Ήτανε νωρίς, πρωινό Κυριακής. Το προηγούμενο βράδυ είχε
ξενυχτήσει πίνοντας και διασκεδάζοντας, μα έπρεπε να ξυπνήσει. Είναι η μεγάλη
του μέρα. Είναι ο Βασιλιάς. Τέτοια μέρα την ονειρεύονταν ολόχρονα. Ο χάρτινος,
μασκαρεμένος βασιλιάς, με την κιθάρα του πάνω στο άρμα, όλο το χρόνο κρύβεται
μέσα στο ντουλάπι της ιστορίας. Όλες αυτές τις μέρες όμως, κυκλοφοράει
μασκαρεμένος στις πλατείες και στα στενά της πόλης μας, γύρω απ’ το κάστρο και
πιο κάτω, πίσω απ’ τον μιναρέ και το τούρκικο νεκροταφείο. Γύρω του ξεδιπλώνονται
σερπαντίνες, ξεσπάει χαρτοπόλεμος, αφροί απελευθερώνονται στον αέρα, ο κόσμος
ζητωκραυγάζει μασκαρεμένος, κι η ζωή παίρνει το ευτράπελο της χρώμα στον καμβά
της κοινωνικής ανισότητας.
Έχει την πολυτέλεια να είναι στην αφάνεια, σαν φιλήσυχος
πολίτης και καλός επιχειρηματίας. Μα η γιορτή των καρναβαλιών, τον φέρνει πάντα
στο προσκήνιο, μέχρι να περάσουν τα σκουπιδιάρικα του Δήμου και να μαζέψουν τις
ακαθαρσίες των δρόμων μετά τη μεγάλη παρέλαση. Δημοκρατία των εορτών. Ισότητα
στην ιλαρότητα που διαφημίζεται εντόνως από τα κανάλια, ενώ οι ανάπηροι κι οι
γριές συντονίζονται στους τηλεοπτικούς δέκτες για να οσφρανθούν με τα μάτια την
γιορτή των καρναβαλιών. Εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ δαπανούνται ανά έτος για τις
ετοιμασίες των αρμάτων και των ομάδων που παρελαύνουν, πάνω στους ίδιους
κακοφτιαγμένους δρόμους, ανάμεσα στα ίδια κακοδιατηρημένα κτίρια, μα πάνω από
όλα, ανάμεσα στους τόσους δυστυχισμένους και αναξιοπαθούντες οι οποίοι
πληθαίνουν με γραμμική ακρίβεια.
Τρελαινόμαστε για τα καρναβάλια. Είναι οι γιορτές που
κάνουν τον κόσμο να ξεχνά. Είναι το χρήμα που δαπανάται αφειδώς για το
θεαθήναι, ακόμα κι αν ο λαός μένει χωρίς δουλειά, ακόμα κι αν οι άνθρωποι είναι
δυστυχισμένοι χωρίς τα βασικά για την επιβίωση.
Όπως είπα και πιο πριν, ήταν η Μέρα του. Ζούσε για αυτές
τις εορταστικές μέρες. Δυο βδομάδες περίπου πριν την μεγάλη Κυριακάτικη
παρέλαση, τα πάρτι και οι καρναβαλίστικες εκδηλώσεις –τα προεόρτια δηλαδή-
έδιναν κι έπερναν. Κάθε βράδυ, μασκαρευόταν κατά τα ειωθώτα και έκλεβε την
παράσταση με το σκέρτσο και τη χάρη του. Η έντονη, λαρυγγική του άρθρωση καθώς
τραγουδούσε, σε συνδιασμό με την μεγάλη ένταση της φωνής του, τον έκαναν
ακαταμάχητο. Στις τηλεοπτικές εκπομπές που τον καλούσαν, τον έβλεπες πάντα να
μιλάει με καμάρι για την πόλη μας και να εξηγεί τόσο γλαφυρά τη σημασία και την
ιστορία του καρναβαλιού. Τώρα τελευταία, βέβαια, λόγω της επέκτασης των
επιχειρήσεων του, άρχισε να ετοιμάζει σεμινάρια για αλλόγλωσσους. Εξηγούμαι.
Βασικά, ένεκα της αθρόας προσέλευσης στην πόλη μας, Ρώσων εκατομμυριούχων, ο
καπάτσος Βασιλιάς, θεώρησε προσωπικό του χρέος την μετάδοση του Λεμεσιανού
γλεντζέδικου πνεύματος σε αυτούς. Έτσι, και σε συνεργασία με διερμηνείς και
φιλολόγους, οργάνωσε έναν κύκλο σεμιναριών που τα ονόμασε: «Γίνε Λεμεσιανός,
απόλαυσε την ζωή». Βέβαια, εύλογο και πετυχημένο. Γιατί, μπορεί οι
εκατομυρριούχοι - πρώιν σύντροφοι και νυν μεγαλοκαπιταλίστες- να είχαν λεφτά
και μάλιστα με τη σέσουλα, αλλά δεν τα αξιοποιούσαν καθώς έπρεπε, για να διασκεδάσουν
με την πραγματική, λεμεσιανή έννοια της διασκέδασης. Ανέλαβε λοιπόν προσωπικά,
σε συνεργασία με τουριστικούς πράκτορες και εταιρείες, να διαπαιδαγωγήσει τους
προσφυλείς μας κατά τα άλλα «φιλοκύπριους».
Οργάνωνε λοιπόν – με το αζημίωτο πάντα-, ολόχρονα γλέντια
σε ταβέρνες, εκδρομές στα κρασοχώρια μας, εκπαιδευτικά σεμινάρια για τον σωστό
τρόπο που πίνουν την ζιβανία και τρων τα συνοδευτικά της, την σωστή προσφώνηση
του «Εβίβα», καθώς και την αξιοσημείωτη γευστική λιχουδιά του συνδυασμού του
καρπουζιού και του χαλλουμιού. Πέρα απ’ αυτά όμως, οι εκπαιδευτικές εκδρομές
στα λαογραφικά μουσεία, οι φωτογραφίσεις με τον Βρακά στη γιορτή του Κρασιού
και η ατελεύτητη πόση του κυπριακού καφέ και του φραπέ, δεν έλειπαν σε καμία
περίπτωση από το άκρως πατριωτικό του έργο.
Σαν παραφούσκωναν λοιπόν οι κοιλιές των μαικίνων, από την
αφείδωλη βρόση της κυπριακότατης μας σούβλας, άρχιζε η μουσική πανδαισία των
φολκλορικών ασμάτων, για να βοηθήσει στη διαδικασία της χώνευσης, ενώ τα
τραπέζια ετοιμάζονταν να υποδεχθούν το επιδόρπιο της ανάλατης αναρής με το
γευστικότατο χαρουπόμελο.
Τα προσφάτως δημιουργηθέντα αποχευτευτικά συστήματα τα
οποία με τόση αυταπάρνηση πλήρωσε ο κύπριος φορολογούμενος, μόλις και μετά βίας
κατάφερναν να εξυπηρετήσουν τις φυσικές ανάγκες αφόδευσης των εκλεκτών μας
αφεντάδων. Βουερά καζανάκια στέναζαν ανάμεσα στους ορόφους των υπερταφών
ουρανοξιστών που χτίστηκαν ειδικά για τους κυπραιοποιημένους μας ζάμπλουτους
φίλους. Την ίδια στιγμή, οι ρωσσίδες καλλονές –σύζυγοι των κροίσων κοιλαράδων-,
έκαναν ηλιοθεραπεία με την ταυτόχρονη απόλαυση των εκλεκτών κοκτέιλ από τα
παραθαλάσια κέντρα τα οποία βρίσκοταν σε πολύ κοντινή απόσταση από τα έκπαγλα
εκτρώματα των ουρανοξυστών στα οποία διέμεναν. Οι καημένες, πάσχιζαν μέσα στην
κάψα του ήλιου για να πετύχουνε μια καλή σέλφι. Τέλοσπάντων.
Αναμφίβολα, ο Βασιλιάς του Καρναβαλιού υπήρξε για μας
ένας σωτήρας του έθνους. Δεν φύδονταν κόπο και χρόνο για να μορφώσει τους
απέδευτους χοντρομπαλάδες εκατομμυριούχους. Όλοι τον αγαπούσαν. Όλοι τον
καλούσαν με χαρά να χορέψει με την συνοδεία μπαλαλάικας, τους τοπικούς τους
χορούς, τους οποίους συνδίαζε υπέροχα με τους δικούς μας παραδοσιακούς, άλλοτε
ντυμένος βρακάς κι άλλοτε κοζάκος, ανάλογα με το τι απαιτούσε η περίσταση.
Το ξενοδοχείο του “Mother Russia”, ήταν ήδη στα σκαριά. Αναμενόταν να λειτουργήσει την ερχόμενη καλοκαιρινή
σεζόν, φέροντας όλες του τις επιγραφές στα ρωσικά. Όλοι οι υπάλληλοι, ή θα
ήτανε ρώσσοι στην καταγωγή, ή που θα μιλούσαν απταίστως την Ρωσική. Μεγάλες
πέτρινες μπάμπουσκες, θα κοσμούσαν την είσοδο, ενώ, το υπηρετικό προσωπικό,
ντυμένο ως χωρικοί/ες του 18ου αιώνα, θα αναβίωναν τις χρυσές εποχές της
Τσαρικής Ρωσίας, εκεί όπου ο πλούσιος είχε πραγματική υπόσταση. Όταν ο
γαιοκτήμονας, ο μεγαλοτσιφλικάς, είχε ακόμα ψυχές στην κατοχή του ή
αγορασμένους σκλάβους κατά το χυδαιότερον.
Μέρα και νύχτα το ονειρευόταν ο Βασιλιάς. Είχε ήδη
κλείσει συμφωνίες με μουσικοχορευτικά συγκροτήματα παραδοσιακών χορών Κύπρου
και Ρωσίας και στα εγκαίνια του Ξενοδοχείου, μια πραγματική πανδαισία χρωμάτων,
ακουσμάτων και γεύσεων θα γινόταν πραγματικότητα. Εκεί που το σουβλάκι θα
ερχόταν σε πλήρη αρμονία με την μπορς και η ρώσικη σαλάτα δεν θα είχε τίποτα να
ζηλέψει από την δική μας χωριάτικη. Τα εγκαίνια, λοιπόν, θα γίνονταν στις 5
Μαΐου, του επόμενου χρόνου, τρεις μόνο μήνες μετά την Καρναβαλίστικη Παρέλαση.
Δουλειές με φούντες για τον εκλεκτό μας φίλο. Εκείνο το
κυριακάτικο πρωινό λοιπόν, με βαρύ το κεφάλι απ’ τη μέθη της προηγούμενης
νύχτας σε μια ταβέρνα χωριτικότητας 350 ατόμων, μετά από ένα έντονο Λεμεσιανό
ξεφάντωμα, παρουσία 320 ρώσων, μπήκε στο μπάνιο. Το νερό, έπεφτε ζεστό πάνω στο
δασύστρυχο του στήθος και το μαύρο έντονα βαμμένο του σγουρό μαλλί, φάνταζε
στιλπνό κάτω απ’ το ευεργετικό ύδωρ που τον έλουζε. Το άρμα με τους κανταδόρους
τον περίμενε στον Εναέριο για την εκκίνηση. Η μαύρη καλογιαλλισμένη του
λιμουζίνα αναπαυόταν στο σκοτεινό εσωτερικό γκαράζ. Η γυναίκα του, μασκαρεμένη
από το βράδυ, έπλενε στο χέρι, γυμνή μέσα στην πλαδαρότητα της, το
καρναβαλίστικο της φόρεμα, το οποίο λέκιασε ένας απεχθής εμετός. Το ‘χε παρακάνει
λιγάκι με τους μεζέδες χθες βράδυ.
Φέτος, μια λαμπρή έκπληξη περίμενε το φιλοθεάμων μας
κοινό. Το άρμα των κανταδόρων, θα το έσερνε η άσπρη υπερπολυτελής λιμουζίνα της
ρώσικης πρεσβείας, η οποία είχε μήκος 15 μέτρα και πλάτος 3. Η σημαία με τον
δικέφαλο αετό σε φόντο λευκό, γαλάζιο και κόκκινο, θα ανέμιζε πανίσχυρη πάνω
απ’ το πλήθος, στέλνωντας τα δικά της μηνύματα, την ώρα που οι εκλεκτοί μας
κανταδόροι, θα τραγουδούσαν τα τραγούδια του Καυκάσου, σε καρναβαλίστικη
διασκευή. Τι πιο όμορφο; Τι πιο γλαφυρό στεφάνωμα ανάμεσα στις δύο κουλτούρες,
απ’ αυτό;
Το πλήθος φώναζε ενθουσιασμένο, στημένο από το χάραμα
στις καφετέριες του Εναερίου. Άλλοι έπαιζαν τάβλι για να περάσει η ώρα μέχρι να
αρχίσει η παρέλλαση, άλλοι έπιναν τις πρωινές τους μπύρες, παιδάκια έβγαζαν
στριγγλιές κυνηγώντας το ένα το άλλο και γεμίζοντας με αφρούς τα τραπέζια και
τα πεζοδρόμια, κι άλλοι σουλάτσαραν πάνω στην αποβάθρα, χαζεύοντας τους
πρωινούς, καρναβαλιστές- ψαράδες. Επιτέλους, η ώρα πέρασε.
Πάνω στο άρμα, οι κανταδόροι παίρνουν τις θέσεις τους. Οι
μαύρες τους στολές έρχονται σε ωραία αντίθεση με την κάτασπρη λιμουζίνα της
πρεσβείας που τους οδηγεί. Μπροστά τους ένα άρμα με ανθρώπους- διαβατήρια
φωνασκεί πανηγυρικά ανάμεσα σε πανήψηλα χάρτινα κτίρια. Η λιμουζίνα προχωρά
πάνοπλη. Έξω και γύρω κάμποσοι μπράβοι την προστατεύουν. Ο Βασιλιάς μεσουρανεί
καθώς άδει με την συνοδεία των ομότεχνων. Τα τραγούδια του Καυκάσου ηχούν
παράξενα στ’ αυτιά των ακροατών που τορπιλίζονται απ’ τις φωνές των
μεταμφιεσμένων καρναβαλιστών που παρελαύνουν. Οι κανταδόροι τραγουδούν. Μετά
από 2 ώρες ακατάπαυστου τραγουδιού, ήρθε η ώρα να ξεκουραστούν.
Η λιμουζίνα, ξάφνου παρεκκλίνει. Ο μεθυσμένος οδηγός
παίρνει άλλη πορεία. Αντί να συνεχίσει την πορεία του επί της λεωφόρου
Μακαρίου, κατευθύνεται προς την παλιά πόλη. Του είχε κάτσει βαριά η ζιβανία και
παρά το δροσερότατο κλιματιστικό, ένιωθε φοβερές εξάψεις. Το κορμί του το
έλουζε κρύος ιδρώτας. Ο πονοκέφαλος ήταν αφόρητος. Οι σαστισμένοι μπράβοι τον
ακολουθούσαν τροχάδιν. Οι κανταδόροι κρατιούνταν γερά πάνω στο άρμα, οι μικρές
ρόδες του οποίου έβγαζαν φωτιές απ’ την ξέφρενη ταχύτητα. Τα στομάχια των
κανταδόρων θύμιζαν πληντύρια στο μάξιμουμ της απόδοσης τους. Ο Βασιλιάς
ορίονταν έξαλλος. «Μα τι κάνει ο τρελός; Θα μας σκοτώσει όλους!».
Πράγματι. Κανείς δεν γλύτωσε. Όταν η λιμουζίνα έκανε το
λάθος να στρίψει στα στενά της Αγίου Ανδρέου με ιλιγγιώδη ταχύτητα, το άρμα των
κανταδόρων αναποδογυρίστηκε με πάταγο. Οι τροβαδούροι εκσφενδονίστηκαν πάνω
στην τζαμαρία του εγκαλαταλελλημένου καταστήματος. Θρύψαλλα γέμισε ο δρόμος. Τα
ματωμένα τους κορμιά κοίτωνταν στραπατσαρισμένα πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα του
αδειανού κτιρίου. Θύμιζαν κοράκια στοιβαγμένα φύρδιν μύγδην, σκοτωμένα από έναν
κακεντρεχή κυνηγό. Ο Βασιλιάς μας, ξεψύχυσε βγάζοντας την τελευταία του υπέροχη
νότα. Όσοι είχαν την τύχη να τον ακούσουν, συγγκλονίστηκαν απ’ την
σπαραξικάρδιά του ερμηνεία.
Η παρέλαση συνεχίζεται κανονικά. Περισσότερες πληροφορίες
θα μάθουμε απόψε, στο δελτίο των 20:30. Προς ώρας, έχουμε την παρέλαση. Τρέχω
να προλάβω. Δεν χαράμισα €50 για το τίποτα σε στολή και κομφετί! Ελπίζω μόνο να
μην έχει τελειώσει το μαλλί της γριάς. Πάνε πολλά χρόνια που έχω να φάω και το
πεθύμησα!
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ:Hellenic Cypriot Cultural Organization (HCCA)