δεν είναι, μόνο, το βάθος μας,
αλλά κι η διαύγεια των νερών μας.
Διότι οι ομορφότερες ψυχές,
μπορεί μεν.......
να κατοικούν στα μεγαλύτερα βάθη,
αλλά τις βλέπεις
κι από την επιφάνεια.....
Μην υψώνεις το χέρι
απειλητικά ζωή
γιατί δεν σε φοβάμαι
Δεν τρομάζεις πια
τα χρόνια που μούταξε ο Θεός
Όσοι νικήθηκαν
έγιναν σύννεφα στον ουρανό
που βρέχει δάκρυα
σε όσους μείναν
Ανοικτούς λογαριασμούς
διατηρούσα ζωή
για το άδικο που έπνιξε
τα όμορφα χρόνια μου
Και βγαίνουν νικητές
της ψυχής μου οι ρίζες
της καρδιάς μου οι παλμοί
Του παιδιού μου τα παιδιά
αγκαλιάζουν σφικτά
το κουρασμένο κορμί μου
και διοχετεύεται η αγάπη τους
μέσα στο είναι μου
Κι αυτό είναι η νίκη μου
Γιε μου
Στερεύουν τα αισθήματα.
Καταρρέουν σαν πύργοι στην άμμο.
Οι καιροί αλλάζουν συνεχώς.
Άνθρωποι διέρχονται τις στράτες,
διαβάτες του μεσονυκτίου,
και χάνονται στο βάθος.
Αλλά εγώ ειμ έδω, ακοίμητος
φρουρός της καρδιάς σου.
Μην εκθέτεις τα όνειρά σε
γκαλερί αλήθειας. Τ αγοράζουν
με κάλπικο νόμισμα κι εσύ μένεις
μόνος να γλύφεις πληγές σαν
κακοποιημένο σκυλί.
Εγώ θα στέκω αθέατη στο πλάι σου.
Αλλά κι αν φύγω, ερήμην μου, έχω
καταθέσει την ψυχή μου στον
λογαριασμό της σκέψη σου. Να τραβάς
συμβουλές και ελπίδα, υλικά ονείρων,
και θάρρος. Μην γονατίσεις, κι αν συμβεί
σήκω αμέσως. Να θυμηθείς το βλέμμα μου
όταν λέω σ αγαπώ, το χάδι μου όταν
σφαδάζεις απ τον πόνο, την αγκαλιά μου
όταν βασίλευει ο ήλιος στην καρδιά σου.
Ξέρεις, στα λάθη σου θα δίνω πιότερη
αγάπη σαν χέρι για να σηκωθείς.
Και πότε πότε να πίνεις κι ένα ποτηράκι
μαζί μου. Έτσι για να κοινωνούμε αγάπη
και να τραγουδάμε την ζωή να μην στεγνώσει.
Λάπηθος μου δέν είχα την τιμή
ποτέ νασε γνωρίσω
όμως και όπως άκουσα είσε πανέμωρφη δέν πάεις πάρα πίσω
θάθελα να σε επησκευτώ
μά τώρα δέν έχω ποδια
αλλά είναι και πολύ αργά γιά τέτοια επισόδια Λάπηθος μου
Σου έυχομε σύντομα
όλα νά τά λήσου
καί τα παιδιά σου Λάπηθος μου κοντά σου να γυρίσουν
η ξενητειά μας τσάκκισε
σαράντα έξει χρόνια
θέλουμε τους τόπους μας καί τρώει μας η ένια
όλοι εμείς οι πρόσφηγες
ζούμε τόν είδιον πόνο
καί καρτερούμε την στιγμή του γυρισμού μας μόνο
Ζήσαμε πίκρες πάρα πολλές
Εμείς γιά τά χωριά μας
και εέυχομε να γυρίσουμε να πνάση καί η καρδιά μα
ο κάθενας τό σπίτι του
τό πάτρογωνικό του
εκεί όπου γεννήθηκε το ξέρει το΄ είναι τό δικόν του
Τόν τούρκο πιός τον κάλεσε
νάρτη να τα αρπάξη
καί τώρα μας χουμίζετε ρίζητα και γιατί λέει είναι δικά του?
η μάνα του του τ'αδωσε
ή που τον δικόν του κύρη
καί σήμερα χουμίζετε πως είναι καί νοικοκύρης
ούλλα τούτα που λαλή
όλα είναι δικά μας
ποτέ δέν ηταν τούρκικα από τα παππογεννηκά δικά μας
καί η πέτρες μας γνωρίζουνε
ακόμα και τες πατιές μας
άν τες ρωτήσουν θά τους το πούσει ειναι καθαρα δικές μας
καί είναι η πατιές μας