Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

οι φωνές / Γαλάζη Πίτσα

Ι(α)
Ἀνέβαιναν οἱ φωνὲς τῶν ἑκατὸν σπιτιῶν μου
Ἀπὸ τὰ ἔγκατα ἀκροβάτισσες
Ἠχοῦσαν στρώματα καὶ πετρώματα μετάλλων
Καὶ πιάνοντας τὴν παλάμη ἡ μιὰ της ἄλλης
Τῆς χάρασσαν Ζάλογγο
Τραβοῦσαν οἱ φωνὲς τῶν ἑκατὸν σπιτιῶν
Ἀπὸ πηγάδια γερακίνες κι’ ἀνέβαιναν
Νάβρουν οἴκους Φωνῆς γιὰ ἀπόηχους
Μουσκίδι καθόντουσαν στὴ φωτιὰ
Νὰ στεγνώσουν ψηλαφίζοντας τὴν φωνή μου
Ὕστερα ἄρχιζαν χοροὺς κυκλωτικοὺς
Καὶ μέσα στὸ στεναγμό της
Εὕρισκαν καμινάδα
Καὶ γίνονταν Καπνὸς ἀναθρώσκων

Ι (β)
Ἔρχονταν οἱ Φωνὲς τῶν ἑκατὸν σπιτιῶν μου
Ἀπὸ πολὺ βαθειὰ
Σίγουρες γιὰ τὸ αἷμα τους
Καὶ χτυποῦσαν τοὺς οἴκους φωνῶν
Ν΄ἀνοίξουν
Τὰ σπίτια μυρίζαν κρασίλα, ἀποφάγια
Καὶ λησμονόχορτο
Καὶ τοῦ καιροῦ τὰ ἕλκη ἀκόμα στὴν νάρκη τους
Ἔπιαναν φασκιωμένα ἄλλη γλώσσα
Μὲ τὸ κεφάλι στὴν ἄμμο ὁ κουρέας
Κραύγαζε γιὰ τ΄αὐτιὰ τοῦ Μίδα
Ἡ φωνή μου ἔμπαινε βιαστικὴ στὸ καλάμι
Γιὰ νὰ σωθεῖ, σπόρος τοῦ μεταξιοῦ
Ἀκουμπώντας στὴ ἀσκητεία της
Στὰ σώσπιτα τῆς μάζευε φυλλώματα
Νὰ κλαδώσουν τὰ πράματα
Νὰ πάρουν πίσω τὸ νῆμα
καὶ τὴ γυαλάδα τους
Οἱ φωνὲς τῶν σπιτιῶν μου
Χτυποῦσαν παράθυρα πάνοπλες
Μὲ γομωμένες λέξεις
Καὶ τὰ μολυβδοκόνδυλα στὴ θέση τους
Νὰ πυροδοτηθοῦν
Ὁ Τυφλὸς τὶς ψηλάφιζε
Ὁ κουφὸς τὶς κλωτσοῦσε
Οἱ ὑψηλὰ ἱστάμενοι τὶς κατάβρεχαν
Οἱ ἐποχούμενοι τὶς πατοῦσαν στὴν ἄσφαλτο
Τὶς φωνὲς τὶς ἑφτάψυχες
Τὰ σπίτια σαλεύουν στὰ ἔγκατα
Τοὺς ἀπάνω σεισμοὺς
Αἰχμηρὲς ξεφουσκώνουν
Φωνοῦλες στὸν ὕπνο
Ὅταν οἱ ἑκατὸν φωνὲς οἱ παντέρημες
Μπαίνουν στοὺς Οἴκους Φωνῆς
Φωτίζονται καὶ ὁρκίζονται τὰ πράματα
Γί΄αὐτὸ φυλᾶνε οἱ σώφρονες τὰ ἔρημα
Τὴν τρέλα τοὺς φοβοῦνται,
Τὴν ἱερὴ
Νὰ μὴν περάσει
ΙΙ
Πίκρες μεγάλες καὶ εὔφορες
Μοῦ χάρισε ὁ τόπος
Νὰ μ΄ἀναποδογυρίζουν νὰ ριζώνω σ΄οὐρανὸ
Ἀπὸ τὸ ὕψος μου ἢ ἐξ ΄ἐπαφῆς
Νὰ μετρῶ τὸ βάθος του
Κι΄ἄπ΄ἀρχῆς νὰ τὸν ἐρωτεύομαι
Νὰ κυαμώνουν τὸ ἔδαφος τῆς φωνῆς μου
Νὰ τὴν ἀγραναπαύουν μ΄ἀθωότητα
Ἔκπληκτη νὰ καρποφορεῖ
Μὲ χρέωσε μὲ μνήμη νεκρῶν
Μὲ ζώντων τὴν ἀμνησία
Μ΄ἀμίλητη μοίρα γυναίκας
Τὴν σκόνη τὶς μέρες νὰ πολεμῶ
Τὶς νύχτες ἀνάβουν μαζί μου
Τσιγάρα οἱ μελλοθάνατοι
Ἀνοίγοντας τρύπες νὰ βλέπουν
Τὴν ἄλλη ζωὴ τὴν ἐλεύθερη
Στὸ ἔσω αὐτὶ τὸ τραγούδι τους
Στὸ Χαῖρε Ὢ Χαῖρε
Ψήγματα ἄμμου στὸ κοχύλι του
Ἄπ΄τὰ παλιὰ μαρτυρίες
Τὰ ἡλιόλουστα
Βαθειὰ ὀρυχεῖα στὸ στῆθος
Μὲ τὴν ἀσετυλίνη στὸ μέτωπο
Ἐξέρχονται οἱ μάρτυρες
Σ΄ὅλες τὶς γλῶσσες πεντηκοστὴ
Μυρίζουν μπαρούτι τὰ γένια τους
Ἀποκαλάμες καμένες
Ἄπ΄τὸν λαμπίκο τῆς μάνας
Παλιὰ ὑποψία ροδόσταμου
Μ΄ἕνα πελώριο Α
Ξορκίζουνε τὸν θάνατο
Κι΄ὅταν σ΄ἀέρα τὴν φωνή μου συναντᾶνε
Τσακμακίζουν
Ὀπλίζοντας παλιὰ κραυγὴ
«Θὰ βγῶ πυροβολώντας»
ΙΙΙ
Καὶ ἔαρ καὶ φρέαρ ἡ Φωνή μου
Νὰ κρατᾶ τοὺς νεκροὺς μὲ τὰ κάνιστρα
Ν΄ἀνεβαίνουν μ΄ὅλα τὰ ἀνέστη
Τὶς γενεὲς ἅπασες
Μὲ καρυοφύλια κι΄ἐξόδους
Καὶ πολιορκημένους ἐλεύθερους
Φρέαρ βαθὺ
Οἱ γαμπροὶ νὰ περνοῦν στὸ νερὸ
Καὶ ν΄ἀφήνουν στὸν ἴσκιο τους
Ἀνθισμένη μυρτιὰ καὶ μυρσίνη καὶ δάφνη
Σκοτεινὰ νὰ τραβᾶ τὸ σχοινὶ
Γιὰ νὰ δεῖ στὸν κουβὰ τὸ φεγγάρι τὸ πρόσωπο
Καὶ τὸ μάτι στὶς φάσεις ν΄ἀστράφτει
Καὶ ἔαρ καὶ φρέαρ λοιπὸν
Ἀφροδίτη καὶ Ἀστάρτη
Νὰ χλωριάζει βολβοὺς καὶ σπορᾶς μυστικῆς
Ν΄ἀνθίζει Ἀπρίλης ἀντάρτης
Μὲ τὰ χαῖρε καὶ μάνας κλωστὴ
Νὰ χλωριάζει πολύχρωμος Μάρτης
Μὲ ἀρᾶς τὶς ἐκλείψεις φυλῆς
Καὶ χαρᾶς τὶς ἐκλάμψεις
Καὶ τὸν Μάη πρωτόκλητος
Νὰ κρατᾶ τοῦ Ἀσκᾶ τ΄ἀηδόνι
Ὁ Μιχάλης ἀθῶος ὀπλίζοντας
Τὴν φωνὴ γιὰ τὸ μαῦρο π΄ἁλώνει
Καὶ τὴν μιὰ καὶ τὴν μόνη π΄ἀγάπησε
Ἀπὸ χρόνια φευγάτη
Νὰ κρατᾶ τῆς φωνῆς μου τὸ φρέαρ βαθειὰ
Ἀπὸ βάσκανο μάτι
Στῶν ὀστῶν νὰ περνάει τὴν φόρμιγγα ἴλιγγο
Κι΄ἄπ΄τὰ βάθη τοῦ τόπου μου φρέαρ
Ἡ φωνὴ ξεπηδώντας νὰ φέρνει τὰ κάνιστρα
Καὶ στὸν ὕπνο σας ἔαρ.
Ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη ποιητικὴ συλλογὴ Φων

Αμμόχωση / Γαλάζη Πίτσα


XXIV
Μικρέ Σολωμέ σε λένε Ευαγόρα
και γράφεις τον ύμνο μας
Μικρέ Σολωμέ με τον στραγγαλισμένο ύμνο
και το συμπυκνωμένο δάκρυ στο σύνορο
Τα μονοπάτια και τα σκαλοπάτια σου
κατεδαφίσαν οι εποχούμενοι
Αναβατόρια ανελκυστήρες ασανσέρ
ψηλά ανεβάζουν δεν ψηλαφίζουν
και απομακρύνουν από το χώμα σου
Εγώ που παράδωσα στη γη αγάπες κι όνειρα πολλά
για να γίνουν πατρίδα
Εγώ που είχα πατρίδα και δεν έχω πια
ο μέτοικος ποιητής
των ονείρων ο πρόσφυγας
ψάλλω τη λειτουργία να τελειώσω
παλαιο-λόγος
σε χρόνο που τρώει τον λόγο
την αρχή διαγράφοντας

Σηματωροί* / Γαλάζη Πίτσα

III

Ανομβρία και πάλι στον τόπο μου
τρέχουν στους δρόμους οι επίγονοι κι οι μεταπράτες
για τις δημοπρασίες και τις εκπτώσεις
όπου πουλιούνται παράσημα και θέσεις κι αξιώματα
κι όπου ξεπουλιούνται κι ανταλλάσσονται όνειρα
κι επιχρυσώνονται χάπια για να ταριχευτούν
όσο οι μη εξασκημένες μύτες και τα μη εξασκημένα αυτιά
να παραδεχτούν
πως πάμε καλά από υπόκλιση
και το καινούργιο όνομα της Κίρκης
πως δεν πάει κόντρα στην Ιθάκη
Κι εγώ ιδιωτεύω και ασκούμαι φιλέρημη
λέω πως λιμνάζω
μα μετακινούμαι άποδη κι άναυδη
σαν το μελάνι ή σαν την αμοιβάδα
να μη με βρει η ξαφνική η καλοπέραση
Κι οσμίζομαι σαν το σκυλί
και λιώνω στις ολονυχτίες κερί
και δεν τα καρτερώ τα κατανυκτικά τα χελιδόνια
Γιατί τα χέρια των ποιητών ξεράθηκαν
και δεν αφήνουν οι φωνές κλαδιά
για να καθίσουν τα πουλιά να κελαδήσουν
Ανομβρία και ο σημαφόρος
δάσκαλος να ξεδιψά με ξύδι
Βγήκαν τότε φίδια ανάμεσα σε χόρτα ξερά
φίδια βασιλικά σηκώσαν κεφαλή,
χοντρά μιας άλλης εποχής
φίδια, που σφυρίζουν
σέρνουν μαζί τον ψίθυρο
και πάνε κατά κει που οι καταθέσεις των υπομνημάτων
φιλοξενία κι άνοδο υπόσχονται
χάνονται ψίθυροι και μπαίνουν στις διόδους χιαστί
κι όλο σταυρώνουν
Γιατί την Πέμπτη όλα ασπρίζουν κι όλα κοκκινίζουνε
όλα σταυρώνονται και όλα σταυρώνουν
κι ανηφορίζουν την Παρασκευή
και κείτονται το Σάββατο στη σκοτεινιά εξαντλημένα
Γιατί η Κυριακή των ποιητών λέγεται ερημιά
κι έρχονται με τη δοκό
να τα ξεπουπουλιάσουν τα κοκόρια
για Τρίτη αποφράδα ημέρa
υστέρα από τον γάμο
Ξανά του γάμου χάχανα
όταν το ’74 έγινε μ’ ένα τρόπο ανεξήγητο
το πολλαπλάσιο του ’22



*
σηματωρός, ο: ναύτης που έχει ως καθήκον την επι κοινωνία με άλλα πλοία ή με τη στεριά μέσω σημάτων,
σημαιών κ.λπ.

Σταλακτίτες ΙΙ / Γαλάζη Πίτσα


ΙΙ
Γράφοντας ένα στίχο
μπορεί να οικοδομείς έναν τοίχο,
μπορεί να οικοδομείς
τη μια πτέρυγα τ’ ονείρου σου.
Γράφοντας ένα στίχο
μπορεί να γκρεμίζεις έναν τοίχο,
απλώνοντας την ψυχή σου
στον κόσμο.
IV
Είχε στην ποδιά
το μεγάλο, στρογγυλό, ζεστό ψωμί
π’ ονειρευόνταν τις νύχτες της πείνας και του πολέμου
Κι όπως ερήμωσε η γειτονιά
κι ούτε ένα παιδί δεν έβρισκε
να του μιλήσει βάζοντάς του μπουκιές στο στόμα,
το ’κανε ψίχουλα
για τα πουλιά

Το πράμα που γεννά ψοφά (Στων μύθων μας τ’ αχνάρκα) /Γαβριήλ Παπά Αντώνης



Γαβριήλ Παπά Αντώνης

Πάει ο Ασκλανίχοτζιας εις την γειτόνισσαν του
τζιαι ζητά έναν καζάνιν για να κάμει την δουλειάν του.
Δια του το μα ξήχασεν πίσω να της το πάρει
τζιαι τότες η γειτόνισσα πάει χωρίς χαπάρι
τζιαι πιάνει το καζάνιν της τζι’ έναν μιτσίν δικόν του
τζι’ ο χότζιας άμα το’ μαθεν λυσσιά που το κακόν του.
Πάει ευτύς τζιαι βρίσκει την ζητά να του το δώσει
τζιαι τότες τζι’ είνη απαντά με πονηρκάν καμπόση
εν θα σου το δώσω πίσω εν μωρόν του καζανιού μου
θέλω το για να το δώσω δώρον ύστερα του γιού μου.
Δίχως να της πει κουβέντα φεύκ’ ο χότζιας σκεφτικός
Τζι’ έπεσεν που τον θυμόν του μεσ’ τα ρούχα νηστικός.
Ξαναπηαίνει το πρωίν τζιαι πιάνει το καζάνι
τζιαι λαλεί της μεν φοάσαι θα το φέρω μάνι μάνι.
Περνούν οι μέρες τζι’ εν πάει ο χότζιας να το πάρει
τζι’ άμα το ζητά λαλεί της. Έχω άσσιημον χαπάρι.
Εψόφησεν γειτόνισσα τζι’ είμαι μαραζωμένος
μα’ ν τζιαι μπορώ να σου κάμω τίποτες ο καημένος.
Μα πε μου περιπαίζεις με; ψοφά τζιαι το καζάνι
τζιαι τότες τζιείνος γελαστός λαλεί της μάνι- μάνι.
Έκαμεν τα ο πλάστης μας, όμορφα τζιαι σοφά
γι’ αυτόν άκου γειτόνισσα: Ότι γεννά, ψοφά
 

( Αμαν να κάμνεις πονηρκιές τους άλλους να γελάσεις
έναν να εσιεις μεσ’ τον νούν πο’ ν πρέπει να ξηχάσεις
ότι με τον ίδιον τρόπον σίουρα θα πιορωθείς
γι’ αυτόν να μεν σαλαβατάς, ούτε τζιαι ν’ αγχωθείς)

ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ Η ΜΑΝΑ ΣΗΜΕΡΑ (Σημάθκια των τζιαιρών) / Γαβριήλ Παπά Αντώνης

Γιορτάζει η μάνα σήμερα κοντά της συνακτήτε
τζιαί μιάν κουβένταν όμορφην μ’ αγάπην να της πείτε.
Οτ’έσιετε ξηχάστε το τζιαί δίπλα της βουράτε
δείξετε με τον τρόπο σας πόσον την αγαπάτε.
Νά ‘ρτετε ούλλοι σας κοντά τζιαί να της ευχηθήτε
χρόνια πολλά μανούλλα μας τζιαί όμορφα να ζιείτε.
Σύντομα να εκπληρωθούν όσα επιθυμείτε
τζι’αγγόνια τζιαί δισέγγονα να αντέξετε να δείτε.
Τζι’όσ’ είσαστεν στην ξενηθκιάν τ’ακουστικό σηκώστε
τζι’ας εν που το τηλέφωνον χαρά στη μάνα δώστε.
Λόος γλυτζιής πον ν’ακουστεί που το παιδί στην μάνα
αξίζει εκατό φορές τζιαί τ’ουρανού το μάννα.
Αισθάνεται περήφανη σαν δεί τζιαί την στηρίζουν
τζιαί τα παιθκιά της νοιώθει το πως την υπολογίζουν.
Τζι’η μάνα τίποτ’έθελει άλλλον που το παιδίν της
μα να το νοιώθει δίπλα της στήριγμα στη ζωήν της.
Γιατί η μάνα στη ζωήν ότι τζιάν πείς αξίζει
τζι’όποιος τη μάναν εν τιμά τζι’έν την υποστηρίζει
σαν το σιυλλίν τ’αδέσποτο πρέπει του να γυρίζει.
Τη μάναν που τον έφερε στη γήν αν δεν τιμήσει
κάλλιον να φκή πασ’τα βουνά σαν ασκητής να ζήσει.




Γαβριήλ Παπά Αντώνης

Βιογραφικό στα Κυπριακά / Γαβριήλ Παπά Αντώνης


Αρκές του σαρανταεφτά μέσα εις το Γεννάρι
μια νύκτα σιειμωνιάτιτζιην που εν είσιε φεγγάρι
σε ένα σπίτι δίπατο κτισμένο με πλιθάρι
έλαχε μου να γεννηθώ λαλώ το με καμάρι.
Στην επαρχία Λάρνακας, στο Τζιήτιν το ζωρκό μου
εν τούντο πλιθαρόκτιστον το πατρογονικό μου.
Τριακόσια πόθκια που τζιαμαί ακόμα τζιαι πιο λλίο
βρίσκεται η Αγγελόκτιστη τζιαι δίπλα το σκολείο.
Η Παναγία Αγγελόκτιστη τα’ όνομα της δοξάζω
η αρχαία μας η εκκλησία που πάντα τη θαυμάζω.
Ήμουν στην οικογένειαν ο τρίτος στη σειρά
η μάνα μου τζι’ ο τζιύρης μου είχαν διπλή χαρά.
Γιατί τότε εκάμνασιν πόλικα κοπελούθκια
τζι’ αν λάχαινεν ν’ άρκετουν γιός αρκέφκασιν τραούθκια.
Ακόμα τρία εκάμασιν παιθκιά μετά πο’ μένα
πάνω στην πόρτα τα’ αρμαρκού τα ονόματα εγραμμένα.
Το φύλλον τους τζιαι η σειρά ούλλα καταγραφήκαν
κόμαν τζιαμαί τζιαι φαίνουνται εν’ εκαταστραφήκαν.
Ο τζιύρης μας ήταν βοσκός μα είσιεν τζιαι περβόλι
τζιειμέσα την εφκάλλαμε σαν είμαστε ροκόλοι.
Τα καλοτζιαίρκα ούλλοι μας πάντα μεσ’ τα χωράφκια
τίτσιροι τζι’ ανυπόλητοι στους ήλιους τζιαι στ’ αγκάθκια.
Που μουν εις το Δημοτικό σκολείον του χωρκού μου
καθόλου σκέψεις εν είχα ούτ’ εστενοχορκούμουν.
Τάχα για τα μαθήματα να κάτσω να θκιαβάσω
γιατί αλλού ετράβα με την ώρα να περάσω.
Σχεδόν όποτ’ εσκόλανα σιειμώναν καλοτζιαίρι
πάντα με ένα λάστικον ή τα βερκά στο σιέρι
όπου εθώρουν τα πουλλιά έπρεπε να βουρήσω
ή να τους στήσω τα βερκά ή να τα τζιυνιήσω.
Ύστερα στο Γυμνάσιον όπου τζι’ αν ήμουν πάντα
αστιέυκα τζιαι πείραζα εν εδιούσα αμάντα.
Σαν μαθητής μπορώ να πω εν ήμουν ο σπουδαίος
πρώτος στα μαθηματικά μα στ’ άλλα μου μεσαίος.
Όμως να πω το ήμαρτον με λάχει τζιαι ξηάσω
που τότες που’ μουν μαθητής άρκεψα να συντάσσω.
Τσιατίσματα τζιαι σάτιρες για τους συμμαθητές μου
τζιαι μέσα μέσα επείραζα τζιαι τους καθηγητές μου.
Μα τζιείνα ούλλα πο’ γραφα το λάθος μου το μιάλο
ποττέ μου εν’ σκέφτηκα κάπου για να τα βάλω.
Αν τα βάλλα σε μια γωνιάν ούλλα τζια φύλαα τα
τρια βιβλία σίουρα με τζιείνα εγέμωνα τα.
Η μάνα μου τζι ο τζιύρης μου εθέλαν να με δούσιν
δάσκαλον ή καθηγητή να ευχαριστηθούσιν.
Όμως εγιώ εν έθελα χρέη να τους φορτώσω
τζι’ άμα φκηκα που το στρατό για να τους ξαλαφρώσω.
Έπιαα σύντομα δουλλειάν μέσα εις το χωρκό μου
γραφκιάς στην Συνεργατικήν δίπλα που ένα θκειό μου.
Χρόνια πολλά σαν βοηθός ήμουν τζιαμαί μαζίν του
τζιαι γραμματέας έγινα πο’ πιαν τη σύνταξην του.
Μεσ’ το εβδομήντα τέσσερα τζιαι πριν την εισβολή
μιαν παφιτούν αγάπησα νούσιμην τζιαι καλή
τη Σταυρουλούν που το Στρουμπί γλυτζιάν τζι’ αγαπημένην
μαμμούν εις το επάγγελμα στη Σκάλα διορισμένη.
Ύστερα αρμαστήκαμεν έσιει κοσιέξη χρόνια
τζι’ αγαπημένα ζιούμεντε όπως τα σιεληόνια.
Εις το πλευρόν μου εστάθηκεν πραγματική Κυρία
τρία παιθκιά μου χάρισεν π’ όχουν πολλή λατρεία
Γαβρίλην τον πρωτότοκο στην πρώτην ευκαιρία
τζι’ ακόμα δκυο, τες δίδυμες, τη Στέλλα τζιαι Μαρία.
Ποιήματα σα’ νάρκησα πολλά για ν’ αρκινήσω
μα ώσπου ζιω αν’ ημπορώ ε’ να τα συνεχίσω.
Να βοηθήσω νακκορίν στην ποίησην του τόπου
στην γνώριμην τοπολαλλιάν πον’ η ζωή τα’ αδρώπου.
Να δοτζιημάσω αν μου περνά μια πέτρα να της κτίσω
αθύμιον τζιαι κληρονομιάν στην Κύπρο μας ν’ αφήσω.


Γαβριήλ Παπά Αντώνης

Άγγελος

Ήρθες ένα γλυκό καλοκαίρι
αγγελικό περιστέρι κι είπα δική σου είμαι πια
Τώρα έβγαλες τ’άσπρα φτερά σου
είπες θα γίνω η χαρά σου δε θα πετάξω ξανά
κι όλος κόσμος δικός μας μας έμοιαζε
και στον παράδεισο ο έρωτας έβγαζε
κι όλα τα δύσκολα σβήναμε μεσ’τα φιλιά

Μα η αγάπη που έμοιαζε αιώνια
θάμπωσε μέρα τη μέρα στα χρόνια
κι ένα πρωί τα φτερά του φοράει ξανά
Σε μια στιγμή η ζωή μου πώς άδειασε
ένα φτερούγισμα μου την κομμάτιασε
μέσα στο σύννεφο πέταξε πάνω ψηλά

Πόσο είχα δοθεί στην αγάπη
μου έχει λείψει το χάδι
το πήρε ο ουρανός
Τώρα πώς ν’αγαπήσω και πάλι
αφού ο άγγελός μου έχει πάρει
τον πιο καλό μου εαυτό
Έρχεται η μέρα να σβήσει τη νύχτα
ύπνους να παίρνει μετά τη ξαγρύπνια
μα ο παράδεισος μένει για μένα κλειστός

Είσαι ο λόγος

Όταν η αγάπη μ’άφησε
σφράγισα την πόρτα της ψυχής μου
κι άφησα απ’έξω τα αισθήματα
μάταια να ψάχνουν ανοίγματα
Κι εκεί που έλεγα πως τέλειωσε
πως έσβησε η πιο μικρή πνοή μου
ήρθες εσύ και ξαναγέμισε
η άδεια θέση στη ζωή μου

Είσαι ο λόγος που θέλω να ζω
είσαι η ανάγκη ξανά να γελώ
να γράφω τραγούδια να τα τραγουδώ
στον κόσμο πάλι μπροστά να βρεθώ

Δε σε περίμενα όταν φάνηκες
δεν ήμουν έτοιμη για σένα
μα ήσουν καλός κι έτσι με κέρδισες
κι ένιωσα άνθρωπος μα και γυναίκα
Είσαι η μοίρα μου μα και η ελπίδα μου
είσαι η αγάπη κι η ευτυχία μου
είσαι το κάτι ο έρωτας είσαι
μα πάνω απ’όλα ο φίλος μου είσαι

Είσαι ο λόγος που θέλω να ζω
είσαι η ανάγκη ξανά να γελώ
να γράφω τραγούδια να τα τραγουδώ
στον κόσμο πάλι μπροστά να βρεθώ
Να τραγουδώ, να γελώ και να ζω

Θάλασσα


Πόσα δειλινά βάλανε στη λύπη χρώμα
και πόσα πρωινά γλυκά ξημέρωσαν
όπως κοιμόμουνα κι ονειρευόμουνα
Και για έρωτες έκανα ευχές στα πεφταστέρια
τον Αύγουστο μήνα δίπλα στο κύμα
κι ούτε που πρόσεχα για πάντα πως έσβηνα

Τώρα δεν ξέρω τι κάνω που πάω
πού πήγε η αγάπη τι κάναμε λάθος

Θάλασσά μου εσύ κάνε μια ευχή
μήπως και δε χαθεί το όνειρό μου
Θάλασσα μου εσύ κράτα ζωντανή
στα χέρια σου μέσα την καρδιά μου
Θέλω να ζήσω να βρω την αγάπη
το άλλο κομμάτι που υπάρχει στη γη
Μα πού να ψάξω
μεσ’το σκοτάδι να βρω ζωή

Κι όταν έπεφτε μια βροχή απ’τον ουρανό
ούτε που έβλεπα ότι ήταν δάκρυα
για όσα χάνονταν και δεν ξανάρχονταν
Έκλαιγε κι η γη που της πήραν την αγάπη
βοήθεια ζητούσε γιατί με ρωτούσε
παράδεισο έδωσε και κόλαση πήρε

Τώρα δεν ξέρω αν έμεινε χρόνος
για όνειρα πάλι αν υπάρχει καιρός

Συμπόσιο

Μέρα τη μέρα η αυγή συμποσιάζει
μες στις αυλές και τα παλάτια.
Το ίδιο κι οι πληγές μας μες στο Κοινόβιο
μα εσύ που περιμένεις το τοπίο
να γυρίσει στην καρδιά σου
δεν ζωγραφίζεις από μνήμης

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ



Από τον γέρο Κακουλλήν, τον γείτον τον καλόν μου,
που κάποτε στα νιάτα του, είχα τον δάσκαλον μου,
μιαν ιστορίαν άκουσα πούμεινεν στο μυαλόν μου.

Ένας λεβέντης είπεν μου, κάπου εις την Ασίαν,
ποια χώρα ήταν ακριβώς, εν έσιει σημασίαν,
παντρεύτηκεν μα δεν είσιεν, καμιάν περιουσίαν.

Τζιαι στην απελπισίαν του, στην τύχην του την μαύρη,
μέραν τζιαι νύχταν έτρων τον, της φτώσιας του το κάγρι,
τζι’ έτσι εξενιτεύτηκεν, την τύχην του για νάβρει.

Επήεν χώρες μακρινές, δουλειάν για να γυρέψει,
τζιαι η καλή του σύντροφος, μοναδική του σκέψη,
μα τότες πόσταν εν είσιεν, γράμματα να της πέψει,

Είκοσι χρόνια δούλευκεν, μακρά σε ξένους τόπους,
τζι΄έκαμεν λίρες κάμποσες, με τους πολλούς του κόπους.
τζιαι ούλοι αγαπούσαν τον, για τους καλούς του τρόπους.

Τρεις λίρες εθυσίασεν, άλογον να γοράσει,
τζιαι πέντε όπλον για τζιυνίν, στον νόμον να κρεμμάσει,
τζι’ έπιαν τα τζιαι ξεκίνησεν, στο σπίτιν του να φτάσει.

Μα στο στραφίν του έμελλεν, τα μμάδκια του να δούσιν,
τον πάνσοφον τον γέρονταν, π’άκουεν να λαλούσιν,
τζιαι πλάσματα που έρκουνταν, να τον συμβουλευτούσιν.

Έμπειν τζιαι τούτος στην σειράν, χωρίς τζιαιρόν να χάσει,
να κάτσει με τον γέρονταν, τζιαι να τον κουβεντιάσει,
μιαν συμβουλήν που νάξιζεν, πέρκι τζιαι τούτος πιάσει.

Τζιαι με τον γέρον έκατσεν, σε τζιείν την ξένην Χώραν,
τζιαι κουβεντιάζασιν μαζίν, τζι’ οι δκυο καμπόσην ώραν,
τζιαι τη ζωήν του που αρκής, του γέρου την ιστόραν.

Τζι’ άμα του είπεν γλήορα, θα πάει στην καλήν του,
ο γέρος εσηκώθηκεν, σούζει την τζιεφαλήν του,
τζιαι πολοήθην τζι’ είπεν του, τότες την συμβουλήν του.

Λαλεί του άμαν θυμοθείς, να μεν κάμεις φοέραν,
πάρε βαθκειάν αναπνοήν, ποφύσα στον αέραν,
τζιαι τον θυμόν σου φύλαξε, την δεύτερην ημέραν.

Λαλεί του τούν την συμβουλήν, καλά να την σπιάσεις,
τζιαν θυμωθείς τζιαι τ’όπλον σου, κάποιαν στιγμήν το πιάσεις,
να θυμηθείς την συμβουλήν, τζιαι να το κατεβάσεις.

Τζι’ αν πάρεις την απόφασην, πλάσμαν να θανατώσεις,
να δώκεις τόπον στον θυμόν, εφτείς να μετανώσεις,
τζιαι μείνε την επαύριον, για να τον ισκοτώσεις.

Έπιασεν τουν την συμβουλήν, πάλε καβαλλητζιέφκει,
ποσιαιρετά τον γέρονταν, τζιαι που κοντά του φεύκει,
τζιαι στης καλής του την θωρκάν, συνέχειαν κοντεύκει.

Μέρες τζιαι νύχτες προχωρά, πολλά ταλεποράται,
με πέτραν για προσιέφαλον, πολλές φορές τζιοιμάται,
ώσπου μιαν νύχταν έφτασεν, έσσω του ώσπολλάτε.

Στα σκοτεινά ξεπέζεψεν, μέσα εις την αυλήν του,
έδυσε τζιαι το άλογον, τζι’ άπλωσεν το χαλίν του,
τζιαι θα εφανερόννετουν, αύριον στην καλήν του.

Τζι’η νύχτα σαν εντύθηκεν, τα μαύρα της τα κάλλη,
νάσου τζιαι έναν άδρωπον, να μπαίννει το προσαύλι,
τζιαι η καλή του να αννεί, τζιαι έσσω να τον βάλλει.

Την άτιμην εν φίλος της, φωνάζει τζιαι θυμώννει,
τζι’εφτείς ορμά στο όπλον του, με βόλια το γεμώννει,
μ’άρτεν στον νουν η συμβουλή, τζι’αμέσως μετανώννει.

Άφηκεν την γεναίκαν του, την πόρταν να βαόσει,
τζιαι πήρεν την απόφασην, το όπλον να γεμώσει,
τζιαι να τους παίξει τζιαι τους δκυό, μόλις θα ξημερώσει.

Μ’ άμα ο ήλιος έφκεικεν, τον κόσμον να φωτήσει,
έφκειν της πόρτας του σπιδκιού, τζιαι πάει προς την βρύση,
για να νυφτεί ο άδρωπος, πού ‘θελεν να κουτσιήσει.

Τζιαι είδεν τον που έβαλεν, νερόν μες έναν κάο,
τζιαι λάλεν βάλε άμανα, μπούκκομαν για να φάω,
τζι’ ύστερα βάρμου μιαν ευτζιήν, εις την δουλειάν να πάω.

Τζι’ όπως τον εσημάδκιαζεν, εθόλωσεν το δειν του,
τζιαι σκέφτην πως ο γέροντας, με τζιν την συμβουλήν,
εγλήτωσεν τον που φονιάν, να παίξει το παιδίν του.

Αγαπητοί ακροατές, τζιαι σεις να το σκεφτείτε,
τζιαι αν σας τύχει κάποτε, πολλά να θυμοθείτε,
την συμβουλήν του γέροντα, να την αθυμηθείτε.

ΚΥΠΡΟΣ ΜΟΥ



Τους σκλαβομένους τόπους σου,ποττέ μόν τους ξιχάννω.
Το μόνον πράμαν που ποθώ,
κοντά τους πάλε να βρεθώ,
θέλω προτού πεθάνω.

Στα σκλαβομένα μέρη σου,θέλω να πάω πίσω.
Στες στράτες π΄αναγιώθηκα,
Θεέ μου ν΄αξιώθηκα,
να ξαναπαρπατήσω.

Παιδκιά μου στούντα χώματα,πουν πάντ΄αγαπημένα,
που βρίσκουντε εις τον βορκά,
εχουμεν κάμποσα χωρκά,
τωρά πουν σκλαβομένα.

Είπα σας το πολλές φορές,να σας ξαναθυμήσω.
Λεύτερα θ΄άναι γλήορα,
τζιαι τότες ούλοι σίουρα,
θέλω να πάτε πίσω.

Εγιώ παιδκιά μου γέρασα. Τα πόδκια μόν κρατούσιν.
Μπορεί να είμαι τζιαι νεκρός,
άμα θα έρτει ο τζιαιρός,
για να λευτερωθούσιν.

Για τούτον φήννω σας ριτζιάν,αν τύχει τζιαι πεθάνω,
έθ θελω να με θάψετε.
Ξύλα παιδκιά μου ν΄άψετε,
τζιαι βάρτε με που πάνω.

Τζι΄άμα θα κρούσω να γινώ,σταχτός χαμέ ππεμένος,
σωρέψετε μ΄ως το κουτσιή,
τζιαι γιώ να πάω που ποτζιεί,
ασσέν τζιαι πεθαμμένος.

Βάρτε με σ΄έναν μαστραππίν,παιδκιά μ΄αγαπημένα,
τζι΄άμα θα έρτει ο τζιαιρός,τα Τουρκοπατημένα,
πίσω για να τα πιάσετε,
όϊ να με ξιάσετε,
επάρτε με τζιαι μένα.

Τζιαι φκάρτε λούκκον ξέβαθον, στο σιος μιας αροδάφνας,
τζιαι βάρτε μέσα τον σταχτό,
για πάντα πιον να νεπαφτώ,
στα χώματα της Άχνας.

Αχνιώτης Χαμπής (μικρή αναφορά)


Ο Αχνιώτης Χαμπής γεννήθηκε   στις 6 Νοεμβρίου του 1948. Κατάγεται από την Κοινότητα της Άχνας. Γράφει στην Κυπριακή διάλεκτο. Είναι από τους ποιητές εκείνους για τους οποίους μπορουμε να πούμε ότι   που η αγάπη τους για την Κυπριακή Παράδοση καθρεφτίζεται μέσα στα ποιήματά τους. 

Έργα του:

Κυπριακές Ρίμες
Με τον καμόν του γυρισμού
της πέννας μου οι ρίμες
 Με την πένναν της καρκιάς
Με το γαιμαν της καρκιάς μου

ΣΑΝ ΕΤΣΙ ΜΕΡΕΣ


 Όποτε 'ν ναν Χριστούγεννα, που πάω να ψουμνίσω,
τζιαι πιάννω δώρα των μωρών,
κάθε χρονιάν έτσι τζιαιρόν,
ο νους μου πάει πίσω....

Μες το μυαλόν μου έρκουνται, σιηλιάες αναμνήσεις,
πού 'μουν μωρόν τζιαι γέρασα,
τζιαι την ζωήν που πέρασα,
με σιήλιες δκυο στερήσεις.

Τζιαι προπαντός πού' μουν μιτσής, τζιαι πήαιννα σκολείον,
που δεν ένωσα την χαράν,
νάχω 'ναν δώρον μιαν φοράν,
τζιαι γιω να παίξω λλίον.

Π'άμαν εθώρουν γείτονες, να παίζουν με τα δώρα,
στην στράταν που εφκαίννασιν,
τα μμάδκια μου γεμώννασιν,
τζι' έκρουζα τζιειν την ώρα.

Τζιαι τους γονιούς μου έξερα, έρκετουν τους να σκάσουν,
μα μου λαλούσασιν κοφτά,
πως δεν είχασιν τα λεφτά,
να πα να μου γοράσουν.

Τζι' αφόξερα 'ν της μοίρας μου, αφού εν το γραφτόν μου,
να ζήσω με τη στέρησην,
με δίχως καθυστέρησην,
είπα στον εαυτόν μου.

Εσούνι πουν να παντρευτείς, τους γιούες τζιαι των κόρων,
να κάμεις όρκον ιερόν,
κάθε χρονιάν έτσι τζιαιρόν,
εν να τους κάμνεις δώρον.

Εμιάλινα παντρεύτηκα, τζιαι γόραζα στ' αλήθκεια,
για τα δικά μου τα μωρά,
έτσι γιορτές όπως τωρά,
έναν σωρόν παιχνίδκια.

Ελάλουν γόρασ' των μωρών, τζι' έδκιουν καμπόσιν λίραν,
προτού να μαραζώσουσιν,
γιατ' έξερα πως νιώθουσιν,
από δίκην μου πείραν.