Ποιος είμαι εγώ, κι από πού έρχομαι;
αθέατο είναι το σώμα μου, να το αγγίξω δεν μπορώ
όμως είμαι εδώ, και δεν είμαι εδώ, είμαι όμως παντού
έρχομαι απ’ το σκοτάδι, είμαι η σκιά του πεθαμένου φεγγαριού,
γι’ αυτό μην με ρωτάς αν φοβάμαι
της νύχτας το παχύ σκοτάδι,
γιατί θα σ’ απαντήσω, όχι, το σκοτάδι αγαπώ,
είναι της μοίρας μου γραφτό,
από το σκοτάδι γεννήθηκα και το έρεβος κυοφορώ
αόρατο κι άπιαστο το πνεύμα μου
μην τρομάζεις που δεν μπορείς μέσα στο σκότος να με δεις
εκεί μέσα ζω, μέσα στον κόσμο των αμίλητων σκιών
κι αν καταδεχτείς στο μαύρο μου βασίλειο να κατέβεις
τότε, θα σμίξουμε άγρια και δυνατά,
η ανάσα σου θα σμίξει με την ανάσα μου
και θα γενεί τέλειο μελωδικό τραγούδι,
το φως σου θα σβήσει μέσα στο σκοτάδι μου
και θ’ ανθίσει σαν μονάκριβο λουλούδι,
φύλλα πικροδάφνης θά ’χει
και στου σκότους τις αποχρώσεις, βαμμένους τους ανθούς,
γεύση πικραμύγδαλου στο στόμα, ο πιο όμορφος καρπός,
η μυρωδιά του θα έχει γλώσσα ανθρώπινη κι αληθινή
θά ’ναι βελούδινη, γαλήνια, και δεν θα ξέρει ψέμα να σου πει
θα σε μυήσει σε μυστήρια και σε αλήθειες που δεν χωράει ο νους
στην γαλήνη της απόλυτης σιωπής θα βυθιστείς
και δεν θα τρομάξεις άλλη φορά, αν είναι αλήθεια ή ψέμα,
καλό ή κακό, κι αν είναι απ’ τους ανθρώπους ανήθικο ή αμαρτωλό.