Ι(α)
Ἀνέβαιναν οἱ φωνὲς τῶν ἑκατὸν σπιτιῶν μου
Ἀπὸ τὰ ἔγκατα ἀκροβάτισσες
Ἠχοῦσαν στρώματα καὶ πετρώματα μετάλλων
Καὶ πιάνοντας τὴν παλάμη ἡ μιὰ της ἄλλης
Τῆς χάρασσαν Ζάλογγο
Τραβοῦσαν οἱ φωνὲς τῶν ἑκατὸν σπιτιῶν
Ἀπὸ πηγάδια γερακίνες κι’ ἀνέβαιναν
Νάβρουν οἴκους Φωνῆς γιὰ ἀπόηχους
Μουσκίδι καθόντουσαν στὴ φωτιὰ
Νὰ στεγνώσουν ψηλαφίζοντας τὴν φωνή μου
Ὕστερα ἄρχιζαν χοροὺς κυκλωτικοὺς
Καὶ μέσα στὸ στεναγμό της
Εὕρισκαν καμινάδα
Καὶ γίνονταν Καπνὸς ἀναθρώσκων
Ι (β)
Ἔρχονταν οἱ Φωνὲς τῶν ἑκατὸν σπιτιῶν μου
Ἀπὸ πολὺ βαθειὰ
Σίγουρες γιὰ τὸ αἷμα τους
Καὶ χτυποῦσαν τοὺς οἴκους φωνῶν
Ν΄ἀνοίξουν
Τὰ σπίτια μυρίζαν κρασίλα, ἀποφάγια
Καὶ λησμονόχορτο
Καὶ τοῦ καιροῦ τὰ ἕλκη ἀκόμα στὴν νάρκη τους
Ἔπιαναν φασκιωμένα ἄλλη γλώσσα
Μὲ τὸ κεφάλι στὴν ἄμμο ὁ κουρέας
Κραύγαζε γιὰ τ΄αὐτιὰ τοῦ Μίδα
Ἡ φωνή μου ἔμπαινε βιαστικὴ στὸ καλάμι
Γιὰ νὰ σωθεῖ, σπόρος τοῦ μεταξιοῦ
Ἀκουμπώντας στὴ ἀσκητεία της
Στὰ σώσπιτα τῆς μάζευε φυλλώματα
Νὰ κλαδώσουν τὰ πράματα
Νὰ πάρουν πίσω τὸ νῆμα
καὶ τὴ γυαλάδα τους
Οἱ φωνὲς τῶν σπιτιῶν μου
Χτυποῦσαν παράθυρα πάνοπλες
Μὲ γομωμένες λέξεις
Καὶ τὰ μολυβδοκόνδυλα στὴ θέση τους
Νὰ πυροδοτηθοῦν
Ὁ Τυφλὸς τὶς ψηλάφιζε
Ὁ κουφὸς τὶς κλωτσοῦσε
Οἱ ὑψηλὰ ἱστάμενοι τὶς κατάβρεχαν
Οἱ ἐποχούμενοι τὶς πατοῦσαν στὴν ἄσφαλτο
Τὶς φωνὲς τὶς ἑφτάψυχες
Τὰ σπίτια σαλεύουν στὰ ἔγκατα
Τοὺς ἀπάνω σεισμοὺς
Αἰχμηρὲς ξεφουσκώνουν
Φωνοῦλες στὸν ὕπνο
Ὅταν οἱ ἑκατὸν φωνὲς οἱ παντέρημες
Μπαίνουν στοὺς Οἴκους Φωνῆς
Φωτίζονται καὶ ὁρκίζονται τὰ πράματα
Γί΄αὐτὸ φυλᾶνε οἱ σώφρονες τὰ ἔρημα
Τὴν τρέλα τοὺς φοβοῦνται,
Τὴν ἱερὴ
Νὰ μὴν περάσει
ΙΙ
Πίκρες μεγάλες καὶ εὔφορες
Μοῦ χάρισε ὁ τόπος
Νὰ μ΄ἀναποδογυρίζουν νὰ ριζώνω σ΄οὐρανὸ
Ἀπὸ τὸ ὕψος μου ἢ ἐξ ΄ἐπαφῆς
Νὰ μετρῶ τὸ βάθος του
Κι΄ἄπ΄ἀρχῆς νὰ τὸν ἐρωτεύομαι
Νὰ κυαμώνουν τὸ ἔδαφος τῆς φωνῆς μου
Νὰ τὴν ἀγραναπαύουν μ΄ἀθωότητα
Ἔκπληκτη νὰ καρποφορεῖ
Μὲ χρέωσε μὲ μνήμη νεκρῶν
Μὲ ζώντων τὴν ἀμνησία
Μ΄ἀμίλητη μοίρα γυναίκας
Τὴν σκόνη τὶς μέρες νὰ πολεμῶ
Τὶς νύχτες ἀνάβουν μαζί μου
Τσιγάρα οἱ μελλοθάνατοι
Ἀνοίγοντας τρύπες νὰ βλέπουν
Τὴν ἄλλη ζωὴ τὴν ἐλεύθερη
Στὸ ἔσω αὐτὶ τὸ τραγούδι τους
Στὸ Χαῖρε Ὢ Χαῖρε
Ψήγματα ἄμμου στὸ κοχύλι του
Ἄπ΄τὰ παλιὰ μαρτυρίες
Τὰ ἡλιόλουστα
Βαθειὰ ὀρυχεῖα στὸ στῆθος
Μὲ τὴν ἀσετυλίνη στὸ μέτωπο
Ἐξέρχονται οἱ μάρτυρες
Σ΄ὅλες τὶς γλῶσσες πεντηκοστὴ
Μυρίζουν μπαρούτι τὰ γένια τους
Ἀποκαλάμες καμένες
Ἄπ΄τὸν λαμπίκο τῆς μάνας
Παλιὰ ὑποψία ροδόσταμου
Μ΄ἕνα πελώριο Α
Ξορκίζουνε τὸν θάνατο
Κι΄ὅταν σ΄ἀέρα τὴν φωνή μου συναντᾶνε
Τσακμακίζουν
Ὀπλίζοντας παλιὰ κραυγὴ
«Θὰ βγῶ πυροβολώντας»
ΙΙΙ
Καὶ ἔαρ καὶ φρέαρ ἡ Φωνή μου
Νὰ κρατᾶ τοὺς νεκροὺς μὲ τὰ κάνιστρα
Ν΄ἀνεβαίνουν μ΄ὅλα τὰ ἀνέστη
Τὶς γενεὲς ἅπασες
Μὲ καρυοφύλια κι΄ἐξόδους
Καὶ πολιορκημένους ἐλεύθερους
Φρέαρ βαθὺ
Οἱ γαμπροὶ νὰ περνοῦν στὸ νερὸ
Καὶ ν΄ἀφήνουν στὸν ἴσκιο τους
Ἀνθισμένη μυρτιὰ καὶ μυρσίνη καὶ δάφνη
Σκοτεινὰ νὰ τραβᾶ τὸ σχοινὶ
Γιὰ νὰ δεῖ στὸν κουβὰ τὸ φεγγάρι τὸ πρόσωπο
Καὶ τὸ μάτι στὶς φάσεις ν΄ἀστράφτει
Καὶ ἔαρ καὶ φρέαρ λοιπὸν
Ἀφροδίτη καὶ Ἀστάρτη
Νὰ χλωριάζει βολβοὺς καὶ σπορᾶς μυστικῆς
Ν΄ἀνθίζει Ἀπρίλης ἀντάρτης
Μὲ τὰ χαῖρε καὶ μάνας κλωστὴ
Νὰ χλωριάζει πολύχρωμος Μάρτης
Μὲ ἀρᾶς τὶς ἐκλείψεις φυλῆς
Καὶ χαρᾶς τὶς ἐκλάμψεις
Καὶ τὸν Μάη πρωτόκλητος
Νὰ κρατᾶ τοῦ Ἀσκᾶ τ΄ἀηδόνι
Ὁ Μιχάλης ἀθῶος ὀπλίζοντας
Τὴν φωνὴ γιὰ τὸ μαῦρο π΄ἁλώνει
Καὶ τὴν μιὰ καὶ τὴν μόνη π΄ἀγάπησε
Ἀπὸ χρόνια φευγάτη
Νὰ κρατᾶ τῆς φωνῆς μου τὸ φρέαρ βαθειὰ
Ἀπὸ βάσκανο μάτι
Στῶν ὀστῶν νὰ περνάει τὴν φόρμιγγα ἴλιγγο
Κι΄ἄπ΄τὰ βάθη τοῦ τόπου μου φρέαρ
Ἡ φωνὴ ξεπηδώντας νὰ φέρνει τὰ κάνιστρα
Καὶ στὸν ὕπνο σας ἔαρ.
Ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη ποιητικὴ συλλογὴ Ἡ Φωνὴ