Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

Γραφείο αρδεύσεων-τμήμα προσωπικού- Αλεξάνδρεια (χρονολογία δυσδιάκριτη ή κι απροσδιόριστη) ( ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ )

 



 

Ναι, πέρασε από το τμήμα μας·
λέτε για κείνο τον ποιητή,
με τις «ιδιαίτερες κλίσεις»
και τα περίεργα φερσίματα.
Υπαλληλάκος! ούτε καν
το βαθμό του
τμηματάρχη δεν έφτασε!
Το τμήμα αρδεύσεων
ουδέποτε τον θεώρησε δικό του·
ένας παρείσακτος, π’όπως μπήκε,
έτσι και βγήκε.
Ξεχώριζε για την αφροντισιά
της ενδυμασίας του,
μ’όλο που δε του’λειπε,
ένας αέρας αρχοντιάς,
όταν περπατούσε στο δρόμο.
Ντυμένος πάντα στο μαύρο,
να χάνεται στα στενοσόκακα
της Αλεξάνδρειας
κυνηγώντας σκιές ή, και
φαντάσματα του παρελθόντος.
Ανέσυρε από τη σκόνη του χρόνου
πρόσωπα και μορφές κι επιδίδονταν
μετά σ’ένα περίεργο παιχνίδι
εξαπάτησης
του χρόνου ή,
και των ανθρώπων του.
Λένε, πως έγραφε·
μετά μοίραζε
τα γραπτά του ή, και τα πετούσε
στον αέρα, εν είδει
φέιγ- βολάν, σπάζοντας πλάκα
με τον εαυτό του ή, και τους άλλους.
Μονήρης άνθρωπος!
κλεισμένος στο δωματιάκι του
κουβέντιαζε μ’αδιόρατους
επισκέπτες, που κάθε τόσο
γέμιζαν τη φτωχική του κάμαρα.
Άνοιγε διάλογο  μαζί τους
για το μακρινό παρελθόν
και φαίνονταν από τον τρόπο
που μιλούσε, πως ήταν άνθρωπος
γεννημένος σε μιαν άλλη εποχή·
κι αν δε κινδύνευες, να σε πούνε
μυθομανή και φαντασιόπληκτο,
θα μπορούσες, να στοιχηματίσεις,
πως κάνοντας άλμα στο χρόνο,
βρέθηκε, να κυκλοφορεί ανάμεσα μας,
ξένος μεταξύ ξένων,
παρακολουθώντας προσεκτικά
τα σουσούμια μας
κι αντιπαραβάλλοντας μας
με τα πλάσματα της φαντασίας του.
Εμείς, οι συγκαιρινοί του, – όσο
μας επιτρέπεται, βέβαια, να θεωρούμαστε
συγκαιρινοί του-
δε τον έχουμε περί πολλού.
Είμαστε σίγουροι, μ’όλο
που ξέρουμε πόσο πολύ
εντρυφούσε και παθιάζονταν
με την Ιστορία, η Ιστορία
θα περάσει από πάνω του
σαν οδοστρωτήρας, πετώντας
τον στο περιθώριο,
εκεί που πάντα ανήκε.
Ο ίδιος, μ’όλο που σουλατσάρει
τόσο συχνά
στο παρελθόν, περιέργως
εξομολογείται πως, κατά βάση,
είναι
«άνθρωπος του μέλλοντος»·
και χαμογελά μ’ένα αινιγματικό,
όλο υπονοούμενα, χαμόγελο.
Δε καταλαβαίνουμε την περίεργη
δήλωση ή, και πρόβλεψη του·
ν’αναφέρεται στον ίδιο και
τις ιδιοπροσωπίες του;
ν’αναφέρεται στα εξίσου ιδιότροπα
γραπτά του;
μας φαίνεται κι αυτό μέρος
της ιδιομορφίας ή, και της
παραξενιάς  του·
να θέλει πάντα, να ξεχωρίζει,
ακόμα κι από την ανάποδη!
 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ ΣΙΣΥΦΟΣ ‘’
ΕΚΔΟΣΗ : 2018

Γράμμα στον Κωνσταντίνο Καβάφη ( ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ )

 


 

Αγαπητέ μου Κωνσταντίνε,
χαίρε!
και το εννοώ, σ’όλη την έκταση
του «χαίρε»!
Πλήθυναν οι φίλοι σου κι άλλαξαν
στρατόπεδο οι άλλοτε πολυπληθείς
εχθροί σου·
ακόμα κι αυτοί, σ’αναγνωρίζουν πια ποιητή
και χαίρονται, να λογιάζονται, έστω
και με καθυστέρηση, φίλοι κι εκτιμητές
του έργου σου.
Τώρα δε χρειάζεται, να πειραματίζονται
μαζί σου, συναγωνιζόμενοι, ποιος να
πλησιάσει περισσότερο το στυλ σου·
μοιάζει το πείραμα ριψοκίνδυνο
κι η γελοιοποίηση σχεδόν αναπόφευκτη.
Έγινες, Κωνσταντίνε, της μόδας!
σ’αρπάζουμε στη γλώσσα μας
κι αμέσως μας αναγνωρίζεται
το δικαίωμα ή, και
ο τίτλος του καβαφιστή ή
έστω του καβαφολόγου!
Έχουμε πρόβλημα, Κωνσταντίνε!
όλοι, λίγο πολύ, θέλουμε,
να σου μοιάσουμε.
Πέρασε όμως ο καιρός
των εύκολων
στιχουργικών γυμνασμάτων.
Τώρα σηκώνουμε το κεφάλι
και βλέπουμε με δέος,
«πόσον υψηλή είναι της ποιήσεως η σκάλα!»
κι οι πιο πολλοί μας ούτε στο πρώτο
το σκαλί δεν πατήσαμε!
κι εσύ μοιάζεις απλησίαστος·
δεν τολμούμε, ν’αντιπαραβληθούμε
με τ’ανάστημα σου, νιώθοντας
τόσο μικροί!
Αγαπητέ μου Κωνσταντίνε,
όπως και με τόσα άλλα, πόνταρες
στο χρόνο·
είχες μάθει, να συνομιλείς με το χρόνο,
ξεθάβοντας, ό,τι εκείνος προσπαθούσε,
να κρύψει·
και τον έκλεβες, παίζοντας μαζί του
στη σκακιέρα του.
Σαν έμπειρος σκακιστής, προέβλεψες
κάθε του κίνηση, βγάζοντας τον
εκτός παιχνιδιού.
Εξάλλου, το’χες πει σε χρόνο
ανύποπτο·
«είμαι άνθρωπος του μέλλοντος·
κι ας έρχομαι από το μακρινό
παρελθόν!».
Τώρα περνάς από πάνω μας·
διασχίζεις το μέλλον,
σβήνοντας ένα- ένα τα κεριά σου·
μόνο που αυτά, καθόλου δε μας
προκαλούν λύπη·
σημειώνουν μονάχα το πέρασμα σου
από τη ζωή,
π’όσο μακραίνει η σκοτεινή
γραμμή, π’αφήνουν από πίσω τους,
τόσο και σε κάνει
πιο κοντινό σε μας·
έναν άνθρωπο, που μας κουβεντιάζει
και τον κουβεντιάζουμε,
καθήμενοι ο ένας απέναντι
ή, και δίπλα από τον άλλο… 
 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΄΄ ΣΙΣΥΦΟΣ ΄΄
 
ΕΚΔΟΣΗ: 2018
 
 
 
 

ΕΝΑ ΜΑΥΡΟ ΦΙΔΙ / Μολέσκης Γιώργος

 

Στον φίλο Θεόδωρο Στυλιανού
Τώρα βασιλεύει στο χωριό ένα μαύρο φίδι
που έχει παλάτι του το παλιό αρχοντικό.
Τα μαύρα φίδια
μερεύουν με ψωμί σταρένιο
ή με το μαύρο το ψωμί του κριθαριού
μες στους καιρούς της φτώχειας.
Όμως τώρα, τόσο μόνο,
πιστός ακόμα φύλακας,
πιο πολύ την ερημιά τονίζει
κρατώντας την πικρή ιστορία του:
Ήτανε χρόνια πριν, τότε που στο χωριό
κατοικούσε ο τελευταίος νοικοκύρης
σε τούτο δω τ’ αρχοντικό. Θυμάται,
γεννήθηκε το τελευταίο τους παιδί.
Τότε συχνά μιλούσαν για φευγιό,
για τα χωράφια που δεν δίναν να τους θρέψουν,
για το παιδί και το σχολειό που θα το ’στελναν.
Τότε παιδί και φίδι πιάσαν φιλία μεγάλη
και κάθε βράδυ στου παιδιού μαζί
κοιμόντουσαν την κούνια αγκαλιασμένα.
Το ένα περίμενε το άλλο
και τα δυο περίμεναν το βράδυ.
Κι όταν το παιδί μπορούσε να μιλήσει
και τα ονόματα να λέει των γονιών
χαρά γεμίζοντας το σπίτι,
επίμονα μιλούσε για τον φίλο του
που τον καρτέραε κάθε βράδυ.
Μα ποιος πιστεύει ένα παιδί σαν λέει:
Θα ’ρθει το φίδι και μαζί θα κοιμηθούμε;
Ώσπου μια μέρα η μάνα βλέπει
σαν ήταν ξαπλωμένο το παιδί στην κούνια
ένα φίδι ν’ ανεβαίνει
και το παιδί με μια κραυγή χαράς
ν’ απλώνει τα χεράκια του,
τα δυο να σμίγουν σαν αδέρφια.
Τρόμαξε η μάνα
κι όλο το σπίτι τρόμαξε.
Να καταλάβουν τι μπορούσαν
απ’ το παιχνίδι τούτο της ζωής;
κι όλοι μαζί , πήραν το παιδί και φύγαν.
Έτσι μονάχο του ένα φίδι
γυρίζει τα χαλάσματα.
Κοιμήθηκε χειμώνες,
ξύπνησε καλοκαίρια,
άλλαξε ντύματα πολλά και πάντα
θυμάται ένα παιδί, μια κούνια
και τη ζωή που ήταν άλλοτε
φίδι και παιδί αγκαλιασμένα.
Και το παιδί, άντρας πια,
άκουσε κάποτε σαν ένα παραμύθι
την παλιά ιστορία.
Τώρα, σαν επιστρέφει κάποτε να δει
το σπίτι, που ήταν άλλοτε το σπίτι του,
βλέπει το φίδι και τρομάζει.
Γιώργος Μολέσκης, Αυτοβιογραφία, 1972)

TO EΞΩΦΥΛΛΟ (μνήμη Σάκη Νικολάου) / Αντωνιάδης Σωκράτης


Ψηλά το όνομα του ποιητή.
Λίγο πιο κάτω ο τετράφυλλος τίτλος
με τα δέκα κεφαλαία κατακόκκινα γράμματα
κι ύστερα γυμνός ο φυγόκεντρος άνεμος
να παρασέρνει τα πάντα στο διάβα του.
Στο κατώφλι η ημερομηνία έκδοσης:
χίλια εννιακόσια ογδόντα.
Κι όμως ο άνεμος που λυσσομανά
ασταμάτητα στο χάσμα του χρόνου
δεν πείραξε τίποτε
δεν πήρε τίποτε μαζί του
κράτησε ατσαλάκωτες
λέξεις, εικόνες, νοήματα
τ’ όνομα του ποιητή το σεβάστηκε
δεν σκόρπισε απ’ τις σελίδες
τη μυρωδιά των λουλουδιών.
Μόνο το σφύριγμά του να δίνει ρυθμό
στον ακέραιο ελληνικό λόγο.
Σ. Αντωνιάδη (συλλογή «Ανώνυμη Άνοιξη) 2014

ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟ / Ζυμπουλάκης Γιώργος

 

Αρχοντικό που αγκάλιασες
Τη γοητεία της αρχιτεκτονικής
Σε θαύμασαν ποιητές
Των γραμμάτων ειδήμονες
Τι κρίμα
Που σ' έθαψαν
Μαζί με τα
Ντουβάρια σου
Κάτω από το φεγγάρι
Της νύχτας
Θύμησες και μνήμες
Που κουβαλούσες
Γκρεμίστηκαν κι' αυτές
Κόσμημα
Της πόλης του Ζήνωνα
Ωραία θα ήταν
Να επόπτευες
Ακόμη τους περαστικούς
Ανθοφορείς
Διανύοντας της ιστορίας
Το κάλλος.

[ Μια Κύπρος στέκει πας τη γην] / Εφραίμ Χρίστου

 Μια Κύπρος στέκει πας τη γην
Ούλους τζιαι να μας θάψουν
Εμείς πονούμεν τούντη γη
Όποιαν μερκάν τζι αν κάψουν
Θέλουμεν την ελεύθερη
Εν της ψυσιής λαχτάρα
Τζιαι κρούζουμεν τζι εμείς μαζί
Σαν κρούζει η Καντάρα...

H ΓΑΒΑΘΑ / Κωνσταντίνου Δέσποινα

 
H   ΓΑΒΑΘΑ


Της  Παρασκευής  ο  εσπερινός
ψηλαφούσε κεκοιμημένη αθανασία
κεντημένη στους  σήμαντρου  τους  παλμούς
κι η γυναίκα  έβγαζε  τη  γαβάθα
σ’ένα  του Αιγαίου  πεζοδρόμιο
αντίκρυ  στ’  Αγιονόρος.
Ρεβίθια  αχνιστά   ξενοδοχούσε  η  γαβάθα
ζεστοκούλουρο  κι ένα  κανάτι   στο  πλάι
καλοτύχισμα  των αστεριών
π’  αποχαιρέτησαν  της  φθοράς  τις  παλινδρομήσεις
φίλεμα  τ’  άδειου  αδελφού
ζητιάνου  των  ανέμων.
Ήρθε  μια  Παρασκευή 
γαβάθα ορφανεμένη
λυχνάρι  που ‘σβησε   η  γυναίκα
ψυχή λευκόφτερη  πια 
 ενορχήστρωνε στις  δόσεις  της  αγάπης προσευχές
κι έκανε  τη  βροχή αρτηρίες  υδάτων
 στο κανάτι να  μαζεύουν τους  αέρηδες 
τ΄ αρτύματα  να  εξαχνώνουν
που ‘βαζαν στην  κατσαρόλα
νεράιδες των  τέμπλων
κι  αρχάγγελους  να  ρίχνουν  προσκλητήρια 
στα κανάλια  της  ανάγκης
φίλος, διαβάτης, μα  κι εχθρός
να  φάει, να ξαποστάσει.              


 

 

 

 

 

Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

Καλοκαίρι / Βίκτωρος Αλεξία


 

Βρόμισε σάρκα η σκόνη
και αίμα η γη,
έδαφος
με δώματα
απέθαντων.
Κάνεις δεν πεθαίνει.
Κάνεις δε ζει, όπως άρχισε να βιώνει.

Είχα να καπνίσω το ίνδαλμά μας στον ήλιο.

Βαφτίστηκα, μπογιατίστηκα και νέγρα
παραπονιόμουν για την ποιότητα της θέρμης.

ΔΙΚΑΙΟ και ΑΛΗΘΕΙΑ / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα


Ο κόσμος γέμισε ,
ψευτιά κι υποκρισία,
ο ένας να κρίνει τον άλλονε,
χωρίς λογοκρισία.
Ο κάθε άνθρωπος,
κρατάει τον σταυρό του,
και καθορίζει τις πράξεις του,
στον δρόμο τον δικό του.
Γίνανε όλοι τους κριτές,
θέλουν και να δικάσουν,
συκοφαντίες ένα σωρό,
ανθρώπους να διχάσουν.
Διαστρευλώνουν την ψευτιά,
να φαίνεται αλήθεια,
στρώνουν καλά το σχέδιο,
όπως στα παραμύθια.
Παραμονεύει το δίκαιο,
διψάει η αλήθεια,
υψώνουν τείχος και κτυπούν,
κατάστιχα στα στήθεια.
Όποιος διψάει το κακό,
του κάθε συνανθρώπου,
η αλήθεια και το δίκαιο,
θα λάμψει παντίου τρόπου.
Η αλήθεια και το δίκαιο,
πάντα στην ίδια στράτα,
ξέρουν να υπερασπίζονται,
με λόγια κοφτά,σταράτα.
Εγέλασε το άδικο,
χαρά πώς διαφεντεύει,
μα σαν η αλήθεια φαίνεται,
το δίκαιο πρεσβεύει.
Θα αστράφτει πάντα το δίκαιο,
θα λάμπει η αλήθεια,
μάχη θα δίνουνε μαζί,
τόχουνε πιά συνήθεια.
Υπερασπιστές και μαχητές,
ενάντια στο ψέμα,
η ζωή μας θάτανε γλυκειά,
δεν θα υπήρχε θέμα.

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2022

ΨΥΧΕΣ / Πλουτάρχου Ελευθέριος


.
Οι ψυχές ζωντανεύουν σαν πέφτει η νύχτα
στα δρομάκια της πόλης πέρα δώθε γυρνούν,
τις δουλειές να τελέψουν π’ αφήσαν και φύγαν
στα μπαράκια τα λένε όταν πάνε να πιούν.
.
Αν ποτέ σου μια νύχτα σαν εκείνες βρεθείς
κι αν στα άδεια δρομάκια της πόλης χαθείς,
αυτούς που σε ψάχνανε να μη λησμονήσεις
το ποτήρι σου άδειο… περιμένω να ‘ρθεις.
.
Ελ. Πλουτάρχου, Των στίχων πανσπερμία (Εκδ. Συμπαντικές Διαδρομές, 2021)

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

ΑΠΡΑΞΙΑ / Ζυμπουλάκης Γιώργος


Αγναντεύεις την λίμνη
Μαντεύεις να βρείς
Τες μνήμες
Μιάς ζωής χαμένης
Που σου' κλεψαν
Οι συγκυρίες
Κι' αυτή σου αντανακλά
Κρυστάλλινο βυθό
Μαγικής οράσεως
Προσπαθεί να σ' ανατρέψει
Άδικα μάχεται
Άδικα υπομένει
Είσαι πιά νεκρός ;
Αυτές είναι οι εικόνες
Των ελπίδων σου
Ένας αστερίας
Που επιμηκύνει της πολιτείας
Τα πλοκάμια.
Γ.ΖΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ

ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ / Αγγέλα Καϊμακλιώτη


Πάντα ένας Ισκαριώτης
μας βγάζει από τη δυσκολία
αναλαμβάνοντας αυτός το χρέος
να οδηγεί στα πάθη
και στην αιώνια δόξα
τους Χριστούς του κόσμου.
Να διευκολύνει την υποκρισία
του κομπάρσου πλήθους
στο αλισβερίσι.
Να καίγεται στο πυρ
του ενός φιλιού που ένωσε
το Θάνατο με την Αθανασία.
.........
Αγγέλα Καϊμακλιώτη, «Οι Πικροδάφνες θέλουν κούρεμα»

ΣΤΟΧΟΣ / Χριστοφίδης Τίτος


Κάθε φορά που άπλωνε το χέρι
έμοιαζε άσκηση καθορισμού ορίου
της αστραπής στο βλέμμα
κάποτε νόμιζε θα έφτανε τον στόχο να αδράξει
να τον κλειδώσει με δείκτη και αντίχειρα
στην απαλή γωνία βεβαιότητας
το όχι δεδομένο την βεβαιότητα ζηλεύει πάντα
αλλά ο στόχος όλο έφευγε
υπάκουος στο κέλευσμα των στοιχισμένων
σε ευθύγραμμη σειρά προσηλωμένων μυρμηγκιών
η άπειρη διαδρομή δεν καθορίζει
κανένα τέλος μήτε αρχή καμία
και όχι όπως περιγράφεται στις άγραφες
μας εμμονές ο ίδιος τοποθετείς
σε φανερό σημείο
το ποθητό σου αποτέλεσμα
και με προσποίηση ερευνητή δήθεν
περιπλανιέσαι να το βρεις ακόμη
και τις στείρες ευκαιρίες

ΤΟ ΓΛΕΝΤΙ / Πηλαβάκη Δέσπω


Λέω να στήσω μια βραδυά
γλέντι με γέλιο, κέφι,
μα στων ανθρώπων τις καρδιές
να μην υπάρχουν νέφη.
Χαρά να ρίξω στο χαρτί,
στις κούπες ευτυχία,
αλλά το χέρι μου τραβά
πίσω η αδικία.
Άλλοι θυσία γίνονται
κι άλλοι αδράζουν δάφνες,
άλλες μερόνυκτα θρηνούν
κι άλλες μπρος βγαίνουν μάνες.
Μάνα που σου ξερίζωσαν
καρδιά από τα στήθεια
και όσα σου ετάξανε
ήτανε παραμύθια.
Μα αν τα δικά σου τα παιδιά
μάνα, δεν πολεμήσουν,
πώς θά´βρουν χώρα λεύτερη
οι ´σοφοί´ να κυβερνήσουν;
Λέω να στήσω μια βραδυά
γλέντι με γέλιο, κέφι,
να φέρω και τους ´άριστους ´
για να βαρούν το ντέφι!
ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2022

"ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣΦΥΓΑ"...



Στη θάλασσα της Ακανθούς γεννήθηκα
καθώς µου λέν' αυτοί
που ξέρουν την καταγωγή µου
αυτοί που καθηµερινά µιλούν
για την καταραµένη δήθεν µοίρα της γενιάς µου.
Μέσ' από τον αφρό του κύµατος
που λούζει το σκληρό καύκαλο των Χελώνων
αναδύθηκα σαν τη Θεά Αφροδίτη,
µα πριν προλάβω να πατήσω πόδι στην ξηρά,
µε ρούφηξε κήτος µέγα
και µετά τρεις ηµέρας και τρεις
νύκτας µε εξέµεσε πάνω σε τόπο ξένο κι αφιλόξενο µακράν της Ακανθούς.
Αυτά λοιπόν µου διηγούνται εκείνοι
που γνωρίζουν την καταγωγή µου
κι εγώ τ' ακούω και προσεύχοµαι
κάποτε ν' αξιωθώ να δω την Ακανθού...
απόσπασμα από την ποιητική του σύνθεση "ΕΠΑΝΟΔΟΣ", 1992

Ματθαίος Νικόλα: Ένα βραβευμένο ποίημά του / 2022

 Ο έρωτας εν αθασιά,αθάνατα μυρίζει

Με τόν αέρα που φυσά Κοφκει την γην εις τα μισά Τον κόσμον τον γυρίζει Τζεινοι καρποί που εννα φκουν ωραίοι,μυροδατοι Που το χωρκό σου αν ιφκείς Δοτζιμασε Τζιαι εννα δεις Πων ομορκιά γεμάτοι Έσιει τζιαιρο που σαν αττεί,άξξιππα μαρανισκει Εν αδρωπος που καρτερεί Ώσπου να τού'ρτει το γυρίν Τζιαι το σπορίν του βρίσκει


Αν δεν ιγλεπεις το δεντρόν καλά αν μεν το σάσεις Ένθα φυτρώσει να ξεβεί Στην γην πάλε θα κατεβεί Καρπούς τζι εθθεν να πιάσεις Που την ποτίζεις πρόσεχε,να μεν την πολλοπνίξεις Να βάλλεις τα λιπάσματα Των αισθημάτων πλάσματα Χαμαί να μεν τα ρίψεις Αν την προσέχεις έξερε αιώνες πως θα ζήσει Τζι αν τα κλαδκιά της θα κοπούν Άλλα που πάνω εννα φκουν Τζι έρωτας εθθα σβήσει Θα παραμείνει ζωντανός κόμα τζιαι μεστο χώμα Μόνο τα μμάθκια σ'ανοικτά Αν τα σσιεπάζεις ναν σφηκτα Με τ έρωτα το στρώμα

Νύχτα / Βίκτωρος Αλεξία

 


Είναι η νύχτα
που πέφτει πάνω στ' άστρα,
στα κεφάλια των ανθρώπων
και στο κέλυφός τους
και ήσυχα
απωθεί
και
βολεύεται
στις αρχές των οικουμένων...

[τα ανάβω τ' αστέρια ] / Ηρακλέους Κατερίνα


 τα ανάβω τ' αστέρια

ουρανέ μου
τ' αστέρια την νύχτα
τα κάνω καντήλια
και τα ανάβω για τα παιδιά του κόσμου!
ενός κόσμου άσχημου,
πολεμοχαροί εραστές
που σκοτώνουν
τ' αστέρια,
φυγαδεύουν το φεγγάρι
σε μια γωνιά της κολάσεως,
ανάβω
τα αστέρια με τα μύρα
της βάφτισης
ενός νεογέννητου
που γεννήθηκε μέσα στα υπόγεια της μοίρας,
και αν σβήσουν ,
το φωτεινό αστέρι
της Βηθλεέμ
τ' ανάβει ξανά,
το βρήκα και με βρήκε
ένα βράδυ απόγνωσης
στον ελαιώνα της προσευχής,
-υπόσχομαι ότι θα τ' ανάβω και εγώ,
για να μην φοβούνται τα παιδιά...είπε
ανάμεσα της λίγης ώρας σιγής ,
κοιτάζω ψηλά ,
το βλέπω ν' απλώνει
γρήγορα το φως του,
τ' αστέρια
να ανάβουν
προτού οι φωτιές
πλησιάσουν των παιδιών τις γοερές κραυγές,
η προσευχή,
η ελπίδα,
ακουμπούν μόνο στον Θεό!
τα βλέμματα στέρεψαν από ζωή,
θέλουν οι πόλεμοι
να σταματήσουν ,
των αδελφών τα μάτια κοιτάζονται εχθρικά
και πεθαίνουν και αφήνουν ψυχούλες πίσω τους
για μια γη που κανενός δεν είναι!

Άγνοια / Τέμβριου Αθηνά



Φορούσε ολάκερη τη γη στο σώμα του.
Στα χέρια οι θάλασσες,
η αλμύρα στ’ ακροδάχτυλα του
κι ένας ωκεανός να ξεχειλίζει
στα βάθη της καρδιάς
λύπη, χαρά, οργή, έρωτα
κι ένα παράπονο σαν δεν κατάφερε ποτέ
να αναστήσει τα περιβόλια κάτω απ΄ τα πόδια του.
Κάθε φορά που περπατούσε ένα δέντρο ή ένα λουλούδι
άδικα ξεψυχούσε
κι έφευγε αδόξαστη ολάκερη η φύση
μέχρι το σούρουπο.
Μόνο τη νύχτα στον ύπνο του
άνθιζε η ζωή
για να μπορεί ν’ ονειρεύεται,
να διώχνει το θάνατο απ’ το πλατύ του μέτωπο
να παλεύει με τη βούληση του ανέμου
προτού ο ήλιος περάσει πεισματικά
τη διάφανη πόρτα της μνήμης
κι αντικρύσει ξανά τη σκιά του
με το πρώτο φως, γυμνή και σκοτεινή,
να τον ακολουθεί.
Α. Τέμβριου, "Ηλιος και Άνεμος"

Πως βγαίνει η Ποίηση στους δρόμους; Room For Art