Κατάρα έχει ο ποιητής να ψάχνει χίλιους τρόπους
να μετατρέψει μάχεται, τα τέρατα σ΄ ανθρώπους.
Σε μια γωνιά μονάχος του με ξίφος το στυλό του
μ' αυτό ματώνει μοναχά το στήθος το δικό του.
να μετατρέψει μάχεται, τα τέρατα σ΄ ανθρώπους.
Σε μια γωνιά μονάχος του με ξίφος το στυλό του
μ' αυτό ματώνει μοναχά το στήθος το δικό του.
Γδέρνει χαρτί, γδέρνει ψυχή ,αναπαμό δεν βρίσκει
μες στο σκοτάδι ψάχνει φως, ψάχνει την Θεία δίκη.
Πείτε μου που' ναι ο Θεός , τι φταίνε τα παιδάκια
και λεν πως τα αγάπησε, τα θέλει γι' αγγελάκια ;
μες στο σκοτάδι ψάχνει φως, ψάχνει την Θεία δίκη.
Πείτε μου που' ναι ο Θεός , τι φταίνε τα παιδάκια
και λεν πως τα αγάπησε, τα θέλει γι' αγγελάκια ;
Μόνο σαν έρθει το κακό στην πόρτα μας νοούμε
γιατί τα ξένα τα παιδιά γρήγορα τα ξεχνούμε.
Τα δύστυχα σαν ξεψυχούν τον ουρανό κοιτάζουν
Θεό δεν βλέπουν πουθενά, όσο και αν τον κράζουν.
γιατί τα ξένα τα παιδιά γρήγορα τα ξεχνούμε.
Τα δύστυχα σαν ξεψυχούν τον ουρανό κοιτάζουν
Θεό δεν βλέπουν πουθενά, όσο και αν τον κράζουν.
Τ΄ακούει μόνο ο ποιητής κι η οργή του είναι μεγάλη
π΄ αντί αγάπη να' χουνε έχουν του Χάρου αγκάλη.
Στα μαύρα τα μεσάνυχτα αρπάζει το στυλό του
και κυνηγά τα τέρατα, σαν φταίξιμο δικό του.
π΄ αντί αγάπη να' χουνε έχουν του Χάρου αγκάλη.
Στα μαύρα τα μεσάνυχτα αρπάζει το στυλό του
και κυνηγά τα τέρατα, σαν φταίξιμο δικό του.
Αν και το ξέρει μέσα του πως είναι ουτοπία,
Λερναίες Υδρες μάχεται και δίποδα θηρία,
θαρρεί πως με την ποίηση ο κόσμος θα σωθεί
κι αν όχι, το' χει τάξιμο μαζί του να χαθεί..
Λερναίες Υδρες μάχεται και δίποδα θηρία,
θαρρεί πως με την ποίηση ο κόσμος θα σωθεί
κι αν όχι, το' χει τάξιμο μαζί του να χαθεί..