Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Ασυνήθιστη αγάπη / Ξιούτας Παύλος


Αγαπώ τον άνθρωπο
και τον φοβάμαι.
Σε λατρεύω
και τρέμω
μήπως αρχίσεις
το μέτρημα του χρόνου
και δεν καταδεχτείς
τα άχραντά μου.
Δεν θέλω τον οίκτο σου.
Λαχταρώ την ανάσταση
της ψυχής μου.
Τα δώρα μου για σένα
είναι ασυνήθιστα
για τα κοινά μέτρα
των ανθρώπων,
γιατί αυτοί μετράνε
τον έρωτα,
με την άδεια κλεψύδρα
του χρόνου,
κι όχι με την αδάμαστη
αθανασία της ψυχής.

Κύπρος 1878-1960 / Ξιούτας Παύλος



Χρυσόφτερες ελπίδες
ανερρίπισεν ο χρυσοστόλιστος Άγγλος
κι η άγνοια της ιστορίας,
στη γη των θελξιφρόνων ερωτων.
Οι παλμοί της καρδιάς μας
ακούστηκαν δειλά
και θέρμαναν τα στήθη μας
σαν αλλάζαμε αφέντη σκληρό
με προστάτη ομόπιστο.
Δεν υποπτευόμαστε την απάτη,
γιατί νιώθαμε ζωηρό το κάψιμο
της προηγούμενης πείρας
και πειστεύαμε αφελώς
στην αρετή του δικαίου.
Πενήντα χρόνια επίπλαστης
ελευθερίας κενής
μάδησαν ένα φθινόπωρο
τα φτερά των ελπίδων μας
και ξεχείλισε το παράπονο
σε κραυγή που συγκλόνισε
το νησί μας ολόκληρο.
Τότες συγκρίναμε παλιούς
και νέους αφέντες
κι' είδαμε πως δε διαφέρουν.
Τότες μισήσαμε τη σκλαβιά
και καταλάβαμε πως τα λόγια
δεν κατακτούν την ελευθερία.
Ανασκαλέψαμε πιο επίμονα
την παράδοση της φυλής
κι' ανακαλύψαμε τα μαρμαρένα αλώνια.
Μέσα μας αναθρέψαμε το Διγενή
κι' ετοιμαστήκαμε για το χαροπάλεμα
από κείνο το φθινόπωρο του '31.
Τόνιωσε ο αφέντης
και σκληρός, μαζί με βαρύτερη σκλαβιά
έσπειρε τη διαφθορά.
Μα κι' ο προδότης και τα σίδερα
χαλύβδωσαν την ψυχή μας
και πλάτυναν το μίσος μας.
Το ράσο και πάλι ανέμισε τη σημαία μας
κι' ο Διγενής μας εσάλπισε
το Θούριο που περιμέναμε
"ίτε παίδες Ελλήνων".
Όταν οι ελπίδες αποδειχθούν μάταιες
δεν υπάρχει άλλη οδός
από την άκρα ανδρεία,
να σκοτώσης ή να σκοτωθής
για να πείσης.
Σκοτώσαμε και σκοτωθήκαμε
κι ο όγκος του αίματος
κι η δάφνη της δόξης
ας μην έστησαν το τρόπαιο
ανάλογο προς την αρετή της ΕΟΚΑ.
Ως γνήσιοι Έλληνες
πιστέψαμε μονάχα στον έπαινο
κι' η απάτη αχρήστεψε τη θυσία μας.
Σαν γραικύλοι βοηθήσαμε
να μειώσουμ' εκείνον,
που τέσσερα χρόνια
χάριζε, ανώνυμος, τίμιος,
τη δόξα και το θάμπος
σ' όλους εκτός στον εαυτό του.
Φανήκαμε μικρότεροι
απ' ότι μεγάλο
μας έδωσε η φλογισμένη
ψυχή του Διγενή.
Άρχοντες τώρα
κι εκείνον τον εχλευάσαμε
κι εξανεμίσαμε την δόξα
που εμαστόρεψε για μας.
Τον επικράναμε τόσο
που δεν στέργει πια
να μας γίνη καταφύγιο
νέων ελπίδων ή νέων αγώνων.
Η δόξα μας τώρα
είναι τυλιγμένη
στη βρωμιά του καθημερινού εντύπου,
και υμνείται από τον πληρωμένο κόλακα.
Έχασε την αγνότητα της,
μας τρώει όλους
το σαράκι της αμφιβολίας.

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΕΣ / Καϊμακλιώτη Αγγέλα


Πήγα στο σπίτι στο συνοικισμό
για να τον δω
Τον βρήκα στην αυλή ξυπόλητο
να κόβει φρούτα
Άκουσες τις ειδήσεις; Ρώτησα
Όχι. Απάντησε κοφτά
Για την πατρίδα λέω, άκουσες;
Όχι. Δεν ξέρω τίποτα
Και σβέλτα ανέβηκε
στην ανεμόσκαλα
έκοψε ασπρόσυκο
και μου το πρότεινε
Πάρε. Είναι αζιμούθιο
σπόρος και γάλα μητρικό
αν ξέρεις να διαβάζεις τα σημάδια
εντός βρισκόταν πάντα ο εχθρός
Είπε και πικρογέλασε



από την ανέκδοτη Ποιητική Συλλογή : Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα

ΓΥΝΑΙΚΑ... / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα


Να 'σαι Δυναμική στις δουλειές σου,
άξια για τα παιδιά σου και την οικογένειά σου
Φιλάνθρωπη σε όσους πονούν και στους αδύνατους 
Σεβαστή στους άλλους για το έργο που με ταπεινοφροσύνη και αγάπη παράγεις και προσφέρεις αδιάκοπα
Δυναμική γυναίκα .... δεν είναι αυτή που χορεύει στις πλάτες άλλων (γυναικών τε και ανδρών)
Ούτε αυτή που διαχωρίζει αρνιά και ερίφια
Ούτε αυτή που γλωσσοφαγιάζει για αυτοπροβολή με τη δύναμη της εξουσίας που της παρείχαν βίσματα εκ των έσσω
Αλλά ούτε υποβαθμίζει όλους και όλα και ταυτόχρονα ανεβάζει στα ουράνια τους κανίσσια φερόμενους...

[Φώναξε με πάλι μαμά]

Φώναξε με πάλι μαμά
και δεν πειράζει που πέρασαν τα χρόνια,
φώναξε με πάλι
και μην βλέπεις που μεγάλωσα,
ψέμα είναι μαμά,
ένα πελώριο ψέμα,
στάσου στη βεράντα μαμά,
φώναξε με πάλι κι εγώ
μικρό παιδί που χάθηκε,
θα ξανάρθω, μαμά,
με τα μάτια να κλαίνε
και την καρδιά να γελάει
θα τρέξω πάλι, μαμά...
Σταύρος Σταυρου 

Η δύναμη του Ελληνισμού / Κωνσταντινίδου – Δημητρίου Μαρία


Που μιαν καρκιάν ως άλλην 
περνά τζιαι αντρειεύκεται
θωρώ την 
εν παστρεύκεται
που το πολλύν το φως
Έσιει καμίνιν μέσα της
το ψήλος της τιμής της
τον νήλιον της αγάπης της
το φέγγος της ψυσιής της…

ΑΚΑΘΟΥ


Αχ!! Ακαθου μου που βρησκεσε 
Στα ποδκια της Κανταρας 
Πεμου τζιε εσου τα βασανα 
Ηντα που σου εκαμαν?

,,,,,,,,,
Ποσους Λεβεντες εχασε
Ποτε δεν τ’οχω μαθει
Τζιε ποσες μανουλλες εκλαψαν
Στα τοσα σου τα παθη?
,,,,,,,,,,,,
Οπως το Ριζοκαρπασο Γιαλουσα
Βαρωσι τζιε Τζερυνεια
Τζιε ουλλα τ’αλλα τα χωρκα
Που πονεσα τζιε ζιηνα
,,,,,,,,,,,,
Ακουσα εισουν ομωρφη
Μα εγιωνη εν σε ειδα
Μα ουλλοι εφουμιζασε
Τζιηνοι που σε ειδαν
,,,,,,,,,,,
Ποττε δεν σε ξεχασαμε
Τζιε ουτε σε ξεχνουμε
Μα εχουμεσε στην καρδκια
Παντου σε κουβαλουμε
,,,,,,,,,,,
Καμε κουραγιο νακκουροι
Τζιε ν’αρτουν τα παιδκια σου
Να μπουση μες τα σπιδκια τους
Τζιε μες την αγκαλια σου 

,,,,,,,,,,

Μαρινα τακκιδη [Καπετανου]

Τα μάτια σου....


Τα μάτια σου, αχ τα μάτια σου
αυτές οι γυριστές οι βλεφαρίδες
σα ζωγραφιά του Καραβάτζιο
χιλιάδες μέλισσες απόθεσαν τη γλύκα τους
τα καστανά σου τα μελιά να φτιάξουν
Λευτέρης Ελευθερίου

ΤΟ ΦΙΛΙ ΣΟΥ.....


Είν' το φιλί σου δύναμη εγώ να προxωρησω
μα πως μπορώ απ' την καρδιά για πάντα να σε σβήσω;
Είν' το φιλί σου δύναμη συνάμα και λεπίδα
όταν στα μάτια σου τα δυο τα δάκρυα τα είδα..
Σήμερα κλαίν' τα σύννεφα με το δικό μας δάκρυ
ταρακουνιέσαι ουρανέ και γη απ 'άκρη σ' άκρη..
Αντίο και καλή ζωή αργά σου ψιθυρίζω
και τ' άρωμα σου μια ζωή πάνω μου θα μυρίζω..
Χριστοδούλου Θάλεια

ΠΑΦΟΣ / Πανάγου Μαρούλλα


Πάφος του μύθου η ομορφιά
Πάφος του δασους η ξωτικιά
Αφροντυμένη και Ροδαφνούσα 
θάλασσας κρινο λευκοφορούσα
Παφος του κέδρου του πλατανιού
Πάφος ονείρου Πάφος του μύθου
Την Αφροδίτη καλοδεχούσα
Πάφος του ερωτα ανθοφορούσα
Πάφος το μαρμαρο το σμιλεμένο
Πάφος του ρόδου Απριλλομάη
Πάφος του Αδωνη, της Αφροδίτης
Πάφος του έρωτα λευκός αφρίτης
Σ,εσένα μύρο σκορπά τ'αγέρι
Πάφος του θρύλου το κρυονέρι
Πάφος του κάστρου στην παραλία
Πάφος ηρώων μάνα αγία

[Τα βήματά μου σταμάτησαν] / Λαμπής Γιάννος

Τα βήματά μου σταμάτησαν
και τα μάτια μου ταξίδεψαν στο ψηλότερο σημείο,
δεν ήταν όνειρο, ούτε κι οπτασία,
ίσως πάλι, να ήταν και τα δυο μαζί.
Δυο πελώριες γαλάζιες λίμνες απλώθηκαν μπροστά μου
οι ωκεανοί τ’ ουρανού, συλλογίστηκα,
και τότε ένοιωσα
πως επιτέλους έφτασα στην Ιθάκη μου.
Ήταν τόση η γλύκα που με κέρασαν
που φοβήθηκα μήπως όλα ήταν ένα ψέμα,
δεν άντεξα και φώναξα, φτάνει πια,
δεν θέλω, δεν αντέχω να ονειρεύομαι άλλο
και τότε οι ωκεανοί έγιναν λίμνες,
έγιναν δυο μάτια, τα δικά σου μάτια!
Βούτηξα μέσα τους, κι ανάπνεα κάτω απ’ το νερό,
κολύμπησα μέχρι τις στήλες τ’ ουρανού,
κι όταν αναδύθηκα και το φως του ήλιου
που γλιστρούσε απ’ το χαμόγελο σου, με κτύπησε στα μάτια,
από ταξιδιώτης, έγινα μόνιμος κάτοικος
της υπέροχης ψυχής σου.

ΔΥΣΗ ΜΟΥ ΚΙ ΑΝΑΤΟΛΗ


Δύση μου, κι ανατολή μου,
φίλησε με,
ήλιε μου και φεγγάρι μου,
αγάπησε με,
κάτω απ το φως του φεγγαριού,
αγκάλιασε με,
αγάπη δος μου, μάτια μου,
και ζάλισε με,
να γίνουν ένα τα κορμιά,
φωτιές να σβύσουν,
στη γη χυμούς ερωτικούς,
γλυκούς να αφήσουν,
δύση μου κι ανατολή μου,
ανάστησε με,
ήλιε μου και φεγγάρι μου,
αγάπησε με,
δος μου φιλιά, γλυκά φιλιά
και μέλωσε με,
σφίξε με μες στην αγκαλιά,
και θέωσε με
ΑΝΘΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Κερύνεια να μουν / Μούζουρου- Νεοφύτου Ανδρούλα

Κερύνεια στα μπαλκόνια σου, ψηλά στ’ αρχοντικά σου,
να `μουν πουλί ν’ αγροίκαγα, το θρήνο της καρδιάς σου.
Γλάρος ν’ αλαφροπέταγα, να σμίγω στον αφρό σου,
τον ήλιο σου να χαιρετώ, να λιώνω στ’ άγιο φως σου.

Στ’ όμορφο λιμανάκι σου, ψαρόβαρκα για να `μουν,
να γέρνω, να λικνίζομαι, στο φλοίσβο του πελάγου.
Και δίχτυα ομορφοπλέξουδα, να `ριχνα στα βυθά σου,
ψάρια χρυσά ν’ απίθωνα, μες την ξανθή αμμουδιά σου.

Να `μουν μπαξές στις ρούγες σου, τουλίπα στις αυλές σου,
για να ρουφώ απ’ την πάστρα σου, ν’ ανθώ στις ευωδιές σου.
Να πνίγω ανάσα της σκλαβιάς και τ’ άδικου τη ζήση,
για να σβηστεί συθέμελα κι αυγή για να ροδίσει.

Ανδρούλα Νεοφύτου - Μούζουρου (μκρή αναφορά)





Η Ανδρούλα Νεοφύτου - Μούζουρου γεννήθηκε στην Παλλουριώτισσα. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο και το Διδασκαλικό Κολλέγιο Λευκωσίας. Γράφει ποιήματα και πεζογραφήματα από τα μαθητικά της χρόνια. Συνεργάστηκε μερικά χρόνια με το ΡΙΚ για τον καταρτισμό παιδικών προγραμμάτων. Μερικά ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί.




Έργα της:


  • Αχτιδούλες, Ποιήματα για παιδιά του Δημοτικού, Λευκωσία, 1988.
  • Κύπρος Γλυκό νησί , 2001 / Ποίηση / Επιφανίου Κ. 
  • Κύπρος μου Ελληνίδα/ Ποίηση

ΠΕΝΤΑΠΡΑΚΤΟ / Κύρρης Κώστας

Ι

Σκοτώσαμε κρυφά τον αδελφό μας

και τον θάψαμε στην καρδιά μας, 
μες στην απόλυτη σιωπή της νύχτας. 
Προσέχομε τα βήματά μας
μη και ξυπνήσουν τον πεθαμένο. 
Αλίμονο αν υψώσει το κεφάλι 
μέσα στην ένοχη ψυχή μας. 
Αλίμονο εάν δια μέσου των συρίγγων 
της σκέψης μας επανεμφανιστεί....
Ξέρουμε πως υπάρχει, δεν πεθαίνει.
Αυτό που μας τρομάζει 
είναι η δύναμή του να επιζεί
και μέσα στις χιλιάδες σφαίρες
και μέσα στις πιο άγριες μαχαιριές 

ΙΙ


Ξέρουμε πως ανθίζει 

και νέος φυτρώνει από το αίμα, 
αυτόν ο θάνατος τον τρέφει, 
τον τρέμει ο πικροχάροντας
στα μαρμαρένια αλώνια...


III

Όταν ενομίσαμε πλέον 

ότι ξεψύχησε και πάει 
καμωθήκαμε πως δεν τον ξέρουμε, 
λησμονήσαμε που βρίσκεται θαμμένος, 
γίναμε μακρινοί του συγγενείς...
Μα χύσαμε δάκρυα που δεν ταίραζαν 
για τέτοιους συγγενείς, 
σαν αδελφό τον κλάψαμε. 

IV


Φέραμε τότες έναν ξένον, 

έναν αλλόθρησκον, 
ειδικευμένο ν΄ ανευρίσκει τους χαμένους
και τον παρακαλέσαμε γονατιστοί
μες στην πλατεία της αγοράς
να τον αναζητήσει, όπου μπορεί...


V


Ο ξένος ερευνώντας 

ξεκίνησε απ΄ τα μάτια μας
και πήγε στην καρδιά μας
και διάβασε τον πόνο μας
και δάκρυσε, τι ξέρει 
πως κι άν τον ξαναφέρει από του Χάρου 
τα δόντια ζωντανόν, 
εμείς θα τον σκοτώσουμε και πάλι, 
κρυφά, 
μια σιωπηλή βραδιά, πριν ξημερώσει....