Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

ΛΟΥΛΛΑ ΓΙΑΓΚΟΥ ΡΩΣΣΟΥ (30.3.1928-- 21.1.1988)







(Η όραση του κόσμου μεσ΄ τον τάφο σου
Καθώς περνάει το τρένο μα δε φεύγει)


Διαβάζουμε στον πρόλογο που επιμελήθηκε το Διοικητικό Συμβούλιο του Κέντρου Απασχόλησης «Άγιος Λάζαρος» για άτομα με ειδικές ανάγκες:  Η ποιητική συλλογή του Στέφανου Ζυμπουλάκη με τον τίτλο «Λούλλα Γιάγκου Ρώσσου» αποτελεί μια μνημειώδη κατάθεση αγάπης στο φωτοστέφανο της κύπριας Μάνας και γενικότερα της Μάνας όλου του κόσμου. Το ακριβό πετράδι του σύμπαντος είναι το παιδί της. Κι αυτή γίνεται η λατρεία του σε μια σφαιρική αγωνία του εσώτερού του κόσμου…………….



Στη μνήμη της Μητέρας μου
Λούλλας Γιάγκου Ρώσσου
που δεν πέθανε ποτέ


Χρώμα αγάπης κίτρινο
γίνεται όραμα πατρίδας
κι εσύ πουλί ανέγγιχτο
σκαλί περίτεχν΄ αρμενίζεις.
Ο λογισμός σου η όραση
θανατερό σκουλήκι.
Σέρνει στο πέλαγο ο θεός
σκοτάδι ομορφιάς
κι εσύ γυμνή καρδιά
καρδιά μητέρα
η πρώτη γη μου.

3.4.96

******

Λόγος δακρύζει τη φωτιά
και τ΄ αηδόνι πέπλο.
Στον ουρανό μεταίχμιο
φτερούγισμα καρδιάς.

4.4.96

*****

Στη ρίζα του πόνου η φυγή
ανθός η θλίψη της αγάπης.
Δάκρυα απονήρευτα υγρά
σε ρίγος στεναγμού.
Θρύψαλα το θρύψαλο η ψυχή
οσμής ξεφάντωμα αητού.
Καρδιά,
Καρδιά πρωτόγονης λατρείας
έλα και πάρε με κοντά
στο συρματόπλεγμα του Άδη.
Κτυπάει το περιστέρι στο καμπαναριό
κι εσύ της έχιδνας καμάρι
σε λύτρωση ονείρου.
Κυλάει το βάρβαρο υγρό
ξανθή ματιά θανάτου.

10.4.96

*****

Πράσινο η ψυχή μου στην Ανάσταση
σαν την ιέρεια παπαρούνα
που καθρεφτίζει την αυγή
το πρώτο χελιδόνι.
Ανέστη ο Κύριος ημών
ο ουρανός, η γη
κι ο θρίαμβος γιορτάσι.
Τούτο το χέρι που κρατά
τ΄ ανθόφυλλα του κόσμου
γίνεται όραμα κραυγής
στις υλακές των Λύκων.

16.4.96

*****

Αντάμα παίρνει η ματιά
κερί αναστημένο, καθώς
λειψή φωτιά
σα φλόγα νηστεμένη
γέρνει το σώμα της μπροστά
και καιροφυλακτεί.

16.4.96

*****

Το ψύχος της τρέλας
υγρή ονειροπόληση αγίου.
Μητέρα,
σ΄ αντάμωσα χθες
στο μεταίχμιο της φυγής μου
την ώρα που οι καμπάνες
τ΄ αστέρια και το θυμιατό
την ευλογία σε κοιμητήριο ανθούσε
και χώμα Αγ. Αθανασίου η λύτρωση
ματιές, φωνές και κλάματα παιδιού.
Εσύ δεν ήσουν
η λάμψη της αυγής
η αφή του δάσους στο ρυάκι
κυκλάμινο, βυζαντινή η μαργαρίτα
και το τοπίο αστείρευτο ανθόφυλλο καρδιάς;
Εσύ δεν ήσουν το κερί
το άγιο καταφύγιο της προσμονής μου η δόξα;
Εσύ δεν ήσουν……..
και Είσαι
και θα είσαι Μητέρα
 μορφή ομοίδια των αιώνων
η Γέννηση, η Σταύρωση και η Ανάσταση.
Μητέρα,
υποθέτω πως αύριο
την ώρα που η Άνοιξη
θ΄ αρμονίζει το τραγούδι μας
πιασμένο φως με χέρι
η όραση του κόσμου μεσ΄ τον τάφο σου
Καθώς περνάει το τρένο μα δε φεύγει.

27.4.96
*****

Αναβαθμίζοντας το χρόνο  
η καρδιά στο όραμα τραγούδι.
Γίνεται η μάνα φως
και πέρασμα
χωράφι ιερό.
Ανασαίνω τον ήλιο
η ελπίδα ταξίδι στο μελλούμενο
θάλασσα τη θάλασσα οι γλάροι
μεσ΄ τους ωκεανούς
οδύσσεια της ποίησης.
Παίρνω το χέρι και φιλώ,
Μάνα η όψη της λατρείας
γίνεται η γεύση ομορφιά
αγνού προβάτου κλάμα.
Μάνα,
θυμήσου γεννοβόλημα χαράς
τα μάτια του μικρού.
Τώρα που ακολούθησα
τη γέφυρα της σκέψης
γεμίζει ο ουρανός φιλί
στο στόμα του καντήλι.

2.5.96
*****
 Στο άνθος της ψυχής σου
ανάσα η φωνή
και τραγουδάς τον ύμνο της
σε ουράνιο αστέρι.
Μητέρα,
αγάπη σου η θάλασσα
ελπίδα μοναξιάς.

9.5.96
*****

Στερνό μου χάδι φως
η γη, το πέλαο, τ΄ αστέρι.
Η θάλασσα γυμνή
καράβια, ιστορίες και λιμάνια.
Κι Εσύ Μητέρα,
πως θα μπορούσε η αυγή
το ρόδο να μυρίσει;
Μνήμη της φαντασίας παιδικής
ονειροπόληση στιγμών λατρείας  
η μορφή, το ρόδο της αγάπης.
Αναπνέω στα μάτια σου τη νιότη,
βροντή η φωνή σου κυπαρίσσι
περνάει τραγούδι μα δε φεύγει
κι όλο θα λες θα΄ ρθεί
ο Άκης, η Ροδούλα, ο Πατέρας.
Συναγωγή στο περιβόλι των δακρύων
το πανηγύρι του Σταυρού
Σεπτέμβριος μήνας ο καιρός.
Η ομορφιά ζεσταίνει το τοπίο
και το τοπίο η ματιά
ζεσταίνει μέσ΄ τον ήλιο
την καρδιά σου.

13.9.96

*****

Στο σάβανο της σκέψης μου
η λατρεία
να δω το φως στα μάτια σου, Μητέρα,
δοξαστικό η λαλιά θεών
αγγέλων ύμνος το τραγούδι
και της Αγιάς Μαρίνας η φωνή
ξυπνάει το εικονοστάσι.
Θερμή παρηγοριά η γη
τ΄ αστέρι στην πλατεία
το κάστρο του ήρωα παιδιού
βυζαίνοντας αχόρταγα το νάμα.

30.9.96
*****

Γκρίζο το φως στο χώμα σου
φεγγάρι αναστημένο
γεύση του χρόνου η ματιά
αναλαμπή Εσπέρας.
Μητέρα,
 στο χθες και σήμερα σε γύρεψα
κραυγή αιώνιας η φωνή μου
κι αντίλαλος Εσύ.
Ζεστό της νιότης μου κορμί 
μεθάει μεσ΄ το χάδι.

5.10.96
*****
Στις αποχρώσεις της ψυχής
Εσύ Μητέρα,
η φωνή το βιος και η πνοή.
Πνίγω τον πόνο μου
μ΄ ανθόφυλλα βουής
ψάχνω στο βάζο μου ΄ γυμνό
χωρίς τα στάχυα.
Τραγούδι απάνεμο, του χρόνου η φωνή, 
υπέρηχο σπουργίτι στ΄ ακρογιάλι
και σ΄ αγαπάω και σ΄ αγαπώ
μες ΄ την κραυγή τ΄ ανέμου
μεσ΄ το κύμα.
Γλάροι λευκοί της προσμονής ΄
 δοξαστικό του Ευαγόρα.
Μητέρα,
σε φίλημα χεριού
ζεστή αγκαλιά πορφύρας παιδικής
και μήνας Αύγουστος, εμπόλεμης χρονιάς
θρονί της παρακαταθήκης μου
η μνήμη.

9.10.96

*****
Το αίμα κυλάει στις ρίζες του
καθώς μασάει τις δάφνες.
Η ποίηση της καρδιάς
το φως, το περιστέρι
αμάραντο φωτιάς
σε βυζαγμένο στήθος.

17.10.96
*****

ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Της Κύπρου ερευνητές και των γραμμάτων
της τέχνης και της γλώσσας, συντηρούμε
  το ελληνικό μας φως και πάντα ζούμε
στη μέριμνα των εθνικών πραγμάτων.
...................................
Την επιστήμη υπηρετούμε μόνο.
Σκοπός μας και φροντίδα μας η αλήθεια.
Την υποχρέωση νιώθουμε στα στήθια
και το καθήκον σαν της δάφνης κλώνο.

17 του Νοέμβρη 1973 (Χαράματα)

Πέρα στην πλατιά λεωφόρο
με τα γυμνά δέντρα,
τα φυλλώματα,
προβάλλουν τώρα οι χώροι αδειανοί.
Λιγοστά είναι τα βήματα,
ξέπνοοι οι λογής ήχοι,
αραιοί.


Στάζει τ’ αγιάζι μέσα μας.
Συχάζει η τυραγνοπατημένη πόλη,
η βουερή.


Πέρα απ’ τη μακρινή λεωφόρο
με τα γυμνά δέντρα,
τα φυλλώματα,
πεθαίνει η νύχτα, η φονική.
Αλυχτούνε οι θεριεμένοι σκύλοι
στα περάσματα, όξω απ’ τις κλειστές πόρτες,
καθώς στους τοίχους πληθαίνουν οι σκιές
κι απλώνονται τα γράμματα,
αιμάτινα, θαμπωτικά:
«για τον αγώνα και τη λευτεριά»
«για την πολύπαθη πατρίδα»!
Πίσω απ’ τις μανταλωμένες πόρτες,
βαριανασαίνουν οι καρδιές
π’ ανασηκώσαν τη μεγάλη μέρα!
Ω, Θε μου, κάμε πριν χαράξει
ν’ αστράψουν οι ουρανοί,
χρυσό φως ολούθε ν’ απλωθεί
κάμε, Μεγαλοδύναμε, να ξεχυθεί
ποτάμι ξέφρενο η πνοή,
να λυτρωθεί, η τυραγνοπατημένη πόλη!

εξομολόγηση

Δόστε μας πίσω τα παιδιά μας,
Και την ψυχή μας, την ψυχή μας.
Δεν έχουν έλεος οι κουβέρτες σας,
Δεν έχουν την ξανθή ματιά του βρέφους μας
Οι προσφορές σας οι εύρωστες.
Δόστε μας πίσω τα παιδιά μας
Και την κουρελιασμένη μας ψυχή,
Την ψυχή μας, την ψυχή μας…

Δεν θέλουμε όνομα και τίτλους,
Μήτε επιγράμματα.
Δόστε μας πίσω την ψυχή μας
Το μέσα πλούτος μας
Κι ας είναι ελιά το δείπνο μας
Και το νερό γλυφό.
Δόστε μας πίσω τα παιδιά μας
Και την ψυχή μας.

κάποιες λέξεις

Μ' αρέσουν κάποιες λέξεις που μυρίζουν γιασεμί
απλές σαν το κυριακάτικο πρωινό
δεν υποφέρουν από σημασίες και ιδέες
αρχάγγελους σοφίας δεν έχουν
σ' ευχαριστούν σαν χάδι παιδικό.

η Λευκωσία μας αναχωρεί

Ανάμεσα σε δυο ροδιές η Λευκωσία φιλοσοφεί
ανοίγει τις πλεξούδες της στον ήλιο
χειρονομεί στο παρελθόν η Λευκωσία
σαν ν' αποχαιρετά τον κόσμο αυτό
εκφέρει η Λευκωσία τα τελευταία φωνήεντα
στους τοίχους της μενεξεδένιας ώρας...
Αλλά τη Λευκωσία να μου αγαπάτε
όταν φορεί τα γιορτινά της
τα τελευταία της γιορτινά
και μπαίνει ανυποψίαστη στην αθανασία.

Αναζητούν την Κύπρο

Αναζητούν την Κύπρο στα παλιά χειρόγραφα
στους χάρτες των παλιών ημερομηνιών
στα παραμύθια των παντάνασσων γιαγιάδων
 και στα οδοιπορικά περιπαθών προσκυνητών.
Ωστόσο εγώ θα κάθομαι στα σύνορα του φεγγα­ριού
και τα μεγάλα μάτια της σαν τα τοπία της ευτυχίας
θα καρτερώ να με κοιτάξουν.

Χαμένες μέρες

Χαμένες μέρες του καλοκαιριού κλεισμένοι στα δωμάτια
ν' αντιπαλεύουμε τον άχρηστο εαυτό μας
και να μετράμε τις παλιές οδοιπορίες των πανσελή­νων
στα δολοφονημένα δάκτυλά μας
μικρή μου Ευτέρπη, Ρέα εργόχειρό μου,
κι εσύ αφροδίτη ελευθερία των άλλων ιδεών μας
τότε π' ανθούσε η άνοιξη στα βλέφαρά μας.
Γιατί περνά σαν το νερό η ζωή
και φράζεται στην ηλικία των άμισθων καιρών
που ζούνε με παραχωρήσεις;

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Τριλογία / Λάβαρη Μαρία

Α.


Το τραγούδι
πικρό βγαίνει απ’ τα χείλη μου.
Δεν έχω
φως
να τραγουδήσω.
Ψάχνω να βρω
το όνομα
που σβήστηκε στη νύχτα.
Ψάχνω να βρω
ένα βουνό
να το ρωτήσω
για τα κουφάρια
που χώνεψε
μέρες και νύχτες
μες στην αγκάλη του.
Για τα μαχαίρια
που κάρφωσαν
οι άπιστοι στην παλάμη του.

Β.


Έλαμψε μια νύχτα
στο μέτωπό του το φεγγάρι.
Ζήλεψαν τ’αστέρια
τη νιότη του.
Στη θάλασσα
ο γλάρος τον θρηνεί
με το βουβό τραγούδι του.
Και στη στεριά
το σύννεφο
δακρύζει.
Ο ήλιος ψάχνει να τον βρει
ταξιδεύοντας μέρες και νύχτες.
Ατέλειωτος κύκλος
χωρίς νόημα.
Δεν έχει πια φως
και ήλιο η καρδιά του.

Γ


Οι νεκροί
Δεν μεγαλώνουν.
Στέκουν ακίνητοι στη μνήμη μας
και περιμένουν.


 (από την ποιητική συλλογή «Χρονικό 1974»)

21 Σεπτεμβρίου 1999 Τρίτη / Λάβαρη Μαρία



Πώς μεγαλώνουν τα παιδιά;
Ρώτησε το αστέρι.
Η κορυφή του κυπαρισσιού
λύγισε
προσπάθησε ν’ακούσει καλύτερα.
-Με τ’αεράκι που φυσά.
Πώς μεγαλώνουν τα παιδιά;
Ρώτησε η πεταλούδα.
Με τ’αγκάθια στη ράχη τους
απάντησε ο σκανζόχοιρος.
Πώς μεγαλώνουν τα παιδιά;
Ρώτησε η νύχτα.
Με τα φαντάσματα στα
παραμύθια της γιαγιάς.
Πώς μεγαλώνουν τα παιδιά;
Ρώτησε το πηγάδι.
Με το νερό και την λάσπη.
Πώς μεγαλώνουν τα παιδιά;
Ρώτησε η κουκουβάγια.
Με τη γνώση.
Πώς μεγαλώνουν τα παιδιά;
Ρώτησε η άνεμος.
Με την αγάπη
Απάντησε το χαμομήλι.



 (από την ποιητική συλλογή «Το βουνό»)

Φθινόπωρο / Μολέσκης Γιώργος

Κρεμάσαμε τα μάλλινα στον τελευταίο ήλιο,

τα φορέσαμε Κυριακή πρωί και βγήκαμε στη

    θάλασσα.

Πίσω από μια πέτρα, κρεμασμένο σ' ένα αγκάθι

ήτανε το φθινόπωρο.

Το χαιρετίσαμε και γυρίσαμε σπίτι.

Φορέσαμε τις έγνοιες μας, τη φτώχεια μας,

πήραμε τη στεγνή μας γλώσσα

και περιμέναμε το ρυθμό της βροχής

που βάραινε με την αργοπορία της.

Καλοκαίρι της Λάρνακας / Μολέσκης Γιώργος



Το φως αυτό που καίει τη θάλασσα

ποτάμι χύνεται από την παραλία

και την πόλη καταβρέχει.



Γυμνό γυρίζει μες στους δρόμους,

ανακατεύεται με μαγαζάτορες,

εμπόρους, πλανόδιους πωλητές,

με τραπεζιτικούς και ταχυδρομικούς

κι άλλους λογής λογής υπάλληλους.



Πίσω ακολουθεί κι η θάλασσα

σέρνοντας τους παρδαλούς αποδημητικούς της εραστές.



Όλων τα σώματα υγρά, φωτίζονται

ως το αίμα και την ψυχή τους.

Και βλέπεις να γυμνώνονται τα σώματα

ως τα απόκρυφά τους μέρη

συχνά αποκαλύπτοντας τέλεια ομορφιά,

θεοποιημένη με το φωτοστέφανο του ήλιου

και λατρεμένη από αμύητους και μυημένους

χωρίς καν να φοβούνται τι ψυχή θ' αποκαλύ­ψουν

πίσω από τούτη την τέλεια σάρκα.



Από τη θάλασσα εκκινά, στη θάλασσα επιστρέ­φει

το φως αυτό. Μαζί της στο βυθό ξαπλώνει

και τρέμει βλέποντας τον κόσμο να βυθίζεται

    μες στο σκοτάδι.

Παλιά γειτονιά / Μολέσκης Γιώργος

Σε κάθε αυλή υπάρχει κι ένα δέντρο

που ανεβαίνει πάνω από την τελευταία στέγη.

Σε κάθε αυλή ζει και μια γριά

που για χάρη της το δέντρο κάθε βράδυ

κατεβάζει το φεγγάρι στην αυλή.



Θα 'θελε το δέντρο να 'ναι κι ένα παιδί

και θα κατέβαζε για χάρη του τον ήλιο.

Τον ήλιο τον ίδιο, μέρα μεσημέρι, πάνω στη

    δόξα του

κι ας καίουνταν όλα,

κι ας έμενε μόνο το δέντρο, ο ήλιος και το παιδί

να ξαναχτίσουνε τον κόσμο.


Το μπαλκόνι / Μολέσκης Γιώργος

Μπαλκόνι κρεμασμένο από τον ουρανό μες στο

    πρωί

από τις αχτίνες του ήλιου. Στέκει εκεί,

με το ρυθμό παλιάς αρχιτεκτονικής, ανάμεσα

στο μπετόν και το γυαλί που βιαστικά τρώνε την

    πόλη.



Κόσμος φαγωμένος από το τσιμέντο, στυφός

βιαστικά περνά από κάτω δίχως να το προσέχει.

Κάποτε κάποιος απορεί που στέκει ακόμα,

που δε βαρέθηκε να στέκει, που δεν υποχώρησε

μέσα στο σπίτι με τα κλειστά παράθυρα

όπως τα έπιπλα, τα υφαντά και τ' άλλα,

πορτρέτα, χειροτεχνήματα, ρολόγια

που μετρούσανε έναν άλλο χρόνο,

όπως τους ανθρώπους, που δεν βγαίνουν πια

    καθόλου στο μπαλκόνι.

Μαρία Ολυμπίου (βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε στην Λευκωσά και σπούδασε Δημοσιογραφία- Δημόσιες Σχέσεις. Εργάζεται ως Εκπαιδευτικός. Στα γράμματα την συναντάμε το 2005 όταν με το μυθιστόρημα  «Επικίνδυνη Δημοσιογραφική Αποστολή» παίρνει το κρατικό βραβείο. Εκπαιδευτικά προγράμματά της που αφορούν στη λογοτεχνία και την περιβαλλοντική εκπαίδευση έχουν βραβευτεί από το Commonwealth Association for Science Technology Mathematics Education (CASTME).
Συνεργάζεται με τα περιοδικά « Παιδική Χαρά» (παιδικό περιοδικό / σελίδες ποίησης), «Οικολογείν » (ελληνικό περιβαλλοντικό περιοδικό )
 Εκτός από το μυθιστόρημα, ασχολήθηκε με το παραμύθι  και το 2008 εκδίδει και την ποιητική συλλογή: «Κυριακές»

Πιο συγκεκριμένα: 



τα έργα της κατανέμονται όπως παρακάτω :



Μυθιστορήματα



  • «Επικίνδυνη Δημοσιογραφική Αποστολή» (κρατικό βραβείο 2005)
  • «Δήμαρχος για κλάματα» 2006
  • «Κυνηγοί φαντασμάτων» 2006
  • « Με ναργιλέ σβησμένο» 2009



Παραμύθια

  • «Γιατί οι κότες δεν πετάνε;» 2007 (Ibby Honour list 2010)
  • «Γιατί οι κότες δεν κελαηδάνε;» 2009
  • « Γιατί οι κότες είναι κουτσομπόλες;» 2009


Συλλογές διηγημάτων 
  • «Ο τίγρης στο κλουβί» (Α’ βραβείο ΚΣΠΝΒ 2006 )
  • « Μαϊντανός στο δόντι σου» 2007


Ποίηση
«Κυριακές» 2008


ιστότοπος: http://mariaolymbiou.blogspot.com.cy/