Η ποίηση της Ελένης Τυρίμου αναδύεται μέσα από το δράμα της κατοχής της Μεγαλονήσου και από αυτό των Αγνοουμένων. Σπαρακτικοί στίχοι, κραυγές απόγνωσης και αγωνίας, λύπη, πνιγηροί καημοί και άσβεστοι πόθοι χωρίς να υπάρχει στο βάρος η ελπίδα της λύτρωσης.
Δημήτριος Γκόγκας
Πρώτη Αυγούστου.
Πρώτη Αυγούστου
πάντα το έλεγε η μάνα μας,
σαν σήμερα γεννήθηκες
είναι τα γενέθλια σου
Γιέ μου!.
Πνίγονταν οι λέξεις
στα πίκρα
τόσων χρόνων διψασμένης
καρτερίας,
να σε σφίξει στην ζεστή
της αγκάλη
να σε χαϊδεύει δίνοντας σου
ατελείωτα
τα πιο γλυκά φιλιά της.
Στα δεκαοκτώ σου χρόνια
σε σφράγισαν
με το πικρό όνομα
Αγνοούμενος.
Σου έκοψαν τα όνειρα
το νήμα της χρυσόμαλης
σου νιότης
αυτό το Θείο δώρο.
Σου άνοιξαν το δρόμο
της Αθανασίας.
Μα το έλεγε η μάνα μας
σήμερα έχεις τα γενέθλια σου!.
Τώρα κάθε μέρα
έχεις γενέθλια!
καθε μέρα γιορτάζεις.
κι"μανα μας τώρα
σε αγκαλιάζει ατελείωτα
Αιώνια, αόρατοι, αέρινη...
Σαν σήμερα γεννήθηκες
για να μείνεις για πάντα ΑΘΑΝΑΤΟΣ
καλέ μου,
Σαν σήμερα αδελφέ μου...
**
Συνοχηδόν
Τώρα το σπίτι μας γυμνό
η απουσία βασιλεύει,
η σφραγίδα της σιωπής
είναι ταφόπετρα στην πόρτα μας.
Η μάνα μας δεν περιμένει το σπλάχνο της,
ο πατέρας δεν θα σε ορμηνέψει
έφυγαν για το μεγάλο ταξίδι...
Μα εσύ! ανθίζεις
έξω στην αυλή μας,
κάθε μέρα ανατέλλεις
με το άπιαστο φώς
τις νύχτες μιλάς
με τα άστρα
τους δείχνεις τις αιώνιες πια πληγές σου,
τα ματωμένα σου ρούχα,
τις σφαίρες που σταμάτησαν την ζέστη αναπνοή σου,
τα βελούδινα όνειρα σου,
γνέφεις στο ματωμένο φεγγάρι μην ξεπορτίσει στο άπειρο.
Σφιγμένη ή έφοιβη ψυχή σου
καλείς τα γοργά σύννεφα μην φύγουν
και φανεί η σκιά σου, έτσι όπως τότε σε εκείνες τις μαύρες μέρες του σκότους, της ανελέητης φωτιάς,
του λυσασμένου αδησόπιτου φονικού, μέσα από τους καπνούς,
να μετράς λεπτό προς λεπτό τον πληρωμένο θάνατο
την ώρα των λέξεων,
να τρέμεις στην αγωνία του φόβου του τέλους.
Τώρα στο σπίτι μας φωλιάζουν οι γλυκόπικρες αναμνήσεις εκεί ακάθεκτες.
Πότε το μακρόσυρτο μυρολόι
και πότε ο απόηχος του γέλιου της χαράς και της ζωής.
Η μυρωδιά απτό ιδρώτα του πατέρα,
το ζεστό γλυκό ψωμί της μάνας μας.
Η παγωνιά δεν πέρασε από καμιά χαραμάδα
ουτε την ψυχή
ούτε! στην καρδιά
Η σφραγίδα της σιωπής δεν νέκρωσε τα κύτταρα
την μνήμη, τους νοέρους παλμούς.
Ακούω τις φωνές μέσα από την παγωμένη ταφόπετρα του χρόνου
σε κάθε γωνιά του σπιτιού μας,
στο ξέραμένο μας κήπο
σε κάθε ακτίδα φωτός.
Το σπίτι μας τόσο φτωχό,
Μα τόσο πλούσιο!
Η ταφόπετρα ανθίζει
δεσπόζει τη ζωή πέρα από το θάνατο,
ένας διαχρονικός όρος μετρητής του άπειρου...
**
Αργεί η άνοιξη
Αργεί να 'ρθεί η άνοιξη
πέρασαν τόσα ηλιοκαμένα
καλοκαίρια,
τόσοι ψυχροί χειμώνες
με χέρια αδειανά
παγωμένα,
να αγγίζουν ως το βάθος! της ζεστής μας καρδιάς
τόσα και αλλα τόσα λουλούδια μάδησαν, μαράθηκαν, στα χιόνια
στα μαύρα χρόνια,
τα σταυφύλια
ποτέ δεν μέστωσαν
τη μέθη τους να δώσουν,
πρόωρος ήτανε ο θερισμός τα ολόξανθα στάχυα
δεν έδεσαν ακόμη, ματωμένα φεγγάρια,
μέρες ωχρές
πύρινες γλώσσες
οι μνήμες
πέρασαν μέρες, μήνες
χρόνια σιωπής, πικρας,
πόνο υπομένοντας
την δική μας Οδύσσεια ,
αργείς χελιδόνι το πρώτο
προμήνυνα,
κάτω στην υγρή γής
περιμένουν, ακόμα σπόροι
ανάμεσα απτής χαραμάδες
των βράχων με αίμα βαμμένο, από τα Ιερά οστά
ανακατεμένα από φύλλα
και χώμα των παγωμένων χρόνων
έριξαν ρίζες βαθιές
να σμιλέυουν την μνήμη
αυτών που πονούν!
αργείς άνοιξη να 'ρθεις
την λύτρωση να φέρεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου