Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Ντίνος Κυπριανού: Τρία (3) ποιήματα

ΛΙΓΟ ΧΩΜΑ ΔΙΚΟ ΣΟΥ 

Λίγο χώμα να πάρω μαζί μου
σ'ένα μπουκαλάκι έτσι , να ησυχάζει η ψυχή μου
λίγο χώμα δικό σου ..

Θα το ποτίζω με τα δάκρυα μου
αφού δεν μπορείς να έρθεις εσύ κοντά μου
λίγο χώμα δικό σου ...

Αυτό το χώμα μου θυμίζει τα όσα ζήσαμε
σε αυτό το χώμα την ζωή μας χτίσαμε ..

σ'ένα χώμα νεκρό και οι δυό δακρύσαμε
με αίμα το χώμα ποτίσαμε ,
... μα πάνω απο το χώμα χωρίσαμε ..

Λίγο χώμα να πάρω μαζί μου ,
λίγο χώμα δικό σου .


***


Να κυλίσει το αίμα μου να ρθεί να σε βρεί
τον εθνικό ύμνο κρυφά να στον πεί .

Θα ξυπνήσουν οι νεκροί σου
θα ανασάνει η γή σου ..

Την ζωή μου μόνο για σένα θα δώσω
έστω και με το αίμα μου να σ'ανταμώσω ..

Ξύπνα ΚΕΡΥΝΕΙΑ του βορρά χτύπα τα καμπαναριά
το αίμα το ελληνικό γύρισε
το χώμα σου το ιερό ΕΛΛΑΔΑ μύρισε ..

ΞΥΠΝΑ και αγκάλιασε το
για σένα τόδωσα ΠΟΤΕ δεν σε πρόδωσα ..


***

Αν θα πετώ με τα πουλιά
κι'άν θα βρεθώ σ'άλλη αγκαλιά

τίποτα δεν βλέπω τ'όνειρο μου είναι μαύρο
ψάχνω κάτι νά'βρω , αληθινό ,
με χίλια ταξιδεύω πόσο μακρυά θα φτάσω
πρέπει να προφτάσω , τον ουρανό ...

λένε δεν μπορούνε οι αγγέλοι ν'αγαπάνε
δάκρυα κυλάνε , στον χωρισμό,
όταν θα σε χάσω τα πουλιά αλλού με πάνε
δέν θα σε ξεχάσω , και δεν μπορώ ...

ίσως αργά να λυτρωθώ

μπορεί εκεί να γεννηθώ ..

Η γυναίκα με την μπούρκα



Τα μάτια της κοίταζαν χαμηλά,
βρήκε το χερούλι απ’ το κάγκελο και το ’σπρωξε
μα δεν ήταν μόνο αυτό που μας χώριζε.
Πέρασε μέσα διακριτικά,
όσο μπορούσε με την κλαδωτή της μπούρκα.
Φοβόταν να με αντικρίσει
έτσι της έμαθαν από παλιά
μα η επιμονή μου την έκανε να με κοιτάξει.
Χαμογέλασα.
Πάγωσε.
Δεν ανταπόδωσε.
Άφησε τα παιδιά της και έφυγε.
Και ένιωθα στον αέρα τις βρισιές
για το χαμόγελο που στερήθηκε,
για το χαμόγελο που φοβάται
πως θα χάσουν τα παιδιά της.



"Τα Άνθη του Φωτός" εκδ. Αρμίδα.2014

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Εσενα σε έχω ξαναγαπήσει / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Αν κάθε στίχος μου
ήτανε μια στιγμή,
πλούσια πολύ θα ’χα ζωή
αν και τις στιγμές μου
όλες
δεν τις θυμάμαι.

Αν κάθε στίχος μου
ήταν η άλλη ζωή,
θα ’χα περάσει σε αυτήν
μία μία
όλες τις στιγμές μου.

Αν στους στίχους μου
ακούσατε την καρδιά
πως έφυγα θα μάθατε
–μέσα–
δεν χώραγαν άλλοι.

Παράγωγα
Επίθετα
Επιρρήματα
Ουσιαστικά.
Μια λέξη θυμάμαι εγώ,
Αγάπη.






Χίλια και ένα
μέτρησα χθες βράδυ τα μέλη μου.
Μόνο σε μία
και όχι σε χίλιες και μία νύχτες.
Στις χιλιάδες προσωπικότητές μου συστήθηκα
να τις αγγίξω επιχείρησα,
με στένευαν όμως
τα καινούργια μου παπούτσια.

Χίλιες και μία νύχτες σε θυμήθηκα.
Δεν σε συγχώρεσα όμως
σε καμία.
Μνήμες και λεπτομέρεια
πολύ μού στοίχισαν
χίλιους και έναν στίχους ξαναθυμήθηκα,
ούτε ένας
δεν ήτανε δικός μου.










Γι άννη, αν γεννήθηκες ξανά,
πάμε για καφέ το βράδυ;
Να περπατήσουμε χωριστά,
και όπου θέλει η Αθήνα,
ας μας βγάλει.

«Φτάσε σε οργασμό κάποια στιγμή»
«σκεφτόμαστε», Γιάννη μού έλεγες,
«πολύ»
αν και εγώ δεν σκέφτηκα
ποτέ τον θάνατό σου.

—«Ωραίο γούστο έχεις στους άνδρες» έλεγες.

—Έμεινα χωρίς παιδί...


                                   Τον οργασμό
                           μπορείς να μιμηθείς
                       δεν μπορείς όμως
                                  την αγάπη.







Τη στιγμή που πέφτεις
δεν υπάρχει σωστή κραυγή
λέξη να πεις,
να ψιθυρίσεις.
Τη στιγμή που πέφτεις,
λες ήξερα πως θα γινότανε έτσι
μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι.
Πέφτεις.







Άνθρωπο δε βρίσκεις πια
κουρασμένος να μην είναι.
Ανελκυστήρες και κυλιόμενες
δεν ξέρω γιατί λειτουργούν.
Σέρνω πόδια και ψυχή,
δίχως να ξέρω
αν είναι τα δικά μου
όλο τον κόσμο σού λέω Γιάννη κουβαλώ,
τον δάσκαλο,
τους μαθητές απ’ το κρυφό σχολειό,
τον Πενταδάχτυλο
και μια θάλασσα
που ώρες ώρες
ακόμα μού μοιάζει.

—Μα αφού πιστεύεις πως όλα τελειώνουν εδώ,
ποιό το νόημα να εξηγώ,
πως η σκιά μου
θα ᾿ναι πάντα εκεί κοντά σου.

Ελεύθερη βούληση
το να μην σε ξαναδώ
και να προσεύχομαι
μόνο μακριά σου.

[Άνθρωπο δε βρίσκεις πια] / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Άνθρωπο δε βρίσκεις πια
κουρασμένος να μην είναι.
Ανελκυστήρες και κυλιόμενες
δεν ξέρω γιατί λειτουργούν.
Σέρνω πόδια και ψυχή,
δίχως να ξέρω
αν είναι τα δικά μου
όλο τον κόσμο σού λέω Γιάννη κουβαλώ,
τον δάσκαλο,
τους μαθητές απ’ το κρυφό σχολειό,
τον Πενταδάχτυλο
και μια θάλασσα
που ώρες ώρες
ακόμα μού μοιάζει.

—Μα αφού πιστεύεις πως όλα τελειώνουν εδώ,
ποιό το νόημα να εξηγώ,
πως η σκιά μου
θα ᾿ναι πάντα εκεί κοντά σου.

Ελεύθερη βούληση
το να μην σε ξαναδώ
και να προσεύχομαι

μόνο μακριά σου.

[Τη στιγμή που πέφτεις] / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Τη στιγμή που πέφτεις
δεν υπάρχει σωστή κραυγή
λέξη να πεις,
να ψιθυρίσεις.
Τη στιγμή που πέφτεις,
λες ήξερα πως θα γινότανε έτσι
μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι.

Πέφτεις.

[Γι άννη, αν γεννήθηκες ξανά] / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Γι άννη, αν γεννήθηκες ξανά,
πάμε για καφέ το βράδυ;
Να περπατήσουμε χωριστά,
και όπου θέλει η Αθήνα,
ας μας βγάλει.

«Φτάσε σε οργασμό κάποια στιγμή»
«σκεφτόμαστε», Γιάννη μού έλεγες,
«πολύ»
αν και εγώ δεν σκέφτηκα
ποτέ τον θάνατό σου.

—«Ωραίο γούστο έχεις στους άνδρες» έλεγες.

—Έμεινα χωρίς παιδί...


                                   Τον οργασμό
                           μπορείς να μιμηθείς
                       δεν μπορείς όμως

                                  την αγάπη.

[Χίλια και ένα] / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Χίλια και ένα
μέτρησα χθες βράδυ τα μέλη μου.
Μόνο σε μία
και όχι σε χίλιες και μία νύχτες.
Στις χιλιάδες προσωπικότητές μου συστήθηκα
να τις αγγίξω επιχείρησα,
με στένευαν όμως
τα καινούργια μου παπούτσια.

Χίλιες και μία νύχτες σε θυμήθηκα.
Δεν σε συγχώρεσα όμως
σε καμία.
Μνήμες και λεπτομέρεια
πολύ μού στοίχισαν
χίλιους και έναν στίχους ξαναθυμήθηκα,
ούτε ένας

δεν ήτανε δικός μου.

[Αν κάθε στίχος μου..] / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Αν κάθε στίχος μου
ήτανε μια στιγμή,
πλούσια πολύ θα ’χα ζωή
αν και τις στιγμές μου
όλες
δεν τις θυμάμαι.

Αν κάθε στίχος μου
ήταν η άλλη ζωή,
θα ’χα περάσει σε αυτήν
μία μία
όλες τις στιγμές μου.

Αν στους στίχους μου
ακούσατε την καρδιά
πως έφυγα θα μάθατε
–μέσα–
δεν χώραγαν άλλοι.

Παράγωγα
Επίθετα
Επιρρήματα
Ουσιαστικά.
Μια λέξη θυμάμαι εγώ,

Αγάπη.




Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Ηλίθιοι πολιορκημένοι

                                         

Άκρα του τάφου σιωπή στην Κύπρο βασιλεύει…
στέκει ο Κυπραίος ο χαζός παράμερα και κλαίει…
«Ωσάν την Τζιύπρον εν έσιει» λέει και ξαναλέει…
Τον κούρεψαν τον λήστεψαν και κείνος το χαβά του…
λαλεί πουλί, τρώει σπυρί και γλύφει τα φτερά του …
αιώνες τώρα έμαθε να κάθεται στ’ αυγά του…
«Σκυμμένο πάντα θα κρατώ το έρμο μου κεφάλι…
φοβάμαι τους Αγαρηνούς μη μου το κόψουν πάλι»…
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη…
η Κύπρος μας ολόχρυση σα το ξερό χορτάρι…
Με χίλιες βρύσες χύνονται, με χίλιες γλώσσες κρένουν…
«τζιαι οι Κυπραίοι σήμερα πεινούν τζι’ αργοπεθαίνουν»…
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα…
ατάραχος σαν ουρανός έχασα κάθ’ ελπίδα…
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη 'ναι κρυμμένα…
ποιος θα τα δει ποιος θα τα βρει πλάστη μου τα κλεμμένα… 

Πατέρας



Ήλιος καυτός και θέριζες στον κάμπο το σιτάρι
Βαρύ δρεπάνι ασήκωτο σε κάθε αρμαθιά…
Στάχυα για στρώμα έβαζες, πέτρα για μαξιλάρι
Τον πόνο σου τον έκρυβες μες τη καρδιά βαθιά…

Έρχεσαι μες τη μνήμη μου με φορτωμένη πλάτη…
Η ζέστη ανυπόφορη να καίει αναθεμάτη…

Η κλεψύδρα




Πόσα τραγούδια να σου πω, πόσες φορές να κλάψω…
Πόσα στιχάκια μάτια μου για σένανε να γράψω…

Εστέρεψε το δάκρυ μου, στέρεψε κι’ η χαρά μου…
Στέρεψε το μελάνι μου, στράγγιξε η καρδιά μου…
                                                                                   
Δεν έχω χρόνο μάτια μου, αδειάζει η κλεψύδρα…
Σε θάλασσες και σε βουνά, έψαξα μα δε σ’ ήβρα…

Κουράστηκα να σε ζητώ του ήλιου μου αχτίδα…
Τρομάζω μήπως μου χαθεί για πάντα η ελπίδα…

Παιδί ενός κατώτερου θεού



Παιδί κατώτερου θεού σου κλέψαν τη ζωή σου
έκανες το ποδήλατο κρεβάτι σου, κοιμήσου

Μα τη ζωή ποδήλατο κάποιοι στην έχουν κάνει
είσαι μικρός και δε μπορείς ο νους σου δε τους βάνει

Σφίξε σκληρά τα δόντια σου και κράτα την οργή σου
κάποτε θάρθουν να σου πουν ποιοι είν’ οι σύντροφοί σου

Ζώσου μαζί τους τ’ άρματα αγόρι μου κι’ ορκίσου
να πάρουνε το μάθημα οι εχθροί μας και εχθροί σου 

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Βότρυς κύπρινος / Παπαδόπουλος Δ. Κυριάκος


Η αγράμπελη εκεί δα στον όχθο,
ανοίγοντας τα μάτια σε ναό αφροδίσιο
πασκίζει ν’ αναρριχηθεί, ν’ αγγίξει τον ουρανό,
λιγνή κι αέρινη, σιωπηλή,
μ’ ένα εγωισμό απάνθρωπα θεϊκό.
Κληματίδες ρόδινες
απλώνουν λεπτά συστρεφόμενα μικροδάκτυλα
ν’ ακουμπήσουν την ίριδα,
ν’ αγκαλιάσουν το φεγγάρι,
που χαμογελά σε καράβια
καθώς φορτωμένα μεθύσι
γλιστράνε μαγεμένα στην ασημένια θάλασσα.
Σε ηλιόλουστους λόφους αρχέγονα αμπέλια,
αγκαλιά με θαμμένες καλλίγραμμες κολόνες
επαιτούν δικαίωμα ύπαρξης.
Κύπριδος σταφύλια, γλυκοφιλημένα,
κόκκινα από χείλη παρθενικά,
μετουσιωμένα εις οίνον εύοσμον.

Θα σε μεθύσω κι ύστερα θα σε πάρω απ’ το χέρι,
θα σε πάω εκεί, όπου η αστροφεγγιά υπάρχει μόνο
για αγάπη,
εκεί, όπου τα αμπέλια πεθαίνουν από γερατειά,
εκεί, όπου βότρυς κύπρινος ανθίζει ποιητική αδεία.

Ο αγέρας διαπερνά το άνθος
έρχεται να κρυφτεί στους κόρφους σου,
να χαϊδέψει τα στήθη σου
κι ενώ εσύ παραδίδεσαι σ’ αυτόν ευτυχισμένη,
εγώ πεθαίνω από ζήλια.

Και τότες περπάτησα με βακχικούς ύμνους
σε κουρσεμένους από λυσσασμένους ιερείς
αρχέγονους ναούς,
και ξαφνικά,
βρέθηκα ολόλευκος αγήτωρ σε ξέφωτο ξανθό,
σε αμπελώνες μυθικούς, αρχαϊκούς.
Κι ιδού βότρυς κύπρινος μεστώνει,
εκεί, όπου η αγράμπελη η αρχέγονη
σκαρφαλώνει σε μια αναζήτηση της Κύπριδος
αιωνίως ερωτική.

Περίπλοκη υπόθεση / Παπαδόπουλος Δ. Κυριάκος


Μα αλήθεια, πότε γέρασε η ομορφιά,
δεν έτυχε να δω ζαρωματιές στη μνήμη μου.
Άνοιξα αγκάλες σε αποικίες γυναικών
σε θαυμαστό ταξίδι ερωτικό
και πληγώθηκα.
Εσύ, γυναίκα, που γνώρισες εμέ κατακτητή,
σε έρωτα συνέταιρο,
σε πολιτείες ονειρεμένες, απάχικες,
σε παθιασμένες λάγνες θάλασσες,
έλα και σκέψου κάτι φωτεινό.
Δεν ανθίζεις και χειμώνιασε η γης.
Μάζεψες ότι είχα ερωτικό,
δραπέτευσες στο παρελθόν
κι έκανες τη σκέψη μνήμη.
Μάταιος, λοιπόν, ο έρωτάς σου, αγκάθι βλαβερό,
δεν έχεις πια αγκαλιά να με υποδεχτείς,
δεν ακούγεται θόρυβος φιλιών,
ώ και πώς μυρίζει έρωτα μπαγιάτικο η νύχτα.



Στάζουν σκοτάδι τα μαλλιά σου
κι εγώ ντυμένος στον παλιό μου εαυτό
παλεύω σε μωβ ωκεανό με μικρό καράβι,
σε σταθμούς βρωμερούς,
όπου κόρες απαλλαγμένες απ’ την παρθενιά τους
ερωτεύονται σε γερασμένες γυναικείες μυρμηγκιές.
Περίπλοκη υπόθεση η δυστυχία,
ανυπόφορη η ευφράδεια του ποιητή.
Τι να μοιραστεί πια μαζί μου
ο Θεός κι εσύ;


Λεμεσός Απρίλης 2010

Στο δρόμο για Αμμόχωστο


Στο δρόμο για Αμμόχωστο
βρήκα ένα γεράνι.
Εκεί που φύονται ήρωες
κι ο θρύλος κύκλους κάνει.

Το μύρισα. Ψιθύρισε
«που πας μικρέ διαβάτη;»
Να αγναντέψω το νησί,
ως κει που πιάνει μάτι.

Να δω τον πενταδάκτυλο.
Νιώθω βαρύ τον πόνο.
Την όμορφη Κερύνεια,
για μια στιγμούλα μόνο.

Και με ανθούς Πορτοκαλιάς,
(στεφάνια της ζωής μου)
θα πλέξω μάνα πριν χαθεί,
ο κόμπος της φωνής μου.

Στο δρόμο για Αμμόχωστο,
έκοψα το γεράνι,
πριν το μαδήσει ο εχθρός,
κι ο ήλιος το μαράνει.