Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Στις πολιτείες των αλλόκοτων πουλιών: Ποιητική Συλλογή του Χρήστου Μαυρή, εκδοθείσα το 2010


 
  Κρατώντας στα χέρια μου την Ποιητική Συλλογή του Χρήστου Μαυρή: Στις πολιτείες των αλλόκοτων πουλιών, δεν μπορώ παρά να σταθώ στην προσπάθεια που καταβάλει ο ποιητής να αποκρυπτογραφήσει ότι έχει σχέση με τη ζήση των πουλιών  και παράλληλα,  μέσα από την ποικιλόμορφες εικόνες να βιώσουμε σε μια άλλη διάσταση, αυτή της ποίησης, τη σχέση μας με αυτά. Και ίσως τα πουλιά του Ποιητή να μην είναι τίποτα άλλο, παρά εμείς οι ίδιοι που αγωνιούμε να σώσουμε, ότι δηλαδή σώζεται, από το δράμα της ζωής μας. Διάβασα σε κάποια σελίδα του διαδικτύου που φιλοξενεί  βιογραφικό του, ότι : «Η ποίηση του Χ. Μαυρή στα αρχικά στάδια απηχεί έντονα τις αρνητικές εξελίξεις του 1974 στον γενέθλιο τόπο» Εγώ θα συμπληρώσω ότι : σ΄ αυτή τη ποιητική συλλογή ο αναγνώστης βλέπει τη προσπάθεια απαγκίστρωσης από  τα κλουβιά που έχουμε κλειστεί. Κι οι στίχοι δεν μπορεί  παρά να είναι πουλιά που πετούνε ελεύθερα. 

Α΄  ΟΙ ΙΚΕΤΙΔΕΣ ΦΩΝΕΣ


Η επίθεση των πουλιών


Δεν υπάρχει άνοιξη για όσους
δεν τόλμησαν να πεθάνουν
Custave Roud


Τα χελιδόνια του θανάτου, Σου ’μηνάν μιαν άνοιξη
καινούρια…
Άγγελος Σικελιανός
Δεκάδες άγρια πουλιά
εισήλθαν σήμερα το μεσημέρι
απρόσμενα στο φτωχικό μου
με περίεργες διαθέσεις.
Φτερούγισαν για αρκετή ώρα
μέσα στα δωμάτια
του σπιτιού μου
κάνοντας μεγάλους κύκλους
σαν το μαύρο θάνατο
πάνω από το κεφάλι μου.
Μετά έβγαλαν
ένα δύο φωνές
σαν ανθρώπινες τσιριξιές
και τράβηξαν προς το άγνωστο,
αφήνοντας
σαν κρίνα άσπρα ανθισμένα
από μια μεγάλη κουτσουλιά
απάνω στο στρωμένο
γιορτινό τραπέζι μου.

 ***

Τα νυχτερινά πουλιά


 Στον Π. Ποιονίδη
Χιλιάδες νυχτερινά πουλιά
επέστρεφαν χθες διψασμένα
και περνούσαν ορμητικά
μέσα από την ανοιχτή
παραθυρόπορτα του ονείρου μου
κρατώντας στα δυνατά ράμφη τους
δροσερά κλωνάρια ελιάς
δροσερά στεφάνια αγάπης.
Έρχονταν από πολύ βαθιά.
Έρχονταν
από ένα βελούδινο σκοτάδι
και κατέληγαν «και με φως
και με θάνατον ακαταπαύστως»
σ’ ένα ερωτικό ουράνιο πεδίο.

***

Τα παράξενα πουλιά

Μνήμη Μίλτου Σαχτούρη

Αυτά τα μικροκαμωμένα πουλιά
δεν μοιάζουν σαν και τ’ άλλα!
Αυτά τα παράξενα πουλιά
που έρχονται κάθε άνοιξη
και κτίζουν τις φωλιές τους
πάνω από τις καμαρόπορτές μας
δεν τα τρομάζει
η ανθρώπινη παρουσία,
δεν αποφεύγουν
την ανθρώπινη λαοθάλασσα!
Τα πρωινά μαζεύονται όλα
στα δέντρα της αυλής μας
και αρχίζουν το κελάηδημά τους
αρχίζουν να ερωτεύονται,
να ερωτεύονται και
να σχεδιάζουν τις πολιτείες τους.
Και όταν βρούνε την πόρτα
ή τα παράθυρα ανοιχτά
ορμάνε μέσα στα μαραζωμένα
σπίτια μας. Ανεβαίνουν
στις καρέκλες, στα τραπέζια
ακόμη και στα κρεβάτια μας.
Αυτά τα παράξενα πουλιά
με τα γαλαζοπράσινα μάτια τους
γεμάτα δάκρυα
δεν είναι σαν και τ’ άλλα
που καταδιώκουν τους ποιητές
ούτε σαν κ’ εκείνα τ’ αδίστακτα
που σφάξαν τις χωριατοπούλες!

*** 

Τ’ αλλοδαπά πουλιά
Οι βοσκοί μάταια έψαχναν
τον δραπέτη ήλιο
στο απολιθωμένο δάσος.
Ο μαύρος ήλιος
βρέθηκε αγκυροβολημένος
μέσα στα ματωμένα λιβάδια
της πληγωμένης σκέψης μου.
Δίπλα του έβοσκε αμέριμνα
ένα κοπάδι άσπρα άλογα.
Στις πέτρινες ράχες τους
αναπαύονταν αμέριμνα
κόκκινα αλλοδαπά πουλιά.

 ***
Τα ξενιτεμένα πουλιά
Οι βοσκοί μάταια έψαχναν
τον δραπέτη ήλιο
στο απολιθωμένο δάσος.
Ο κόκκινος ήλιος
βρέθηκε γκρεμοτσακισμένος
μέσα στα νοτισμένα λιβάδια
της τελευταίας δόλιας νύχτας.
Από το ξεσχισμένο στήθος του
ανάβλυζε
ένα ουράνιο δροσερό ποτάμι.
Στις όχθες του έσκυβαν
ομαδικά
χιλιάδες ξενιτεμένα πουλιά
για να ξεδιψάσουν.

 ***
Τα ταξιδιάρικα πουλιά
Τα ταξιδιάρικα πουλιά
που φτεροκοπούσαν πανικόβλητα
γύρω τριγύρω στον ουρανό
την Κυριακή το απόγευμα
δεν ήξερες
αν τραγουδούσαν ή αν έκλαιγαν.
Οι ραγισμένες φωνές τους
ανέβαιναν ψηλά και χάνονταν
μέσα στους μυστικούς ουρανούς.
Το άλλο πρωί
ο παγωμένος άνεμος που κατέβαινε
από το χιονισμένο βουνό
έφερνε στις αυλές μας
έναν ματωμένο αντάρτικο σκοπό
γεμάτο κραυγαλέο πόνο.



Β’  Ο ΑΝΕΛΕΗΤΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ


Τα πικραμένα πουλιά


Πλατύς έναστρος ουρανός.
Τριγύρω στην πλάση ανοίγει και
απλώνεται επικίνδυνα
μια θάλασσα σιωπής.
Μέσα στη βαθιά σιωπή
ταξιδεύουν
χιλιάδες πικραμένα πουλιά
και ψάρια χρυσοφτέρουγα.
Αγωνίζονται να φθάσουν
στη μυστική πηγή
για να πάρουν το αθάνατο νερό
να το φέρουν σπονδή
στα φαρμακωμένα χείλη της.


 ***

Τα δυστυχισμένα πουλιά


Στα ραγισμένα μάτια της
τρέχουν και προπονούνται
έφηβες θάλασσες τρικυμισμένες.
Στο πέτρινο στήθος της
εκρήγνυνται και σβήνουν ακατάπαυστα
καλοκαιρινοί κεραυνοί.
Στο αίμα της δροσίζονται
άγρια άλογα της Αρκαδίας.
Στ’ αριστερά,
στο ύψος της ραγισμένης καρδιάς της
κατεβαίνουν να κουρνιάσουν
μικρά δυστυχισμένα πουλιά.


 ***

Τα τυφλά πουλιά


Μέρες και νύχτες
γκρεμοτσακίζονταν
τα τυφλά πουλιά
μέσα στον αιώνιο ουρανό.
Μέρες και νύχτες
συνθλίβονταν μέσα στην έρημο
του καθημερινού θανάτου.
Αγωνίζονταν
να φθάσουν (όσα θα φθάσουν) κοντά της.
Ποθούσαν να σταθούν δίπλα της,
έστω για μία στιγμή!
Να πιουν κρύο νερό και να δροσιστούν
στις κρυφές πηγές που πηγάζουν
από τα βαθιά μάτια της.

***

Ερωτευμένα πουλιά
Βαρι’ αναστέναξε-
το τρικυμισμένο νερό της θάλασσας
αποσύρθηκε
όπως το πληγωμένο φίδι στα βράχια.
Χαμογέλασε-
τα ερωτευμένα πουλιά της άνοιξης
κατέβηκαν
να λουστούν στα ηλιόλουστα μάτια της.

 ***
 Τα γέρικα πουλιά
Σιχάθηκαν
τα βρώμικα νερά
τα γέρικα θαλασσοπούλια.
Εγκατέλειψαν άστοργα
τις σάπιες ψαρόβαρκες
και τα καΐκια με τ’ ανεμοδαρμένα,
τα ξεθωριασμένα κατάρτια.
Πέταξαν ψηλά,
σε άγνωστα μέρη,
τα γέρικα πουλιά.
Τώρα δύο δύο στη σειρά
ρίχνουν ζάρια μέσα
στον πλακόστρωτο ουρανό
για να διαβάσουν
τη σκοτεινή μοίρα τους.

 ***
 Τα φλεγόμενα πουλιά
Από τα καταφύγια ψηλά
που βρίσκονταν
τα φλεγόμενα πουλιά
πανικόβλητα έβλεπαν
τον δίκαιο ήλιο τους
γκρεμισμένο
μεσ’ τα χαλάσματα
μέρα τη μέρα να βυθίζεται
κάτω από τα ερείπια των σπιτιών τους.
Στις ικεσίες και τις προσευχές τους
παρακαλούσαν τον αγαθό Θεό
ν’ αφήσει χωρίς φως τα μάτια τους
για να μην αντικρίζουν
αυτή τη φρίκη που τα κάλυψε.


Τα περιπλανώμενα πουλιά
Μνήμη Γ. Σεφέρη-Α. Σικελιανού
Μέσ’ από την πυκνή ομίχλη
στη φουρτουνιασμένη θάλασσα
φάνηκε ακυβέρνητο ένα καράβι
να μάχεται
με τα αμείλικτα κύματα
ανοιχτά της μικρής πόλης.
Στα κατάρτια και τα σχοινιά του
βρίσκονταν γαντζωμένα
εκατοντάδες βρεγμένα πουλιά.
Αξιολύπητα πουλιά-
πρόσφυγες από άλλα μέρη.
Ο θάνατος που χιόνιζε
όλη νύχτα απάνω σ’ αυτά
τα περιπλανώμενα,
τα εξαντλημένα πουλιά
τα είχε μισοσκεπάσει.
Τώρα καρτερούσαν με αγωνία
να χαράξει η άλλη μέρα
ίσως
τα δεχτεί στη ζεστή αγκάλη του
ένας άλλος φιλόξενος ήλιος.


 ***

Τα αποδημητικά πουλιά


Σμήνη αποδημητικά πουλιά
πουλιά που δεινοπάθησαν
μέσα στους δρόμους
πεζεύουν κάθε βράδυ
στο μοναχιασμένο βουνό
και ξεδιψάνε
από την ανεξάντλητη
στέρνα της λύπης.
Το πρωί
ανανεωμένα τα πουλιά
ξαναρχίζουν
την κουραστική πορεία τους
προς τη γκρεμισμένη πύλη τ’ ουρανού
έχοντας για ταξιδιωτικό οδηγό τους
την αδυσώπητη μνήμη.


Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Είμαι το Δέντρο – Οι Μάχες της Ενοχής και της Ανάγκης./ Τσιαήλης Ρ. Χρίστος


Είμαι το δέντρο που απέναντί του στάθηκες με το τσεκούρι
και με τη μηρυκαστική ματιά σου μέτρησες.
Μέτρησες χρόνια πάνω στη ροζαριασμένη φλούδα μου με δάκρυα στα μάτια
μέτρησες χρήμα στις διαστάσεις του κορμού μου αγκαλιάζοντάς με,
μέτρησες ζέστη στο τζάκι τη σφαγή μου φαντασιαζόμενος,
μέτρησες.
Και τι δεν μέτρησες.

Είμαι το δέντρο που υποσχέθηκες λίγο χρόνο να χαρίσεις, να γίνω αιωνόβιο,
στο γύρισμα της χιλιετίας που με βρήκες γερασμένο,
που υποσχέθηκες σύμβολο να με κάνεις της ζωής με τα ποιήματά σου,
που υποσχέθηκες να με ζωγραφίσεις στους πίνακές σου με πουλιά,
που υποσχέθηκες.
Και τι δεν υποσχέθηκες.

Είμαι το δέντρο που μεγάλωσες για χρόνια στην αυλή σου με αγάπη,
με μεγάλωνες με αγιασμένο νερό από την Ιερουσαλήμ,
με μεγάλωνες με λίπασμα απ’ τις καμήλες της ερήμου για ν’ αντέχω,
με μεγάλωνες με δάκρυ απ’ τους άδικους πόνους της ζωής σου,
με μεγάλωνες.                  
Και πώς δεν με μεγάλωνες.

Είμαι το δέντρο που πότιζε ο παππούς σου ο καπετάνιος όποτε ξεμπάρκαρε,
που πότιζε ο πατέρας σου ο εργάτης στο εργοστάσιο φωταερίου απ’ το υστέρημά του,
που ήθελες να πότιζε ο γιος σου,
που ήθελες να γράψεις επάνω μου το όνομά σου για τα δισέγγονά σου

-Μα άλλοι δεν ήθελαν-

Και με την πρώτη ανάγκη που σου επέβαλαν
βρήκαν τον τρόπο να σου μειώσουνε τα πάντα
και όσα δεν κατάφεραν σε πείσανε να τα κόψεις εσύ.
Και τώρα δεν είμαι το μολύβι που χαράσσει τη μοίρα ενός δέντρου.
Και τώρα δεν είμαι το χαρτί που γράφεις το ποίημα ετούτο.
Και τώρα δεν είμαι το έπιπλο που ακουμπάς.
Και τώρα δεν είμαι η ψυχή που σε γυροφέρνει
και εσύ την ονομάζεις έμπνευση.
Γιατί είσαι ένας ψεύτης ποιητής
Και είμαι το δέντρο.

 Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης


Τελειώνει η κυπριακή δημοκρατία του Λουκά Σταύρου


                              
Στην ουσία η λύση που προετοιμάζουν οι διακοινοτικές συνομιλίες συνιστά ένα αναποδογύρισμα των πραγμάτων.
Πρόκειται για λύση δύο κρατών που θα μετονομασθούν συνιστώντα για να παράξουν ένα συνεταιριστικό μόρφωμα που μπορεί να συνεχίσει να ονομάζεται κυπριακή δημοκρατία ή ομοσπονδιακή κυπριακή δημοκρατία αλλά δεν θα έχει καμία σχέση με το κράτος της κυπριακής δημοκρατίας που η κυριαρχία του είναι πρωτογενής και αυτοδύναμη και αυτενεργός.

Η νέα κυπριακή δημοκρατία που θα προκύψει θα έχει κυριαρχία δευτερογενή δηλαδή προερχόμενη από τα δύο συνιστώντα κράτη.
Σε βάθος χρόνου αυτά τα δύο κράτη εννοείται θεωρητικά πως κανένας δεν τα εμποδίζει να καταλύσουν το συνεταιριστικό μόρφωμα και να πάρουν διαζύγιο και ταυτόχρονα να διατηρήσουν την πρωτογενή κυριαρχία τους ως συνιστώντα κράτη.
Βέβαια οι σχέσεις εξάρτησης που θα δημιουργηθούν με την Τουρκιά θα είναι τόσο ισχυρές που κανένα διαζύγιο δεν θα μπορεί να τις καταργήσει. Οπότε  σε αυτή την περίπτωση το κράτος των “ελληνοκυπρίων” απλά θα υποκύψει στην εξάρτηση του από την Τουρκία.
Δηλαδή τελειώνει η παρουσία του ελληνισμού στην Κύπρο σε πολύ λίγο διάστημα μετά την συνεταιριστική λύση.
Αυτή θα είναι η κατάληξη της υποστασιοποίησης των κοινοτήτων και του διακοινοτικού διαλόγου στη βάση των συμφωνιών κορυφής.


Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

ΟΡΙΟ / Ελενα Τουμαζη


Κάθε φορά
που το αρχαίο βρέφος με ξεγελά
κι αρχίζει απαρηγόρητα να κλαίει
κραυγές πληρούν το μέσα μου
δωμάτιο
Τα πόδια παραλύουν
πονάω παντού
τρίχωμα καλύπτει το κορμί
η γλώσσα μου πετρώνει
Αγριεύω
Ειναι η κρίσιμη στιγμή
Ένα βήμα προς τα πίσω
Στιβαρό
Μια κίνηση αστραπή
και η ρομφαία πέφτει
Μοιράζομαι στα δυό.
Σκύβω να πάρω το παιδί
και να το νανουρίσω
Τότε ιδρύεται ναός.

ΕΝΑ ΓΕΡΑΚΙ


· 
Ας ειμουν ενα μικρο πουλλι να πεταγα
Να παω στο καρπασι
Γιανα το δουν τα ματια μου 
Και ονους μου να ησυχασει 

Ναμουν εναμικρο πουλλι να ειμουν σαν το γερακι
Θα πηγεννα να καθουμουν
Σε ενα ψιλο δετρακι
Θα περναγα καταμαλις
Ολα τα χωρια τα εκλωβησμενα χωρια που μας αρπαξανε
Και ειναι κατεχωμενα
Θα παω σ’ολα τα χωρια
Και θα εξερευνησω
Οπου υπαρχουν χριστιανοι να τους κρυφωμιλησω
Λιγο κουραγιο και οπως μπορω
Και εγω για να τους δοσω
Οτι βρησκουμε διπλα τους
Και να τους εμψυχωσω και να τους πω πως συντομα
Ολα θα ληθουνε
Και γρηγορα θα ελθη η ωρα μας
Για να λευθερωθουμε
<<<<<<<<<<<<<

Μαρινα τακκιδη [Καπετανου ]

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΒΙΒΛΙΟ


Στο παλιό βιβλίο τόσες αναμνήσεις
σημερα και πάλι μετρόφύλλισα
Ολες από σενα τόσες συγκινήσεις
όλα μου τα ¨πρέπει¨ ξαναζύγισα 

Βάρυνε και πάλι σίδερο ο πόνος
δεν τον ελαφρύνει μάτια μου ο χρόνος
Μάτωσε ξανά η παλιά πληγή μου
ζω στις αναμνήσεις κι είμαι μοναχή μου 

Δίχως την ελπίδα πως θα ξαναρθείς
να ανοίξει η πόρτα και να ξαναμπείς
το παλιο “αγαπώ” σου να μου ξαναπείς

Στο παλιό συρταρι όλα κλειδωμένα
Λόγια, υποσχέσεις, μείναν σκονισμένα
Μα διαβαίνει ο χρόνος, δεν ξαναγυρνά
Είν' το παρελθόν μας τώρα μια σκιά
Μαρούλλα Πανάγου 

(ΠΛΑΝΗ) του Νίκου Πενταρά


«Απύθμενο το μέγεθος της πλάνης», µονολογώ µε θλίψη
και ξαφνικά την Αχαιών Ακτή κι όλα τα γύρω µέρη
τα συνταράζει έκρηξη εκκωφαντική. 
Γαλέρα που στη θάλασσα αρµενίζει τινάζεται σε θρύψαλα.
κι όλοι κοιτάζουν τροµαγµένοι
χωρίς να ξέρουν τι να υποθέσουν
µέχρι π' αναγνωρίζουν ανάµεσα στα θρύψαλα
την άφοβη Κυπριοπούλα Μαρία τη Συγκλητική
µε το δαυλό στο χέρι να τους φωνάζει
«Ελευθερία ή θάνατος»
προτού να τη ρουφήξει η θάλασσα
µα πριν καλά - καλά συνέλθουν απ' το ξάφνιασµα
σαλεύουν τα χαλάσµατα, η γης ανοίγει
κι από µέσα ξεπροβάλλουν αποκεφαλισµένοι
οι τρεις Επίσκοποι της Κύπρου
Λαυρέντιος Κερύνειας, Μελέτιος Κιτίου
και Πάφου Χρύσανθος
κρατώντας σ' αρτοφόριο τις άγιες κεφαλές τους
και πίσω τους ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός
κρατώντας απ' το χέρι
τον αρχιδιάκονο και γραµµατέα του Μελέτιο
δείχνονταις τα σηµάδια τ' απαγχονισµού τους.
Τους βλέπω να περνούν µ' ευλάβεια - όπως σε λιτανεία -
εµπρός από τους εν δουλεία
κι εκείνοι τους κοιτούν αµίλητοι και δακρυσµένοι
µέχρι που χάνονται και πάλι στα χαλάσµατα
οπότε ψαλµωδίες αναστάσιµες δονούνε τον αγέρα
µέχρι το λιόγερµα, που εγκαταλείπουν την προσπάθεια
της επανόδου τους στην Αχαιών Ακτή
οι εν δουλεία
και µένει πάλιν η ψυχή µου
περίλυπη µέχρι θανάτου,
γιατί ως ποιητής
αδυνατώ να φέρω εις πέρας την αποστολή μου
- να οδηγήσω, δηλαδή,
τους εν δουλεία στην Αχαιών Ακτή -
κι έτσι θα περιμένω ακόμα
μέχρι ν' αξιωθώ να δω κι εγώ την Ακανθού.
Θα περιμένω...
(από την ποιητική σύνθεση «ΕΠΑΝΟΔΟΣ», 1992)

Τι κρίμα / Λαμπής Γιάννος


Νύχτα λουσμένη στο φως,
πνιγμένη στους σπασμούς του έρωτα,
και το δοξάρι μου έγραφε μελωδίες
στο κορμί σου που ήταν σαν βιολί χορδισμένο.
Με κοίταξες κι ένα σου δάκρυ κύλησε,
στάλαξε στο στόμα μου, φαρμάκι πικρό,
ποτέ μου δεν κατάλαβα πως τόσο καθάρια μάτια
έσταξαν θάνατο αργό,
κι ύστερα τα χείλη σου πως μάτωσαν,
καθώς μου ‘πες
τι κρίμα, δεν θα ‘μαστε ποτέ αληθινά μαζί
αφού ανήκουμε αλλού κι οι δυο

[Οταν σβήσουν τα γύρω γύρω] του Κωνσταντίνου Κυπριανού

Οταν σβήσουν τα γύρω γύρω
μένεις
τελικά μόνος
κατασκηνώνεις με την μοναξιά
δέν μιλάς ούτε γελάς 
μόνο ακούς ...
Ακούς τα σάπια τα παράλυτα λόγια
παράλυτα ;;;;; ναί είναι αυτά που σου στέκονται στο στομάχι
και που για μήνες ηχούν στα τύμαπνά σου σάν ταμπούρλο
Γυρεύεις ένα πάπλωμα να τρυπώσεις απο κάτω
να μήν σε βλέπουν , κάποτε παίζεις τον άρρωστο ,
γίνεσαι άφαντος ή και αόρατος γίνεσαι το τίποτα ////
Κανείς δέν καταλαβαίνει ότι δέν έχεις προφίλ
και γιατί να έχεις αφού έχεις εσένα , να πλασάρεις τί ;;;;;
τα μούτρα ή το κορμί σου ;;;
'΄δεκα κρίκοι ένα τάλιρο'' έλεγε η Τούλα στο λούνα πάρκ κάποτε <<
Οταν σβήσουν τα γύρω γύρω σου
εκεί τότε αισθάνεσαι
το σαγρέ που σπατουλάριζες ...
ματώνει το γδάρσιμό του , κλαίς , χτυπιέσαι
μα η κατασκήνωση μόνιμη .

Βαρέθηκα / Άθως Χατζηματθαίου




Βαρέθηκα να βλέπω κάθε βράδυ
Μέσα από της μοναξιάς το βλέμμα
Τ’ αστέρια να χορεύουν στο σκοτάδι
Και το φεγγάρι να βουτάει στο αίμα

Βαρέθηκα ν’ ανοίγω την κουρτίνα
Και άδειοι να ’ ναι κι έρημοι οι δρόμοι
Να ψάχνω σε μια αδειανή βιτρίνα
Να βρω της λύτρωσης το σταυροδρόμι
Βαρέθηκα απ’ τις γρίλιες να κοιτάω
Τον ήλιο να κεντά φιλί, φιλί
Και στο σκοτάδι εγώ να περπατάω
Ψάχνοντας τη δική μου ανατολή.

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

ΕΞΟΔΟΣ / Χριστοδουλίδης Γιώργος


Εδώ
σε αυτόν τον τόπο
η ζέστη είναι στεγνή
άνθρωποι δραπετεύοντας
από τα ξεραμένα τους κορμιά
περνούν την ενδοχώρα
κι ακολουθώντας όλοι τις ίδιες γραμμές
ενώνονται με τη θάλασσα
όπως ενώνονται με μια γυναίκα
η οποία τους θέλησε σιωπηλά πολύ καιρό
πριν εκείνοι ανακαλύψουν τον βυθό της.

Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

[Στο λυκόφως της ζωής ] της Κυριακής Σαντή

Στο λυκόφως της ζωής 
τα όνειρα αιωρούνται 
στο λίγο φως που τρεμοσβήνει. 
Ότι ζωγραφίσεις στο καμβά της αναμονής 
χάνεται βίαια, ξεσκίζεται...

Αφήνεις στη σκιά του χρόνου 
το παραπονεμένο τραγούδι της ζωής σου
να ταξιδεύει στον ορίζοντα του ποτέ. 
Φοβάσαι την άδεια καρδιά που κουβαλάς. 

Το φανάρι της ζωής θ΄ αφήσεις πίσω 
δίπλα σ΄ ένα ξεχασμένο τετράδιο ψυχής 
σ'  ένα μισοτελειωμένο πίνακα ζωής. 

Παλεύεις με τα φαντάσματα του παρελθόντος
ουρλιάζεις στις ερινύες του σήμερα
Μα η φωνή σου 
απόηχος μια άτολμης πορείας που σβήνει...
και χάνεται
στη διαδρομή της μυστικότητας.