Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λαμπής Γιάννος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λαμπής Γιάννος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Και συ! / Λαμπής Γιάννος

Και συ!
Εσύ μου μιλούσες, κι εγώ
ταξίδευα μέσα στα σπλάχνα σου,
άκουγα το αίμα σου καθώς κυλούσε
ποτισμένο με τις ακραίες και αδίστακτες ορμές σου,
και σ’ έπινα σταλιά – σταλιά , και συ
με αιχμαλώτιζες με δεσμά που δεν θα λύνονταν ποτέ,
το ήξερες, και συ γελούσες,
μα εγώ δεν σ’ άκουγα, δεν μ’ ένοιαζε
ότι δικό σου για πάντα εσύ θα με κρατούσες,
σε φυλακή που θα είχε το σχήμα του κορμιού σου
και ποτέ μου δεν θα χόρταινα, και σαν επαίτης,
υποταγμένος στην ηδονή που υπόσχεται
η γλύκα του φιλιού σου, θα σ’ αποζητούσα.

Απόψε θα ‘ρθεις / Λαμπής Γιάννος


απόψε που δεν πνέει έξω καμιά ανάσα
σε προσμένω, δεν γίνεται θα ‘ρθεις,
θα ξεπροβάλεις μέσα από τα δάση,
θα φανείς στην άκρη του φιδίσιου δρόμου,
απόψε το ξέρω, θα ‘ρθεις,
αφού σε ποθεί η ψυχή μου,
και θα μυρίζεις δυόσμο και βροχή,
σου ‘χω στρωμένο το κρεβάτι
απλώνω στο πάτωμα χαλί
και στο τραπέζι σου ‘χω ζεσταμένο
ψωμί και κόκκινο κρασί,
τι κι αν νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ,
εγώ ακόμα σε προσμένω
κι αρχίνησα να σου μιλώ
τόσο πολύ σε αποθύμησα
π’ ακούω τα βήματα σου
και νοιώθω στα χείλη μου
γλυκόπικρο φιλί.

Το βράδυ. / Λαμπής Γιάννος


Το βράδυ αχ! Και πως το καρτερώ,
να βγω μεταμεσονύχτια στους έρημους κήπους
και να τρυγώ ανθούς που στάζουνε τις κρύες σταγόνες θλίψης,
εκεί όπου μυρίζει σάπιο, και θάνατος υγρός απ’ τα πεσμένα φύλλα,
κι ο άνεμος, νεκρών κουβέντες κουβαλάει,
μάταια με τον χρόνο κανείς αναμετριέται, λένε,
γιατί η ζωή σταγόνα είναι και κυλάει,
γίνεται κρυστάλλινη λεπίδα και σε προσπερνάει.

Το βράδυ αχ! Και πως το καρτερώ,
σαν φίλος ν’ ανταμώσω με το φεγγάρι, να του μιλώ,
να το θωρώ, στο κυπαρίσσι σαν καθίσει,
πόσο όμορφο είναι, μελαγχολικό, ωχρό
μαυροντυμένο με ένα κλωνί βασιλικό
στο πέτο, μαραμένο.

Το βράδυ αχ! Και πως το καρτερώ
δεν έχω τίποτε άλλο πια να περιμένω
έγινε η καρδιά μου φίλος με το πόνο.

Ωδή στην Άγνωστη Γυναίκα / Λαμπής Γιάννος



Αναπνέοντας σε...

Χρυσό βέλος
στις αισθήσεις μου, καρφώνεις.
Γλυκόπικρο φαρμάκι στις φλέβες μου χύνει.ς
Αργά μα σταθερά, τη θέληση μου Εσύ, ναρκώνεις.

Αναπνέοντας σε...

Όλα τυλιγμένα σε μια θαμπή πάχνη ονείρου.
Τα μέλη του σώματος μου, δεν μου ανήκουν.
και μέσα απ’το όνειρο αναδύεται η κόρη
που οι Τιτάνες, έχουν γεννήσει.

Αναπνέοντας σε...

Ένα παγωμένι χέρι μου σφίγγει τη καρδιά.
Μια γροθιά μου χτυπά το στομάχι.
Με άδεια μάτια, το άδειο κοιτώ
και γύρω φωνάζει μια πρωϊνή, Κυριακάτικη σιωπή.

Αναπνέοντας σε...

Της λύπης τη γεύση, έχω στο στόμα.
Τα στερημένα από της κόλασης τα πάθη
ωσάν φρικιά ξεπηδούν και
σε μαγεμένες φλογέρες φυσούν.
Ενώ η μπαλάντα των στεναγμών ηχεί στα αυτιά μου
Κι’εγώ να προστρέχω σε ειδωλολάτρες ναούς
και σπονδή,σε πλάνους Θεούς να αναπέμπω.

Αναπνέοντας σε...

Ο αέρας δε σταματά να φεύγει μακρυά από εσένα.
Κι’εγώ, μια σταγόνα,σαν κόκκινο αίμα, έξω από τη σφαίρα.
Εγκλωβισμένος σε Διονυσιακή γιορτή, στο παραλήρημα
σπονδή και θυσία στη μαρτυρική ηδονή.

Αναπνέοντας σε...

Η νύκτα μόνη, παγωμένη, υγρή.
Το άρωμα σου βαρύ
τα πνευμόνια μου έχει γιομίσει.
Ο πόνος βουβό.ς
Η σκέψη σου λεπίδα.
Η οπτασία σου, στοιχειό.
Τα μάτια νεκρά και η νύκτα
υγρή και μούχλα ,μου μυρίζει.
Απλώνω το χέρι
Μα είναι μονάχα της ψυχής μου η σκιά
Πως τρεμουλιάζει, η καρδιά
σαν με αναγνωρίζει.

Αναπνέοντας σε...

Θέλω να φωνάξω, το στόμα ανοίγω.
Βγαίνει κραυγή, σαν μελλοθάνατου σπασμός
Διάφανο και άϋλο, απόψε το κορμί μου
Τα ξωτικά ουρές στο σώμα μου ορμάνε
Σάρκα και αίμα θέλουνε να πιούνε
Και αφήνουνε στη αναμονήτ
τη ψυχή μου, σαν τη βρούνε

Αναπνέοντας σε...

Η μυρωδιά σου, με γόρδιο δεσμό μας έχει δέσει
Έγινες συνείδηση.
Σάρκα , που όμως, από σάρκα δεν προήλθες.
Σιωπή που απ’όλες τις πληγές είναι η πιο ηδονική.
Ασυνείδητη, συνείδηση

Αναπνέοντας σε...

Πλάθω εικόνες μαγικές
Νύκτα ..σε παρθενικά λειβάδια
Γυμνή, κοιτάζοντας τον ουρανό
να’χεις τα μάτια σου ανοιχτά
στα χέλια σου κεράσια.
Τα στήθη σου, ορθά
να καρτερούν τη λύτρωση
Και εγώ, γονατιστός, στο πλαϊ σου
με τα χείλη υγρά
στο σώμα σου να γράφω.
Λόγια αγάπης, πόθου
χωρίς σκέψη ή δισταγμό
Έτσι απλά, γυμνά
Και στο βωμό
Το είναι μου, χωρίς αιδώ
Χωρίς φειδώ
Να καταθέτω εαυτόν.

Αναπνέοντας σε...

Και όταν καμπάνες θα ηχήσουν
Στο πρόσωπο σου
Ένα δάκρυ θα κυλίσει
αλμυρό
στοο στόμα μου
Ανθόνερο, η γεύση που θα αφήσει

Απουσίες / Λαμπής Γιάννος

Σε κάλεσα, αδερφέ, στην κάμαρα μου,
Να σε φιλέψω με καφέ και με τσιγάρο,
Έτσι όπως κάνουνε δυο φίλοι τα δειλινά

Κάθισες αμήχανα στην άκρη
Στο αδειανό μισό, του ανώφελα μεγάλου κρεβατιού

Δεν ανταλλάξαμε ματιά, ούτε και μια λέξη
Σπαταλήσαμε την ώρα μας, αγναντεύοντας
τη βραδινή ακινησία, και αποκρυπτογραφώντας
τα σχήματα που έγραφε η βροχή στο τζάμι

Μου μίλησες με το καπνό που έφευγε από τα χείλη σου,

Δεν υπάρχει τίποτε πιο ακίνητο από το βράδυ
Με τις νεκρώσιμες τελετές του
Το ερμητικό κλείσιμο της κουρτίνας
Τα φώτα να ψυχορραγούν μέσα στο υπναλέο δωμάτιο
Τις γρίλιες που πνίγουν κάθε όρεξη να βγεις ν’ αγοράσεις τσιγάρα
Τον θαμπό φωτισμό του δρόμου
Που ρίχνει νεκρούς ίσκιους στο λιθόστρωτο
Που ψάχνουν απέλπιδα να βρουν παρέα.

Κι εγώ γι’ αυτά ήθελα να σου μιλήσω, αδερφέ, αλλά,

Για ποιούς πεθαμένους μου μιλάς;
Αν δεν γεννήθηκες, τότε, πως θες να πεθάνεις;

Έκλεισες, αδερφέ, την πόρτα πίσω σου,
Ντροπιασμένος που δεν μπόρεσες να υπερασπιστείς τα όνειρα σου
Κι αφήνοντας τα αργά σου βήματα να μιλούν, για σένα
Ήξερα, σίγουρα, πως δεν θα σε ξαναδώ, γιατί,
Η μοναξιά καταλήγει να αδελφώνει το πόνο

Έκλαψα, για μένα και για σένα
Ακόμα μια απουσία, κι εσύ , έτσι γεμάτος με απουσίες,
Ούτε που θα κατάλαβες, αδερφέ, τις δικές μου.

Πένθιμος ύμνος της αγάπης / Λαμπής Γιάννος

Δ’ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 

‘ΚΑΙΣΑΡΙΟΣ ΔΑΠΟΝΤΕΣ’, ΣΚΟΠΕΛΟΣ
 Β’ βραβείο ποίησης



Μην μιλάς! Είναι ασέβεια! Μονάχα άκου!
άκου τους λυγμούς όταν το φέρετρο
μιας προδομένης αγάπης στο τάφο κατεβάζουν,
άκου τις πέτρες που κλαίνε καθώς ραγίζουν,
άκου τα δάκρια στη γη όταν σταλάζουν,
καμπάνας πένθιμης ο κτύπος της καρδιάς, ουρλιάζει,
σβήστε τον ήλιο, πάρτε το φεγγάρι κι αλυσοδέστε το
κ’ ύστερα μαχαιρωμένο ρίξτε το στο ποτάμι, κόκκινο απ’ το αίμα να το κάνει,
κλείστε τα ραδιόφωνα κι αφήστε ελεύθερα τα σκυλιά ν’ αλυχτούν
θρήνος και κλάμα ν‘ ακουστεί, να ξεραθεί η πλάση
νερό να μην ξανακελαρύσει πια, αλάτι κι άμμο οι θάλασσες να μείνουν,
αρπάξτε σιδεριές κι άγρια ραβδίστε τα τριαντάφυλλα
να πέσουνε τα πέταλα, να μαραθούν, να ξεραθούν,
τίποτα όμορφο ξανά να μην υπάρξει,
σβήστε όλα τα φώτα, φορέστε μωβ κορδέλα στ’ αστέρια,
μονάχα ένα κερί αφήστε αναμμένο, το φως του να είναι ωχρό
σκιές τη γη να τη γεμίσει, πιο σκοτεινή να είναι κι απ’ τον Άδη,
σπάστε τα ρολόγια ο χρόνος να παγώσει,
σχίστε τα ημερολόγια καμία εποχή να μην ξανάρθει
μονάχα για πάντα χειμώνας βαρύς και σκοτεινός, τον κόσμο να σκεπάσει

Οι δικοί μου στίχοι / Λαμπής Γιάννος


Απόψε γράφω τους τελευταίους μου στίχους
αφού δεν μπόρεσα να υπερασπιστώ τα όνειρα μου,
και δεν στάθηκα της ποίησης , άξιος εραστής.

Φεύγω ντροπιασμένος, αφού,
κανένας στίχος δικός μου, δεν κρίθηκε άξιος
στην πυρά για να καεί,
οι λέξεις μου δεν έγιναν καρφιά
κι ούτε έμοιαζαν με μικρή φωτιά
Κανένας δικός μου στίχος
δεν είχε κάτι καινούργιο να πει, ήσαν όλοι τους βωβοί,
κανένα άνθρωπο δεν εξόργισαν
και κανένα καθεστώς δεν θορύβησαν,
παρά μόνο μειδιάματα σκόρπισαν
στα λιγδιασμένα στόματα των εξουσιών
που τα δικά τους λόγια είναι σιδερένιες αλυσίδες
και τραβάνε στα παζάρια την ανθρώπινη ζωή.

[Η νύχτα απλώνεται ..] / Λαμπής Γιάννος

Η νύχτα απλώνεται σαν μαύρο βελούδο
Και γίνεται γλυκιά πατρίδα
Άφησε με, να σε σκέφτομαι
Άφησε με να σε προσμένω μέσα στο βαθύ πόνο της απουσίας σου, 
Να υποφέρω μέσα στη νύχτα με το χλωμό φεγγάρι
Και τα σβησμένα κι αργόσυρτα αστέρια.
Άφησε την καρδιά μου να κλαίει, τη νύχτα που κουβαλά στη ράχη της μόνο πόνο
Θα φύγει με το πρώτο φως, όταν τα πουλιά κοιμούνται ακόμη στη φωλιά τους,
Θα μείνει μόνο η πληγή που μένει πάντα ανοικτή, προσμένοντας εσένα.

Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

Ο ποιητής / Λαμπής Γιάννος


Αργά το βράδυ χθες
Μπήκε στη πόλη, ένας άγνωστος.
Είχε γόνατα από ξύλο
Έτριζε και δεν μιλούσε.
Άλλοι τον είπανε μουγκό
Μα οι πιο πολλοί, τον φώναξαν τρελό.
Είχε στο λαιμό περασμένη μια θηλιά
Φτιαγμένη από λεπτή, τρίχινη κλωστή.
Στην άλλη άκρη είχε δεμένο το φεγγάρι.
Μέχρι να βρει τον πιο βαθύ γκρεμό
Τον πρόφτασε ο ήλιος.
Πέταξε τα ρούχα του και άνοιξε μια ομπρέλα
Ξάπλωσε στη μέση της πλατείας και καρτερούσε
Αρχίνησε να βρέχει.
Πέταξε την ομπρέλα και τραύλισε,
- Ο πρώτος του στίχος-
Έπειτα τον φώναζαν... Ποιητή!

Κάποια νύχτα, σε κάποιο μπαρ / Λαμπής Γιάννος





  


Βρικολακιάζεις σε μια πόλη σκουριασμένη, γεμάτη στημένα ξόβεργα,


κι είναι η κάθε σου νύχτα σαν μήτρα που ξεφυσά έχιδνες


δίχως έρωτα και σεβασμό, σκοτεινή και φονική,


κι εσύ αλυσοδεμένη περιφέρεσαι προκλητικά γυμνή

 


Τρέφεσαι με όνειρα βουτηγμένα σε φώτα νοσταλγίας


και κουβεντιάζεις μ’ άσπρα κι αγέλαστα φεγγάρια


και τα νεκρά φύλλα της καρδιάς σου, είναι πλέον,


γεμάτα δροσερές πηγές λυγμών

 


Σκελετωμένα σκυλιά  σε κοιτάζουν καχύποπτα


στην γωνιά του δρόμου και γρυλίζουν απειλητικά,


μα φεύγουν φοβισμένα μόλις τη θλίψη στα μάτια σου δουν



Πίσω απ’ το καπνό του τσιγάρου σου,


κερασμένο απ’ το πακέτο μου, είδα,


να λάμπει στο μισοσκόταδο η λευκή σου σάρκα


και τις  ρώγες των μαστών σου να διαγράφονται


οργισμένες κάτω απ΄ το διάφανο φόρεμα σου


βρεγμένο απ’ τα καυτά δάκρυα των καφετιών σου ματιών,


ίσα που πρόλαβα να δω την υγρή σου τη ματιά


και τρόμαξα, δεν τόλμησα να δω τα φλογισμένα μάτια σου


που καίγονταν και κάτι ήθελαν να πουν,


και το πληρωμένο φιλί σου, σφραγίδα από τότε στο στόμα μου,


σαν μια ξινή ανάμνηση ανακατεμένη


με την αλμύρα των δακρύων σου



Άραγε, με πόσα ονόματα σ’ έχουν φωνάξει


τα νυχτερινά αντρίκια πεινασμένα στόματα;

 


Τι σημασία όμως έχει κι αν δεν σε ξαναδώ;


εγώ θα σε ονομάσω, Αγία Γυνή.

Βουλιάζω /Λαμπής Γιάννος


Βουλιάζω μέσα στην άβυσσο της κενότητας,
πνίγομαι απ’ τη βαλτωμένη κοινοτυπία των όχλων,
η απόγνωση με πλημμυρίζει και γίνεται οργή 
κι η μελαγχολία τρόπος διαφυγής

Αγκαλιάζω με μανία τη ζωή και μ’ αγάπη το θάνατο,
χορταίνω με τη χαρά και ξεδιψώ με την απέραντη θλίψη,
αποζητώ τη μοναξιά κι ανασαίνω μέσα απ’ τη συντροφικότητα ,
μετατρέπω σε ποίηση τη κραυγή τ’ απελπισμένου
Δίνω γροθιά στη σάπια κοινωνία και ξοδεύω το αίμα μου
στην ανατολή ενός αναδυόμενου κόσμου μέσα
απ’ τα όνειρα του ορφανού και τις ελπίδες τ’ αδικημένου.


Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

[Είναι και κάποιες νύχτες ]΄/ Λαμπής Γιάννος

Είναι και κάποιες νύχτες που μόλις κλείσω τα μάτια μου
βλέπω μπροστά μου ένα τραίνο να περνά αργά,
το τρίξιμο του πάνω στις ράγες είναι σαν κλάμα ενός μικρού παιδιού
κι απ’ τα ανοιχτά τζάμια του 
περνούν πρόσωπα θλιμμένα που όλα με ρωτάνε, « γιατί; »,
δεν θυμάμαι που και πως,
αλλά σίγουρα κάπου είχαμε ανταμώσει παλιά,
η θύμηση τους όμως βούλιαξε μέσα στη λησμονιά
κι όταν το τραίνο ξεμακρύνει πια,
ξυπνώ μέσα σ’ ένα χορταριασμένο κοιμητήρι
και βλέπω τον πατέρα μου με ένα τσιγάρο στο χέρι να μου χαμογελά,
« τις νύχτες ζωντανεύουν όλοι αυτοί που δεν τους λησμονούν,
αλίμονο, γιε μου, σ’ αυτούς που είναι ζωντανοί - νεκροί ».

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Το φύτευμα των βολβών / Λαμπής Γιάννος


Χωρίς αναπαμό και με χαμόγελο στα χείλη
φυτεύω βολβούς μοναδικούς
στο απερίγραπτα όμορφο περβόλι σου.
Κάτω απ’ τη γόνιμη του γη, που σιωπηλά κυλάνε οι χυμοί σου,
θα ποτιστούν και θα ξεπεταχτούν βλαστοί
που όταν βγουν στο φως θα ανθίσουν στο άγγιγμα του ήλιου.
Με χρώματα εξαίσια, μοναδικά, θα βάψουν την γη την καρπερή σου.
θα τους ακούς ν’ αχολογούν, σαν θρόισμα Ανοιξιάτικο
σε κήπο όπου κατοικούν και τραγουδούν
αηδόνια μιας ξωτικής φυλής που ζούνε αιώνια.

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Κατάστιχο απωλειών / Λαμπής Γιάννος


Ανεκπλήρωτοι έρωτες γεμάτοι αδιέξοδα,
έρωτες που έμειναν στη μέση κι έγιναν παρελθόν,
έρωτες που χάθηκαν στη πορεία της ζωής,
έρωτες κυνηγημένοι, απαγορευμένοι,
έρωτες που κρύβονται,
έρωτες που σβήνουν μόλις δουν το φως της μέρας,
κι άλλοι, γεμάτοι δισταγμό που χάνουν τη χαρά της ολοκλήρωσης,
όλοι καταγραμμένοι στο κατάστιχο απωλειών.

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

[Σε λίγες μέρες φεύγω] / Λαμπής Γιάννος

Σε λίγες μέρες φεύγω
και δεν θέλω να αποχαιρετίσω κανέναν,
αν και θα μ’ άρεσε να αφήσω μερικά λουλούδια
έξω απ’ τη πόρτα της γυναίκας που αγάπησα
αλλά πάει πολύς καιρός που στο κήπο μου
είναι ερημιά και φυτρώνουν μόνο πέτρες.
Φεύγω λοιπόν,
αλλά εσύ, φύλαξε με μέσα σου,
κράτα με μέσα σου,
να μ’ ακούεις στην πνοή τ’ ανέμου
που θα φτάνει στ’ αυτιά σου
σαν τις κραυγές του έρωτά μας,
σαν τα ψιθυρίσματα μας
όταν ξαπλώναμε αγκαλιά,
κράτα με μέσα σου
μέχρι η ψυχή μου να σβήσει για πάντα
ανάμεσα σε σένα και στ’ όνειρο,
τότε θα καταλάβεις πως η λατρεία μου για σένα
δεν πέθανε, συνεχίζει να ζει και να θεριεύει
σαν αγάπη πιο μεγάλη κι απ’ τη θάλασσα
και πιο πέρα απ’ τους απέραντους ουρανούς.

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

[Είμαι ο μεταμεσονύχτιος επισκέπτης]΄/ Λαμπής Γιάννος

Είμαι ο μεταμεσονύχτιος επισκέπτης στον έρημο σταθμό
και διαβάζω τα δρομολόγια
στη σκόνη των παπουτσιών μου
καθώς συνομιλώ με τον αέρα
που γυρίζει τα φύλλα των σχισμένων εφημερίδων.
Κοιτώ τα τρένα να έρχονται και να φεύγουν χωρίς εμένα,
κι όλο ψάχνω ανάμεσα στους επιβάτες, μήπως και σε δω
κι όταν αποκάμω
και κλείσω τα μάτια λίγο για να κοιμηθώ,
εύχομαι να τα κλείνεις κι εσύ την ίδια ώρα
ελπίζοντας ότι θα ανταμώσουμε
στου ονείρου τον σταθμό.

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

[Ήρθαν χωρίς να το περιμένω] / Λαμπής Γιάννος

Ήρθαν χωρίς να το περιμένω
έτσι απροσκάλεστες
στη μέση της νύκτας
οι γυναίκες με τα κόκκινα ρούχα.
Κρατούσαν στο χέρι αγέννητα μωρά
τυλιγμένα με τον ομφάλιο λώρο
και βουτηγμένα στο αίμα.
Μου ‘ παν,
- ήρθαμε να ανιχνεύσουμε τον πόνο σου,
με ψαχούλευαν κι αναμόχλευαν γελώντας δυνατά το μέσα μου
κι όταν ανακάλυψαν τι με έκανε να κλαίω,
τα χέρια τους αρχίνησαν να τρέμουν,
η ανάσα τους έγινε γρήγορη και καυτή
κι η φωνή τους ακούστηκε σβησμένη,
- αξίζει για μια Γυναίκα, να βιώνεις τόση αγάπη μέσα σου;

Τρίτη 15 Αυγούστου 2017

[Σε νοιώθω]΄/ Λαμπής Γιάννος

Σε νοιώθω τόσο κοντά μου σαν να ’σαι η σκιά μου,
ανοίγω το βήμα μου να σε προφτάσω
κι απλώνω τα χέρια για να σ’ αγκαλιάσω,
μετά τα κλείνω στο στήθος μου
αλλά είν’ άδεια από σένα, τα σφίγγω όμως δυνατά
σαν να μην θέλω να σ΄ αποχωριστώ
Νοιώθω το σώμα σου να ριγεί
σαν κλείνω τα μάτια και σου φιλώ τα χείλη,
όνειρο είναι, το ξέρω, άλλα δεν θέλω άλλα,
παρά μόνο τα δικά σου κι ας είναι μακριά
Σε νοιώθω σαν αέρα στα στήθη μου βαθιά
και φοβάμαι να εκπνεύσω
μήπως γλιστρήσεις από μέσα μου κι εσύ
κι έτσι για πάντα μείνει όνειρο στο κορμί μου
η δικιά σου η ανάσα.

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

[Τα βήματά μου σταμάτησαν] / Λαμπής Γιάννος

Τα βήματά μου σταμάτησαν
και τα μάτια μου ταξίδεψαν στο ψηλότερο σημείο,
δεν ήταν όνειρο, ούτε κι οπτασία,
ίσως πάλι, να ήταν και τα δυο μαζί.
Δυο πελώριες γαλάζιες λίμνες απλώθηκαν μπροστά μου
οι ωκεανοί τ’ ουρανού, συλλογίστηκα,
και τότε ένοιωσα
πως επιτέλους έφτασα στην Ιθάκη μου.
Ήταν τόση η γλύκα που με κέρασαν
που φοβήθηκα μήπως όλα ήταν ένα ψέμα,
δεν άντεξα και φώναξα, φτάνει πια,
δεν θέλω, δεν αντέχω να ονειρεύομαι άλλο
και τότε οι ωκεανοί έγιναν λίμνες,
έγιναν δυο μάτια, τα δικά σου μάτια!
Βούτηξα μέσα τους, κι ανάπνεα κάτω απ’ το νερό,
κολύμπησα μέχρι τις στήλες τ’ ουρανού,
κι όταν αναδύθηκα και το φως του ήλιου
που γλιστρούσε απ’ το χαμόγελο σου, με κτύπησε στα μάτια,
από ταξιδιώτης, έγινα μόνιμος κάτοικος
της υπέροχης ψυχής σου.

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

[Η θάλασσα γέμισε...]΄/ Λαμπής Γιάννος

Η θάλασσα γέμισε γλάρους νεκρούς
Μια βάρκα μακελεύει τα κύματα
Μια κιθάρα ακούγεται από την παραλία
Το φεγγάρι βουτά στα νερά
Τ’ ακολουθώ στο βυθό.
Κάτω απ’ το νερό αναπνέει το τέρας
Του χαϊδεύω τα λέπια
Το καταπίνω
Κι αυτό με μαθαίνει να κλαίω
Και να σε ζω από μέσα μου.