Ξένοι και δικοί.
Σήμερα και πάλι ξυπνά η ψυχή μας
Χτυπούμε το πρόσωπο ν’ ανοίξουν τα μάτια
Ν’ ακροαστούμε μηνύματα
Ύστερα από τόσους εργολάβους
Ξημερώνει ο νους
Η ψυχή λαμπυρίζει
Κελαρίζει καθάριο νερό.
Η ψυχή αντρειεύεται στην αδικία, λες,
Στη σκλαβιά, στα σκελετωμένα κορμιά
Ριγμένα στην καταπαχτή.
Κανένας Κύκλωπας δεν τη νικά.
Να ξαναπιάσουμε το μίτο
Να δούμε φως έξω από το λαβύρινθο
Στο καμίνι πνεύμα δρόσου διασυρίζον.
Έτοιμοι για χειρουργείο;

Ο Σκέλεθρας (Απόσπασμα) / Νικολαίδης Νίκος

Ο Παύλος ο σαράφης*, ο Σκέλεθρας, απαράτησε την εφημερίδα.
– Σκοτούρα! καλέ σκοτούρα που θα την έχει σήμερις καμπόσος 
κόσμος! σκέφτηκε και τα χείλη του τραβήχτηκαν σ’ ένα χαμόγελο 
ξερό. Κάτω από μιαν επικεφαλίδα νεκρώσιμη –σύμπλεγμα 
κρανίου, βραχιονίου και μηριαίου οστού– είχε διαβάσει μια 
δήλωση της επιτροπής του νεκροταφείου
«Ειδοποιούνται και αύθις οι βουλόμενοι να κάμουν 
ανακομιδήν* των κεκοιμημένων των, να σπεύσωσι, διότι 
εκπνεούσης της προθεσμίας θα ενεργηθή αύτη υπό της 
υπηρεσίας του κοιμητηρίου άνευ ειδοποιήσεως, τα δε οστά θα 
ρίπτωνται εν τω κοινώ χωνευτηρίω*...»
Ξαναπήρε την εφημερίδα κι έριξε μια μάτια σ’ άλλη στήλη. 
Πάλι ειδοποίηση!
«...Ειδοποιούνται οι χρεωφειλέται του αποβιώσαντος Τ... να 
προσέλθωσιν εντός δεκαπέντε ημερών εις το γραφείον του 
διαχειριστού του κ. Δ... ίνα δηλώσωσι τας απαιτήσεις των...»
Άφησε πάλι την εφημερίδα να γλιστρήσει στη γης. Έσκυψε 
στον «πάγκο» του και χτυπούσε ταμπούρλο με τα δάχτυλά του στο 
τζάμι. Τ’ ανίψι του, ο Τιριλλής, καθότανε χαμηλά σ’ ένα σκαμνί 
και διάβαζε μουρμουριστά ανθρωπολογία. Είχε το βιβλίο ανοιχτό 
στα γόνατά του και μουρμουρούσε: «...το κρανιακόν οστούν... το 
μετωπικόν οστούν... τα δύο κροταφικά, τα δύο βρεγματικά*...» 
κι άγγιζε τα δάχτυλά του στο μέρος της κεφαλής που ονόμαζε. 
Άκουσε τον μπάρμπα του που χτυπούσε με τα δάχτυλά του στο 
τζάμι του πάγκου του και σήκωσε το κεφάλι.
– Τα τάλαρα δεν είναι αρκούδια για να χορέψουν που τους 
παίζει ταμπούρλο!... Συλλογίστηκε, γελώντας το τσιριστό γέλιο 
του, που του ’φερν’ ένα πόνο στη ρίζα της ζερβιάς του μασέλας.
Ο Παύλος ο σαράφης, ο Σκέλεθρας, χτυπούσε πολλήν 
ώρα τα δάχτυλά του στο τζάμι, και τα περασμένα του, σ’ όλες 
τους τις λεπτομέρειες, αρχίσανε να περνούν από τη σκέψη του 
αραδιαστά-αραδιαστά, σαν ένας στρατός υπάκουος στον ήχο του 
ταμπούρλου.
Προ δέκα χρόνια ο Παύλος έκλεισε τις χαραμάδες της 
κάμαράς του κι άναψε ένα μαγκάλι κάρβουνα για να δώσει τέλος 
στη ζωή του... την αβίωτη, καθώς έγραψε σ’ ένα χαρτί. Η μυρωδιά 
των κάρβουνων, που ’βγαινε από μιαν ανοιχτή χαραμάδα, τόνε 
πρόδωσε και τόνε βρήκαν μισοζώντανο στο πάτωμα. Όταν άρχισε 
να συνεφέρνει, με τις περιποιήσεις δυο γιατρών που προστρέξανε, 
άκουσε το νοικοκύρη του που διηγότανε πως: είχε ανέβει να του 
ζητήσει «απέναντι καθυστερουμένων ενοικίων» και του χτύπησε 
στα ρουθούνια η μυρωδιά του κάρβουνου, και μουρμούρισε:
– Κερατά!... σαν ερχόσουνα κάθε στιγμή στενοχωρώντας με... 
δεν σου χτυπούσε η μυρωδιά της πείνας μου!...
Ένας από τους γιατρούς, αντεπιστέλλον μέλος* ενός 
φυσιολογικού ινστιτούτου της Ευρώπης, του είπε, λιγωμένα, 
καθώς λέγουνται τα κομπλιμέντα στις αληθινά ωραίες κυρίες, πως 
είχε ένα σκελετό... «θαύμα!»
– Θα μπορούσε η εταιρεία μας να σου μετρήσει ένα σημαντικό 
ποσό αν...
– Πάψε, γιατρέ, του είπε ο άλλος γελώντας, που θέλεις να 
κάνεις το σωματέμπορο τώρα!...
– ...Αν διαθέσεις το σκελετό σου στην εταιρεία μας, θα σου 
μετρούσα... Ξακολούθησε ψάχνοντας τις σπάλες* και τα γόνατά 
του... Θα σου μετρούσα...
Κι ο Παύλος, που θα πουλούσε όσα-όσα και την ψυχή του, 
γυμνώθη για να διατιμήσει ο γιατρός το σκέλεθρό του.
Χρειάστη ένα μέτρο και κατέβη πρόθυμα ο νοικοκύρης του 
και ζήτησε από τη γειτόνισσα μοδίστρα την κορδέλα της. Τον 
αναποδογύριζε, ο γιατρός, απ’ όλες τις μεριές, τονέ δίπλωνε, τον 
άνοιγε, πάλι τον ξαναδίπλωνε... και ψάχνοντας τις αχαμνισμένες 
από την πείνα σάρκες του, εύρισκε τα οστά και τα μετρούσε 
προσεχτικά από αρμό σε αρμό.
– ...Οκτώ έως δέκα χιλιάδας φράγκα!
Έγραψε στην Ευρώπη κι έλαβε εντολή να μετρήσει το ποσό 
εις τον κάτοχο του θαυμάσιου σκελετού... «αντί συμβολαίου 
εξασφαλίζοντος τον σκελετόν εις το Ινστιτούτον μας...»
Ο Παύλος, αγόρασε τον πάγκο ενού σαράφη που είχε φάγει 
στα γλέντια τα κεφάλαια της δουλειάς του κι έγινε σαράφης-
τοκογλύφος, έχοντας κεφάλαια την τιμή του σκέλεθρού του. 
Σαν άνθρωπος που γνώρισε στον καιρό της πείνας την αξία του 
παρά, ήταν ευσεβέστατος παραδόπιστος. Μόνο που ήτανε το λάδι 
ακριβό, ειδεμή θ’ άναβε μέσα στην κάσα του*, ακοίμητο καντήλι 
προς δόξαν του Μαμωνά*, που του ’στελλε πλούσια τα ελέη του!
Όλοι ξέρανε την ιστορία του και του ’μεινε τ’ όνομα 
«Σκέλεθρας». Ο ίδιος σε κάθε περίσταση διηγότανε, γελώντας 
με μιαν ασυνειδησία τρομερή, τα καθέκαστα της πούλησης του 
σκέλεθρού του, τελειώνοντας πάντα έτσι:
– Οι κουτοί! δεν μ’ αφήνανε να ψοφήσω από την πείνα και 
παραχώνοντάς με σε μια γωνιά να μαζέψουν τα κόκαλά μου!... 
Χε! χε! χε!... θέλοντας οι κουτόφραγκοι* το σκέλεθρό μου, μου 
’δωσαν τα μέσα που στερούμουνα να ζήσω!
Κάθε φορά που συναντούσε στο δρόμο το γιατρό που μεσίτεψε 
για την παράξενη αυτή συναλλαγή, τεντώνονταν και τόνε κοίταζε 
κατάματα κοροϊδευτικά, καθώς μια μοδιστρούλα, που ’φτασε να 
γίνει μεγαλοκοκότα*, κοιτάει τον προαγωγό* της.
Το σκελετό του τόνε λογάριαζε σαν ένα πράμα που το ’χε 
πουλήσει σε καλή τιμή «τοις μετρητοίς» κι ο αγοραστής τ’ άφησ’ 
εκεί σε μια γωνιά για να το πάρει αργότερα!
Μάλωνε μια φορά μ’ ένα γείτονά του και τον απείλησε πως 
θαν του σπάσει τα πλευρά· κι ο Παύλος είπε:
– ...Πουλημένα είναι!... θα ζημιώσεις την Ευρώπη!...
Προ λίγες μέρες τον είχε πονέσει ένα δόντι κούφιο και πήγε να 
το βγάλει.
– Δεν έχει παρά μόνο μια τρύπα... κι είναι γερό δόντι, είπε ο 
δοντογιατρός,... καλύτερα να το σφραγίσουμε με χρυσάφι.
Ο Σκέλεθρας που δεν ανεγνώριζε την υποχρέωση να κάνει 
κι επιδιορθώσεις στα πουλημένα κόκαλά του, και μάλιστα να 
γιομίσει ένα δόντι με χρυσάφι:
– Βγάλ’ το..., είπε...
– Είναι γερό... αμαρτία είναι... είσαι τόσω χρονών άντρας και 
διατηρείς όλα σου τα δόντια, αυτό είναι κατιτίς! Γιατί να βγάλεις 
ένα γερό δόντι...;!
– Βγάλ’ το...!
Μονάχα όταν του είπε πως είναι δόντι με αγριόριζες και 
σιδερόδοντο που θα τόνε τραντάξει στο τράβηγμα, παραδέχτη να 
το βουλώσει.
Χτυπούσε πολλή ώρα στο τζάμι τα δάχτυλά του κι αναθυμόταν 
τα περασμένα του. Όλη η ζωή του, από τον καιρό της πείνας ώς 
τη μέρα που κλείστηκε στην κάμαρά του να πεθάνει. Από τη μέρα 
που του μέτρησαν τ’ αντίτιμο του σκέλεθρού του ώς τη μέρα που 
λογάριασε τα χρήματα τούτα σα μια χούφτα σπόρο μπρος στο 
σωρό της σοδειάς του· όλη η ζωή του, σ’ όλες τις λεπτομέρειες (σα 
στρατός αραδιασμένος) περνούσε απ’ τη σκέψη του.
Να!... η προχτεσινή μέρα του με τα πολλά κέρδη της... να κι η 
χτεσινή...
Να κι η σημερινή... το πρωί... το μεσημέρι... Κι η παράταξη των 
περασμένων του, σα να πέρασε και να ’στριψε σε μια καμπή.
Σήκωσε το κεφάλι του κι είδε το Τιριλλή που είχε παρατήσει το 
διάβασμα και τόνε κοίταζε γελώντας ηλίθια.
– Τι γελάς, βρε...;!
– Τίποτις...
Έτσι πάντα ο Τιριλλής γελούσε και με το τίποτις ακόμη· κι 
όταν αρωτιόνταν γιατί γελά, δεν έλεγε αν δεν έτρωγε δυο-τρεις 
χαστουκιές.
Τ’ αυτιά του Σκέλεθρα βουίζανε, σα να τα χτυπούσαν από 
μέσαθέ τους δυο ματσούκια, κι ένιωθε το κεφάλι του βαρύ μαζί 
κι άδειο. Η σκέψη του δεν δούλευε πια παρά σαν κεντιές* μιας 
ημικρανίας.
Τώρα σα να κοίταζε μπροστά –μπροστά στη σκέψη του– κι 
έβλεπε σαν οχλομάζωμα, κάπου εκεί, μυρμηκιαστή* τη μελλούμενή 
του ζωή, τον θάνατό του και πέρα...

Μπροστά-μπροστά ήτανε το σημερινό του απόγεμα 
«επικεφαλής» μ’ ένα μπαϊράκι μαύρο, που δεν ήτανε παρά η 
εφημερίδα που παράτησε προ λίγη ώρα και βρίσκονταν κι εκεί στα 
πόδια του ακόμα. (Ένα μαύρο μπαϊράκι, με άσπρα γράμματα σε 
δυο παράλληλα κατεβατά κάτω από το νεκρώσιμο σύμπλεγμα). 
Το ένα κατεβατό ήταν η ειδοποίηση του νεκροταφείου που 
προσκαλούσε κείνους που θέλανε να περιποιηθούνε τα κόκαλα 
των αποθαμένων τους, και τ’ άλλο ήταν η ειδοποίηση του 
πληρεξούσιου κείνου του μακαρίτη π’ άφησε χρήματα για να 
πλερωθούν οι χρεωφειλέτες του.
Το μπαϊράκι σάλευε με τη χλαλοή* των μελλούμενών του κι 
ο Σκέλεθρας άρπαξε μια φράση από τη μια ειδοποίηση, μια λέξη 
από την άλληνα και νιώθοντας και το σιχαμερό τ’ ανίψι του το 
Τιριλλή εκεί, έγραφε η σκέψη του:
«...Επειδή κι ο μακαρίτης ο Σκέλεθρας δεν έχει χρεωφειλέτες, 
ούτ’ άλλο κλερονόμο από το Τιριλλή, το άτιμο το Τιριλλή, 
ειδοποιείται το Τιριλλή το σιχαμένο να προσέλθει να 
παραλάβει την περιουσία του... Κι επειδή και τα κόκαλά 
του είναι πουλημένα στο Ινστιτούτο και δεν θα μπουν σε 
ιδιαίτερο κουτί ούτε και θα ριχτούν στο κοινόν χωνευτήριον, 
ειδοποιείται ο πληρεξούσιος του Ινστιτούτου να προσέλθει να 
απαιτήσει...»
Ανατινάχθη σα να ξυπνούσε. Του μίλησε μια γυναίκα 
δείχνοντάς του κάμποσες γαζέτες* κι ένα δαχτυλίδι.
– ...Έχω ανάγκη τρία τάλαρα... να τούτο το δαχτυλίδι,... είναι 
καλό... δώσε μου δύο τάλαρα... κάνε μου και τούτες τις γαζέτες 
τάλαρο.
Πήρε το δαχτυλίδι και το κοίταξε. Πήρε και τις γαζέτες και τις 
μετρούσε.
– Το δαχτυλίδι δεν σηκώνει δυο τάλαρα... σηκώνει μονάχα ένα.
– Έχω ανάγκη... τρία! Να σχωρεθούν οι ψυχές των αποθαμένων 
σου... ν’ αναπαυτούν οι ψυχές και τα κόκαλά τους... δώσ’ μου τρία.
– Άφησε και τούτο, της είπε, δείχνοντάς της την αρραβώνα 
της –μιαν αρραβώνα φαγωμένη, τριμμένη από την καθημερινή 
δουλειά... και να πάρεις δυο... κι ένα τρία...
Η γυναίκα τράβηξε να βγάλει τη φτενή* αρραβώνα που ’τανε 
ριζωμένη στη σάρκα της. Τήνε τραβούσε και κοίταζε γύρω 
ντροπαλή κι ανήσυχη.
– Θα ξαθρώσεις το δάχτυλό σου, κερά μου... θα σπάσεις το 
κόκαλό σου...
Κι επέρασε μεσ’ τα μάτια του σαν αστραψιά μια ειρωνεία. 
Η φτωχή αναστέναξε. Τράβηξε δυνατά κι έβγαλε την 
αρραβώνα.
Πήρε τα τρία τάλαρα και τη σκετική απόδειξη.
Θυμήθη, ο Σκέλεθρας, πως ήταν ώρα που ’πρεπε να πάει στο 
δοντογιατρό να του βάλει το χρυσό στο δόντι.
– Ου! να τελειώσει και τούτο, σκέφτηκε.
Ταχτοποίησε μέσα σε μια σιδερόκασα τ’ ό,τι ήταν στον πάγκο 
του και βγήκε.
Αυτήν τη στιγμή, το παιδί του αντικρινού μαγερειού βγήκε με 
μια πιατέλα κόκαλα και τα ’ριξε μέσα στον τενεκέ των σκουπιδιών 
που ’ταν απ’ όξω στην πόρτα.
– «Στο κοινόν χωνευτήριον»... μουρμούρισε ο Σκέλεθρας. […]



επεξηγήσεις:

* σαράφης, ο: ενεχυροδανειστής
* ανακομιδή, η: εκταφή και μεταφορά των οστών 
νεκρού σε οστεοφυλάκιο, μνημείο, τάφο κ.λπ.
* χωνευτήριο, ο: χώρος του νεκροταφείου, στον οποίο 
φυλάσσονται τα οστά των νεκρών
* βρεγματικό οστό: καθένα από τα οστά που σχηματί-
ζουν το πλάγιο και επάνω τμήμα του κρανίου
* αντεπιστέλλον μέλος (Ακαδημίας ή άλλου επιστη-
μονικού ιδρύματος): μέλος που δεν έχει ως μόνιμη 
κατοικία του τη χώρα, όπου είναι το ίδρυμα που τον τιμά 
με τη διάκριση αυτή 

* σπάλα, η: το οστό της ωμοπλάτης
* κάσα, η: σιδερένιο χρηματοκιβώτιο, ταμείο
* Μαμωνάς, ο: θεός του πλούτου
* κουτόφραγκος, ο: υποτιμητικός χαρακτηρισμός για 
τους Ευρωπαίους, ότι τάχα υστερούν σε εξυπνάδα και 
μπορούν εύκολα να ξεγελαστούν
* μεγαλοκοκότα, η: πόρνη πολυτελείας
* προαγωγός, ο: μαστροπός, αυτός που εξωθεί στην 
πορνεία
* κεντιά, η: σουβλιά, δυνατός πόνος
* μυρμηκιαστή: συμπιεσμένη και συμπυκνωμένη
* χλαλοή, η: οχλαγωγή, οχλοβοή
* γαζέτες, οι: νομίσματα μικρής αξίας, κέρματα, πεντα-
ροδεκάρες
* φτενός: λεπτός

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Ρέκβιεμ στη Νεότητα: Ποιητική Συλλογή του Χριστόδουλου Καλλίνου εκδοθείσα το έτος 2015

ΠΕΡΙ ΚΗΠΟΥΡΙΚΗΣ
Άντε και πηδήχτου ποιητή!
Δεν θα μιλήσω για το ύφος των δέντρων
γιατί δεν ξέρω από κηπουρική.
Τα λόγια πια σαν την βροχή
και σαν τον άνεμο.
Δεν είναι βάλσαμο ο λόγος
ούτε του φίλου.
Υπάρχουν τόσα που δεν ξέρω να σου ειπώ
δεν ξέρω αν πρέπει ή αν είν’ η σκέψη ικανή.
Και πάλι αφήνω τα λιγοστά πράγματα
π΄ αγάπησα.
Είναι τα πράγματα μπελάς
μες της καρδιάς τα βάθη.Άντε και πηδήχτου ποιητή!
Οι τυχοδιώκτες δεν γίνονται ποιητές,
ούτε οι γλείφτες γίνονται ποιητές.
Ποιητές δεν γίνονται οι ανόητοι κι οι ψωνισμένοι.
Μπορεί βεβαίως να πιάσουν την καλή,
να πάρουν βραβεία, να αποκτήσουν φήμη,
ανάμεσα σε άλλους ανόητους
και ανάμεσα σε άλλους ψωνισμένους.
Μπορεί να βρουν εκδότες περιωπής
και κριτικούς του σιναφιού τους,
να γράψουν ανοησίες αντάξιες του έργου τους.
Η ποίηση δεν θα τους κάνει την χάριν.
Η ποίηση δεν είναι καμιά ανόητη κυρά,
να υπολογίζει δούναι και λαβείν
να υπολογίζει ζημίες και κέρδη.
Η ποίηση, θα τους κλάσει τ’ αρχίδια
και θα του πει του κουτοπόνηρου ποιητή,
του κάλπικου και του χαζού, 'άντε και πηδήχτου ποιητή,
και συ κι ποίησή σου, και τα βραβεία και οι εκδότες σου
και οι κριτικοί και οι ανόητοι του σιναφιού σου'
Άντε και πηδήχτου, γιατί εμείς δεν θα σου κάνουμε την χάρη!

Στον Νίκο Καρούζο
Διάβασα τη λίστα τους κι εσύ έλειπες.
Α ρε μπάρμπα Νίκο,
εσύ τους έφτυνες τόσα χρόνια τους κατεργαραίους
πού να σε βάλουν στις λίστες τους,
στα κατάστιχά τους.
Στα μπακαλοδεφτέρια τους.
Σε βλέπω εκεί ψηλά να πίνεις τα ουζάκια σου
και να καπνίζεις το φούμο σου χαμογελώντας ΄
χαρτοπαίζοντας με τον θάνατο
και έτσι στο μεθύσι σου απάνω,
να τους τα λες,
όπως τα πες και τότε σ’ εκείνο τον μη μου άπτου τύπο του Κολωνακίου
' Στον πούτσο μου σας γράφω, κύριοι!
κι εσάς και τες λίστες σας!
Το καταλαβαίνετε;
Στον π ο ύ τ σ ο μου!’’

Ωδή εις τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

Ήταν πουλί νυχτερινό, τύπος κομψός,
ωραίος.
Γνωστός μποέμ της εποχής.
Φορούσε πάντοτε στη μπουτονιέρα του λουλούδι.
Δανδής σαν τον Wilde.
Ποιητής εστέτ,
γνώστης καλός της γαλλικής
δεινός του πιάνου βιρτουόζος,
μάστορας του στίχου τρυφερός, ονειροπόλος.
Αγαπούσε τη νύχτα, το φως του φεγγαριού,
κερί που τρεμοπαίζει η ποίησις του,
φεγγάρι που αργοσβήνει η πνοή του.

Άτιτλο XII

Πέθανε εν Αθήναις “εν σιωπή' ο ποιητής…
πρέπει να ήτο ωραίος ο ποιητής για να πεθαίνει έτσι,
'εν σιωπή'.



Αντίθεσις
Παλεύω εναντίον των αφελών συναισθηματισμών.
Εναντίον της τυραννίας του ονείρου.
Παλεύω για την τελική κατάργηση της τάξης των ποιητών.
Παραμένω πολεμιστής
και θα κρατήσω για πολύ ακόμη το νιώθω στα βάθη της ψυχής.
Ο νους μου πάντα στο ταξίδι.
Άτιτλο VI
Στο βιογραφικό μου
δεν αναφέρω λεπτομέρειες του βίου μου,
λ.χ. που έχω γεννηθεί και πόσες φορές έχω πεθάνει.
Άτιτλο Χ

Μια ποιητική συλλογή των εκατό σελίδων είναι μεγάλη.
πώς άφησα και πλήθυναν έτσι τα ναυάγιά μου…

Χριστόδουλος Καλλίνος (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Χριστόδουλος Καλλίνος γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974. Σπούδασε Φιλολογία και Φιλοσοφία στην Αγγλία και πιο συγκεκριμένα στο Πανεπιστήμιο του Birmingham. Ποιήματα, μελέτες και κριτικά του κείμενα,  δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες στην Κύπρο και σε άλλες χώρες. 

Ποιητικές Συλλογές:

Ρέκβιεμ στη Νεότητα: 2015 / Ακτίς 
Το “Ρέκβιεμ στη νεότητα” είναι το πρώτο ποιητικό βιβλίο του Χριστόδουλου Καλλίνου, το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ακτίς τον Ιανουάριο του 2015.
Το “Ρέκβιεμ στη νεότητα” είναι το πρώτο ποιητικό βιβλίο του Χριστόδουλου Καλλίνου, το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ακτίς τον Ιανουάριο του 2015.

Άντε και πηδήχτου ποιητή! / Καλλίνος Χριστόδουλος


Οι τυχοδιώκτες δεν γίνονται ποιητές,
ούτε οι γλείφτες γίνονται ποιητές.
Ποιητές δεν γίνονται οι ανόητοι κι οι ψωνισμένοι.
Μπορεί βεβαίως να πιάσουν την καλή,
να πάρουν βραβεία, να αποκτήσουν φήμη,
ανάμεσα σε άλλους ανόητους
και ανάμεσα σε άλλους ψωνισμένους.
Μπορεί να βρουν εκδότες περιωπής
και κριτικούς του σιναφιού τους,
να γράψουν ανοησίες αντάξιες του έργου τους.
Η ποίηση δεν θα τους κάνει την χάριν.
Η ποίηση δεν είναι καμιά ανόητη κυρά,
να υπολογίζει δούναι και λαβείν
να υπολογίζει ζημίες και κέρδη.
Η ποίηση, θα τους κλάσει τ’ αρχίδια
και θα του πει του κουτοπόνηρου ποιητή,
του κάλπικου και του χαζού, 'άντε και πηδήχτου ποιητή,
και συ κι ποίησή σου, και τα βραβεία και οι εκδότες σου
και οι κριτικοί και οι ανόητοι του σιναφιού σου'
Άντε και πηδήχτου, γιατί εμείς δεν θα σου κάνουμε την χάρη!

Άτιτλο ΧΙΙ /Καλλίνος Χριστόδουλος



Θα πεθάνω
μα θα γυρνώ τα βράδια
για να βλέπω, πόσο μικρές
-μικρές
είναι του ανθρώπου οι στιγμές…

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Το φύτευμα των βολβών / Λαμπής Γιάννος


Χωρίς αναπαμό και με χαμόγελο στα χείλη
φυτεύω βολβούς μοναδικούς
στο απερίγραπτα όμορφο περβόλι σου.
Κάτω απ’ τη γόνιμη του γη, που σιωπηλά κυλάνε οι χυμοί σου,
θα ποτιστούν και θα ξεπεταχτούν βλαστοί
που όταν βγουν στο φως θα ανθίσουν στο άγγιγμα του ήλιου.
Με χρώματα εξαίσια, μοναδικά, θα βάψουν την γη την καρπερή σου.
θα τους ακούς ν’ αχολογούν, σαν θρόισμα Ανοιξιάτικο
σε κήπο όπου κατοικούν και τραγουδούν
αηδόνια μιας ξωτικής φυλής που ζούνε αιώνια.

ΑΧ ΒΆΡΚΑ ΜΟΥ ΞΕΚΙΝΆ / Μαρούλλα Πανάγου


Αχ! Βάρκα μου ξεκίνα πάμε στην Λεμεσό
να δούμεν την μαρίναν τζιαι τζιείνην π'αγαπώ
'Τα μελισσιά της μμάδκια εγιώ 'ρωτεύτηκα 
Αλλού τάσσαν παλάδκια , μαγκόν τα σκέφτηκα
Σαν στέκει τζιαι θωρεί με αχ μέλιν στάσσουσιν
όπως τζιαι τα φιλιά της με συνταράσσουσιν
Εθθέλω γιώνι μάλλια , ούτε τζιαι μετρητά
μες στα δικά μ' αγκάλια ,θέλω την να ξυπνά
Βάρκα μου λάμν'εσούνι μεν χάνουμεν τζιαιρό
να πιάσουμε λιμάνι τωρά Λεμεσιανό
Μας καρτερά η αγάπη στην άκραν στον γιαλό
Στα αμμάδκια της το δάκρυ εθ θέλω για να δώ
Αν ένι να δαρκώσει ,θέλω ναν που χαρά
Αχ με μου μετανώσει τζια δεμ με καρτερα .

Μισώ τις νύχτες / Ανδρέου Ειρήνη


Νύχτες ατέλειωτες , ξάγρυπνα μάτια
του ρολογιού μετρούν τις ώρες
κι εκεί μπροστά στα σκαλοπάτια 
σέρνουν χορό του πόνου οι κόρες...
Οι αναμνήσεις σαν ερινύες
στον χρόνο πίσω μακριά με πάνε
και της ψυχής μου οι κηλίδες
από τα βάθη τους ξυπνάνε.
Μισώ τις νύχτες, γιατί δεν ξέρω
ίσως η μοίρα μου το' χει γραμένο
στο σκότος στίγμα βαρύ να φέρω
ανεξερεύνητο μου πεπρωμένο.
Κι αν κάποια βράδια 'ρθει ο Μορφέας
με συμπονέσει και μ' αγκαλιάσει
ένας εφιάλτης κακούργος , τέρας
απ' τον λαιμό με ζήλια τον αρπάζει.
Φεύγει ο Μορφέας αλαφιασμένος
κι αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι
κλαίω βουβά και τον μισω με σθένος
κι εύχομαι να μην με ξαναπάρει.
Χίλιες φορές να είμαι ξύπνια
τους εφιάλτες δεν τους μπορώ
για της ψυχής μου φταίνε την γύμνια
αφ' ότου ήμουνα μια στάλα μωρό.
Κάποια κοκόρια την μέρα κράζουν
άλλη μια νύχτα επί τέλους φεύγει
και τ' αποτσίγαρα σωρό, στοιβάζουν
την πυραμίδα κι ο ήλιος φέγγει......
Από το βιβλίο " Της ψυχής μου τα κομμάτια"