Διαβάτης της Σιωπής
Διαβάτη εσύ
της σιωπής,
οδοιπόρε στοών
και σελίδων…
Το πόδι
σκοντάφτει,
το χέρι
τρυπάει,
το πρόσωπο
καίει,
το μυαλό τα
‘χει παίξει,
η καρδιά πάει
να σπάσει,
η ψυχή
μαραζώνει…
Ο χάρτης του
χάους
χορεύει
μεθυσμένα
στον καμβά της
ζωής.
Στην πυξίδα
του τέλους
η βελόνα
τρελάθηκε.
Το δέντρο της
συνάντησης εκεί,
σε περιμένει…
Οι φωνές
χαμηλώσαν.
Η σήραγγα
απέναντι σε προσκαλεί
μα συ δεμένος
στο χώμα
με τα μάτια
στραμμένα στον κήπο.
Το πουλί
πέταξε
μα τα φτερά
έμειναν κάτω στο χώμα.
Το πηγάδι
στέρεψε
μα οι σταγόνες
μούσκεψαν το χορτάρι.
Το λουλούδι
πατήθηκε
μα το πέταλο
στόλισε τη φωλιά των μυρμηγκιών
π’ αφήσανε τ’
άμυαλα το ψίχουλο.
Κάτω απ’ τον
θάμνο
το σημάδι που
κρύφτηκε
ψάχνει τον
άγνωστο.
Κοιτάζεις πίσω
αχνάρια νωπά,
σαν να ‘ταν
χθες.
Το χθες,
τ’ αύριο του
χθες,
τ’ αύριο του
σήμερα.
Μια τομή στο
βιβλίο που χαράζει τ’ αόρατο χέρι
με το χέρι που
πληγώνει και πληγώνεται.
Το σημάδι
φθηνό μα μεγάλο
στο δικό σου
το χέρι
με την ψυχή
και τον νου να υπαγορεύουν,
με την τρελή
ηλιαχτίδα,
με τ’ όπλο τ’
ονείρου.
Πέρασες απ’
τις στοές τις αθάνατες,
πέρασες απ’
τις μυστήριες σελίδες της σιωπής.
Τύχη θα ‘χεις
αν είδες το άπλετο φως στην άκρη της σήραγγας,
αν ήπιες απ’
το πηγάδι που στέρεψε,
αν άκουσες το
κελάηδημα των πουλιών που φύγανε,
αν βρήκες κι
εσύ ένα πέταλο απ’ τ’ ανθισμένο λουλούδι,
αν φύλαξες
έστω στον κόρφο σου το σημάδι αυτό τ’ ωραίο
στη βρωμιά του
θάμνου που βρέθηκες.
Διαβάτη εσύ
της σιωπής,
οδοιπόρε στοών
και σελίδων…
Παιδιά του
Πολέμου (Ενότητα: Κοινωνικά)
Είναι κάτι παιδιά
που ‘χουνσχολειό
το σχολειό του
πολέμου…
Παίζουν κρυφτό
σαν ακούνε τις βόμβες,
παίζουν τρεχτό
σαν ακούνε οβίδες,
γράφουν τις
λέξεις στο χώμα των ερειπίων
και ποτέ δε
λαθεύουν αρρώστια και φτώχεια.
Μαθαίνουν
αφαιρέσεις μετρώντας νεκρούς,
μαθαίνουν προσθέσεις
μετρώντας κασόνια.
Απαγγέλουν απ’
έξω… πόσο αξίζει νερό και ψωμί.
Με βιβλία
σχισμένα… με τις σφαίρες στις τσάντες…
στους
γκρεμισμένους τοίχους…
στη λάσπη και
στη βροχή…
Είναι τ’
αδικημένα παιδιά του πολέμου.
Ίκαρος (Ενότητα: Μύθων Διδαχές)
Απ΄ την
Αθήνα στην Κρήτη τεχνίτη σπουδαίε
στον
Μίνωα φτιάχνεις παλάτι λαμπρό
μα να
φύγεις δε σ΄ άφηνε Δαίδαλε καημένε
γιατί
φοβόταν μην χτίσεις το ίδιο αλλού.
Φυλακισμένος
μαζί με το γιο σουσκέφτηκες…
με κερί
να κολλήσεις στους ώμους φτερά,
να
πετάξεις μακριά στην πατρίδα να πας.
Κι αν ο
Ίκαρος σ΄ είχε ακούσει …
Δε θα
πετούσε τόσο ψηλά.
Δε θα
΄χε λιώσει ποτέ το κερί
και στη
θάλασσα μέσα δε θα ΄χε χαθεί.
Αν τύχει
κι εσύ να πετάς στα φιλόδοξα ύψη
το νου
σου να έχεις στον ήλιο που καίει
και
πάντα ν΄ ακούς τη φωνή του πατέρα.
Τέσσερα Ψηφία
Ματωμένα (Ενότητα: Προγόνων Γη)
Τέσσερα ψηφία,
τέσσερα ψηφία
ματωμένα,
τέσσερα ψηφία
ματωμένα ξυπνούν μνήμες.
Μνήμες πικρές,
μνήμες
σκληρές,
μνήμες νωπές.
Κι ας περάσαν
τα χρόνια…
Ο γέρος
αγναντεύει από μακριά το σκλαβωμένο περιβόλι…
η μάνα
πηγαινοέρχεται στα οδοφράγματα με τη φωτογραφία…
η γριούλα στον
συνοικισμό με τ’ όνειρο…
Ν’ ανάψει το
καντήλι στους τάφους των προγόνων…
να πιει καφέ
με τη γειτόνισσα στο κατεχόμενο χωριό…
να ξεδιψάσει
το γιασεμί που ‘χε φυτέψει πριν απ’ τον διωγμό…
Η δασκάλα των
εγκλωβισμένων θυμάται με δάκρυ…
Δεν ξέχασαν…
δε θα
ξεχάσουν…
μέχρι που ο
θάνατος σβήσει τις μνήμες.
Τέσσερα ψηφία
ματωμένα,
τέσσερα ψηφία…
Μέρα του Μάη
(Ενότητα: Ερωτικά)
Το μικρό το
μπουμπούκι
τη μαγεία
ξυπνά των χρωμάτων
σαν δειλά
ξεπροβάλλει απ’ το πέπλο
που η φύση
στοργικά τ’ αγκαλιάζει.
Το μικρό τ’
αηδόνι
στη ζεστή, σαν
βρεθεί, του φωλιά
τη γλυκιά
μελωδία αρχινά.
Κι ο
ουρανός μ’ αστέρια γεμίζει το βράδυ
στις ψυχές
συννεφιά δε μετράει.
Ένας όμορφος
κόσμος γεννιέται
στ’ απαλό τ’
αεράκι του Μάη.
Και στο φως το
γαλήνιο
οι καρδιές
συναντώνται κι ανθίζουν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου