Θυμάσαι πως μυρίζει το αίμα;
Θυμάσαι την γλυκιά ζεστή γεύση που έχει σαν το φέρνεις στα χείλη;
Θυμάσαι τότε που οι πληγές σου ήταν ακόμα νέες κι ανοιχτές , σαν τις ρωγμές του τοίχου μετά τον σεισμό του προηγούμενου λεπτού;
Γιατί δεν αιμορραγείς πια;
Γιατί είσαι τόσο στεγνός ακόμα και στην προοπτική του ίδιου σου του τέλους;
Γιατί δεν θρηνείς την απολεσθείσα μαγεία σου;
Γιατί μένεις εκεί ακίνητος μα τόσο ακίνητος μα τόσο ακίνητος ;
Κάποτε κοιτούσες τον καθρέφτη και ήξερες πως η ματιά σου θα τον σπάσει σε χίλια κομμάτια.
Κάποτε πότε;- αχ ξόδευες μαλάκα μου την ύπαρξη σε φλέβες ναι αχ πονούσες
ω!
Ξέσκιζες τις σάρκες σου στα ηλεκτροφόρα σύρματα και
ε!
Τι έκαμες ;
Α!
Ω!
Ε!
Ταχυπαλμία ναι!
Σταματούσαν τα ρολόγια τότε μαζί με την αναπνοή σου τότε , αχ τότε ,
σταματούσε η Ιστορία με την αναπνοή σου και ναι, ναι, ναι, σε βλέπω
ολόρθο να ισορροπείς πάνω σε μια τεντωμένη χορδή κιθάρας , γλιστράς ,
γλιστράς , και γίνεσαι δυο , τρία , τέσσερα , αμέτρητα κομμάτια , πάντα
ήσουν κομμάτια, πάντα θραύσματα μικρά και έτοιμα να εκραγούν κάθε στιγμή
, μια ζωή εμπόλεμη σε θυμάμαι σε έναν διαρκή εμφύλιο άνευ λόγου ή μετά
λόγου , δεν έχει σημασία!
ΑΛΤ! Σταμάτα!
Θα σε σκοτώσω ακόμα κι αν κάνεις πως αναπνέεις!
Θα σου κάνω το κρανίο μια μάζα αίμα και εγκεφαλικής ουσίας .
Θα γίνω «ιδιαζόντως απεχθής» για σένα
χρυσό μου , αγάπη μου, μάτια μου, καρδιά μου
και θα πράξω το επίσης ιδιαζόντως ειδεχθές να ησυχάσεις εσύ από τον
εαυτό σου και εγώ από όλους αυτούς τους σκοτεινούς που εμπορεύθηκαν κατ’
εξακολούθηση την παρθένα μεγαλοφυΐα μου
Α.. ναι! Θα κάνω έγκλημα !
Και θα το πράξω όσο δύναμαι πιο φρικτό
κτο-φρι
φρι- κτο, φρικτότατο-ναι-τατο φρι .
Be free.
Θα σε σκοτώσω πρώτα , δεν θέλω να υποφέρεις , είμαι καλός εγώ.
Μετά , θα χαζέψω το πτώμα σου για ώρα και νομίζω ότι θα ασελγήσω πάνω
του και θα προσπαθώ να αποφασίσω αν πρέπει να κλαίω να γελάω ή να μην
κάνω τίποτα από αυτά τα δυο.
Στη συνέχεια θα σε τεμαχίσω
εδώ θα κλαίω και θα ξερνάω αλλά δεν πειράζει-
και θα σε χτίσω σε ένα κουτί από μπετόν.
Μόλις στεγνώσει το μπετόν θα σε μεταφέρω με τη βάρκα και θα σε ρίξω στο πέλαγος
Κανείς δε θα σε βρει εκεί
Τώρα θα ξημερώσει .
Ήλιος χρυσός θα βγει και όλα θα ξεχαστούν .
Ποτέ δε σε γνώρισα , ποτέ μα ποτέ δε σε σκότωσα , όλα ένα κακό όνειρο ήταν , πάει , πέρασε.
Με κόπο θα ξαναπάω στον καθρέφτη και θα με κοιτάξω για ώρα και θα είναι σα να κοιτάω έναν άλλο , όπως πάντα γινόταν δηλαδή.
Ωραία να επιστρέφει κανείς στην τάξη.
Την ηρεμία .Την μονίμως κρυμμένη γλυκύτητα .
Ξέρεις, δεν είναι μόνο αυτός που βλέπω στον καθρέφτη.
Είναι και αυτός που ακουμπάω , όταν για παράδειγμα καμιά φορά τσιμπάω το
πρόσωπό μου , τραβάω τα μάγουλα μου , κόβω με το μαχαίρι τα μπράτσα
μου.
Δεν πονάω , κάποιος άλλος είναι αλλά με εξοργίζει γιατί δεν μου λέει για τον πόνο του τίποτα.
Δεν θέλει να τον παρηγορώ.
Έτσι , νιώθω να με πνίγει η αδικία.
Ο ηλίθιος δεν έρχεται να μου πει :
πο-πο-πο-ναααααω!
Αχ πως ..νάω,
νοπάω,
οπνάω,
πονάω ,
πο!
Δεν το λέει ο αλήτης, σε μένα!
Που γεννήθηκα για να είμαι βάλσαμο σε όσους πονούν.
Και όταν δεν πονάνε τους πονάω εγώ-χωρίς να το ξέρουν- για να συναντήσουν μετά ,την ευτυχία της παρηγοριάς σε μένα
Τι θρίαμβος !
Ψέματα;
Να για δες!
Την βλέπεις αυτήν που έρχεται;
..........................................