Ορμήθκεια είσιες στα παλιά, τη γην σου φυτεμένη,
ποικίλα δέντρα καρπερά, τζιαι δάση στολισμένη.
ποικίλα δέντρα καρπερά, τζιαι δάση στολισμένη.
Που εν τα γρόνια τα παλιά, Ορμήθκεια που μυρίζαν;
πορτοκαλιές τζιαι λεμεονιές μες τον τζιαιρόν π’ ανθίζαν;
πορτοκαλιές τζιαι λεμεονιές μες τον τζιαιρόν π’ ανθίζαν;
Τωρά εμείναν άποτα, γιατ’ εν έσιει νερά
ρωστούσιν, ξερανίσκουσιν, τζιαι φκάλλουν τα δεντρά.
ρωστούσιν, ξερανίσκουσιν, τζιαι φκάλλουν τα δεντρά.
Ήσουν Ορμήθκεια ξακουστή, στα ρόθκια που γιορκούσες,
μα τζιαι στες ρέντες που φκάλλες, τον κόσμον σου τζιαι ζούσες.
μα τζιαι στες ρέντες που φκάλλες, τον κόσμον σου τζιαι ζούσες.
Ήσουν το ομορφότερον, χωρκόν των περιχώρων,
γιατ’ είσιες ολοπράσινον της γης σου κάθε χώρον.
γιατ’ είσιες ολοπράσινον της γης σου κάθε χώρον.
Θωρούν σε τζιαι λυπούνται σε, τζι οι ξένοι τζι οι δικοί σου,
που ήτουν που κατάντισεν; η ομορφκιά της γης σου;
που ήτουν που κατάντισεν; η ομορφκιά της γης σου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου