Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ
Αυτά θα τα κρατήσω για μένα.
Σ’ ανθρώπου μάτι δε θα εκτεθούν
μα προπαντός σ’ ανθρώπου λογική.
Γι’ αυτό και δε με βλέπουν που τ’ απλώνω,
τις νύκτες χωρίς φεγγάρι,
στο σκοτεινό μου δωμάτιο.
Κανένας άλλος ας μην πληρώσει
γι’ αυτά που έφταιξα, πάρεξ εγώ.
Διπλοκλειδώνω λοιπόν από μέσα
κι ανοίγω στον τοίχο τα μάτια μου.
***
Η ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ
Με παρακολουθεί από μέρες.
Όταν λείπει,
απλώνω στον ήλιο
τα χρωματιστά της εσώρουχα,
και την περιμένω.
Πάντα επιστρέφει με νέες ιδέες
κι εγώ χαίρομαι,
που δεν κουράστηκα.
«Όμως», μου είπε μια μέρα
ενώ μάζευα τα ρούχα,
«αν επιμένω να μην έρθω,
θα πηδήξω από τον Ουρανοξύστη
***
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Τα φώτα που τρεμοσβήνουν στο βάθος,
οπωσδήποτε δεν είναι η «Νήσος τις εστί»,
όπως θα την αναγνώριζαν αμέσως
οι ευφυείς φιλόλογοι
και οι ευτραφείς κτηματομεσίτες.
Όμως το παράπονο που επιπλέει
στις λίμνες των ματιών,
είναι απόλυτα δικαιολογημένο.
Γιατί δεν είναι μόνο τα συρτάρια
που έχουν γεμίσει μυστικά,
είναι και το σώμα που αλλάζει.
Όταν θα ξανασυναντηθούμε
στο τέλος αυτού του λειμώνα στο νησί,
η ανομβρία θα μου έχει σκληρύνει τις παλάμες
και θ’ αποφύγω να σε χαϊδέψω τρυφερά.