Δίπλα μου ολόρθος
ο βασιλιάς Ευαγόρας:
όλο δίψαγε για λευτεριά και Ελλάδα
κάλεσε γλύπτες, σοφούς, παιδαγωγούς
τριανταέξι χρόνια
δομούσαν την κρήνη
να ξεδιψούν οι Κύπριοι όλοι.
Τείχη έφτιαξε, στόλο, στράτευμα
έκοψε νόμισμα χρυσό για μισθοφόρους,
όλα για να κρατά τη Σαλαμίνα κραταιά,
σαν Ηρακλής.
Μα κουβαλήσαμε περσικές ακρίδες,
με ντόπιες καταβροχθίζουν τα πάντα
θέατρο, κίονες, βιβλία, ναούς,
καρπό και σιτάρι της Μεσαορίας,
κι όπως τον δολοφονώ,
εγώ ο ευνούχος,
προλαβαίνει αρπάζει δάδα
και με καίει με τις ακρίδες
που εκκολάπτω στην πανοπλία μου.
Έπεσα στη θάλασσα καταραμένος,
σαν Ίκαρος στο πέλαγος του πουθενά,
πυρπολημένη πανοπλία, ένα τίποτα,
χωρίς γραφή και βλέμμα τυφλού Ομήρου.
.
Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης
Από την ανέκδοτη Ποιητική Συλλογή «ΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ»