Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

[Γι άννη, αν γεννήθηκες ξανά] / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Γι άννη, αν γεννήθηκες ξανά,
πάμε για καφέ το βράδυ;
Να περπατήσουμε χωριστά,
και όπου θέλει η Αθήνα,
ας μας βγάλει.

«Φτάσε σε οργασμό κάποια στιγμή»
«σκεφτόμαστε», Γιάννη μού έλεγες,
«πολύ»
αν και εγώ δεν σκέφτηκα
ποτέ τον θάνατό σου.

—«Ωραίο γούστο έχεις στους άνδρες» έλεγες.

—Έμεινα χωρίς παιδί...


                                   Τον οργασμό
                           μπορείς να μιμηθείς
                       δεν μπορείς όμως

                                  την αγάπη.

[Χίλια και ένα] / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Χίλια και ένα
μέτρησα χθες βράδυ τα μέλη μου.
Μόνο σε μία
και όχι σε χίλιες και μία νύχτες.
Στις χιλιάδες προσωπικότητές μου συστήθηκα
να τις αγγίξω επιχείρησα,
με στένευαν όμως
τα καινούργια μου παπούτσια.

Χίλιες και μία νύχτες σε θυμήθηκα.
Δεν σε συγχώρεσα όμως
σε καμία.
Μνήμες και λεπτομέρεια
πολύ μού στοίχισαν
χίλιους και έναν στίχους ξαναθυμήθηκα,
ούτε ένας

δεν ήτανε δικός μου.

[Αν κάθε στίχος μου..] / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Αν κάθε στίχος μου
ήτανε μια στιγμή,
πλούσια πολύ θα ’χα ζωή
αν και τις στιγμές μου
όλες
δεν τις θυμάμαι.

Αν κάθε στίχος μου
ήταν η άλλη ζωή,
θα ’χα περάσει σε αυτήν
μία μία
όλες τις στιγμές μου.

Αν στους στίχους μου
ακούσατε την καρδιά
πως έφυγα θα μάθατε
–μέσα–
δεν χώραγαν άλλοι.

Παράγωγα
Επίθετα
Επιρρήματα
Ουσιαστικά.
Μια λέξη θυμάμαι εγώ,

Αγάπη.




Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Ηλίθιοι πολιορκημένοι

                                         

Άκρα του τάφου σιωπή στην Κύπρο βασιλεύει…
στέκει ο Κυπραίος ο χαζός παράμερα και κλαίει…
«Ωσάν την Τζιύπρον εν έσιει» λέει και ξαναλέει…
Τον κούρεψαν τον λήστεψαν και κείνος το χαβά του…
λαλεί πουλί, τρώει σπυρί και γλύφει τα φτερά του …
αιώνες τώρα έμαθε να κάθεται στ’ αυγά του…
«Σκυμμένο πάντα θα κρατώ το έρμο μου κεφάλι…
φοβάμαι τους Αγαρηνούς μη μου το κόψουν πάλι»…
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη…
η Κύπρος μας ολόχρυση σα το ξερό χορτάρι…
Με χίλιες βρύσες χύνονται, με χίλιες γλώσσες κρένουν…
«τζιαι οι Κυπραίοι σήμερα πεινούν τζι’ αργοπεθαίνουν»…
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα…
ατάραχος σαν ουρανός έχασα κάθ’ ελπίδα…
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη 'ναι κρυμμένα…
ποιος θα τα δει ποιος θα τα βρει πλάστη μου τα κλεμμένα… 

Πατέρας



Ήλιος καυτός και θέριζες στον κάμπο το σιτάρι
Βαρύ δρεπάνι ασήκωτο σε κάθε αρμαθιά…
Στάχυα για στρώμα έβαζες, πέτρα για μαξιλάρι
Τον πόνο σου τον έκρυβες μες τη καρδιά βαθιά…

Έρχεσαι μες τη μνήμη μου με φορτωμένη πλάτη…
Η ζέστη ανυπόφορη να καίει αναθεμάτη…

Η κλεψύδρα




Πόσα τραγούδια να σου πω, πόσες φορές να κλάψω…
Πόσα στιχάκια μάτια μου για σένανε να γράψω…

Εστέρεψε το δάκρυ μου, στέρεψε κι’ η χαρά μου…
Στέρεψε το μελάνι μου, στράγγιξε η καρδιά μου…
                                                                                   
Δεν έχω χρόνο μάτια μου, αδειάζει η κλεψύδρα…
Σε θάλασσες και σε βουνά, έψαξα μα δε σ’ ήβρα…

Κουράστηκα να σε ζητώ του ήλιου μου αχτίδα…
Τρομάζω μήπως μου χαθεί για πάντα η ελπίδα…

Παιδί ενός κατώτερου θεού



Παιδί κατώτερου θεού σου κλέψαν τη ζωή σου
έκανες το ποδήλατο κρεβάτι σου, κοιμήσου

Μα τη ζωή ποδήλατο κάποιοι στην έχουν κάνει
είσαι μικρός και δε μπορείς ο νους σου δε τους βάνει

Σφίξε σκληρά τα δόντια σου και κράτα την οργή σου
κάποτε θάρθουν να σου πουν ποιοι είν’ οι σύντροφοί σου

Ζώσου μαζί τους τ’ άρματα αγόρι μου κι’ ορκίσου
να πάρουνε το μάθημα οι εχθροί μας και εχθροί σου 

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Βότρυς κύπρινος / Παπαδόπουλος Δ. Κυριάκος


Η αγράμπελη εκεί δα στον όχθο,
ανοίγοντας τα μάτια σε ναό αφροδίσιο
πασκίζει ν’ αναρριχηθεί, ν’ αγγίξει τον ουρανό,
λιγνή κι αέρινη, σιωπηλή,
μ’ ένα εγωισμό απάνθρωπα θεϊκό.
Κληματίδες ρόδινες
απλώνουν λεπτά συστρεφόμενα μικροδάκτυλα
ν’ ακουμπήσουν την ίριδα,
ν’ αγκαλιάσουν το φεγγάρι,
που χαμογελά σε καράβια
καθώς φορτωμένα μεθύσι
γλιστράνε μαγεμένα στην ασημένια θάλασσα.
Σε ηλιόλουστους λόφους αρχέγονα αμπέλια,
αγκαλιά με θαμμένες καλλίγραμμες κολόνες
επαιτούν δικαίωμα ύπαρξης.
Κύπριδος σταφύλια, γλυκοφιλημένα,
κόκκινα από χείλη παρθενικά,
μετουσιωμένα εις οίνον εύοσμον.

Θα σε μεθύσω κι ύστερα θα σε πάρω απ’ το χέρι,
θα σε πάω εκεί, όπου η αστροφεγγιά υπάρχει μόνο
για αγάπη,
εκεί, όπου τα αμπέλια πεθαίνουν από γερατειά,
εκεί, όπου βότρυς κύπρινος ανθίζει ποιητική αδεία.

Ο αγέρας διαπερνά το άνθος
έρχεται να κρυφτεί στους κόρφους σου,
να χαϊδέψει τα στήθη σου
κι ενώ εσύ παραδίδεσαι σ’ αυτόν ευτυχισμένη,
εγώ πεθαίνω από ζήλια.

Και τότες περπάτησα με βακχικούς ύμνους
σε κουρσεμένους από λυσσασμένους ιερείς
αρχέγονους ναούς,
και ξαφνικά,
βρέθηκα ολόλευκος αγήτωρ σε ξέφωτο ξανθό,
σε αμπελώνες μυθικούς, αρχαϊκούς.
Κι ιδού βότρυς κύπρινος μεστώνει,
εκεί, όπου η αγράμπελη η αρχέγονη
σκαρφαλώνει σε μια αναζήτηση της Κύπριδος
αιωνίως ερωτική.

Περίπλοκη υπόθεση / Παπαδόπουλος Δ. Κυριάκος


Μα αλήθεια, πότε γέρασε η ομορφιά,
δεν έτυχε να δω ζαρωματιές στη μνήμη μου.
Άνοιξα αγκάλες σε αποικίες γυναικών
σε θαυμαστό ταξίδι ερωτικό
και πληγώθηκα.
Εσύ, γυναίκα, που γνώρισες εμέ κατακτητή,
σε έρωτα συνέταιρο,
σε πολιτείες ονειρεμένες, απάχικες,
σε παθιασμένες λάγνες θάλασσες,
έλα και σκέψου κάτι φωτεινό.
Δεν ανθίζεις και χειμώνιασε η γης.
Μάζεψες ότι είχα ερωτικό,
δραπέτευσες στο παρελθόν
κι έκανες τη σκέψη μνήμη.
Μάταιος, λοιπόν, ο έρωτάς σου, αγκάθι βλαβερό,
δεν έχεις πια αγκαλιά να με υποδεχτείς,
δεν ακούγεται θόρυβος φιλιών,
ώ και πώς μυρίζει έρωτα μπαγιάτικο η νύχτα.



Στάζουν σκοτάδι τα μαλλιά σου
κι εγώ ντυμένος στον παλιό μου εαυτό
παλεύω σε μωβ ωκεανό με μικρό καράβι,
σε σταθμούς βρωμερούς,
όπου κόρες απαλλαγμένες απ’ την παρθενιά τους
ερωτεύονται σε γερασμένες γυναικείες μυρμηγκιές.
Περίπλοκη υπόθεση η δυστυχία,
ανυπόφορη η ευφράδεια του ποιητή.
Τι να μοιραστεί πια μαζί μου
ο Θεός κι εσύ;


Λεμεσός Απρίλης 2010

Στο δρόμο για Αμμόχωστο


Στο δρόμο για Αμμόχωστο
βρήκα ένα γεράνι.
Εκεί που φύονται ήρωες
κι ο θρύλος κύκλους κάνει.

Το μύρισα. Ψιθύρισε
«που πας μικρέ διαβάτη;»
Να αγναντέψω το νησί,
ως κει που πιάνει μάτι.

Να δω τον πενταδάκτυλο.
Νιώθω βαρύ τον πόνο.
Την όμορφη Κερύνεια,
για μια στιγμούλα μόνο.

Και με ανθούς Πορτοκαλιάς,
(στεφάνια της ζωής μου)
θα πλέξω μάνα πριν χαθεί,
ο κόμπος της φωνής μου.

Στο δρόμο για Αμμόχωστο,
έκοψα το γεράνι,
πριν το μαδήσει ο εχθρός,
κι ο ήλιος το μαράνει.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Λιάτσου Ευρυδίκη (μικρή αναφορά)

Γεννήθηκε στη Λευκωσία. 
Σπούδασε στη Λογοτεχνική Σχολή στην Αθήνα. 
Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί στην Ποιητική Ανθολογία "Νέων Κυπρίων Ποιητών" με το πατρικό της όνομα Ευρούλα Περικλέους. 

[Σε διαβάζαμε, μερόνυχτα, πατρίδα ]

Σε διαβάζαμε, μερόνυχτα,  πατρίδα, 
με το γέλιο στ΄ ακρογιάλι 
και τους ψαράδες στο κύμα
πιάνοντας δουλειά στην ποδιά σου, 
αφήνοντας πισώπλατα στο νησί. 
Κ΄  εσύ σεριάνιζες στον ουρανό
μουρμουρίζοντας στ΄ άστρα τη μοίρα σου 
καλωσορίζοντας την Παναγιά και την πίκρα. 

Φόβος


Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;


Το παραπάνω ποίημα έλαβε το Α΄Βραβείο στην κατηγορία :(ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ) ΠΟΙΗΣΗ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ

του ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ "ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2014"

OI EKΛΩΒΗΣΜΕΝΟΙ ΜΑΣ


Καθουνται τζιε μας καρτερουν να παμε νατους δουμε
Να συντηχου να μας δουν τζιε τζιηνοι να χαρουνε
Καθουντε εξω στην αυλη χωρουν ξανα χωρουν την στρατα
Πως αξιππα καπιοςθα φανη να μαθουση μαντατα
...................................
Εσιη που εχουν συντροφια μαζι στο ειδιο σπιτι
Ειναι τζιε καπιοι που εχουσει μονον αυλη και σπιτι
Τζιε καρτερου κανενα περαστικο
Που νάρτη να τους συντησιη
......................................
Ειναι σας λεω ηρωες δαφνοστεφανωμενοι
Που μηναν πισω τζιε μας καρτερουν αυτοι
Που τοσα χρονια εζησαν εκει εκλωβησμενη
Με ποση χαρα μας δεχουνται τζιε ποση καλωσυνη
.......................................
Τζιε σιερουντε που μας θωρουν με τοση εμπιστοσηνη
Αν εισε τζιε ξενος τζιε παεις εσσω τους
Τρεχουν να σε φιλεψου τζιε οτι βρεθει στο σπιτι τους
Εν να σου μαγειρεψουν
..........................................
Μην πης θα φυγης τζιε εισαι νηστικος χωρις να σε ταισουν
Χωρις να πιης ενα καφε να σε φιλοξενησουν
Τ’οχουν τιμη τους τζιε χαρα που παεις τζιε θωρεις τους
Γιατι ανανεωννουμε τζιε την υπομονη τους
............................................
Ναρκεστε να μας να μας βλεπεται τζιε καμνουμε κουραγιο
Να νιωθουμε την αγαπη σας δεν θελουμε τιποτε αλλο
Ειναι κοσμος φιλοξενος ολοι εκλωβησμενοι
Οτι εχουν προσφερουν το κι’ειναι ευχαριστημενοι
.....................................................
Καθε τεταρτη το πρωι οι χριστιανοι θα παση
Να πιασουν οτι χριαζουνται να εχουση για να φαση
Τα ηνωμενα εθνη περνουν τους απ’ολα για να πιασουν
Σαπουνια οδοντοπαστες οσπρια κουτια εσσω τους να εχουν
........................................
Αν τους ρωτησης θ’αρτουμε να σας δουμε τι θελετε να σας φερουμε ;
Τιποτε να μην φερετε εχουμε ποουλλα μονον την αγαπη σας
Ναρτετε να σας δουμε τζιε τοτε αννοιγουν αγκαλιες
Φωνες χαρες τζιε γελια τζιε τα καλοσωρισματα εν ολα στην εντελια
................................................
Αν εισε τζιε περαστηκος τζιε μπης στο καφενειο
Τζιε προπαντος κοντα στης δυο που εχουν το ωραριο
Να πεξουση την πηλοττα τους τζιε να βρεθουν ολοι
Να αστειεψουν να χαρουν μαζιν οι ανθρωποι
............................................
Ο καφετζιης ειναι τζιε τζιηνος χριστιανος τζιοι χριστινοι
Τζιημεσα πασηνα κουβεντιασουν τζιενα που για τα δικα τους παθη
Τζιημεσα μπεννου οι χριστιανοι για να ξεσκασου να συντηχουν
Να αστειευτου τζιε να τα πουν πιννοντας το καφεν τους
................................................................
Αν τυχη τζιε ερτη κανενας ξενος η χωρκανος να του προσυκωθουση
Να τον καλοσορισουση δυο λογια να του πουση
Τζιε αμα κατσης τζιε μιλας σε τεθκιο περιβαλλο
Δισταζεις τζιε εν θελης να συκωθεις να φυγης τζιε πισω σου να τους αφισης
Τζιε η κουβεντα συνεχιζεται δεν το καταλαμβεννεις
Αυτοι ειναι αγιοι ανθρωποι εκατσαν στο χωρκον τους
Να προστατεψου οτι μπορεσαν και κρατησαν δικον τους
...........................................................
Περνουμε ειμαστε καλα αυτα εχουν να πουναι αν τους ερωτηση
Καποιος πως περνουν με τους τουρκους δεν παραπονιουντε
Ειμαστε λιγη οι χριστιανοι οι παραπανο ειναι τουρκοι
.............................................
Η Εκκλησιες ειναι δυο μα ο παπας μας ειναι ενας
Και Λητουρκα την μια Κυριακή στην αγια Τριαδα
Την δευτερη Κυριακή στον Αγιο Συνεση
Τζιε η χριστιανες τρεχουση απο την μια μερια στην αλλη

Να λουτουργηθουν και να δη η μια την αλλη

ΝΑ ΓΥΡΙΣΩ ΘΕΛΩ


Στον υπνο μου το βλεπω
Καθε βραδι το χωριο μου
Αχ! Και νατανε αληθηνο
Το ομωρφο ονειρο μου !
,,,,,,,,,,,,
Τα ομωρφα χρονια που εζησα
Στο δικο μου το χωριο
Ποσο θα εθελα θεε μου να
Ξαναζουσα στο σπιτι μου το πατρικο
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Μερα και νυχτα παρακαλαω
Να γυνη κατι στο ζητω
Και ολοι οι προσφηγες να πανε
Στο δικο τους το χωριο
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Δεν ζηταω πλουτη ουτε τιποτα κακο
Να γυρισω και να ζησω θελω
Στο σπιτι μου το πατρικο
Και να ταφω στο ειδιο μνημα
Των δικων μου των γονιον
,,,,,,,,,,,,,,,,
Τιποτε δεν αξιζει τοσο
Οσο αυτο που θα σας πω
Να γυρισης παλη πισω
Στο δικο σου το χωριο
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Τοτε εκει θα γονατησης
Θα κλαψης θα προσευχης
Τον θεο θα ευχαριστησης
Που αξιωθηκες να πας εκει !
,,,,,,,,,,,,,,,,
Και αν αυτο το κατορθωσης
Εκει να ζησης παντοτινα
Θα ξεχασης οσες πικρες
Που εζησες στην ξενητια
,,,,,,,,,,,,,,,
Να θυμηθης τες ριζες σου
Και την ταυτοτητα σου
Η; Μηπως και την ξεχασες
Μ’ολα τα βασανα σου ;
,,,,,,,,,,,,,,,
Τα ηθη και τα εθυμα
Να τα κρατας κοντα σου
Για να θυμασες παντοτε

Πια ειναι η ταυτοτητα σου !!!!!