Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πανάγου Μαρούλλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πανάγου Μαρούλλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Μαΐου 2019

ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΕΝΑΣ ΑΗΤΟΣ / ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥ


Είσαι εσύ ένας αετός κι εγώ περιστεράκι
και πως φοβάμαι μάτια μου του πόνου το φαρμάκι.
εγώ μόνο τον ίσκιο σου απόμακρα αγναντεύω 
κι ότι μπορεί να μ’ αγαπάς θέλω να το πιστεύω.
Εσύ ψηλά στον ουρανό φτεροκοπάς αητέ μου .
Έγινες πόνος στην καρδιά απόκρυφε καημέ μου
Μα το περιστεράκι σου σε βλέπει πονεμένο
το βέλος της αγάπης σου τάφηκε πληγωμένο
και πως εγώ να σου το πω και πως να σ αντικρίσω
το βλέμμα μου που δεν τολμώ σε σένα να γυρίσω
είσαι εσύ πολύ ψηλά αγάπη να σε φτάσω
έχω αδύνατα φτερά και πως να σε προφτάσω
από καιρό λες μ' αγαπάς ,μα πως να το πιστέψω
του έρωτα λαβωματιά αχ ! πως να την γιατρέψω .
Θα Σ'αγαπώ από μακριά και δίπλα την σκιά σου
θ 'αναπολώ αγάπη μου τα λόγια τα δικά σου .
Το μοναχό το βλέμμα σου που γύρισες σε μένα
μαζί με την αγάπη σου θα τα'χω φυλαγμένα
Σαν θησαυρό θα τα κρατώ πάντα μες στην ψυχή μου
κι όπου κι αν πας μην το ξεχνάς πως είσαι η ζωή μου .
Πάρε και το τραγούδι μου να ναι η συντροφιά σου
μαζί με την αγάπη μου που πάντα θαν κοντά σου

Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

ΒΙΑΣΥΝΗ / Μαρούλλα Πανάγου


Πόσα αδιάφορα πρόσωπα
περνούν δίπλα σου .
Χωρίς ενα βλέμμα .

Καθ' ένα βιαστικό
να κυνηγάει τον χρόνο .
Κι η ενοχή στο κυνηγητό του
δεν βρίσκει λόγια
Γοργές οι ώρες
προσπερνούν τις στιγμές
αφήνοντας αμύριστα
τ' αγριολούλουδα
Μάταιο το κελαϊδημα
του αηδονιού .
Αυτί δεν αφουγκράζεται
Η βιασύνη προσπερνάει τον ήχο
από το γέλιο του παιδιού
κι η φύση μονάχη ....
αναστενάζει στο τρέξιμό μας
Συνέχεια να κυνηγάμε
την τελευταία ώρα.


Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Ο ΧΑΜΈΝΟΣ ΜΑΣ ΚΟΣΜΟΣ / Πανάγου Μαρούλλα


Είχαμε δικό μας ένα κόσμο ολόκληρο.
είχαμε στα μάτια τον ήλιο ολόλαμπρο.
Είχαμε ευτυχία κι ήταν ο τόπος χαρά
ο ουρανός μας δεν είχε καμιά συννεφιά.
Ολόλευκος ύπνος σαν ύπνος παιδιού
ολόλευκα όνειρα μικρού αγοριού
λουλούδια χαμόγελα ξανθού κοριτσιού
ευωδιά απ' το άρωμα ανθού λεμονιού .
Μπήκαν κουρσάροι στον ύπνο μας βρήκαν
Η πόρτα ορθάνοικτη κι ελεύθερα μπήκαν
έφερε ο ύπνος μας τότε εφιάλτη
αιμάτωσε ο 'ήλιος κι η γη συνταράχθει
Μαύρα τα όνειρα κι η καρδιά μια οδύνη
Χαμένα χαμόγελα, η χαρά έχει γίνει
πικρό κιτρολέμονο ,στα μάτια το δάκρυ
διωγμένα πουλιά πεταμένα στην άκρη .
Τώρα το είναι μας μια πληγή ζωντανή
παλιά σαραντάχρονη που ακόμα θρηνεί
αιώνια ψάχνουμε ορφανά περιστέρια
κι οι κουρσάροι μας δένουν από τότε τα χέρια .
Κυλάει ο χρόνος κι η κατάρα μας δέρνει
άδικη κι άπονη την συμφορά ακόμα φέρνει
Σαν όλοι δεν θέλουμε να γίνουμε ένας
μας παίρνει ο άνεμος δεν μένει κανένας .
Βρίσκεται τούνελ(Συραγγα ) ακόμα μπροστά μας
στην άκρη το φως που ζητά η καρδιά μας
τα χέρια σαν σμίξουν μια γροθιά να γενούμε
αλύγιστα θάναι και να πούμε “μπορούμε”.
Μαρούλλα Πανάγου

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

«Αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν»: (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης) Μαρούλλα Πανάγου Φόρος τιμής στον Ευαγόρα παλληκαρίδη



Τα κτυπήματα βροχή έπεφταν στο ταλαιπωρημένο σώμα του έφηβου παλικαριού ,μα το στόμα του πεισματικά κλειδωμένο απέναντι στους κοκκινοσκούφηδες.
Ο ιδρώτας κοιλούσε από τα καστρίσηικα μούτρα τους, που τον κτυπούσαν συνέχεια για να μαρτυρήσει τους συντρόφους του
μα άδικα προσπαθούσαν.
Ο δεκαεπτάχρονος Ευαγόρας βράχος στην σιωπή του.
-Μόνο το σώμα μου είναι εδώ. Σκεπτόταν για να μην νοιώθει τα βασανιστήρια .
Από την ημέρα που τον έπιασαν να κουβαλάει το στεν κι ας ήταν διπλωμένο ,(μια ένδειξη ότι δεν θα το χρησιμοποιούσε,) δεν σταμάτησαν ούτε μια μέρα να τον βασανίζουν για να προδώσει. Μα δεν θα τους έκανε την χάρη. Θα ήταν εκείνος ο νικητής στο τέλος κι ας οι Εγγλέζοι δεν αστειεύονταν.
Ήταν εχθρός του στέμματος και της κρύας σαν πάγο βασίλισσάς τους κι έπρεπε να πεθάνει .
-Η ψυχή μου στις δυο μου αγάπες, συνέχισαν οι σκέψεις το ταξίδι.
Στην Ήβη που βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά και δεν γνωρίζω αν καν ‘έλαβε την επιστολή μου που της έγραφα ότι μπορεί να ήταν κι η τελευταία.
-Τι μπορεί; στα σίγουρα! Πως μπορούν να με αφήσουν ζωντανό για να ιδεί ο κόσμος τον πολιτισμό τους;
Και σε σένα πατρίδα μου! Η πιο μεγάλη μου αγάπη κι η θυσία μου ας μην πάει χαμένη! Μα να φέρει την ένωση μαζί σου γαλάζια πατρίδα μου. Εύχομαι να μην είναι πολύ μακριά εκείνη η μέρα.
Στην σκέψη της Ένωσης ένοιωσε δυνατότερος και πιο πεισματάρης .
-Όχι αυτός θα ήταν ο νικητής .Το δίκιο απέναντι στο άδικο
Κατάφερε να χαμογελάσει προκλητικά στους βασανιστές του, μα μέχρι κι ο μορφασμός του γέλιου, του προκαλούσε αφόρητο πόνο.
μα η ψυχή του α ψηφούσε τον πόνο κι ήξερε... Σε λίγες μέρες θα τον κρέμαζαν.
Δεν ήξερε ‘ότι μπορεί να ήταν σήμερα η τελευταία του μέρα, κι εξαρτώταν από το αν θα του έδινε χάρη η αυτή μεγαλειότης. Έτσι είπαν οι δικοί του στην τελευταία επίσκεψη.
Υπήρχε πιθανότητα να γλυτώσει, σαν το όνομά του στην ποίηση ε’ιχε ξεπεράσει τα σύνορα κι Αμερικανοί λογοτέχνες μάζεψαν υπογραφές που έβαζαν βέτο για τον απαγχονισμό του, παίρνοντας τον έξω από την Κύπρο που να μην απειλεί πια το στέμμα.

Οι βασανιστές ξεθεωμένοι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν, πώς άντεχε ακόμα τα τόσα βασανιστήρια .
Μέχρι τα μάτια του δεν μπορούσαν πια να δουν καθαρά από τα κτυπήματα και τον δυνατό προβολέα που τον τύφλωνε.
Αποτέλεσμα, δεν άφησαν τους δικούς του πριν δυο μέρες να τον δουν.
Ο λόγος να μην υπάρχουν μάρτυρες στην θηριωδία τους.
Τον πέταξαν σχεδόν αναίσθητο στο κελί όπου ο ιερέας θα ερχόταν σε λίγο για την μεταλαβιά
Να μην πάει στον Θεό του αμετάλαβος σκέφτηκαν κυνικά,πριν μπουν στο γραφείο του ταγματάρχη που περίμενε!
Σίγουρος ότι επιτέλους θα μιλούσε ο τερρορίστας
-Λοιπόν απεκάλυψε τους συνενόχους του ; γρύλισε και τα παλληκάρια της φακής έγνεψαν αρνητικά
-Του μίλησε ο αξιωματικός με το καλό , είπε ο ένας ,κι ο άλλος με λερωμένα τα ρούχα του από το αίμα του παλικαριού. συνέχισε.
-Τον δελέασε και με χρήματα λέγοντάς του πόσο τρελό είναι να τα βάζουν με το στέμμα!
-Και τι απάντησε;
-Είπε κάτι τρελλά ταγματάρχα .
-Δηλαδή;
«Αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν»:Κι όσο για τα λεφτά σας να τα βάλετε εκεί που ξέρετε!
Ξέρω ότι θα με κρεμάσετε και εύχομαι να είμαι ο τελευταίος”
Ύστερα έκλεισε το βρωμοστομό του

-Έτσι του δώσαμε ότι του άξιζε,μα πρέπει να βιαστείτε εξοχότατε .
Μαζεύουν ψήφους για να του δοθεί χάρη, κι αφού είναι κάτω των δεκαοχτώ, αν μας προλάβουν θα την γλυτώσει. Προπαντώς αν ανακατευτεί κι η Αμερική
-Αμ δεν θα προλάβει ! Είπαν τα σκληρά γαλανά μάτια και σε κείνα τα λόγια είχε κοπεί η ποινή του παλικαριού.
Η είδηση είχε φτάσει ότι πριν τα μεσάνυχτα θα τον απαγχόνιζαν.

Εξαντλημένος ο Ευαγόρας έστειλε την σκέψη του σε κείνη την μακρινή αγαπημένη κι οι πόνοι του κορμιού παραμέρισαν .
Την μέρα του χωρισμού όπου της χάρισε το κόκκινο τετράδιο με τα ποιήματά του, που κατάλαβε πόσο την αγαπούσε,κι ανταποκρίθηκε στον δεκαεξάχρονο έρωτα τους.
-Καρδούλα μου σε λίγο θα φύγω μαζί με την αγάπη μας κι η πατρίδα θα με πάρει αγκαλιά.”
Η τελευταία του σκέψη πριν χάσει τις αισθήσεις του.
Πέντε το απόγευμα τον συνέφερε ο θόρυβος από το άνοιγμα της πόρτας και μπήκε στο κελί ο ιερέας .
Το παλικάρι του χαμογέλασε πικρά κι ο ιερέας ευλογώντας τον τον μετάλαβε πνιγμένος στα δάκρυα.
“.Την ευχή μου γυιέ μου και καλό σου ταξίδι .
Κάποτε θα πληρώσουν για τα εγκλήματά τους .”
“Σε ευχαριστώ πάτερ μα μην με κλαις.

Μέσα στο γραφείο του κυβερνήτη την ίδια ώρα έφτανε η επιστολή από την Αμερική που θα έδινε χάρη στον Ευαγόρα .
Πολύ αργά για κάτι τέτοιο,χαμογέλασε χαιρέκακα ο αξιωματικός κι έστειλε το τηλεγράφημα.
Ο αντάρτης έχει απαγχονιστεί στοπ.
Η χάρη έφθασε αργά στοπ. κλπ.
Δεν υπήρχε πια άλλη αναβολή κι αγχόνη περίμενε
Με το ξετίναγμα του μοχλού διακόπηκε το τραγούδι που θα έπαιρνε τον ήρωα για την ανηφοριά στην συνάντησή του με την πανώρια κόρη που ονειρεύτηκε.
Τέλος

ελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν»:
(Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Τα κτυπήματα βροχή έπεφταν στο ταλαιπωρημένο σώμα του έφηβου παλικαριού ,μα το στόμα του πεισματικά κλειδωμένο απέναντι στους κοκκινοσκούφηδες.
Ο ιδρώτας κοιλούσε από τα καστρίσηικα μούτρα τους, που τον κτυπούσαν συνέχεια για να μαρτυρήσει τους συντρόφους του
μα άδικα προσπαθούσαν.
Ο δεκαεπτάχρονος Ευαγόρας βράχος στην σιωπή του.
-Μόνο το σώμα μου είναι εδώ. Σκεπτόταν για να μην νοιώθει τα βασανιστήρια .
Από την ημέρα που τον έπιασαν να κουβαλάει το στεν κι ας ήταν διπλωμένο ,(μια ένδειξη ότι δεν θα το χρησιμοποιούσε,) δεν σταμάτησαν ούτε μια μέρα να τον βασανίζουν για να προδώσει. Μα δεν θα τους έκανε την χάρη. Θα ήταν εκείνος ο νικητής στο τέλος κι ας οι Εγγλέζοι δεν αστειεύονταν.
Ήταν εχθρός του στέμματος και της κρύας σαν πάγο βασίλισσάς τους κι έπρεπε να πεθάνει .
-Η ψυχή μου στις δυο μου αγάπες, συνέχισαν οι σκέψεις το ταξίδι.
Στην Ήβη που βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά και δεν γνωρίζω αν καν ‘έλαβε την επιστολή μου που της έγραφα ότι μπορεί να ήταν κι η τελευταία.
-Τι μπορεί; στα σίγουρα! Πως μπορούν να με αφήσουν ζωντανό για να ιδεί ο κόσμος τον πολιτισμό τους;
Και σε σένα πατρίδα μου! Η πιο μεγάλη μου αγάπη κι η θυσία μου ας μην πάει χαμένη! Μα να φέρει την ένωση μαζί σου γαλάζια πατρίδα μου. Εύχομαι να μην είναι πολύ μακριά εκείνη η μέρα.
Στην σκέψη της Ένωσης ένοιωσε δυνατότερος και πιο πεισματάρης .
-Όχι αυτός θα ήταν ο νικητής .Το δίκιο απέναντι στο άδικο
Κατάφερε να χαμογελάσει προκλητικά στους βασανιστές του, μα μέχρι κι ο μορφασμός του γέλιου, του προκαλούσε αφόρητο πόνο.
μα η ψυχή του α ψηφούσε τον πόνο κι ήξερε... Σε λίγες μέρες θα τον κρέμαζαν.
Δεν ήξερε ‘ότι μπορεί να ήταν σήμερα η τελευταία του μέρα, κι εξαρτώταν από το αν θα του έδινε χάρη η αυτή μεγαλειότης. Έτσι είπαν οι δικοί του στην τελευταία επίσκεψη.
Υπήρχε πιθανότητα να γλυτώσει, σαν το όνομά του στην ποίηση ε’ιχε ξεπεράσει τα σύνορα κι Αμερικανοί λογοτέχνες μάζεψαν υπογραφές που έβαζαν βέτο για τον απαγχονισμό του, παίρνοντας τον έξω από την Κύπρο που να μην απειλεί πια το στέμμα.

Οι βασανιστές ξεθεωμένοι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν, πώς άντεχε ακόμα τα τόσα βασανιστήρια .
Μέχρι τα μάτια του δεν μπορούσαν πια να δουν καθαρά από τα κτυπήματα και τον δυνατό προβολέα που τον τύφλωνε.
Αποτέλεσμα, δεν άφησαν τους δικούς του πριν δυο μέρες να τον δουν.
Ο λόγος να μην υπάρχουν μάρτυρες στην θηριωδία τους.
Τον πέταξαν σχεδόν αναίσθητο στο κελί όπου ο ιερέας θα ερχόταν σε λίγο για την μεταλαβιά
Να μην πάει στον Θεό του αμετάλαβος σκέφτηκαν κυνικά,πριν μπουν στο γραφείο του ταγματάρχη που περίμενε!
Σίγουρος ότι επιτέλους θα μιλούσε ο τερρορίστας
-Λοιπόν απεκάλυψε τους συνενόχους του ; γρύλισε και τα παλληκάρια της φακής έγνεψαν αρνητικά
-Του μίλησε ο αξιωματικός με το καλό , είπε ο ένας ,κι ο άλλος με λερωμένα τα ρούχα του από το αίμα του παλικαριού. συνέχισε.
-Τον δελέασε και με χρήματα λέγοντάς του πόσο τρελό είναι να τα βάζουν με το στέμμα!
-Και τι απάντησε;
-Είπε κάτι τρελλά ταγματάρχα .
-Δηλαδή;
«Αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν»:Κι όσο για τα λεφτά σας να τα βάλετε εκεί που ξέρετε!
Ξέρω ότι θα με κρεμάσετε και εύχομαι να είμαι ο τελευταίος”
Ύστερα έκλεισε το βρωμοστομό του

-Έτσι του δώσαμε ότι του άξιζε,μα πρέπει να βιαστείτε εξοχότατε .
Μαζεύουν ψήφους για να του δοθεί χάρη, κι αφού είναι κάτω των δεκαοχτώ, αν μας προλάβουν θα την γλυτώσει. Προπαντώς αν ανακατευτεί κι η Αμερική
-Αμ δεν θα προλάβει ! Είπαν τα σκληρά γαλανά μάτια και σε κείνα τα λόγια είχε κοπεί η ποινή του παλικαριού.
Η είδηση είχε φτάσει ότι πριν τα μεσάνυχτα θα τον απαγχόνιζαν.

Εξαντλημένος ο Ευαγόρας έστειλε την σκέψη του σε κείνη την μακρινή αγαπημένη κι οι πόνοι του κορμιού παραμέρισαν .
Την μέρα του χωρισμού όπου της χάρισε το κόκκινο τετράδιο με τα ποιήματά του, που κατάλαβε πόσο την αγαπούσε,κι ανταποκρίθηκε στον δεκαεξάχρονο έρωτα τους.
-Καρδούλα μου σε λίγο θα φύγω μαζί με την αγάπη μας κι η πατρίδα θα με πάρει αγκαλιά.”
Η τελευταία του σκέψη πριν χάσει τις αισθήσεις του.
Πέντε το απόγευμα τον συνέφερε ο θόρυβος από το άνοιγμα της πόρτας και μπήκε στο κελί ο ιερέας .
Το παλικάρι του χαμογέλασε πικρά κι ο ιερέας ευλογώντας τον τον μετάλαβε πνιγμένος στα δάκρυα.
“.Την ευχή μου γυιέ μου και καλό σου ταξίδι .
Κάποτε θα πληρώσουν για τα εγκλήματά τους .”
“Σε ευχαριστώ πάτερ μα μην με κλαις.

Μέσα στο γραφείο του κυβερνήτη την ίδια ώρα έφτανε η επιστολή από την Αμερική που θα έδινε χάρη στον Ευαγόρα .
Πολύ αργά για κάτι τέτοιο,χαμογέλασε χαιρέκακα ο αξιωματικός κι έστειλε το τηλεγράφημα.
Ο αντάρτης έχει απαγχονιστεί στοπ.
Η χάρη έφθασε αργά στοπ. κλπ.
Δεν υπήρχε πια άλλη αναβολή κι αγχόνη περίμενε
Με το ξετίναγμα του μοχλού διακόπηκε το τραγούδι που θα έπαιρνε τον ήρωα για την ανηφοριά στην συνάντησή του με την πανώρια κόρη που ονειρεύτηκε.



Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

ΕΠΙΣΤΡΟΦΉ / ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥ


Ψευδαίσθηση η λύτρωση.
Κι η ποίηση 
χορό μες στο μυαλό μου .
Κείν το σ’αγαπώ οπου σου ειπα 

κλειδωμενο στο συρτάρι
όπου διπλός ο πάτος
κρύβει τον καημό .
Σε ένα ξεχασμενο “εσύ ” εγώ”
Μια επέτειος σήμερα
να γιορτάζει την μοναξια
μελοποιημενη
Κι εγώ φορώ το γιορτινό χαμόγελο μου
στολίζοντας τα μαλλιά με το στεφάνι
απ ‘ το χθεσινό όνειρο μου
Με την ελπίδα πια απούσα.
Κι ας είν γιορτή η μέρα.
Ο ήλιος την αποχαιρετά
κι ο ποσπερίτης ρίχνει το φώς του
στον δρόμο της επιστροφής .

ΠΟΙΗΣΗ / Μαρούλλα Πανάγου


Μ' ονόμασαν ποίηση.
Μού έστησαν βωμό
και χάρη μου

προσφέρανε μια μέρα
Μ' ονόμασαν ποίηση
οι καημοί των ανθρώπων .
Όταν μαζί μου τραγουδάει η μάνα τον καημό
για το ξενιτεμένο της παιδί
για το χαμένο της βλαστάρι
και στέλνει εμένα μήνυμα,
με λόγια στην ψυχή για να μιλήσουν .
Με ονόμασαν ποίηση
όλοι του κόσμου οι έρωτες
και μ 'έκαναν τραγούδι
στην κάψα της αγάπης
που μ' έκλεινε στον στίχο
κι έλπιζε να λυγίσει
ακόμα και τις πέτρινες καρδιές.
Με ονόμασε ποίηση η αγάπη
που έφθανε στα πέρατα του κόσμου
τον χωρισμό να μετριάσει
για κείνες τις καρδιές
που χώριζε η μοίρα.
Μ' έκανε ποίηση ο ερωτευμένος
στην ευτυχία του .
Σαν πρόσφερε λουλούδια
και τα δεχόταν με χαμόγελο η αδελφή ψυχή.
Και με υμνούσε δημιουργώντας
στο ύψος των αστεριών
'όπου πετούσαν τα όνειρά του .
Με ονόμασε ποίηση
η κάθε σκλάβα πατρίδα όπου
γυρεύει λευτεριά .
Κι είναι γραμμένα στ' όνομά μου
όσα οι άνθρωποι νοιώθουν
και τα φωνάζουν μαζί μου
Με ονόμασε ποίηση η ανθισμένη αμυγδαλιά
κι όλα του κόσμου τα λουλούδια
κι έγινα εγώ αδελφή
Στου κόσμου την δημιουργία
όπου υμνώ κάθε αρχή και τέλος
Δεν κλείνουμε ποτέ σε μια ημέρα
μα θα υπάρχω στο πάντα
Άναρχη και χωρίς τέλος
κι η ύπαρξή μου αιώνια
στην αιωνιότητα

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

ΑΡΚΟΝ ΜΟΥ ΦΚΙΏΡΟ / Μαρούλλα Παναγου


Αρκον μου φκιώρον αγαπώσε
μα πόμακρα μονον θωρώ
στην μυρωδκιά σου πεθανίσκω
το “αγαπώσε” μουρμουρώ
Αρκον μου φκιώρον τζιειν τα κάλλη
μες στ'ορομά μου η θωρκά σου
αμάκκωτο τζι αμύριστον μου
φωδκιά που ενεν πιο μεάλη
Αρκον μου φκιώρον μες στον κάμπο
ανενοιας μυρωδκιές σκορπίζεις
θωρώ σε γιω τζι αναστενάζω
που αθελά καρκιές ραΐζεις
Αχ φκιώρο μουσκομυριστό μου
τούτη η άρκα ομορκιά σου
μαεύκει όσους σε θωρούσιν
τζιαι μέν .... μεθκιά η μυρωδκιά σου .

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΤΏΡΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ / Μαρουλλα Πανάγου.

Ενημερώσεις



(Χριστουγεννιάτικο διήγημα)

Μια άδεια καρδιά να την συντροφεύει Χριστουγενιάτικα
Με τα παιδιά να ζούν την δική τους ζωή και κείνη αφημένη στην δική της συντροφιά, να αναπολεί και να περιμένει πάλι εκείνη την αγάπη να ξανακτυπίσει την πόρτα.
Αργά κατάλαβε ότι την θυσία χωρίς την ευτυχία ,δύσκολο να την κουβαλά η ψυχή
Μιας ζωής όμως συνήθεια εύκολα δεν αλλάζει .
Πάντα οι άλλοι!ποτέ το τι ήθελε η ίδια
'Ετσι και τούτη την φορά πανικόβλητη το έβαλε στα πόδια, λεγοντας εκείνο το “'οχι” που ζητούσε η σωτηρία της αξιοπρέπειας
Μα η αγάπη να επιμένει και να ζητά να ανοίξει την καρδιά της
Κι ας τό 'ξερε ήταν η τελευταία ευκαιρία να ζήσει τον μεγάλο της έρωτα .'Οπως τον ονειρεύτηκε κι είδε πως κρυβόταν στο πρόσωπο του γοητευτικού αγνώστου, με τα μελαγχολικά μάτια, που κατάλαβε ότι κι εκείνος κουβαλούσε τις δικές του πληγές.
Της άνοιξε την καρδιά του κι είδε ότι ακόμα αιμοραγούσε
Θα ήταν όμως ο παράδεισος που ονειρεύτηκαν; Ή τα ζηζάνια από το παρελθόν, θα έπνιγαν τα λουλούδια της ευτυχίας .
Οι δικές της οι πληγές, δεν θα πλήγωναν και πάλι τούτη την καρδιά που της δινόταν; Είχε το δικαίωμα να την πληγώσει;
“Οχι” απαντησε η αγάπη που είχε φωλιάσει στην καρδιά της
Ας πονούσε εκείνη ,φτάνει να έβρισκε εκείνος την ευτυχία κι ας μακριά της .
Κι έγινε επιτέλους το θέλημά της .Εκείνος χάθηκε και κάπου αλλού σίγουρα θα βρήκε την ευτυχία του.
'Ομως πως να αντέξει την μοναξιά που σαν θηλειά την έπνιγε και μέσα από τη λάμψη της φωτιάς στο παραγώνι, η μορφή του να την αντικρύζει με πονεμένο το βλέμμα
Με απούσα κι από λόγου του την χαρά . Κάτι σαν προμύνημα. Κάτι σαν προαίσθηση που θόλωσε η ματιά της και τα δάκρυα αυλάκωσαν τα μαγουλά της
Ποιο το ώφελος της θυσίας αν και κείνος ακόμα πιο δυστυχισμένος; Η καρδιά της πονούσε και μόνο στην σκέψη, σε τούτο το μοναχικό Χριστουγενιάτικο βράδυ .
Η άδεια καρέκλα, το άδειο πιάτο του, που κρυφά το απόθετε στο τραπέζι από την μέρα που χάθηκε κι ας ήξερε άδικα καρτερούσε.
Στο ερώτημα των παιδιών έλεγε “Σε περιπτωση κάποιου ανέλπιστου επισκέπτη
Δεν μολογούσε ούτε στον εαυτό της, ότι τον περίμενε.
Να κτυπήσει άλλη μια φορά την πόρτα και στο άνοιγμά της ανοικτη η αγκαλιά του να την περίμενει.
Στην σκέψη καινούργια δάκρυα κύλησαν , μα ο λυγμός πνίγηκε στο κτυπημα της πόρτας .
“Σιγουρα κάτι θα ξεχασαν τα παιδιά “.Δεν έπρεπε να δουν τα δάκρυά της Δεν ήθελε μάρτυρα στον πόνο της και τα σκούπισε βιαστικά.
Έπειτα κάρφωσε στα χείλη το χαμογελο,γυρνώντας το πόμολο.
Μα το πλαστό χαμόγελο άνθισε στην στιγμη και έλαμψαν τα μάτια, σαν απ' τα χειλη του η ευχή είπε το “Καλά Χριστούγεννα “.
Επειτα τα χέρια του δειλά την τραβηξαν στην αγκαλιά του .
“Δεν αντέχεται άλλο η μοναξιά” δεν την μπορώ μακριά σου” ψιθύρισε η επιμονή όπως και τα φιλιά του
“Σ'ευχαριστώ” ψιθύρισε η καρδιά, παραμερίζοντας για πρώτη φορά
όλους τους φόβους .Ολα τα “πρεπει” .Αποφασισμένη να ζήσει τούτες τις στιγμές ευτυχίας
.Μπορεί στο αύριό της, να έλειπαν πάλι. Όμως το τώρα ήταν το σημαντικό . Τουτες οι στιγμές στην αγκαλιά του.
Κι έπειτα;
Έπειτα θα τις φύλαγε στην καρδιά της .Να της κρατουν συντροφιά όσο θα κρατούσε στην μοναξιά η ζωή .


Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

ΚΙ ΑΣ ΠΙΟ ΠΟΛΎ ΠΟΝΏ / Μαρούλλα Πανάγου


Συγγνώμη σου ζητώ
για όλο το κακό
όπου σού έχω κάνει 
κι ας πιο πολύ πονώ
στο ζόρι που τραβώ
ακάνθινο στεφάνι
με δίχως λυτρωμό
Συγγνώμη σου ζητώ
δεν σου δωσα εγώ
το ότι καρτερούσες
Μα πιο πολύ πονώ
δεν βρίσκω λυτρωμό
στην σκέψη πως πονούσες
Α χ! λιώνω στον καημό
Ευχή απ την καρδιά
να είσ’ εσύ καλά
κι ευτυχισμένος να 'σαι
και δεν πειράζει εγώ
αν πιο πολύ πονώ
λίγο να με θυμάσαι
μονάχ’ αυτό ζητώ.

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

ΑΜΑΡΤΩΛΌς / Πανάγου Μαρούλλα


Πόσο σε θέριεψαν τ'άδικα λόγια,
Δεν θέλεις πιά να τους ξέρεις
καθώς δεν υπάρχει συγγνώμη
στην συνεχή σας διαφορά.
Δεν είσ' εσύ Χριστός που'πε "συγχώρα τους
δεν ξέρουν τι κάνουν"
Θνητός υπάρχεις , αμαρτωλός.
Που καμώνεσαι τον δίκαιο
στην δήθεν αγνότητά σου , Τόσο απατηλή.
Μες τις κρυφές σου αμαρτίες
να σου βαραίνουν την ψυχή .
Κι όταν συγγνώμη ζητάς στην προσευχή ,
ξέρεις πως δεν την αξίζεις
Σαν αύριο θ' αμαρτήσεις και πάλι.



(Από την ποιητική συλλογή μου "Συναισθήματα)

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

ΕΛΑ ΠΙΟΝ ΜΕΝ ΜΕ ΠΑΙΔΕΥΚΕΙΣ / Μαρούλλα Πανάγου


Ηρτες άξιππα τζιαι φάνεις την ζωή μου ετάραξες
τζιαι στα βάθη της ψυσιής μου σαν το πλοίον άραξες
με καμες να σ'άγαπήσω τζιαι ο έρωτας τωρά
την καρκιά μου βασανίζει μ'ανοιξεν βαθυν γιαρά
Τζιεν αντέχω γιώνι φως μου, μιαν ημέρα χώρκα σου
διχα σου αχ πελλανίσκω που την στενοχώρκα σου
Τα ολόμαυρά σου μμάδκια μιαν ημέραν να μεν δω
φαίνεσταί μου τοτε ο ήλιος ,πως θαμπώνει τζι 'εν θωρώ
η θωρκά σου εν ο ήλιος άντζιελος με τα φτερά
μεν αρκείς για νάρτεις φως μου τζι η καρκιά μου καρτερά
Ανοικτή εμπόν' η πόρτα δίπλα η βασιλιτζιά
που νομάτισα για σέναν αχ αγάπη μου γλυτζιά
άφηστα πιον τα γινάδκια έλα μεν με τυρανιείς
αγαπώ σε πεθανίσκω μεν καμνεις πως εν θωρείς
Ελα πιον μεν με παιδεύκεις με μου κάφκεις την καρκιά
γιατι μέσα την θωρκά σσου έχω την σαν ζωγραφκιά

Μια καινούργια πόρτα ανοίγει / Πανάγου Μαρούλλα


Καθισμένη στην βαλίτσα την γεμάτη από όνειρα, η ζωντανή μελαγχολία στα μάτια παρακολούθησε το τραίνο που δεν πρόλαβε. Σε ένα έρημο σταθμό που πριν λίγο είχε πάρει το μοναδικό όνειρο της Η καρδιά ν'αναρωτιέται γιατί δεν την περίμενε, μα να επιμένει .
Απόμεινε αμίλητο κι αδάκρυτο το χθες, να περιμένει το επόμενο τραίνο να συνεχίσει να κυνηγάει το τετράχρονο όνειρό της,
Να το περιπλέξει μαζί με τ'άλλα που φύλαγε η βαλίτσα. Αν όχι για τίποτε άλλο να πάρει πίσω την καρδιά της που πήγε μαζί του. 
Να διαβάσει εκείνα τα μάτια του γρίφου, να διακρίνει αν το όνειρό της ήταν και το δικό του. 
Ήθελε να το πιστεύει! Κι ας μέχρι πριν λίγο της αρκούσε ένα τυχαίο χαμόγελο σε κάθε τυχαία συνάντηση(Που δεν ήταν και τόσο τυχαία ) για να χαμογελάσει η μέρα της .Της αρκούσε που ήταν εκεί κι ανάπνεε μαζί του το ίδιο οξυγόνο. 
Αλοιώς συννέφιαζε, κι ο έρωτας έσταζε αίμα στην μυστική πληγή της .
Είχε ονομάσει άδολη την αγάπη που δεν ζητούσε, μόνο έδινε,δίχως να λογαριάσει τον πόνο τον μονόπλευρο, που φως δεν αντικρίζει.
Ας τον νόμιζε ανιδιοτελή, που τώρα απαιτούσε το ζευγάρωμα της ανταπόκρισης 
Έφτασε το επόμενο τραίνο, διάβηκε την πόρτα της ελπίδας κι έλαμψε η ματιά στην προσμονή που άρχισε να τραγουδάει τον Απρίλη.
Της χαμογελούσε στο προσπέρασμα, χαρίζοντας της ένα εκατόφυλλο τριαντάφυλλο όσα και τα όνειρά της, κι άφηνε πίσω της τελεσίδικα τον χειμώνα.
Hθελε να το πιστεύει !
Στην φύση και την άνοιξη των είκοσι χρόνων άνθιζε προσμονή, κι εκείνη προσπερνούσε και βιαζόταν να φτάσει στο τέρμα του επόμενου σταθμού. 
Εκεί που όλη η ευτυχία θα ξεχείλιζε απ' το δικό του βλέμμα. 
Ηθελε να το πιστεύει!
Αγνοούσε ότι άλλο θα εμπόδιζε την διαδρομή της .
Αδιάφορο το ενδιαφέρον στα ξένα μάτια, που ταξίδευαν την ίδια πορεία και τόσο επίμονα, που την ενοχλούσαν

Έφθασε επιτέλους στο τέρμα των μαζεμένων της ονείρων κι αναζήτησε τα μάτια του,
στα τόσα που την κοιτούσαν, μα δεν βρισκόταν πουθενά. 
Αδιάφορη την άφηναν τ' άλλα χαμόγελα που έπεφταν στα χέρια της.
Μόνο το δικό του αναζητούσε να γιατρέψει την πληγή που έσταζε αίμα.
-Αδυναμία να στο στείλει μουρμούρισε , η ελπίδα στο αυτί τής απογοήτευσης , που γέννησε καινούργια επιμονή. 
Έπρεπε να βρει την χαμένη καρδιά της ,
Έπρεπε να διαβάσει στα μάτια του την λύτρωση ή την καταδίκη.
Κι ο έρωτας έσταζε αίμα στην μυστική πληγή της .
Πήρε το επόμενο τραίνο της αναζήτησης κι η ελπίδα από κοντά να διώχνει τα “όχι δεν σ'αγαπά κι αντικαταστώντας τα με το “μπορεί” Προχώρα. κυνήγα τ 'ονειρό σου.Φτάσε την πόρτα της αγάπης και κτύπησέ την. Μην μένεις στο “Αν” κι ύστερα μετανιώσεις που δεν δοκίμασες .
Μπήκε στο βαγόνι της προσμονής με την αγάπη να του στέλνει μηνύματα που εκείνος αγνόησε .Η δεν τα είδε ,(παρηγοριά και πάλι της ελπίδας) .Πάντα πεθαίνει τελευταία ,έτσι δεν λένε;
Συνεχίζει η διαδρομή επίμονη, αγνοώντας άλλα δυο μάτια απέναντί της πού με την ίδια επιμονή καθισμένα, παρακαλάνε για το δικό της βλέμμα.
Μα η αγάπη έλεγε είν' προδοσία έστω κι ένα βλέμμα να χαρίσει στα παρείσακτα τούτα μάτια, της αφοσίωσης, που συνέχισαν να την ακολουθούν στο τραίνο της δικής της επιμονής.
Εκεί όπου συνέχιζε το μάταιο τούτο ταξίδι του τρελλονείρου της.
Μα έπρεπε πρώτα να πάρει πίσω την καρδιά της, που ακόμα περιπλανιόταν έξω από την δική του πόρτα. 
Έφτασε στο τέρμα του ταξιδιού κι η βαλίτσα περίμενε με κουρασμένα τα μάτια, μα άδειος ο δρόμος μέχρι το τέλος.
Εκει που η ψυχή βούλιαξε στ'ανασηκωμα των ώμων και την αδιαφορία των ματιών,ενοχλημένα στην παρουσία της
Η πληγή που έσταζε αίμα, τώρα αιμορραγούσε στην βεβαιότητα του “δεν την αγαπά. 
Με άδεια μάτια 'άρχισε να μαζεύει τα σπασμένα κομμάτια της καρδιάς κι ο συνταξιδιώτης, της πρόσφερε την δική του. Μαζί κι ένα ώμο που βράχηκε στα δάκρυα της λύτρωσης . 
Ελα αγάπη πάμε! Υπάρχει το επόμενο τραίνο να ταξιδέψουμε στην σιγουριά της αγάπης . 
-Αφέθηκε στα χέρια του και πήραν τον δρόμο αποχαιρετώντας τελεσίδικα την κλειστή πόρτα. Μπροστά τους άνοιγε μια μεγαλύτερη που πίσω της καραδοκούσε ο Μάης .
Ηταν βέβαιη .
Το πίστεψε πιά !

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ / Πανάγου Μαρούλλα


-Αχ! Εσείς θα το ξαναδείτε το παιδάκι μου ,ενώ εγώ;Μέχρι να ξαναγυρίσει θα έχω φύγει πιά” είπε η γιαγιά.
Κι έτρεμε η βραχνή φωνή ,σαν τα δάκρυα κυλούσαν στα σαν τσαλακωμένο χαρτί ογδοντάχρονα μάγουλά της.
Στην στεναχώρια της δεν πρόσεξε κάν τις μακριές κάτασπρες πλεξούδες που συνήθως έδεναν γύρα από το κεφάλι της σαν στεφάνι, τώρα ατημέλητες κρέμμονταν στις καμπουριασμένες της πλάτες.
Φύσηξε δυνατά την μύτη της στο νοτισμένο μαντήλι, ένα κουβαράκι στα γεμάτα αρθρητικά δάκτυλά της.
Τα γαλανά μάτια της θολά,μετο ζόρι διάκρυναν τις φίλες και χωριανές που είχαν γεμίσει το φτωχικό μακρυνάρι μας σπίτι για να μ' αποχαιρετίσουν.
Κούνησαν το κεφάλι τους μελαγχολικά στα λόγια της, σαν οι πιο πολλές γνώριζαν από πρώτο χέρι τον καημό του ζωντανού αποχωρισμού.'
Όλες και κάποιο δικό τους περίμεναν για να γυρίσει μια μέρα ,όλο και το πολυπόθητο γράμμα που θα τους έλεγε ότι οι δικοί τους ήταν καλά .
Πρίν αρκετά χρόνια που εγώ δεν είχα γεννηθεί ακόμα (Τότε με την Αγγλική σκλαβιά,η φτώχεια ανάγκασε πάρα πολλούς νέους να ξενητευτούν για μια καλύτερη τήχη ,κί όσο για τις κοπέλες ,όσες δεν είχαν προίκα (όπως εγώ καλή ώρα) αναγκάζονταν κι εκείνες να ξενητευτούν.
Η προίκα ήταν μια καλή αρχή για τα νέα ζευγαρια που τα βοηθούσε στη αρχή του έγγαμου βίου, τσάκκιζε όμως οικονομικά τους γονείς μέχρι να προικίσουν τις κόρες τους .Η κάθε μια έπρεπε να έχει το σπίτι της ,κι επιπλωμένο,αν ήθελε να καλοπαντρευτεί.
Αν ήταν μοναχοκορη καλώς. Αν όμως είχαν δυο -τρείς τότε σχεδόν αδύνατο. Γι αυτό κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά να φεύγουν για πάντα.

Μαζεμένες τώρα οι χωριανές ,θείες ,φίλες, πελάτισσές μου,προσπαθούσαν με τα τσιαττιστά* τους τραγούδια της ξενητιάς
να μ'αποχαιρετήσουν,και να ξεχλιάνουν τον δικό τους πόνο,που τα χρόνια τον γιγάντωναν όλο και πιο πολύ.
-Αντε στετέ* μου μην κακομελετάς .Ασφαλώς και θα με ξαναδείς .
Δεν πάω για πάντα ,την αγκάλιασα και τα χέρια μου τύλιξαν τον ρυτιδωμένο λαιμό.Όπως όταν ήμουν μικρούλα προσπαθώντας να την παρηγορήσω κι ας δεν πίστευα η ίδια μου τα λόγια μου.
Ήξερα ότι έφευγα για πολύ πολύ καιρό μα συνέχισα πολύ πειστικά.
-Δεν λένε ότι εκεί στην Αφρική μαζεύουν τα λεφτά με την σακούλα;
Θα πάρω λοιπόν ένα μεγάλο φτυάρι, να τα μαζέψω πιο γλήγορα και μάνι-μάνι να ξαναγυρίσω.
Χαμογέλασα με το χιούμορ μου,πιο πολύ για να εμποδίσω και τα δικά μου δάκρυα, που απειλούσαν να τρέξουν.Μα δεν έπρεπε Για το χατήρι της μάνας που σιωπηλή με κοιτούσε συνεχώς ,λες κι ήθελε να αποτυπώσει την μορφή μου στην μνήμη της.
Μα ο πόνος μιιλούσε τόσο φλύαρα στα πονεμένα της μάτια .Κεινος ο πόνος που μόνο οι μανάδες μπορούν να τον νοιώσουν κι εγώ ακόμα δεν μπορούσα να τον καταλάβω..
Κι η δική μου η μάνα, εκτός από τώρα, είχε καταπιεί πολλές πίκρες και πονους στην βασανισμένη της ζωή.
Πίκρες που την είχαν νικήσει κι είχε υποτακτεί. Πάντα να σκύβει κεφάλι στα κτυπήματα που της πρόσφερναν καθημερινά. Δίχως διαμαρτυρία, λες και πλήρωνε αμαρτίες που δεν είχε πράξει, πεπεισμένη ότι απλά γεννήθηκε άτυχη.
Κάτι που εγώ διαφωνώ .και νομίζω οι ίδιοι μας φτιάχνουμε την τύχη μας ,με τις αποφάσεις που παίρνουμε.
Σωστές ή λάθος αυτές μας καθορίζουν την πορεία.
Μα η μάνα να επιμένει.
“Αν ήμουν τυχερή κόρη μου θα μ'έβαλλε δούλα ο παππούς σου ο μακαρίτης; Από δώδεκα χρονών ,να τραβώ τα πομούσουρα* του καθενού”Κι εφτά χρόνια να δουλεύω για ένα κομμάτι ψωμί;ρωτούσε με δίχως κακία.
-Μα καλά μάμμα ,δεν είχε ούτε να σε ταΐσει; ρωτούσα και δεν καταλάβαινα.
Όσο φτωχοί και να είμαστε τώρα ,ποτέ δεν μείναμε νηστικοί. Μπορεί να μην ήταν κρέας ,υπήρχαν όμως τα οσπρια και τα λαχανικά.Όσο για ντύσιμο, ένα καινούργιο φουστάνι τα Χριστούγεννα κι άλλο ένα την Λαμπρή ,μου έφθανε.
Δεν είχα μάθει στα πολλά κι έτσι γλύτωνα την φασαρία να διαλέξω. Ένα ήταν και μοναδικό. Και συνέχιζε η μάνα μου
-Δεν είχε κόρη μου.Μεγάλη φτώχια τότε και το 1930 μεγάλη ανομβρία .και με εφτά παιδιά που να τα βγάλει πέρα .Ένα στόμα λιγότερο έκανε μεγάλη διαφορά.

Στην συνέχεια μου εξιστορούσε τα πόσα τράβηξε. Να σφουγγαρίζει στα γόνατά της με την πατσιαβούρα ,το με 12 κάμαρες σπίτι της κυράς της.Χειμώνα καιρό που μελάνιαζαν τα δάκτυλά της από το κρύο. Έπειτα το πλύσιμοαπ' τα σκεπάσματα των κρεβατιών τα πλεγμένα με το βελονάκι ,που όταν μούσκευαν γινονταν ασήκωτα για το ασχημάτιστο ακόμα κορμάκι, που λύγιζε κάτω από το βάρος τους .
Στην συνέχεια δούλεψε άλλα εφτά χρόνια ,που της εξοικονόμισαν εφτά ολόκληρες λίρες(μεγάλο ποσό γα κείνο τον καιρό ,που με ένα δεκασέλινο μπορούσες να αγοράσεις ολόκληρο οικόπεδο στην μέση της Λεμεσού.Βέβαια με το πέρασμα του καιρού είχε πατήσει τα εικοσιοκτώ ,λίγο μεγάλη πια για παντρειά .Μα με τα κτηματα που θα έπαιρνε προίκα από τον παππού και τις λίρες που φύλαξε της οικονόμισαν κι ένα μικρότερό της χαμένο, για άνδρα.
Σε καμιά δουλειά δεν στέρειωνε ,γυναικάς όσο δεν έπαιρνε άλλο,που στο τέλος δούλευε εκείνη για να ζούνε.
Επειτα από μόνο πέντε χρόνια γάμου ,της πούλησε ότι είχε και δεν είχε κι αφήνοντάς την έγκυο με μένα εξαφανίστηκε που ποτέ δεν ξανακούσαμε τίποτε για κείνον.
Κι έτσι γεννήθηκα εγώ.Ένα παιδί περίεργο και πανέξυπνο που ήθελε να μαθαίνει τα πάντα.Όλο να ρωτάει “γιατί κείνο και τί είναι τούτο;
Η γιαγιά να με προσέχει όταν η μάνα ξενοδούλευε και δυστυχώς δεν είχε όλεςτις απαντήσεις στα ερωτήματά μου.
-Να την σπουδάσεις θειά.Είναι ιδιοφυία ,τούτο το παιδί,έλεγαν όλοι στην μάνα μου ,όπως κι οι δασκάλοι μου όταν κόντευα να τελειώσω το δημοτικό.
-Αχ! Καλά θα ήταν γυιέ μου ,μα με τί λεφτά; Ηταν η στερεότυπη απάντησή της ,νικημένη για άλλη μια φορά από την φτώχεια.
Εγώ το ήξερα από τότε και προσπαθούσα να το χωνέψω ότι γυμνάσιο δεν θα γνώριζα ,όσο κι αν το' θελα.
Ομως το “γιατί » δεν με άφηνε ήσυχη ,κανοντάς με από τότε υποσεινήδητα ν'αποφασίσω ,ότι μια μέρα θα γινόμουν πλούσια .
Μεγάλωσα σιγά-σιγά κι έκλεισα τα δεκαενιά .Καιρός για παντρειά ,μα ποιος θα διάλεγε εμένα την φτωχούλα όταν άλλες με μετρητά και σπίτια ήταν πολύ καλύτερες νύφες .
Πάρθηκε λοιπόν η απόφαση κι ένας θείος μου, μού έστειλε πρόσκληση για την Αφρική Χωρίς καν να με ρωτήσουν , αν ήθελα να ξενητευτώ. Απλά τότες υπάκουες στους μεγάλους που οι προσταγές ήταν νόμος
-Αχ! Κόρη μου ,μακάρι να καλοτυχηστείς ,να σε ξαναδώ πρίν να πεθάνω. Αυτό μόνο ζητώ ,συνέχισε λίγο παρηγορημένη η γιαγιά ,κι εγώ βάλθηκα να της φτιάχνω τις πλεξούδες; .
-Σου το υπόσχομαι γιαγιά ,θά'ρτω όσο πιο γρήγορα μπορέσω! Θα δείς!
Φίλισα πάλι το σταφιδωμένο της μάγουλο και μας διάκοψε η φωνή μιας θειάς μου.
-Ηρτεν το ταξίν κόρη μου .Βιαστείτε γιατί περιμένει .Ναπάτεστην ώραν σας μεν φύγει το αεροπλάνο.
,-Αντε κόρη στο καλό; καλό ταξίδι .Αρχισαν οι αποχαιρετισμοί κι ακόμα θυμάμαι τα μαντήλια να κουνιούνται πριν στρίψουμε την γωνιά του στενού.

Πέρασαν 25 χρόνια ,μέχρι να καταφέρω να γυρίσω ,κι αυτό λόγω ου η πεθθερά μου ,έπαθε εγκεφαλικό και πρίν συγχωρεθεί ,έπρεπε να γνωρίσει την νύφη
Αν και δεν ήταν εύκολο με τις δουλειές μας ,έπρεπε! Πήραμε λοιπόν ένα παραπάνω υπάλληλο κι ο Θεός βοηθός .
Ίσα που την πρόλαβα. Έγνεψε ότι κατάλαβε ποιά ήμουν όταν η κουνιάδα μου της έδειξε την φωτογραφία με τον άνδρα μου και τα παιδιά που τους είχαμε στείλει πρίν ένα χρόνο.
Μετά την κηδεία πήγα να δώ και το καημένο το σπίτι μας, έρημο πια.
Η γιαγιά όπως το είχε προβλέψει,είχε φύγει πριν από πολλά χρόνια για το αγύριστο ταξίδι κι όσο για την μάνα μου, έμενε από τότε μαζί μας.
Πρόσεχε τα δυο μου παιδιά ,όσο ήταν μικρά και που τώρα σπούδαζαν .Κάτι που με οικανοποιούσε απόλυτα ,όταν η αγάπη μου για τις σπουδές πραγματοποιόταν έστω και με τα παιδιά μου.
Όσο για τα όσα τράβηξε η μανα μου στα νειάτα της, τόσο πιο καλά γεράματα είχε.Κι εκεί που κάποτε ήταν δούλα ,τωρα της είχα την υπηρέτρια να την βοηθά.
Η ξενητιά λοιπόν δεν μου βγήκε σε κακό ,αφού καλοπαντρεύτηκα.
Οι δουλειές του ανδρος μου προόδευαν, που έσπασε επιτέλους ο κύκλος της φτώχειας .
Τα πλούτη δεν με άλλαξαν ως άνθρωπο σαν ποτέ δεν ξέχασα από πού ήρθα.
Μόνο η εμφάνισή μου είχε αλλάξει κι από το αδύνατο κορίτσι του τότε ,τώρα είκοσι κιλά πιο βαρειά και στη θέση των ξανθοκάστανων μαλλιών τώρα γρίζα. Πολλές από τις παλιές μας γειτόνισσεςδεν με γνώρισαν όπως κι εγώ κόντεψα να μην γνωρίσω το φτωχικό μας.
Χορταριασμένη η αυλή,ξεβαμένη η εξώπορτα,και ξεραμένη η κληματαρια. .Το γιασεμί υπήρχε ακόμα αλλά, πού ήταν οι ανθισμένες γλάστρες που κάποτε ήταν το καμάρι της γιαγιάς.
Η παλιά πόρτα έτριξε σαν με παράπονο,όταν την άνοιξα και μέσα μια μυρωδιά από μούχλα,που πιάστηκε η αναπνοή μου .
Ένα ποντίκι με κατατρόμαξε ,όταν τρεχάτο πέρασε ανάμεσα στα πόδια μου ,που βιάστικα να ξαναβγώ .
-Ερήμωσαν όλα κόρη μου από τότε που' φυγε η μάνα σου ,μουρμουρισε μια γειτονισσα,βλέποντας την έκφρασή μου.
-Το βλέπω θειά ,μα θα το φτιάξω πρίν φύγω ,είπα αποφασιστικά και την άλλη μέρα βρήκα τους μαστόρους .

Στον μήνα που έμεινα εκεί ,το σπίτι έγινε αγνώριστο .Χωριστά τα υπνοδωμάτια απ' το σαλόνι, προσθεσα μπάνιο κι αντίθετα με πρώτα που όλο ένα μακρινάρι και με την τουαλέτα έξω στην αυλή.
Μέσα ασφαλώς,άφησα το τζάκι και την ξύλινη δοκό που συγκρατούσε την στέγη εδώ και 300 χρόνια.(Το σπίτι ,ανήκε στον προπροπαππού μου ).
Ετσι για να θυμίζει λίγο τον παλιό καιρό.
Κι απόμεινε τώρα να πραγματοποιήσω την υπόσχεση που είχα δώσει στην γιαγιά ότι θα την ξανάβλεπα.
Έστω και στο νεκροταφείο. Να της ανάψω τουλάχιστον το καντήλι, που σίγουρα η ψυχή της ,θαν ένοιωθε την παρουσία μου.
Όμως εδώ ήταν το εμπόδιο .Θα σας φανεί παιδιάστικο ,μα για μένα ,φοβερό.
Ο φόβος μου για τους πεθαμένους κι όσο σκεφτόμουν ότι θα βρισκόμουν ολομόναχη ανάμεσα σε τόσους τάφους πάγωνα .
Ένας φόβος που μου είχε μείνει από μικρή όταν πέθανε μια γειτόνισσα.Οι αυλές μας χωρίζονταν από τον φραγμό.
Όταν πιο μιοκρή η γιαγλα μου πήγε και την βοηθούσε να μαζέψουν την φακή κι εγώ να ρωτώ.
Θκιά ήνταν μπον να κάμουμεν την φακή;
-Εννα κάμουμεν την σουππούαν τηνχατζιηνυαν κορούα μου να φάμεν .
Από τότε καθημερινά ανέβαινα στον πέτρινο τοίχο και της φώναζα.
«θκειά εμαείρεψες την σούππα να φάμεν;
«Οϊ κόρη μου ακόμα »
και το βιολί να συνεχίζετε μέχρι που μεγάλωσα Χωρίς ποτέ να δοκιμάσω την σουππούαν την χατζιηνούα . Δεν ξέρω αν ήταν τσιγκουνιά ή τι ;Μάλλον,αφού δεν είχε ούτε παιδιά ούτε σκυλιά .
Άσε που ο άνδρας της ένας πρόστυχος άρχισε να ξενοκοιτάζει .Το έκανε κι από πρώτα κρυφά αλλά τελευταίως ολοφάνερα ,όταν άρχισε να κατατρεχει μια μεγαλοκοπέλα κι η ζηλεια της να φτάνει στο κατακόρυφο .και με το δίκιο της
Οι καβγάδες κάθε βράδυ με το ξύλο να τους συνοδεύει μέχρι που απ' τον καημό της αρρωστησε
Πολλοί ελεγαν απ' το πολύ ξηλοφόρτωμα
.Ο προκομένος την έστειλε στον αδελφό της ,δήθεν για θεραπεία, μα απλά να την απομακρύνει για να σπιτώσει την φιλενάδα του .Μα τούτη την φορά έκανε στα σίγουρα την δουλειά του αφού την γκάστρωσε εκ των προτέρων.
Πριν περάσει λοιπόν ένας μήνας, ένα βράδυ που έβρεχε με το τουλούμι,(σωστός κατακλεισμός )την έμπασε στο σπίτι ,
«Για τούτον εν να μας χάσει ο Θεός » άρχισαν οι κακόγλωσσες ,κι εκείνη η καημένη ,δεν τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι απ' την ντροπή. Μα κατά βάθος δεν ήταν δικό της το φταίξιμο. Αυτήν βρήκε μπροστά του ο αθεόφοβος ,κι αυτήν ντρόπιασε.
Σε λίγο ήρθαν οι απόκριες και στο σπίτι μας στην νεφκά* κρεμμάστηκε η σούσα ..Όλες οι κοπέλες παντρεμένες ,ελευθερες νέες και γριές, μασκαρευτήκανε την Καθαροδευτέρα για να κόψουν την μύττη της σαρακοστής όπως ήταν το έθιμο.
Η διασκέδαση με τα τραγούδια, το σπιτικό κρασί και τα νηστήσιμα ,έδινε κι έπαιρνε κι όλοι να διασκεδάζουν με τις αθώες μικροχαρές του τότε καιρού.
Πρώτα με τα τραγούδια της σήκωσης.
Καλώς ήρταν οι σήκωσες, να κρεμμαστούν οι σούσες
τζιαι να γεμώσουν τα στενά ούλλον μαυρομματούσες

Η σούσα πάει τζι έρκεται όπως το σιελιδόνι
που ανεβαίνει στα ψηλά τζιαι πάλε χαμηλώνει

Φωνάξαν τότε και την καημένη την κοπέλα (ετοιμόγεννη τώρα) που από την άλλη μεριά του φραγμού παρακολουθούσε το τζιημπούσηι, σαν ντρεπόταν να αντιμετωπίσει τα βλέμματα των άλλων γυναικών ,όμως ουδείς αναμάρτητος.
Την βοήθησαν να καθίση στην μέση κι από κάθε πλευρά μια κοπέλλα να τροκκά την σούσα που πηγαινοερχόταν.Σε λίγο άφησε την ντροπή κατα μέρος κι άρχισε και κείνη το δικό της τραγούδι.Σαν μια απολογία στην μητέρα της για ότι έκανε.
Μην με δέρνεις μάνα με τ'αδράκτιν σου
τζι εν να τον πάρω μάνα για το γινάτι σσου

Μην με δέρνεις μάνα με το καμιτσί
γιατί εις στους τζιαιρούς σου έκαμνες τα τζι εσύ

Σε λίγες μέρες η προδωμενη σύζηγος γύρισε κι ο προκομένοςμ τα μάζεψε και μετακόμισαν σε άλλο ενοικιασμένο σπίτι,σε άλλη γειτονιά.
Τουλάχιστον να μην τον βλέπει κάθε μέρα,μα η κατάστασή της όλο χειροτέρευε..
Ποιός ξέρει; Η στεναχώρια κι η μοναξιά την τσάκκισαν που στο τέλος με το ζορι πήγαινε στην εκκλησία .Πολλές φορες την βοηθούσα ,που στηριζόταν στο παιδικό μπράτσο μου..Ομως στην καρδιά της δεν μπορούσε να υπάρξει συγχώρεση. Η καρδιά της σκληρή σαν πέτρα και μέρα νύχτα να καταριέται την ντροπιασμένη ,να μην χαρεί το μούλικό τηςκαι στην εκκλησία να γυρζει το αναμένο κερί ανάποδα κι ευχόταν όπως έλειωνε το κερι να λοιώσει κι η σκύλλα.
Μόνο τον προκομένο της δεν άκουσα ποτέ να καταραστεί, κι ας ήταν ο φταίκτης στην όλη κατάσταση .
Να του στέλνει μηνύματα για να έρθει να την δεί, κάτι που εκείνος δεν έκανε.
Κι ο Θεός άκουσε τις κατάρες της μα όχι για την άλλη Ότι παρακαλούσε ερχόταν σε κείνη που άρχισε να λοιώνει στο στρώμα Εφτασε σχεδόν στα τελευταια της κι επιτέλους ο προκομμένος την επισκέφθηκε τον συγχώρεσε και σε μια βδομαδα αποχαιρέτισε τα εγκόσμια.
Λίγοι άνθρωποι πήγαν στην κηδεία της, ανάμεσά τους κι η ντροπιασμένη που ένοιωθε πολύ βαρύ το κρίμα της που έγινε αιτία να χωρίσουν .(Ισως έλπιζε να εξιλεωθεί απέναντι στην ψυχή της νεκρής)
Εγώ από κοντά με την δωδεκάχρονη περιέργειά μου να δώ την πεθαμένη .
Την κατέβασαν, κι όταν ξεσκέπασαν το πρόσωπό της, ήταν το πιο ανατριχιαστικό θέαμα που είχα δεί.
Ένας μακρύς λαιμός ,σχεδόν 30 πόντους με ανοικτό στόμα και δόντια να τρίζουν.Σαν να προσπαθουσε να νικήσει τον χάρο μα δεν τα κατάφερε.
Όσο για μένα, είχα εφιάλτες για πάρα πολύ καιρό και νόμιζα ότι τα βράδυα θα 'ρχόταν να με πνίξει.Εκείνη ήταν κι η τελευταια φορά που είδα πεθαμένο άνθρωπο.Ούτε και την πεθερά μου θέλησα να την δω. καλύτερα ναν θυμάμαι τους ανθρώπους όπως ήταν ζωντανοί.
Πως λοιπόν να πάω τώρα στο νεκροταφείο;

Η λύση βρέθηκε στο πρόσωπο της παιδικής μου φίλης της Ελπίδας,που όταν άκουσε ότι γύρισα ήρθε να με δεί.
Αχώριστες τότε στα δεκάξη μας ,με τα μυστικά μας ,τις τρέλλες μας μα με τόσο αντίθετους χαρακτήρες.
Όσο εγώ φοβητσιάρα αλλο τόσο τολμηρή εκείνη .Τίποτε δεν την φόβιζε.Σωστό αγοροκόριτσο κι αλοίμονο αν αγόρι τολμούσε να μας πειράξει Γρήγορα το έβαζε στην θέση του .
Μετά έφυγα ,εκείνη παντρεύτηκε παραχωριού και να 'μαστε τώρα εδώ, να λέμε τα νέα μας η μια στην άλλη.Ώσπου έφθασα και στον φόβο μου για να πάω στο νεκροταφείο .
«Να πάμε μαζί αν θέλεις Εγώ πιο πολύ φοβάμαι τους ζωντανούς Οι πεθαμένοι τιποτε δεν σου κάνουν ,είπε πολύ λογικά και το ίδιο απόγευμα βρεθήκαμε στο νεκροταφείο .
Στα χρόνια που πέρασαν είχε πάρει διαστάσεις , λες και το μισό χωριό είχε μετακομίσει εκεί .Όχι μόνο γέροι μα και πολλά νεαρά παιδιά, που σκοτώθηκαν σε δυστηχήματα με τρακτέρια και αυτοκίνητα.μα που δεν τα γνώριζα .
Ένας κόμπος στάθηκε στον λαιμό μου όσο διάβαζα τα ονόματα και τα λουλούδια που κρατούσα λες και βάρυναν όπως και τα πόδια μου.
«Να εδώ είναι η γιαγιά σου , μου έδειξε τον σταυρό η ελπίδαλίγο πιο πέρα, μα που τον κάλυπταν τα αγριόχορτα.
«Ελα να τα καθαρίσουμε,να δεις και την φωτογραφία καλύτερα..Να
ανάψουμε και το καντηλι.συνέχισε κι αρχισε να ξεριζώνει τα αγριόχορτα.
«Σ' αγαπούσε πολύ η μακαρίτισσα κι όλο μου' λεγε να σου γραφω.
«Το ξέρω ! Γιαυτό ήθελα να ρθώ ,είπα ξεριζώνοντας τα τελευταία χόρτα.Και σαν αντίκρυσα τα ,,χαμογελαστά μάτια της γιαγιάς , όπως την θυμόμουν ,λες κι ο χρόνος έφερε πίσω την ψυχή της κι ότι σίγουρα με έβλεπε τώρα εδώ.....


Τσιαττιστά=μαντινάδες
Στετέ= γιαγιά
Νευκά =το δοκάρι που κρατάει την σκεπή
Σούσα=κούνια

Μαρούλλα Πανάγου

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

ΜΑΥΡΗ ΕΠΈΤΕΙΟΣ / Πανάγου Μαρούλλα


Θρηνεί ακόμα
η Κύπρος στην σκλαβιά της
Ζητά λευτεριά
Η επέτειος
μαύρη, βαραίνει καρδιές
στενάζουν μάνες
Χαμένα παιδιά
πεθαμένη ελπίδα
για ναν’ ζωντανά
Εσείς δυνατοί
αποστρέφοντας βλέμμα
στην αδικία
Ως πότε; ρωτά
μοιρασμενη να ειναι ;
Γιατί σιωπή;

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

3 ποιήματα της Μαρούλλας Πανάγου

Η ΞΩΤΙΤΖΙΗ
Ερκεται τακτικά στον νου μου τζιαι μοιάζει σαν το ξωτικό
Τζιαι καθη νύχτα τυρανιά με σαν ανεράδα, σαν στοισιό
τζιαι κράζει με ...., Το γέλιον της τζιαι της μμαδκιάς της θάλασσα
σε τζιείνην την κορμοστασιάν φαίνεσται μου παλάβιασα
'Μεινίσκω γιώνι ξηστικός τζιαι στην θωρκάν της βόβωσα
τζι ούτε ναν λόον να της πώ, ούτε που το εξόρτωσα.
Μα'νι το όρομαν γλυτζιήν, Θέ μου τζιαι νάταν βολετό
να' τουν να την εξαναδώ τζιαι με φτερά 'τουν να πετώ.
Σαν την οσιάν της να γενώ τζιαι μέσα στην αγκάλην της
που έρωταν να ξηψυχώ τζι ήτουν να πώ “χαλαλιν της”,
Τζιήρτεν το φως της ημερούς σηκώθηκα τζιαι λάμνισα
μέμπα τζιαι βρώ αναπαμόν, αφ ούτις ενε κάμμησα.
Τζι επιαχα στράτες τζιαι στενά τζιαι μονοπάθκι'ακαθθερά
ππέρκιμον ξαναμπλάσω της να γιάνει τούτος ο σεβτάς
πο'σιει που τότες κάβκουμαι τζιαι πιον εν αναπαύκουμαι
σαν να τζιαι μάγια μού καμεν να μεν ηβρίσκω αμάντα
όμως γλυτζιής εν ο καμός της,τούτη αγάπη εν για πάντα
Να κόψω μούτιν εγ γενέται τζι οτι τζι αν θέλετ' εσείς πέτε.
Για μέναν μόνο τζιείνη ένι τζι' άλλη καμιά εμ μπόν της μοιάζει
σαν τον πελλόν τον έρωτάν της θέλω,τζιαι τρώμαι το μαράζι

***

ΜΕ ΔΙΧ'ΑΓΑΠΗ ΓΑΜΟΣ

Στον γάμο το θεμέλιον πάντα ναν ' η αγάπη
Χαλά σαν δεν την έσιει ,ακόμα τζιαι παλάτι
Ο γάμος διχ' αγάπην εν κόλαση σωστή
Βάσανο στην ψυσιήν σσου , πον έσιει τελειωμή
Τζι 'αν σου λαλούν εν νάρτει πάντα στην υστερκά
Γιενιέται η αγάπη κατα παρατζιελιά ;
Για τούτον την καρκιά σσου ποττέ να μεν προδώσεις
Ακουτην αμ 'μεν θέλεις πικρά να μετανώσεις.
Αφελα τότες να 'νει να πείς έκαμα λάθος
άμα που την ζωή σσου εν ναν απόν το πάθος
Με δίχα την αγάπην χαράν εμ πον θα βρίσκεις
μέρα μμε την ημέραν ,θα αρκοπεθανίσκεις.
Ακρώστου τζιαι τα μμάδκια άννοιξε τα τωρά
τζιαι με θαρρείς παιξίμιν πως εν η παντρειά,

***

Η ΤΕΛΕΙΩΜΉ

Η κάθε μέρα της σιωπής βάλλει τζιαι το καρφίν της
φτάννει για μας λιοβούττημαν τζι ο ήλιος πάει να δύσει
Μάρμαρον η υπομονή ξηντλήστιτζιεν που σένα
τα φκιώρα της αγάπης μας εγύραν μαραμένα
Αύριον θα ξεράνουσιν τζιαι πιον εν ξαναθούσιν
Η βρύση εν μπου ξέρανεν να ξαναποτιστούσιν
Τελειώσασιν τα ψέμματα ώρα για την αλήθκια
Να γιάνει μόνον καρτερούν τούτη η πληγή στα στήθκια
Λάμνε λαλώ σου στο καλόν, μεν μου ξανακοντέψεις
Με τες δικές μου τες ευτζιές όπου ξαναρτζιηνέψεις
Το τί γυρεύκεις, που καρκιας , εύκουμ'εγιω , μακάρι
Να τόβρεις όπου τζιαι να πάς με του Θεού την χάρη.
Για μέναν πιον μεν αρωτάς, ξέχωρα παρπατούμεν
Τζιαι άλλοσπως εμείς οι δκυό τα πράματα θωρούμεν

ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥ

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ / Πανάγου Μαρούλλα


Τι κι αν μια πόρτα έκλεισε
Τι κι αν αυτί δεν στάθηκε
να ακροαστεί τον μονόλογό σου .
Γράψε “τέλος” και μην περιμένεις .
Μια άλλη πόρτα σε προσκαλεί
να διαβείς το κατώφλι
Καρτερεί με το χαμόγελο
ν' αγκαλιάσει τον ερχομό σου .
Ποτέ μην διακονεύεις
τα ψιχουλα αγάπης που σου πετάξανε
Αγκάλιασε την ολοκληρωμένη ευτυχία
που σε προσμένει
στο στρωμένο τραπέζι
της ανταπόκρισης.

Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

O ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΣ / Mαρούλλα Πανάγου


Αγάπη σαν μου σύντηχαν
τα δκυο γλυτζιά σου μμάδκια
κρύφαν του έρωτα φωδκιάν
μα του καμού παλάδκια
Επήραμ με σε μακρυνά
δικά τους μονοπάδκια.
Τον ύπνομ μου τον έχασα
στην αμμαδκιά την πρώτην
τζιαι το γλυτζιήν το γέλειο σου
Αχ! την καρκιά μμου τρώτην
βρίσκει με πάντα ξυπνητό
σαν έρτει το ξηφώτιν
Που τότες που τ'αμμάδκια σου
ειπα μμου αγαπώ σε
οπου δκιαβώ τζι όπου σταθώ
φαίνεστέ μου θωρώσε
τζι αν με σσε κάμω ταίρι μου
εννα να χαθώ χαρώ σε.
Μεσ την καρκιά μμου έμπηκες '
τζι έμεινες κλειδωμένη
μα μιαν κουβένταν ελ λαλεις
μεινίσκεις μουλλωμένη
ομως τα μμαδκια σου λαλούν
πως μ'αγαπάς καημένη
μα θελω που το στόμα σσου
να μου το μολοήσει
οτι τζιαι σου διχως εμεν
ενι μπορεις να ζήσεις
τζι οπως εγιώ σε αγαπω
μ'εσιεις τζι εσου αγαπήσει
Τότες εν να μαστιν τα δκυό
σαν τα πεζούνια τ'άσπρα
θα φτάννει η αγάπη μας
στον ουρανον τζιαι στ'αστρα
τζι ο έρωτας μας εν ν'αθκιει
σαν γιασεμί στην γλάστρα.

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

[Αποκαΐδια] / Μαρούλλα Πανάγου / Ποίηση Χαίκού

Αποκαΐδια
Στάχτες παντού και θρήνος
μεγάλος πόνος

 *

Πως μετριέται
ο αζύγιαστος πόνος ;
τόσης απώλειας ;

*

Την παρηγοριά
πως να νοιώσει η καρδιά;
που χθες χαιρόταν;

*

Σήμερα μαύρος
ουρανός .Χωρίς
 ξανά λάμψης φως;



Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

Η ΠΛΗΡΌΤΗΤΑ ΣΟΥ / Μαρούλλα Πανάγου


Είναι κάτι ώρες που 'ρχονται έτσι απροσκάλεστες και στρογγυλοκάθονται
στο περβάζι .Εκει του παραθυριού που το ανοίγει η μνήμη κι αναθυμάται
Τότε οπου παιδί ακόμα βιαζόσουν να μεγαλώσεις .Να ξεφύγεις κι επαναστατούσες στα “πρέπει” που σου επέβαλαν .Εκείνα που θα δημιουργούσαν το καλό παιδί .

Μα εσυ διψούσες την επανάσταση .Εκείνη που δεν τόλμησαν ούτε τα ενήλικα χρόνια σου να αναγερτούν Απλά σε υπόταξε η ζωή .
Κι όμως αγαπούσες κεινες τις ώρες .Εκει όπου η μνήμη σε παίρνει στο παλιό τ'ανώγι .Σε κείνες τις εφηβικέςσου αγάπες που τόσο αθώες έμειναν μεσ στο μυαλό σου .
Αγνά τοτε τα χρόνια κι εσύ με τα όνειρα και τ'αστρα στα μάτια ,να θαρείς μπορούσες να κατακτίσεις τον κόσμο .
Ύστερα ο κόσμος κατάπιε εσένα .Σε μια γωνιά του ανώνυμη χάθηκες κι ας κρατούσες σφικτά τα πιστεύω κια τα όνειρά σου . Εκείνα που σε ταξίδευαν όπου εσύ ήθελες .Εξωπραγματικά μα πίστευες πως θα γινόντουσαν η πραγματικότητά σου .
Κι όταν κάτι τ'αγαπάς με όλη την καρδιά και όλη την διάνειά σου στο τέλος θα δικαιωθείς .Φτάνει ποτέ να μην επιτρέψεις σε κανένα να το πατήσει με τα λερωμένα του πόδια .Ετσι δεν έλεγε ο μεγάλος Μαχάτμα Γκάντι ;
Τ'αντάμωσες στο τέλος καρδιά και κείνες οι ώρες που ονειρευτηκες τώρα τις έχεις συντροφιά . Μαζί τις κουβαλά η ψυχή σου έτσι που δεν είσαι μόνη ποτέ .
Η επανάστασή πραγματοποιηθηκε σαν κατάλαβες πως ήταν η διαφορά σου
Την αποδέκτηκες κι ένοιωσες πλήρης σαν είσαι το πρωτότυπό σου και ποτέ δεν θα γίνεις αντίτυπο κανενός ..