Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Η ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΗς ΠΑΛΙΡΡΟΙΑΣ


ότι ακόμα απομένει
ακουμπά στο διάβα του ελάχιστου λευκού
για την απόδειξη της καθαρότητας σαν ησυχία

σαν αγωνία, σαν παλίρροια πυρετού
η πληρότητα υπομένει την πλημμύρα
όταν αδειάζει η θάλασσα την ώρα
όταν η μνήμη τ’ ουρανού στερεύει

και ο κόπος εξαντλείται στην αλμύρα

η αποτέφρωση της λίμνης


η αποτέφρωση της λίμνης
αφυδάτωσε τον αέρα και τον άδειασε

τώρα που ρίξανε τους ουρανούς
που στερέψαν
τους παλιούς ανθρώπους του νερού
τώρα που κάψανε και σκόρπισαν
χαμένους τους ανέμους
ακούγονται κάτω να σπαράσσουν
τα όσα θαμμένα σώθηκαν
αυτά που μόνο βρέθηκαν


τα οστά και το αλάτι

Ενθύμια Λόγια


στην περίμετρο των κλειστών περιοχών
εκεί που δεν μπορούν να πάν οι βάρκες
η Αναβάτης ερχόταν
στο κέντρο της οθόνης με τον ήχο

φύσαγε στις απέραντες ακτές της
αντίλαλος που πέρναγε
κι ακούγονταν αθάνατα παντού
τα Ενθύμια Λόγια

«…στη γη των ουρανών
ο βόγγος των βουνών
η θανή των λίθων …»

ενθύμια τα λόγια του επισκέπτη

εικόνα ηχώ η Άνεμος-Αναβάτης
η άβατος πηγή των θαλασσών
ίσο σημείο των αποστάσεων ο λόγος

η λέμβος και ο φλοίσβος της αυλής

«Παναγία της Ομορφιάς»*


η μνήμη θα βαφτίζεται στις λίμνες
εκεί που
γνέφεις κι επιστρέφει ο καιρός
και περιφέρεις τους ορίζοντες
παραπλανείς το χρόνο
πως ειν’ καινούργιος πάλι τωρινός
εκεί στων θαλασσών τις στέρνες
που πνίγεις τα πηγάδια
και δένεις το νερό
να ‘ναι ο κόσμος διψασμένος
παρθένος πάντα να’ ναι ο στεναγμός
εκεί
το σώμα σου γλυφό
εκεί να μείνει μυστικό
η μια μεριά σου θάλασσα να είσαι ουρανός


* μικρή εκκλησία στα Πάνω Λεύκαρα της Κύπρου

παραπομπή στη Θεά Αφροδίτη

το φέγγος του χρόνου


μακριά στην αντιφεγγιά των μαρμάρων
αντηχούσε ο κραδασμός των φύλλων
έπαλλαν τα λαξεμένα βάθη
κι o απόηχος αχός
έφερνε κύκλω ως εδώ τον όρθρο

ξημέρωνε ολημερίς η νύχτα
κράταγε τον ορίζοντα κλωστή κι ακροβατούσε
ισορροπούσε στην ακροθαλασσιά του φλοίσβου
κι έγερνε πάλι μακρινή
η φεγγερή αστραφτερή αθανασία

χρόνοι της γης
καιροί των δέντρων διαυγείς

στα χάλκινα ραγίσματα του ήχου

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΚΛΗΣΗ

Προχώρησε μόνη
και πήρε τη θέση της 
στη νύχτα,
πλάι σ΄ όλα τ΄αστέρια, 
στο βάθος τ΄ ορίζοντα. 

Εκεί, 
στην αντίπερα άκρη
διανύοντας όλη την απόσταση 
στο στερέωμα, 
τρεμόσβηνε 
επαναληπτικά, 
ή τελευταία Επίκληση. 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ

Όλο τα μάτια σου να χάνουν το τοπίο
κι΄ όλο τα χείλη σου να μου θυμίζουν 
ένα παλιό κι΄ ανείπωτο τραγούδι.

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

Κάθε που χάνεται 
κυτώ επίμονα τ΄ αχνάρια.

Η αφή σου 
στοχασμός
σ΄ όλη την έκταση του κάμπου. 

Εκεί, 
κάθε που υπάρχεις
κι΄ ο στεναγμός
αβάσταχτη ανάσα
της νύχτας.

ΜΕΤΑΒΑΣΗ

Πρωτοχρονιά 1966

Το φως σίγασε
μια ώρα κρίσιμης κι΄ αβέβαιης αναμονής.
Ύστερα αντιφέγγισε 
στα χέρια στα μαλλιά στα μάτια.

ΕΥΦΟΡΙΑ

Τούτη την Άνοιξη, μελετώ
την Ομορφιά
στη σιωπηλή σου κίνηση......

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Οι μέρες τ’ Αυγούστου [Ημέρα Δέκατη Όγδοη---Ημέρα τριακοστή πρώτη]

Ημέρα Δέκατη Όγδοη

Πέρασα μέσα από τα ερείπια.
Αλήθεια πόσοι πιστοί θα πέρασαν
εκείνη την πόρτα πρωτοσκέφτηκα.
Τώρα το μόνο που είχε απομείνει
ήταν η πέτρινη καμάρα…
Φύγαμε γρήγορα,
σαν τον χρόνο που δεν χαρίζεται.
Ρομαντική η φθορά του τοπίου
μα η πόλη γιόρταζε
και μας καλούσε.

Ημέρα Δέκατη Ένατη

Σκέφτομαι τις μέρες που πέρασαν
κι αυτές που είναι να ’ρθουν.
Το βλέμμα μου στους δρόμους
το προσπερνούν χιλιάδες
και γω το ίδιο κάνω.
Κάναμε στάση όπου νιώθαμε όμορφα…
Δεν ξέρω,
ίσως αυτή την άποψη
έπρεπε να ’χαμε και για τη ζωή.



Ημέρα Εικοστή

Το βράδυ κοιμόσουν και σε φίλησα.
Το ’ξερα πως θα μας χώριζαν
οι τόποι κι χρόνοι.
Κρίμα, σε τούτη τη σκοτεινή γη
ένα δικό μου φωτεινό πλάσμα
έμελλε να ζει, να μεγαλώνει,
να ονειρεύεται…
Κυρίως, μακριά από μένα.

Ημέρα Εικοστή πρώτη

Η αναμονή του αποχωρισμού δύσκολη.
Με περιμένουν τόσα
κι αφήνω άλλα τόσα πίσω μου.
Η πανσέληνος δεσπόζει απ’ το παράθυρό μου.
Ανταλλάζουμε βλέμματα,
της λέω τα μυστικά μου.
Υπόσχεται πως το ίδιο πιστά,
με την πλήρωση των ημερών
θα ξανάρθει να με βρει.

Ημέρα Εικοστή Δεύτερη

Κάθε που επιστρέφω απ’ τα ταξίδια
η απουσία σου
βασανιστικά αισθητή.
Ήσουν ο πρώτος λόγος του γέλιου μου.
Ήσουν ο πρώτος σταθμός.
Ήσουν όλα όσο με δένανε με την Ιθάκη μου.

Ημέρα Εικοστή Τρίτη- Ημέρα Τριακοστή

Ημέρες προσγείωσης.
Ημέρες σιωπής.
Έτσι γευόμουν πάντα τις επιστροφές.

Ημέρα τριακοστή πρώτη

Θεέ μου να ’ταν οι μέρες τ’ Αυγούστου διπλές
να προλαβαίναμε να χαιρετήσουμε τις αγάπες του καλοκαιριού,
να εκπληρώναμε το ανεκπλήρωτο,
να ζούσαμε τα φεγγάρια αγκαλιά δυο φορές.
Να μην μας έβρισκε ο Σεπτέμβρης τόσο γρήγορα
σε αδειανά σεντόνια με τ’ άρωμα του καλοκαιριού…

Τω φιλτάτω μοι φίλω κ. Δημ. Μαριδάκη επί τη απελεύσει αυτού

Να γράψω θέλεις φίλε μου στίχους στο λεύκωμά Σου
αλλά μοι είνε δύσκολον δια να στιχουργήσω
να αναφέρω επαρκώς τα προτερήματά Σου
της Σης καρδίας τας χορδάς δια να συγκινήσω.

Φίλος είσαι ειλικρινής με ευγενείς τους τρόπους
και Καλλιτέχνης άριστος, σπανίας ευγλωττίας
εφ’ ω τυγχάνεις προσφιλής εις όλους τους ανθρώπους
μύστης δε έκτακτος, δεινός, ταχυδακτυλουργίας.

Είμαι καγώ Δημόσθενες! είς εκ των θαυμαστών Σου
αγάπην τρέφω δια Σε, συμπάθειαν μεγάλην
δι’ ο, στην τάξιν έχε με των φίλων των πιστών Σου
Και ήδη αποχαιρετών Σ’ ανοίγω την αγκάλην.

Προσφέρων Σοι τον ασπασμόν
με της φιλίας σεβασμόν
Φωνών Σοι πολλά Χαίρε!

Φίλε, πιστέ Εταίρε!

O Φιλάργυρος προ του Πλάστου



Θεέ μου, τί απέγινε τόση περιουσία
ην άφησα επί της γης, κληθείς εδώ να έλθω!
Mήπως μου γίνει όλεθρος αυτή η απουσία;
Eπίτρεψόν μου, Πλάστα μου, στην γην να επανέλθω.

*

Πόσα δεινά υπέφερα όπως την συναθροίσω!
Tο ένδυμά μου πενιχρόν, το φαγητόν επίσης,
νήστις πολλάκις έμεινα το χρήμα να κερδίσω,
έζησα βίον αφανή, άθλιον, με στερήσεις.

*

Διύλιζον τον κώνωπα εις πάσαν εργασίαν,
τα ράκη ανεσκάλευον, ανέπνεον την κόνιν,
συνέλεγον τα σκύβαλα με όψιν απαισίαν,
σύνθημα έχων πάντοτε την απληστίαν μόνην.

*

― Λησμόνησον όλα εδώ, θνητέ, του άλλου κόσμου
τα πλούτη, χρυσός, άργυρος δεν έχουσιν αξίαν,
άπαντα μηδενίζονται τα γήινα εμπρός μου,
μισώ και αποστρέφομαι πάσαν πλεονεξίαν.

*

Στον Oυρανόν είν’ αρετή η καθαρά καρδία,
πλούτος τα έργα τ’ αγαθά, η ελεημοσύνη,
λείπει η πολυτέλεια, επίδειξις καμμία
και βασιλεύει αντ’ αυτών αγάπη, καλοσύνη.

*

Eίν’ η ζωή αιώνιος ενταύθα άνθρωπέ μου,
τα αγαθά της άφθαρτα, γαλήνη, ηρεμία.
Περίλυπος τί σκέπτεσαι; ειλικρινώς ειπέ μου,
την κεφαλήν σου βέβαια σκέψις κρατεί, ανία.

*

― Λυπούμαι ότι έχασα τόσους μόχθους και κόπους,
όσους υπέστην εν τη γη, μαρτύρια, στερήσεις,
γεγυμνωμένος παντελώς ήλθον σ’ αυτούς τους τόπους,
πώς να μην έχω θλιβεράς, Πλάστα μου, αναμνήσεις;

*

― Ω άνθρωπε ουτιδανέ! τα πάντα είναι κόνις,
στον άλλον κόσμον μάταια, τέφρα, σποδός και χώμα!
Γιατί το βλέμμα σου στην γην εισέτι προσηλώνεις
και ανοσίως βλασφημεί το δολερόν σου στόμα;

*

Δεν επανέρχεσαι ποτέ στην σφαίραν όπου λέγεις,
λησμόνησον τα αγαθά τα πρόσκαιρα του κόσμου·
δεν έχεις το δικαίωμα τους τόπους να εκλέγεις
κι ελθέ να απολογηθείς λεπτομερώς εμπρός μου.

*

Mεγάλην βίβλον ήνοιξεν ο Πλάστης κι εξετάζων
προσεκτικώς ηρίθμησεν του φιλαργύρου πράξεις,
προς ον αποτεινόμενος θυμώδης, σκυθρωπάζων,
είπε, και έσεισε σφοδρώς των Oυρανίων τάξεις.

*

― Άπελθε στο εξώτερον πυρ, το ητοιμασμένον
για τον φρικτόν Διάβολον και τους αυτού Aγγέλους,
σ’ όλας εκεί τας πράξεις σου σ’ έχω δοκιμασμένον
και τιμωρίαν πρέπουσαν θα εύρεις επιτέλους.

*

Ωφέλιμος δεν έγινες ου μόνον στον πλησίον,
αλλ’ έτι εβασάνισες φρικτά τον εαυτόν σου,
φύγε μακράν, μη ίστασαι εις το πλευρόν Oσίων,

διότι συ ελήστευσας κι αυτόν τον αδελφόν σου.

Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

ΓΕΥΣΗ

Στους βλαστούς των δένδρων 
άνθησε το αίμα 
και στην ποίηση η επιστροφή

ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ

Έκλαψε, τραγούδησε
κάθησε στη γη 
κι έφτιαξε τσαντήρι.
Το άδικο "είπε" 
θα κυρτώσει κεφάλι 
σήμερα, αύριο, μια μέρα 
που το μόριο θα γίνεται σπόρος
και το σπαθί 
θα τσακίσει στη μέση 
το κράνος του Λοχία.