Και
χθες το βράδυ η Καλυψώ
καθώς
φούντωνε η φλόγα της στο τζάκι,
μετά
το δείπνο τ’ αχλάδια και τα μήλα
κάθισε
στον φιλντισένιο θρόνο της
και
με το χτένι να κτενίζει τα μαλλιά τ’ ανέμου
μου
είπε:
«Τόσα
χρόνια τον Ποσειδώνα πολεμάς για την Ιθάκη,
ένα
ξερότοπο γεμάτο παλιές έχθρες.
Ποιος
να θυμάται τον αλλοτινό βασιλιά
και
ποιος θα ρθεί για να τον ανταμώσει στο λιμάνι».
Κι’
ήταν τα λόγια της ζεστά όπως η φλόγα του τζακιού
μεθυστικά
σαν βάλσαμο μες στο κρασί·
όμως
αναστέναξα βαριά κι’ αρνήθηκα το δώρο των θεών,
παράξενα
στ’ αφτιά μου αντήχησε η φωνή μου.
Αύριο
κινώ για την Ιθάκη·
καράβι
καλοτάξιδο θα φτιάξω
με
τις χοντρές νησιώτικες οξιές
και
για πανιά τα πλουμιστά λινά,
και
στο νησί θα φθάσω μετά από θυσία στους θεούς.
Τι
να την κάνει ο άνθρωπος την αφθαρσία
όταν
η νοσταλγία μαραίνει τον νου και την ψυχή του.
Τι
να την κάνει η Καλυψώ την αφθαρσία
όταν
στα ευρύχωρα παλάτια της κρατεί θνητούς ανθρώπους
φάρμακο
και βάλσαμο για τη μοναξιά της.