Ο Θεοδώρου Αλέξανδρος υπήρξε ποιητάρης της Κύπρου, από τις Πάτω Κυβίδες.
Σάββατο 12 Μαρτίου 2016
Ηλιάδης Χαράλαμπος (μικρή αναφορά)
Ο Ηλιάδης
Χαράλαμπος υπήρξε λαικός ποιητής της Κύπρου. Γεννήθηκε το 1901 και απεβίωσε το 1960. Καταγότανε από την Κοινότητα Κοιλάνι.
πηγή: Εκκλησία της Κύπρου
πηγή: Εκκλησία της Κύπρου
Ζυμπρής Ανδρέας
Ο Ζυμπρής Ανδρέας υπήρξε Ποιητάρης από την Κοινότητα του Παλαιομέτοχου. Γεννήθηκε το 1923.
πηγή:http://churchofcyprus.org.cy/19768
πηγή:http://churchofcyprus.org.cy/19768
είσαι μιτά μας δάσκαλε
Είσαι μιτά μας δάσκαλε, ακούω τη φωνή σου
ήρθες να δεις τουςφίλους σου,γνωστούς και συγγενείς σου
Ήρθες να δεις τα έργα σου που ΄χες παλιά γραμμένα
σαν έθελες να μαζευτούν να ΄ναι ούλλα τυπωμένα
Φυλλάδες τζιαι ποιήματα πλούτος στην κοινωνία
να μείνουσιν να μεν χαθούν, έχουν πολλήν αξίαν
Να΄χουμεν να διαβάζουμεν όσα τζι΄αν ρέξουν χρόνια
κληρονομιά που λλόου σου, απου παιδια στ΄αγγόνια
Εσου εν που με στράτευσες στης ποίησης την στράτα
τζι΄ έκαμες μου τα χρόνια μου που όφτζιερα γεμάτα
Τ΄αχναρκα της παράδοσης είπες μου να κλουθήσω
την ποίηση η αφορμή είσουν για ν΄αγαπήσω
Που μες τα βάθη της καρκιάς, δυο στίχους σου χαρίζω
τζι΄όσπου εν τα μάθκια μου ανοιχτά εν΄να σε μακαρίζω
ήρθες να δεις τουςφίλους σου,γνωστούς και συγγενείς σου
Ήρθες να δεις τα έργα σου που ΄χες παλιά γραμμένα
σαν έθελες να μαζευτούν να ΄ναι ούλλα τυπωμένα
Φυλλάδες τζιαι ποιήματα πλούτος στην κοινωνία
να μείνουσιν να μεν χαθούν, έχουν πολλήν αξίαν
Να΄χουμεν να διαβάζουμεν όσα τζι΄αν ρέξουν χρόνια
κληρονομιά που λλόου σου, απου παιδια στ΄αγγόνια
Εσου εν που με στράτευσες στης ποίησης την στράτα
τζι΄ έκαμες μου τα χρόνια μου που όφτζιερα γεμάτα
Τ΄αχναρκα της παράδοσης είπες μου να κλουθήσω
την ποίηση η αφορμή είσουν για ν΄αγαπήσω
Που μες τα βάθη της καρκιάς, δυο στίχους σου χαρίζω
τζι΄όσπου εν τα μάθκια μου ανοιχτά εν΄να σε μακαρίζω
Μανώλης Βασιλείου
κέκκος ο καψουλάρης
Πέντ, έξι στίχους έκατσα σήμμερα για να γράψω
τον Κέκκον τον Καρίττεβλην για να σας περιγράψω.
Άδρωπον ίσιον τζιαι καλόν με αδρωπιάν τζιαι χάρη,
της Αραδίππου γνήσιον τέκνον τζιαι παλλικάριν.
Θυμούμαι που' μαστιν μιτσιοί τζεικάτω στην Τραχώνα
που παίζαμεντε ππιριλιά, χωστόν τζιαι ζύα -μόνα.
Μες στα χωράφκια ολημερίς γυρίζαμεν τα όρη,
νυχτώννεν τζιαι στρεφούμαστιν έσσω μας με το ζόρι.
Ο Κέκκος πάντα ομπροστά, ήταν ο αρχηγός μας,
ό,τι τζι αν εκάβναμεν ήταν καλλύττερός μας.
Αφού τζιαι με το λάστιχον που παίζαμεν στρουθούδκια,
πάντα ήτουν καλλύττερος που τ'άλλα κοπελλούδκια.
Ύστερα τζιαι με τα βερκά τζιαι το τζιυνήιν κόμα,
πάλαι πρωτοπαλλίκαρον είχαν τον στην Τραχώνα.
Ούλλοι τον εφωνάζαμεν Κέκκον τον Καψουλάρη,
όνομαν που'ν κοτσιάνιν του τζι άλλος έθθα το πάρει.
Εγιώ τον βάλλων πάντα μου εις την γραμμήν την πρώτην
τζια Τραχωνίτην γνήσιον βέρον Αραϊππιώτην.
τον Κέκκον τον Καρίττεβλην για να σας περιγράψω.
Άδρωπον ίσιον τζιαι καλόν με αδρωπιάν τζιαι χάρη,
της Αραδίππου γνήσιον τέκνον τζιαι παλλικάριν.
Θυμούμαι που' μαστιν μιτσιοί τζεικάτω στην Τραχώνα
που παίζαμεντε ππιριλιά, χωστόν τζιαι ζύα -μόνα.
Μες στα χωράφκια ολημερίς γυρίζαμεν τα όρη,
νυχτώννεν τζιαι στρεφούμαστιν έσσω μας με το ζόρι.
Ο Κέκκος πάντα ομπροστά, ήταν ο αρχηγός μας,
ό,τι τζι αν εκάβναμεν ήταν καλλύττερός μας.
Αφού τζιαι με το λάστιχον που παίζαμεν στρουθούδκια,
πάντα ήτουν καλλύττερος που τ'άλλα κοπελλούδκια.
Ύστερα τζιαι με τα βερκά τζιαι το τζιυνήιν κόμα,
πάλαι πρωτοπαλλίκαρον είχαν τον στην Τραχώνα.
Ούλλοι τον εφωνάζαμεν Κέκκον τον Καψουλάρη,
όνομαν που'ν κοτσιάνιν του τζι άλλος έθθα το πάρει.
Εγιώ τον βάλλων πάντα μου εις την γραμμήν την πρώτην
τζια Τραχωνίτην γνήσιον βέρον Αραϊππιώτην.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΖΙΑΜΠΑΖΗΣ
σημείωση: Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα: Η ΑΡΑΔΙΠΠΟΥ (δΕΚ 2015)
ΧΩΡΚΟΝ ΜΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΑΠΙΤΗΣ
Χωρκόν μου που μ’ ανάγιωσες τζι εμέν
τζιαι τους γονιούς μου
τζιαι του παππού μου, τον παππούν
τζι ούλλους τους χωρκανούς μου,
τζιείνους που’ ρταν τζιαι κάτσασιν κοντά σου τζιαι ριζώσαν
τζιαι κάμαν κλώνους τζιαι κλωνιά
τζι εις τον γυρόν σ’ απλώσαν.
Γιατ’ έν’ το χώμαν σου γλυτζύν,γλυτζύν τζιαι το νερόν σου
τζι ο καθαρός αέρας σου τζι ο νήλιος ο λαμπρός σου
τζιαι συγκολλά σου ο γιαλός με τες ακρογιαλιές του,
τες βάλες, τα λιμάνια του τζιαι με τες αμμουθκιές του.
Τα λλιαστά χωράφκια σου τα κοτσινοβαμμένα
τζιαι τα δεντρά σου, πωρικά ψημένα φορτωμένα
τζι όμορφα τα σπίθκια σου τζιείνα τα πλιτταρένα
τζιαι τ’ άλλα με αρκόπετρες, μαστορικά χτισμένα.
Τίποτε το παρακατινόν, εν έσιεις πόν’ δικό σου,
τζι όσοι εφάαν τζι ήπιασιν νερόν που το νερόν σου
τζι έκατσαν πας στο χώμαν σου, το γλυκοκότσινόν σου,
λαλούν πως μέσα στον τουνιάν εν έσιει όμοιόν σου.
Τες ομορκιές σου τες πολλές θέλω να τραουήσω
με τα φτωχά τραούδκια μου πο’ χω για σεν γραμμένα
τζι ούλλου του κόσμου ‘ννά του πω, όσον τζιαιρόν ιζήσω,
όπου βρεχώ τζι όπου σταχώ’ ννα τραουώ για σένα.
Γιατ’ είμαι ‘ναν κλωνίν τζιαι γιω που τα κλωνιά σου
τζι ε’ ττέλω να ποχωριστώ ποττέ μου που κοντά σου.
Για πάντα να ποτζοιμηχώ στ’ αγκάλια τα δικά σου,
για να’ν γλυτζύς ο ύπνος μου, όπως τα χώματά σου.
Τα τηλέφωνα
Παύλος Δημητρίου Πικροδάφνης
(Σατιρικόν)
Τώρα εις την Λευκωσίαν
εν να ανοίξει η εταιρεία
τηλεφώνων πιον σχολή
για να πάει όποιος θέλει
το τηλέφωνον να μάθει
τζιαι να το ξηφοηθεί.
*
Γιατί έσιει που φοούνται
προπαντός που τα χωρκά
το ακουστικόν να πιάσουν
τζιαι το φτιν τους να το βάλουν
για να ακούσουν καθαρά,
τζιαι στην μια μερκάν τ’ αφίνουν
έναν πήχυν μακριά
τζι έτσι ’εν ακούουν λέξιν
που τον άλλον που μιλά.
*
Φαίνεται πως είναι νόμος
όποιος ―τζιαι ο πιο μιτσής―
το τηλέφωνον κτυπήσει,
να το θέλει πάντα βίαν,
γλήορα για να μιλήσει,
τζι άμα πεις «εν κρατημένον»,
εν ν’ ακούσεις θυμωμένα
«ώς ποσον να περιμένω;»
*
Κάποτε κτυπούσιν πέντε
τζιαι φωνάζουν μονομιάς,
τζι άμα πιάσεις ν’ απαντήσεις
έναν έναν στην σειράν
εν ν’ ακούσεις να φωνάζουν
«μα γιατί ’εν απαντάς;»
Κάποτες κτυπούσιν πάλιν
τζιαι ζητούν πέρσοναλ κολ
μα ξεχάννουν να σου ’πούσιν
του ατόμου που ζητούσιν
τ’ όνομάν του το μικρό,
τζι’ έτσι πιάνουν δικηγόρον
ενώ εθέλασιν γιατρόν.
*
Κάποιος ακτυπά στο κόλποξ
τζιαι ζητά βιαστικά
αριθμόν που το Βαρώσι.
Κάποιον όνομα ζητά
τζιαι τζιαμαί πα’ στο τραπέζι
το ακουστικόν κουμπά·
έσιει ράδιον ν’ ακούσει,
’κόμα δκυο που συζητούσιν,
κάποιον άλλον που μιλά,
τζι ’εν ακούει του τηλεφώνου
τόσην ώραν που κτυπά
τζι ύστερα εν να θυμώσει
πως πολλά εν να πκιερώσει.
*
Κάποιος άλλος εις το Κτήμαν
θέλει να τηλεφωνήσει
τζιαι ζητά το έρτζιεντ ’κόμα,
γλήορα για να μιλήσει,
―εν τον κόφτει που το χρήμαν,
ας πλήρώσει τζιαι διπλά―
’φίννει το ακουστικόν τζιαι φεύκει
πως του έτυχεν δουλειά,
τζιαι το σιέρι σου μουδκιάζει
που την ώραν που κτυπά :
’εν σου απαντά κανένας,
τζι ύστερα που επιστρέφει
χέμα ρέστα σου ζητά.
*
Το λοιπόν για τούτα ούλλα,
για να μεν τα ρίχνουμεντε
πα’ στον τηλεφωνητήν,
’ποφασίζει η εταιρεία
να ανοίξει την Σχολήν.
το διαβάσαμε και το αναδημοσιεύουμε από: https://allikypros.wordpress.com/category/%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B1/
το διαβάσαμε και το αναδημοσιεύουμε από: https://allikypros.wordpress.com/category/%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B1/
Παύλος Δημητρίου Πικροδάφνης (βιογραφικό σημείωμα)
Ο Παύλος Δημητρίου Πικροδάφνης (1911-1977), ήταν λαικός ποιητής της Κύπρου. Καταγότανε από φτωχή οικογένεια της Καλαβασού. Τελείωσε την Ε΄ τάξη δημοτικού και για βιοποριστικούς λόγους, ασχολήθηκε με ποικίλες εργασίες. Δούλεψε ως υγιειονομικός εργάτης στη Λευκωσία, και στο μεταλλείο Καλαβασού. Αργότερα εργάστηκε στο τηλεφωνικό κέντρο της Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας και το 1962 μετανάστευε στην Αγγλία προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Στην Αγγλία απεβίωσε το 1977.
Ποιητικές συλλογές :
- Η αγωνία (1944) και
- Ο πόνος του αρκάτη(1960)
Τα ποιήματά του διακρίνονται από τον Πατριωτικό και κοινωνικό τους χαρακτήρα
«Μαζί – Birlikte» : Ποιητική Συλλογή του Μιχάλη Π. Χριστοφίδη. Εκδόθηκε τον Ιούνη του 2014 και είναι αφιερωμένη στον Μιχάλη Κυρλίτσια (μικρό απόσπασμα)
Έριξες στα πόδια μας
το ταλαιπωρημένο σου σαρκίο
να τραφεί κάθε μικρότητα.
Πραγματοποίησες σάλτο προς την έξοδο
και συνοδεύεις τη επιστροφή.
Το «Canto General» στη διαπασών.
Είναι ν’ αναρωτιέται τελικά κάποιος,
ποιοι οι νεκροί
ποιος έχει να πει κάτι.
Γαντζωμένες ψυχές
στο μαξιλάρι.
Κλάμα βουβό,
μοναξιά μοιρασμένη,
δαγκωμένα χείλη.
Στις παλάμες κουρνιάζει
μια οφειλόμενη συγγνώμη.
Τώρα
μας ενώνει κι η σιωπή.
Εκείνη η εμπύρετη μοναξιά
που τυραννεί πριν τη δημιουργία.
Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016
Ο Τρίτος Απεργοσπάστης του Χρίστου Ρ. Τσιαήλη
Όταν η έναρξη κηρυχθεί της Μεγάλης Απεργίας,
θα μαζευτούμε όλοι στην αυλή του Εργοστασίου.
Θα κοιταχτούμε στα μάτια μεταξύ μας
για την εμπιστοσύνη θα φωνάζουμε χωρίς φωνές,
για την αλληλεγγύη θα μιλάμε χωρίς ομιλίες,
χωρίς διαλόγους για το σκοπό θα συζητάμε.
- μόνο με τα μάτια –
Σε μια ανύποπτη στιγμή
θα ξεμυτήσει από τη μάζα μας
ένας γεράκος,
τρομαγμένος και οσφυοκάμπτης,
θα προχωρήσει προς την ανοικτή πόρτα του Εργοστασίου.
Πίσω δεν θα γυρίσει να μας κοιτάξει.
Θα μπει
Θα κοιταχτούμε στα μάτια μεταξύ μας
και την απαξίωση θα φωνάξουμε με ψιθύρους
και την προδοσία θα χλευάσουμε με βλοσυρές ματιές
και τον Πρώτο Απεργοσπάστη με σάλιο στεγνό θα φτύσουμε.
Μα δεν θα αντισταθούμε, στο κάτω-κάτω,
τι μπορεί να κάνει ένας γεράκος μόνος
σε ένα Εργοστάσιο τεράστιο όσο το παν;
-- Η Πρώτη Μηχανή μέσα θα σφυρίξει --
Σε λίγες ώρες απραξίας
ένας Δεύτερος Απεργοσπάστης θα αποσπαστεί
και θα προχωρήσει
με τους ώμους ανασηκωμένους
προς την πόρτα ανοικτή.
Θα γυρίσει να μας κοιτάξει τρομαγμένος και διστακτικός.
Μα θα περάσει μέσα,
κι ας ξέρει πως εκείνη τη στιγμή
καίνε οι πνεύμονές μας όπως καίγανε προ ολίγου του ιδίου.
Μας ακούει να φωνάζουμε την ντροπή
με τις αληθινές φωνές μας.
Μας ακούει για την αθέτηση της υπόσχεσης
να ωρυόμαστε με οργή.
Με το όνομά του τον φωνάζουμε,
μα δεν απαντά.
Κραυγάζουμε συνθήματα άγρια,
κανείς δεν φοβάται τον Εργοδότη,
με δυο Απεργοσπάστες,
το Εργοστάσιο πώς να παράξει;
-- Μια δεύτερη, μεγαλύτερη Μηχανή
φυσάει καπνό
από το δεξιό Φουγάρο --
Κατά το σούρουπο,
από την απέραντη ηρεμία της πόλης σαγηνευμένη,
η Απεργία μας ήρεμη αναμένει
για τη μισθοδοσία μια απάντηση.
Μέσα η Συντεχνία συνομιλεί.
Ένας Τρίτος Απεργοσπάστης ξεμυτάει δειλά μέσα στα σκοτεινά.
Αδράττομαι της ευκαιρίας ετούτης για να τρέξω προς την πόρτα
γιατί πάντα επίστευα ότι το αφεντικό θα με εμπιστευτεί περισσότερο
αν του δείξω ότι εγώ θα είμαι πάντα στο πλευρό του, ότι κι αν γίνει,
γιατί είμαι ο πιο νεαρός σε ηλικία,
γιατί έχω ανάγκες,
γιατί δεν ξέρω τι είναι πιο ανήθικο,
να προδίδω τον Εργοδότη
ή την Απεργία,
γιατί είμαι εγώ που αξίζω να εργάζομαι κι όχι όλοι αυτοί πίσω μου.
Μα στα τρία βήματα με πήραν χαμπάρι
οργισμένοι χυμήξανε επάνω μου,
- ωχ, ο πόνος της Δικαιοσύνης της Μάζας -
δεν τον περίμενα τόσο λυτρωτικό,
οι πέτρες το βράδυ είναι πιο λευκές από ότι ενόμιζα,
τα ρόπαλα είναι πιο μαλακά όταν δεν τα διακρίνεις,
το αίμα είναι λιγότερο κόκκινο
και πιότερο δροσερό
στο δέρμα σου σαν κυλάει,
αν δεν είσαι εσύ ο σωστός τελικά,
αν σου αξίζει η μοίρα που επέλεξες.
Ήσουνα – φαίνεται -- εσύ
ο Τρίτος Απεργοσπάστης,
μα τώρα δεν θυμάσαι,
γιατί η Τρίτη Μηχανή δεν ξεκίνησε,
αφού δεν πρόλαβες να εισέλθεις,
μον αρχίσανε μετά από την αποτελείωσή σου
ένα πραξικόπημα σφοδρό,
του οποίου την έκβαση
δεν θα μάθαινες
ποτέ.
Για λίγο καιρό να μάχονται
τους παρακολούθησαν
ο γεράκος και ο μεσήλικας
με τη μούρη να αχνίζει κολλημένη
σε ένα τζάμι του Εργοστασίου
και με το Περίστροφο του Εργοδότη στον κρόταφό τους
υπό των ήχο των δύο Μηχανών να δουλεύουν
- χωρίς Προϊόν -
θα μαζευτούμε όλοι στην αυλή του Εργοστασίου.
Θα κοιταχτούμε στα μάτια μεταξύ μας
για την εμπιστοσύνη θα φωνάζουμε χωρίς φωνές,
για την αλληλεγγύη θα μιλάμε χωρίς ομιλίες,
χωρίς διαλόγους για το σκοπό θα συζητάμε.
- μόνο με τα μάτια –
Σε μια ανύποπτη στιγμή
θα ξεμυτήσει από τη μάζα μας
ένας γεράκος,
τρομαγμένος και οσφυοκάμπτης,
θα προχωρήσει προς την ανοικτή πόρτα του Εργοστασίου.
Πίσω δεν θα γυρίσει να μας κοιτάξει.
Θα μπει
Θα κοιταχτούμε στα μάτια μεταξύ μας
και την απαξίωση θα φωνάξουμε με ψιθύρους
και την προδοσία θα χλευάσουμε με βλοσυρές ματιές
και τον Πρώτο Απεργοσπάστη με σάλιο στεγνό θα φτύσουμε.
Μα δεν θα αντισταθούμε, στο κάτω-κάτω,
τι μπορεί να κάνει ένας γεράκος μόνος
σε ένα Εργοστάσιο τεράστιο όσο το παν;
-- Η Πρώτη Μηχανή μέσα θα σφυρίξει --
Σε λίγες ώρες απραξίας
ένας Δεύτερος Απεργοσπάστης θα αποσπαστεί
και θα προχωρήσει
με τους ώμους ανασηκωμένους
προς την πόρτα ανοικτή.
Θα γυρίσει να μας κοιτάξει τρομαγμένος και διστακτικός.
Μα θα περάσει μέσα,
κι ας ξέρει πως εκείνη τη στιγμή
καίνε οι πνεύμονές μας όπως καίγανε προ ολίγου του ιδίου.
Μας ακούει να φωνάζουμε την ντροπή
με τις αληθινές φωνές μας.
Μας ακούει για την αθέτηση της υπόσχεσης
να ωρυόμαστε με οργή.
Με το όνομά του τον φωνάζουμε,
μα δεν απαντά.
Κραυγάζουμε συνθήματα άγρια,
κανείς δεν φοβάται τον Εργοδότη,
με δυο Απεργοσπάστες,
το Εργοστάσιο πώς να παράξει;
-- Μια δεύτερη, μεγαλύτερη Μηχανή
φυσάει καπνό
από το δεξιό Φουγάρο --
Κατά το σούρουπο,
από την απέραντη ηρεμία της πόλης σαγηνευμένη,
η Απεργία μας ήρεμη αναμένει
για τη μισθοδοσία μια απάντηση.
Μέσα η Συντεχνία συνομιλεί.
Ένας Τρίτος Απεργοσπάστης ξεμυτάει δειλά μέσα στα σκοτεινά.
Αδράττομαι της ευκαιρίας ετούτης για να τρέξω προς την πόρτα
γιατί πάντα επίστευα ότι το αφεντικό θα με εμπιστευτεί περισσότερο
αν του δείξω ότι εγώ θα είμαι πάντα στο πλευρό του, ότι κι αν γίνει,
γιατί είμαι ο πιο νεαρός σε ηλικία,
γιατί έχω ανάγκες,
γιατί δεν ξέρω τι είναι πιο ανήθικο,
να προδίδω τον Εργοδότη
ή την Απεργία,
γιατί είμαι εγώ που αξίζω να εργάζομαι κι όχι όλοι αυτοί πίσω μου.
Μα στα τρία βήματα με πήραν χαμπάρι
οργισμένοι χυμήξανε επάνω μου,
- ωχ, ο πόνος της Δικαιοσύνης της Μάζας -
δεν τον περίμενα τόσο λυτρωτικό,
οι πέτρες το βράδυ είναι πιο λευκές από ότι ενόμιζα,
τα ρόπαλα είναι πιο μαλακά όταν δεν τα διακρίνεις,
το αίμα είναι λιγότερο κόκκινο
και πιότερο δροσερό
στο δέρμα σου σαν κυλάει,
αν δεν είσαι εσύ ο σωστός τελικά,
αν σου αξίζει η μοίρα που επέλεξες.
Ήσουνα – φαίνεται -- εσύ
ο Τρίτος Απεργοσπάστης,
μα τώρα δεν θυμάσαι,
γιατί η Τρίτη Μηχανή δεν ξεκίνησε,
αφού δεν πρόλαβες να εισέλθεις,
μον αρχίσανε μετά από την αποτελείωσή σου
ένα πραξικόπημα σφοδρό,
του οποίου την έκβαση
δεν θα μάθαινες
ποτέ.
Για λίγο καιρό να μάχονται
τους παρακολούθησαν
ο γεράκος και ο μεσήλικας
με τη μούρη να αχνίζει κολλημένη
σε ένα τζάμι του Εργοστασίου
και με το Περίστροφο του Εργοδότη στον κρόταφό τους
υπό των ήχο των δύο Μηχανών να δουλεύουν
- χωρίς Προϊόν -
Χρίστος Ρ. Τσιαήλης
Γραμμούα
Θώρε, Θεέ, το
λυμπουρίν, έλα να κάμεις χάζιν
τζιαι τ’ άλλον
πον’ πουπίσω του τζιαι τ’ άλλον που λουρκάζει,
πισωκολλούν
τζιαι παρπατούν, ούλλα σε μιαν γραμμούαν,
τζιαι πάσιν,
ούλα τα αρνιά, χώννουνται στην τρυπούαν.
Εσύ εν που
διάταξες, ακούουν σου Εσέναν,
τα
λυμπουρούθκια να ’ν’ μαννά, να μεν εν σαν εμέναν,
εμέναν
εδιάταξες ούλλον να πασπατεύκω
να ππέφτω να
σηκώννουμαι, πάλαι να ξαναρκεύκω,
εν μες στο
Ευαγγέλιον, είπεν τα η φωνή σου
εν «κατ’
εικόναν», γράφει το, τζιαι «καθ’ ομοίωσίν» σου
είσαι Θεός μα
έχασες, εστήσαν σου την κλάππαν
τζι αλλάξασιν
τον άθρωπον, σε χαντομαλαππάππαν
αλλάξασιν το
κτίσμαν σου, αλλάξαν μας τους τρόπους
αήκαν μόνον το
κορμίν, δείγμαν που τους αθρώπους
φταίει τζι η
καλωσύνη σου, Θεέ μου, παραδέχτου,
π’ αφήννεις
τούντους τζιέγκενους να μας καταϊσιεύκουν
τους
τραπεζίτες, λογιστές, παπάες, δικηόρους,
τα κόμματα,
τους βουλευτές, κανάλια, τους εμπόρους,
Εξαπολύθησαν,
Θεέ, εκάμασιν κοντράτον,
εκάτσαν στα
ζινίσια μας, εσύραν μας πουκάτω,
θέλουν να
είμαστεν αρνιά, στην μάντραν τους την μιάλην,
θέλουν να μας
γαλεύκουσιν, να τρώσιν που το μάλιν,
θέλουν τον
κόσμον λυμπουρκάν, ούλλους μες στην τρυπούαν,
να μεν
αθρωποδείχνουμεν, να κάμνουμεν γραμμούαν.
Εσύ που είσαι
στα ψηλά, κάμε μιαν δίτζιαν κρίσην,
δώσ’ τους
καμμιάν κατραπατσιάν, να τους κουτρουμπελλίσει,
κάμε τον
κόσμον όπως πριν, δώσ’ του ζωήν να ζήσει,
τζι όσοι εφάν
που πάνω μας, η γη να τους τσιλλήσει.
Στυλλής
Γιωρκήκαρφης
Πηγή: Εφημερίδα: ΕΝΩΣΙΣ (30 Αυγ 2014)
Ο ΑΓΙΟΣ ΤΣΙΑΡΟΣ
Εν’ μόνος μου
που τ’ άρκεψα,
είχα
στενοχωρίαν
τζιαι που την
πρώτην την ρουφκιάν
εγλύκανέν μου
τον σεβντάν
τζι έκαμα
συμφωνίαν.
Εγίναμεν
φιλούθκια θκυο,
αέρκια
κολλημένα
πεινώ διψώ,
κλαίω γελώ
έχω τον για
παραστατόν
με την ζωήν
μου έναν.
Θκιαβάζω,
γράφω, σκέφτουμαι,
αρέσκει μου,
τραβώ τον
εν το χωρεί
τούν’ το μυαλόν
να ζιω ζωήν
δίχα καπνόν
ξυπνώ τζιαι
προσκυνώ τον.
Κιστίζουν,
αζουλεύκουσιν,
έχουν μας
ταραμένους!
Εν μ’ έπιαεν ο
καϊλές·
μ’ έναν
τσιάρον τζιαι καφέν
έχω τους
ξηγραμμένους.
Βάλλουν
λαπόρτα ξώδικα,
εν τζιαι του
γελασμάτου
να μας
χωρίσουν τζιαι καλά
μεν δούσιν
άλλον να γελά
κατύσιη του
πλασμάτου!
Πως εν’ να
ζήσω πκιο πολλά,
οι όξυπνοι
λαλούν μου
να πλήσσω, να
’μαι σαν τ’ αρνίν
να ζιω ζωήν,
παλιοζωήν
να μαλλωθώ του
νου μου.
Άγιε μου
Τσιάρε μου,
έχω το τάξιμόν
μου·
η συφφωνία
παρπατά
τζι εν’ να τον
κάμω σιμιθκιάν*
όποιον σταθεί
ομπρός μου.
Εν’ να πεθάνω
να χαθώ,
τα μαύρα τα
κλεισμένα!
Αήστε με
ωσότου ζιω
να πίννω να
παρανομώ
έννεν ζωή μ’
εμέναν;
Στυλλής
Γιωρκήκαρφης
* σιμιθκιά
(η): σισαμένη κουλλούρα
Πηγή:
Εφημερίδα: ΕΝΩΣΙΣ (27 Σεπ 2014)
Γεωργίου Κωστάκης (μικρή αναφορά)
Ο Γεωργίου Κωστάκης υπήρξε ποιητάρης.
Αναφέρεται στο βιβλίο:
Αναφέρεται στο βιβλίο:
Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ στην Ελληνική λογοτεχνία της Κύπρου |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)