«Αυτή είναι η πόλη μου, η Αμμόχωστός μου.
Τη θέλω πίσω. Δεν τους την χαρίζω… » Όλγα Χριστοδουλίδου
Γράφει η
Στρατούλα Τραμουντάνη- Γκόγκα
Δημοσιογράφος-Σύμβουλος Επικοινωνίας
Με τα λόγια αυτά τελείωσε την ξενάγησή της η Γραμματέας του Συνδέσμου Γυναικών Αμμοχώστου Λάρνακας κυρία Όλγα Χρυστοδουλίδου.
11 Ιουνίου 2015.
Σαράντα ένα (41) χρόνια μετά την Τουρκική Εισβολή, με αφορμή την 100η επέτειο εγκαινίων του καθολικού της Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αποστόλου Βαρνάβα, γιορτή της μνήμης του Αποστόλου Βαρνάβα, άνθρωποι κάθε ηλικίας από όλα τα μέρη της Κύπρου, μετέβησαν στο ομώνυμο Μοναστήρι προκειμένου να αποδώσουν τις δέουσες τιμές στον ιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρου.
Εγώ και ο σύζηγός μου, αποδεχόμενοι την πρόσκληση της Προέδρου του Συνδέσμου κυρίας Τούλα Χριστοδουλίδου… ξεκινήσαμε παρέα το ταξίδι μας!!!
Στο σύνολό μας, άτομα κάθε ηλικίας. Άλλοι βασανισμένοι από την μοίρα της προσφυγιάς, από τις μνήμες που δεν λένε να καταλαγιάσουν την ψυχή που ζητά να λυτρωθεί, να ξαποστάσει να ξαναγυρίσει πίσω στους δρόμους και τις μεθυστικές από αρώματα αυλές της τουρκοκρατούμενης πόλης κι άλλοι… απλά οι άλλοι!!! Όλοι εμείς που δεν γεννηθήκαμε εδώ αλλά αγαπήσαμε αυτόν τον τόπο. Όλοι εμείς που διψάσαμε να μάθουμε για την ιστορία του, που κάναμε τάμα την ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, όλοι εμείς που νιώσαμε τον πόνο ενός ολόκληρου έθνους να θυσιάζεται στο βωμό συμφερόντων. Όλοι εμείς που υποκλιθήκαμε στην προσφυγιά και στον πόνο του αποχαιρετισμού!!!
Στο σημείο συνάντησης στη Λάρνακα, από τη μια απαριθμούσες χαρούμενα πρόσωπα, ένδειξη ικανοποίησης για την ολιγόωρη επιστροφή στα πάτρια εδάφη και από την άλλη πρόσωπα σκυθρωπά γεμάτα πόνο και λύπη, γιατί αυτός ο νόστος δεν θα διαρκούσε παρά λίγο, ίσαμε να χορτάσει το μάτι κι ύστερα να γιομίσει με δάκρυα, να πλημυρίσει και να πνίξει μέσα στα βάθη της καρδιάς ότι αγάπησε. Χώμα, Νερό, Ουρανό!!! Και μια προσευχή!!! Ναι και μια ευχή!!! ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΠΑΛΙ ΠΙΣΩ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ!!!
Το «καραβάνι» μας αποτελούμενο από δύο γεμάτα λεωφορεία, πέρασε την Ορόκλινη, κινήθηκε στους δρόμους της ελεύθερης Αμμοχώστου, πέρασε δίπλα από τη Κοινότητα της Άχνας που εγκαταλειμμένη και έρημη θόλωσε τα μάτια, μέχρι να φτάσει στο Οδόφραγμα. Εκεί και μέχρι να ολοκληρωθούν οι καθιερωμένες πλέον τυπικές διαδικασίες από τους τελωνειακούς υπαλλήλους του ψευδοκράτους, είχαμε τη δυνατότητα να ενημερωθούμε από τα χείλη της Όλγας για τον Απόστολο Βαρνάβα.
«Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Βαρνάβας γεννήθηκε στην Μεγαλόνησο τον 1ο μ.Χ. αιώνα και θεωρείται ο ιδρυτής και θεμελιωτής της Εκκλησίας της Κύπρου. Στο μέρος, όπου βρέθηκε το λείψανο του Αποστόλου Βαρνάβα, κοντά στη πόλη της Σαλαμίνας, κτίστηκε το μοναστήρι αφιερωμένο στον Απόστολο και ιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρο».
Εν τω μεταξύ ο έλεγχος των ταυτοτήτων και των διαβατηρίων είχε ολοκληρωθεί και μπήκαμε στην σκλαβωμένη, τουρκοκρατούμενη περιοχή της Αμμοχώστου. Αυθόρμητα, άρχισαν οι μνήμες να ξετυλίγονται σαν κουβάρι ανέμης. Όλοι προσπαθούσανε να θυμηθούνε ονόματα οδών, καταστημάτων, πλατειών.
«Να εδώ μαζευόμασταν και παίζαμε…» ακούστηκε να λέει κάποια συνοδοιπόρος. «… και ο δρόμος αυτός πρέπει να ήταν η οδός Μαραθώνος» συμπλήρωσε κάποιος άλλος.
Τα μάτια καρφωμένα στις εικόνες που εναλλάσονταν έξω από το λεωφορείο. Λες και όλοι έψαχναν να δούνε μέσα στο πολύχρωμο σκηνικό, τους μικρούς τους εαυτούς, τα παιδικά τους όνειρα που κάρπισαν μακριά από τη γεννέτηρά τους, να μυρίσουνε ότι χάθηκε, αναζητώντας τις οσμές στο αεράκι της Αμμοχώστου, του Βαρωσίου, της Σαλαμίνας. Έξω όμως… σκηνικό ανάπτυξης, με ξενοδοχεία, πολυτελή καταστήματα, σύγχρονο πανεπιστήμιο, προάστια και ένας τόπος να σφύζει από ζωή πάνω στις χαμένες ζωές κάποιων άλλων.
Δεν πέρασε ούτε μία ώρα και το Μοναστήρι του Απόστολου Βαρνάβα, φάνηκε στον ορίζοντα. Χτισμένο σε μια επίπεδη περιοχή, ανάμεσα στα χωριά Έγκωμη, Άγιος Σέργιος, Λιμνιά και Στύλλοι, περίπου ένα χιλιόμετρο από την ιστορική Σαλαμίνα, φαντάζει ως προπύργιο Χριστιανοσύνης. Η Λειτουργία για τον εορτασμό της μνήμης του Αγίου είχε ήδη αρχίσει. Κατευθυνθήκαμε με ενθουσιασμό προς την είσοδο, που είχε κλείσει ασφυκτικά από το πλήθος των προσκυνητών. Τούρκοι αστυνομικοί επέβλεπαν διακριτικά την είσοδο και έξοδο των πιστών, ενώ στο προαύλιο χώρο ελάχιστοι πλανόδιοι διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους. Κυρίως ξηρούς καρπούς, είδη χειροτεχνίας και οικιακής χρήσης.
Εκεί ακούγονταν από τα χείλη προσφύγων ότι «… το μοναστήρι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Κύπρου. Μετά την Τουρκική κατοχή, λειτουργεί ως μουσείο εικόνων. Οι τουρκικές αρχές το διατηρούν σε σχετικά καλή κατάσταση, αφού αποτελεί και σημαντικό τουριστικό σημείο, πόλο έλξης των χριστιανών. Σήμερα η εξορισμένη αδελφότητα της Μονής φιλοξενείτε προσωρινά στο Μετόχι της Ιεράς Μονής Κύκκου. Αποτελείτε από τον Ηγούμενο Γέροντα Γαβριήλ και τον Ιερομόναχο πατέρα Χρίστο».
Κόσμος πολύς. Φορτισμένη συναισθηματικά ατμόσφαιρα. Οι πιστοί με τα κεράκια στο χέρι εισέρχονταν στον κυρίως ναό όπου τελούνταν η δοξολογία για να ασπαστούν τον Απόστολο. «Ήσυχες φωνές», φασαρία, αναμονή!!! Ορισμένοι δεν αντέχουν, κάνουν αναστροφή και κατευθύνονται προς τον τάφο του Απόστολου Βαρνάβα, εκατό μέτρα περίπου από το Μοναστήρι.
Ρωτώ ένα πλανόδιο εάν επισκέπτεται συχνά το Μοναστήρι για να πουλάει τη πραμάτεια του. « Όταν γίνονται λειτουργίες γεμίζει από Κύπριους και ξένους. Τώρα μάλιστα που η περιοχή έγινε οικόπεδα θα γεμίσει ο τόπος από ξενοδοχεία και πολυτελή σπίτια». Μια ματιά τριγύρω επιβεβαίωνε τα λόγια του.
Κινούμαστε αργά, κανείς δεν μας βιάζει, ο χρόνος κυλάει αντάμα με τα βήματά μας. Κατευθυνόμαστε προς τον τάφο του Απόστολου Βαρνάβα. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας λαξευτός μέσα σε πέτρα, τάφος της ρωμαϊκής περιόδου. Με την βοήθεια μιας σκάλας κατεβήκαμε τα επικίνδυνα κάθετα σκαλοπάτια και βρεθήκαμε μέσα στον τάφο. Πληροφορίες λένε ότι είχε ανοιχτεί πηγή για να λαμβάνουν οι προσκυνητές αγίασμα. Εμείς τουλάχιστον εκεί δεν είδαμε κάτι τέτοιο. Όλος ο χώρος όμως, απόπνεε μια θρησκευτική μεγαλοπρέπεια.
Είχανε περάσει ήδη τρεις ώρες από τη στιγμή που ξεκινήσαμε. Πήραμε το αντίδωρο στο χέρι, ασπαστήκαμε γνωστούς και φίλους που συναντήσαμε εκεί και δώσαμε πάλι υπόσχεση για του χρόνου. Ανεβήκαμε στα λεωφορεία ιδιαίτερα συγκινημένοι. Μια μικρή στάση στη παραλία της Σαλαμίνας, καταγάλανα νερά απλώνονταν μπροστά μας, ένας καφές που γέμιζε πικράδα τα ήδη πικρά χείλη, ένα απαλό αεράκι που θύμιζε Ελλάδα, Κύπρο και προπολεμική, προκατοχική ατμόσφαιρα, ήταν και πάλι η αφορμή να ανοίξουν συζητήσεις για «… να θυμούνται οι μεγαλύτεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι».
Λες και τίποτα δεν έχει αλλάξει, μα όλα είναι διαφορετικά. Όλα είναι ξένα!!!
«41 χρόνια…» μου λέει χαρακτηριστικά η κυρία Κατερίνα Φ. Η φωνή της έχει ένα περίεργο τρέμουλο και ένα κρότο σαν ήχο από μια μικρή σφαίρα όπλου που διαπερνά τη μνήμη και χαράζει ξανά τις φρικτές εικόνες της εισβολής. Ξανά και ξανά. «41 χρόνια, πίκρα και πόνος. Γιατί να συμβεί; Θέλω να έρθω πίσω. Η ψυχή μου είναι εδώ».
Πώς να ηρεμήσεις αυτή τη ψυχή, πώς να την καθαγιάσεις, πρόσφυγας στην ίδια της την πατρίδα, μια ανάσα δρόμος κι ύστερα ανάσα και πάλι ανάσα, μέχρι να πέσει το δάκρυ στη γη και να σκουπιστεί με το μαντήλι του αποχωρισμού.
«Θα επισκεφτούμε τώρα την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Εξορινού , την πόλη της Αμμοχώστου» ακούστηκε να λέει η Όλγα. «Η ιερή εικόνα του Αγίου Νικολάου που θα δείτε εντός του Ναού, είναι δωρεά του Συλλόγου μας» συμπλήρωσε σεμνά. Καθώς κυλούσε το λεωφορείο ανάμεσα στους δρόμους της πόλης, μια αδιόρατη σιωπή πλάκωσε το εσωτερικό του. Μάτια παγωμένα, στόματα μουδιασμένα, μέχρι ότου ξανά η ελπίδα της επιστροφής να πάρει τη σκυτάλη και να αρχίσουν οι λέξεις να τρέχουν σαν νερό και να πλημυρρίζουν το χώρο. Τα λόγια τους σου έδιναν την εντύπωση, ότι δεν είχαν φύγει ποτέ, ότι εάν τους έδινες την ευκαιρία, θα γύριζαν το χρόνο πίσω και θα έστηναν τη ζωή τους από εκεί που σταμάτησε, από την αποφράδα εκείνη μέρα, που όπως – όπως άφησαν τα υποστατικά τους και κίνησαν για… αλλού!!!
Στο τραπέζι γεμάτα τα πιάτα για το μεσημεριανό, οι γάτες στις αυλές τρομαγμένες, ο κόσμος ανάστατος στα μονοπάτια προς δυσμάς, η ελπίδα γαντζωμένη σ΄ έναν άνεμο που δεν έλεγε να κοπάσει.
Μέσα σε ένα προαύλιο ήταν χτισμένη η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Εξορινού, άλλοτε γνωστή ως εκκλησία των Νεστοριανών. « Χτίστηκε το 1359 και ως κτήτορας αναφέρεται ο Φράνσις Λάχνας, έμπορας στο επάγγελμα, το 1905, όταν ο ελληνοκύπριος Μιχαλάκης Λοϊζίδης ζήτησε από τον Άγγλο Κυβερνήτη King- Harman να μετατρέψει το κτίριο, μόνιμα, σε εκκλησία».
Μπήκαμε μέσα στην Εκκλησία. Η μυρωδιά της, μια μυρωδιά εγκατάλειψης και συννάμμα επιβλητικότητας. Το σύνολο των τοιχωμάτων της χωρίς αγιογραφίες, αφού τόσο ο χρόνος όσο και η αγριότητα των εισβολέων ήταν καταλύτες στην εξαφάνισή τους.
Δεν καθίσαμε πολύ. Ίσα – ίσα να ανάψουμε ένα κερί, να δηλώσουμε την παρουσία μας και να αφήσουμε μια ευχή στον υγρό της αέρα. Ίσα- ίσα να αγγίξουμε με τα χέρια μας, ότι απόμεινε από τις εικόνες των αγίων μας, ότι μπορεί να μας θυμίσει κάποιο κομμάτι από το παζλ που αφήσαμε ατελείωτο σαρανταένα χρόνια τώρα.
«Νομίζω ότι ζω ένα όνειρο. Αγώνας για την επιστροφή. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αισθάνομαι ένα διαρκή θυμό. Μιλώ των παιδιού μου συνέχεια. Όμως και να γυρίσουμε πίσω, τίποτα μα τίποτα δεν θάναι όπως και πρώτα» μου λέει ο κύριος Βασίλης σκουπίζοντας ένα κρυφό δάκρυ, που άθελά του κύλησε στο ρυτιδωμένο του πρόσωπο.
Τα δύο λεωφορεία με τους προσκυνητές να φέρουν βαριά την εικόνα της προσφυγιάς στη ζωή τους, περνούσαν μέσα από τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους της Αμμοχώστου. Όλοι είχαν να θυμηθούν και κάτι. Τραγικές φιγούρες εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα να αντικρύσουν μισό αιώνα μετά τα σπίτια τους να κατοικούνται από κάποιους άλλους. Έποικους, εισβολείς, δεν γνωρίζανε, από κάποιους άλλους όμως.
«Να! εκεί ήταν το σπίτι μου, να εκεί το σχολείο μας, εκεί το κουρείο του κυρ Ανδρέα, εκεί, εκεί…». Αστυνομικοί Σταθμοί, Σχολεία, Εκκλησίες, Πυροσβεστική Υπηρεσία, Μουσείο, όλα είχαν τη δύναμη να φέρνουν τις θύμησες τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινες να ακούς τις ιστορίες τους, ιστορίες καθημερινότητας ποτισμένες με αγάπη, περικυκλωμένες από μυστήριο και τώρα να καταντούν ιστορίες θρύλων, όπως και η ιστορία της αγαπημένης τους πόλης, της Αμμοχώστου!!!
Μην ξεχνάμε ότι έχει λεχτεί πως η Αμμόχωστος « είναι η πλουσιότερη όλων των πόλεων και οι πολίτες της οι πλουσιότεροι των ανθρώπων».
Γλιστρήσαμε ανάμεσα στο σωζόμενο φρούριο της Αμμοχώστου, γνωστότερο με την ονομασία «Πύργος του Οθέλλου». Είδαμε τα ισχυρότατα Μεσαιωνικά Τείχη της πόλης και τα ερείπια πολλών άλλων μνημείων. Τις ερημωμένες παραλίες και τα συρματοπλέγματα που χωρίζουν το σώμα από τη ψυχή μας!!!
Ο κύριος Ανδρέας Γ. από την Λάρνακα και η κυρία Ανδρούλα Γ. από το Κίτι, αδέρφια, με το χαμόγελο στα χείλη μου ψυθιρίζουν: « Αισθανόμαστε χαρά και λύπη. Φύγαμε το 1960 για Αγγλία. Τώρα όλα είναι παραμελημένα. Τίποτα δεν είναι όπως πριν. Καλύτερα βέβαια να βρεθεί μια λύση».
Και συμπληρώνει ο κύριος Γιώργος: «Είχα πει δεν θα ξανάρθω. Και 120 χρόνια να περάσουν δεν θα έρθω ξανά. Μπορείς όμως, δεν μπορείς. Νιώθω αγανάκτηση, πότε- πότε πονάω πολύ. Τα παιδιά μου μου το έχουνε πει, δεν θέλουνε να έρθουνε ποτέ εδώ».
Ούτε που καταλάβαμε πως φτάσαμε και πάλι πίσω στο οδόφραγμα. Και πάλι ο έλεγχος και πάλι μια πικρία να ελέγχεσαι στο ίδιο σου τον τόπο. Κάποιες φωνές ακούστηκαν «δεν τους την χαρίζουμε», κάποιες επικρότησαν. Κάποια μάτια συνέχιζαν να είναι βουρκωμένα. Δάκρυα στόλιζαν την ελπίδα. Την ελπίδα της επιστροφής! Έτσι λένε και έτσι το έχουν σίγουρο. «Οι περισσότεροι μπορεί να μην ζούνε, μα ο πόθος αυτός ο άσβεστος πόθος είναι μέσα στην καρδιά όλων μας. Στην καρδιά των κατοίκων της Αμμοχώστου!!!»
ΑΠΟΣΤΟΛΕ ΒΑΡΝΑΒΑ, ΚΑΝΕ ΤΗΝ ΕΠΛΙΔΑ ΘΑΥΜΑ!!! ΚΙ ΕΜΕΙΣ… ΘΑ ΠΕΡΠΑΤΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΣΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΡΗ ΣΟΥ!!!
Ευχαριστώ το Σύλλογο Γυναικών Αμμοχώστου στη Λάρνακα, για το υπέροχο ταξίδι και τη φιλοξενία στο προσκύνημά μας στον Απόστολο Βαρνάβα!!!
Ευχαριστώ όλους όσοι άνοιξαν την καρδιά τους και μοιράστηκαν συναισθήματα και αναμνήσεις στο Οδοιπορικό που καταγράψαμε!!!
"Το μέγα κλέος της Κύπρου, της Οικουμένης τον κήρυκα...
πάντες συνελθόντες σεπτώς οι πιστοί, τον Βαρνάβαν άσμασι στέψωμεν,
πρεσβεύει γαρ Κυρίω, ελεηθήναι τάς ψυχάς ημών".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου