Πέρασαν τα
χρόνια!
Οι εποχές
αλλάζουν, οι άνθρωποι αλλάζουν∙
είπε να
ξαναγυρίσει πίσω στην προηγούμενη
του ζωή να δει
αν έμεινε ίχνος από το πέρασμα
του πάνω στη
γη.
Επισκέφτηκε το
σπήλαιο που πριν από αιώνες
του πρόσφερε
το λίκνο να γεννηθεί.
Τα ζώα του, αν
και γερασμένα ,ήταν εκεί.
Τα χαιρέτησε
βάζοντας το χέρι του
στο λαιμό τους
και εκείνα
μουγκάνισαν δείχνοντας
πως τον
αναγνώρισαν.
Έφυγε
ευχαριστημένος !
Τα ζώα
κρατούσαν στη μνήμη τους τη μνήμη του.
Προχώρησε προς
τον Ιορδάνη Ποταμό.
Χιλιάδες
κόσμος βουτούσε στα βρώμικα νερά του
και κάθε τόσο
κάτι ανέσυραν από τις λάσπες του.
Από περιέργεια
πήγε πιο κοντά∙
ένας ιερέας
ντυμένος με πολυτελή άμφια
κρατούσε ένα
σταυρό αγκιστρωμένο σαν πετονιά
και τον
πετούσε στα βρώμικα νερά του Ιορδάνη∙
πέφταν μετά
γυμνοί ή ημίγυμνοι νεανίες
που
τσαλαβουτώντας στα βρώμικα νερά πάλευαν
ποιος να
ανασύρει το σταυρό στην επιφάνεια.
Ρώτησε γιατί
το κάνουν∙
του είπαν σε
ανάμνηση κάποιου που πριν από αιώνες
αποφάσισε από
λόξα ή ιδιοτροπία-εδώ οι γνώμες
διχάζονται- να
σώσει τον κόσμο και τους ανθρώπους!
Εμείς το
διασκεδάζουμε πάντως γιατί ο τυχερός
βάζει και κάποια
δηνάρια στη τσέπη του.
Έφυγε
τρομαγμένος για τη κατάντια του σταυρού
και προχώρησε
προς τη λίμνη της Τιβεριάδας.
Κατηφορίζοντας
προς τα κει αισθάνονταν την ανάσα του
πιο ελαφριά.
Θυμήθηκε τους
ψαράδες του∙ τι να γίνονταν άραγε;
ψαρεύουν ψάρια
ή γίναν τελικά αλιείς ανθρώπων;
όπως
μισοαστεία μισοσοβαρά τους είπε κάποτε
Τους είδε από
μακριά ∙έκανε να σηκώσει το χέρι
και να τους
καλέσει κοντά του∙
Δε τον
αναγνώρισαν! ήταν σκυμμένοι στη δουλειά τους
και ράβαν τα
σκισμένα δίχτυα τους∙
ο Πέτρος, ο
Αντρέας, ο πρωτόκλητος ,οι γιοι του Ζεβεδαίου∙
δεν ήταν
αυτοί!
Δε τους
ενόχλησε περισσότερο∙
δεν ήταν
αυτοί!
Και εκείνος
που κάποτε τους συνεπήρε
και τους ξεσήκωσε
από τα σπίτια και την ησυχία τους…
Τι τρέλα κι
αυτή!
Το κατάλαβε
κοιτώντας ξανά προς το μέρος τους∙
η μέριμνα της
μέρας του ‘’τι πίωμεν, τι φάγωμεν’’
ήταν εμφανής
στα μάτια τους…
Τι τρέλα κι
αυτός!
Έφυγε από
κοντά τους κι ανέβηκε προς το Γολγοθά
άλλως
αποκαλούμενο και ‘’κρανίου τόπος’’.
Ο λόφος ήτα
φυτεμένος τεράστιους σταυρούς
με καρφωμένους
πάνω τους χιλιάδες ανθρώπους
και δίπλα τους
οι σταυρωτές τους να τους ποτίζουν
όξος και χολή.
Ρώτησε ‘’γιατί
τόσοι πολλοί πάνω στους σταυρούς’’∙
‘’Πιστεύουν πως
κάποτε θ’ αναστηθούν μιμούμενοι
κάποιον άλλο
που πριν από αιώνες έδωσε
το κακό
παράδειγμα∙
η προθυμία
τους να μας αδειάσουν τη γωνιά
μας
διευκολύνει να τους περάσουμε γρήγορα
στην άλλη
μεριά,
να μοιραστούμε
μετά τα ιμάτια τους∙
Ο κόσμος δεν
έχει ρούχο να φορέσει πάνω του’’.
‘’Να λοιπόν
που και ο θάνατος δίνει ζωή!’’
σκέφτηκε
μελαγχολικά και χαμογέλασε
μέσα του.
Κατέβηκε
κατηφής και προβληματισμένος το Γολγοθά
Μπήκε στην
πόλη∙
τώρα
κυκλοφορούν αντί με αμάξια που σέρνουν άλογα
με αμάξια που
κομπάζουν για τα κρυμμένα τους άλογα!
Οι εξατμίσεις
των αλόγων τον έπνιξαν∙
σήκωσε την
άκρη του ιματίου και την έβαλε στη μύτη.
Οι άνθρωποι δε
κοιτάζονταν μεταξύ τους∙
τρέχαν μ’ απίστευτη
ταχύτητα προσπαθώντας
να ξεπεράσει ο
ένας τον άλλο σε μιαν απίστευτη
κούρσα ταχύτητας
δίχως σκοπό.
Θυμήθηκε τα
λόγια του∙
‘’μη μεριμνάτε
για την αύριον!’’
Ένιωσε ξανά
εκτός κόσμου όπως και τότε∙
‘’δεν αλλάζουν
οι άνθρωποι’’, σκέφτηκε
και βιάστηκε να ξαναγυρίσει στη θέση του …
ΑΠΟ ΤΗΝ
ΠΟΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ‘’ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΟΛΑΖ ‘’
ΕΚΔΟΣΗ : 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου