Κρύψτε με, είπε ο χαρταετός
και μπόρεσε και χώρεσε
πίσω από την αρμαρόλλα με τα ασημένια πιρουνάκια
εκείνα που κρατούνε στιλβωμένη την προσμονή
για τον γάμο της κόρης που δεν έγινε ποτέ
Είχε μπει από το παράθυρο
σπαράζοντας στο κλάμα
κι ας είχε ένα χαμόγελο στο σώμα ζωγραφιά
Φύσαγε λυσσασμένα ο άνεμος
κι έφερε ως την πόρτα μας παιδάκι μια σταλιά
Το είχε δώσει η μάνα του στου χαρταετού τις βέργες
και το λευτέρωσε να βρει την τύχη σ’ άλλο τόπο
Δακρύζει η αλευρόκολλα λυγάνε τα καλάμια σπάει το νήμα
Βγήκαμε έξω και πιάσε το χεράκι του απαλά μην το τρομάξεις
μα τι κάνεις εκεί;
φίλα του τα χείλη ν’ ανασάνει
τρεμόπαιξε τα μάτια ή μου φάνηκε;
Βαριανασαίνει ο βοριάς
σηκώνει το παιδί ψηλά
και δώσ’ του να χτυπούν το στήθος οι γυναίκες
σαν να ’τανε το σπλάχνο τους
που αγγέλου φόρεσε φτερά και ανελήφθη
Αφήστε τες να το θρηνήσουν
ψιθύρισε ο χαρταετός
μην ανεβαίνει άκλαυτο παιδί σ’ άγνωστους ουρανούς
Σε καθαρό δεφτέρι γράφτηκε, σήμερα ν’ αποστάσει
Κάλλιο που μου δόθηκε άκληρη να γεράσω
σκέφτηκε η κόρη ανύπαντρη
μα ποιου να το μιλήσει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου