Κρατούσα στα χέρια μου ένα αντίγραφο της καρφίτσας της Ελεονόρας του Τολέδου, δούκισσας της Φλωρεντίας τον 16ο αιώνα. Βέβαια, όταν την αγόραζα απ’ την πινακοθήκη, δεν είχα ιδέα για τη δούκισσα, με συγκινούσε όμως το πορτρέτο με το γιο της Τζιοβάνι που εικονιζόταν να φοράει τη καρφίτσα στο κέντρο του στήθους της. Έπειτα, επρόκειτο για ένα κόσμημα μοναδικής ομορφιάς που ήξερα πως θ’ αγαπούσε η γιαγιά.
Ήταν Απρίλιος, η γιατρός μας είχε ανακοινώσει πως η επιδείνωση και το τέλος ήταν θέμα ημερών. Η γιαγιά βέβαια ζούσε την κάθε στιγμή με ένα τρόπο που σ’ έκανε να πιστεύεις πως πάντα θα είναι εδώ, πως παρά τις προειδοποιήσεις της γιατρού θα τα κατάφερνε. Περίμενε τον Ιούνιο με μεγάλη αγωνία, θα αποφοιτούσα απ’ το πανεπιστήμιο κι αυτό της έδινε μια τεράστια χαρά, σχεδόν ανεξήγητη. Είχαμε περάσει ένα Πάσχα με πολλές ανησυχίες, μα το πρόσωπο της γιαγιάς μαρτυρούσε ζωή κι αυτό μας έδινε ελπίδα. Καθόμασταν μαζί ένα απόγευμα Κυριακής, όταν μου ζήτησε να ξεκινήσουμε να ψάχνουμε φόρεμα, για την τελετή του Ιουνίου. Χαμογέλασα με τη χαρά της και έγινε αυτό που ήθελε. Επέλεξε ένα κοραλλί φόρεμα, ίδιο με την πέτρα που έφερε η καρφίτσα. Το δοκίμασε αφού το φέραμε σπίτι, δυσανασχέτησε λίγο για τα μαλλιά της που δεν θα μεγάλωναν μέχρι τότε μιας και είχαν τελειώσει οι χημειοθεραπείες και μετά πήρε με μια ελαφρά δυσανασχέτηση την περούκα της και την τοποθέτησε με προσοχή. Παρέμεινε στον καθρέφτη να κοιτάζει πόσο όμορφο ήταν αυτό που φορούσε και έγινε τόσο χαρούμενη, τόσο όμορφη. Πήρα την καρφίτσα της Ελεονόρας απ’ το βελούδινο κουτάκι και την τοποθέτησα στο κέντρο του στήθους της γιαγιάς, πήρε μια σειρά λευκές πέρλες και τη βοήθησα με το λαιμό. Η εικόνα είχε πια ολοκληρωθεί και την ικανοποιούσε, φωτίστηκε το πρόσωπό της. Πήραμε το φόρεμα και το τοποθετήσαμε προσεκτικά στο ερμάρι με την καρφίτσα αφημένη στο κέντρο, μιας και είχαμε βρει την τέλεια θέση. Δεν είχε παρά να περιμένει τις μέρες να περάσουν για να ζήσει τη στιγμή που τόσο περίμενε…
Και πράγματι οι μέρες πέρασαν και η γιαγιά πάλευε να είναι μαζί μου, πιάστηκε από εκείνη τη στιγμή για να κάνει τις μερικές μέρες του γιατρού δυο ολόκληρους μήνες. Τρεις μέρες πριν την ορκωμοσία το σώμα της είχε εξαντληθεί και το καταλάβαινε. Μου ψιθύρισε ένα απόγευμα με απογοήτευση, πως μάλλον θα ήταν δύσκολο να ’ρθει. Την διέψευσα σχεδόν κλαίγοντας. Το είχαμε καταλάβει και οι δυο… Παραδόθηκε μες στην εξάντληση για τρεις μέρες και όταν κατάλαβε πως ήταν αδύνατο να είναι μαζί μου εκείνο το βράδυ, έφυγε ξημερώματα της ίδιας μέρας. Η ψυχή της ταξίδεψε μαζί μου και ντύθηκε με την αγάπη της καρδιάς μου, δεν χρειαζόταν το όμορφο κοραλλί της φόρεμα. Έστεκα μετέωρος εκείνο το βράδυ, παλεύοντας σε δυο κόσμους… σαν το κοραλλί φόρεμα της γιαγιάς, στεκόταν μετέωρο κι αυτό μέσα σ’ ένα ερμάρι γεμάτο με τα αρώματά της. Από τη μια είχε κρύψει μέσα του τόση επιθυμία για μια στιγμή, τόση ελπίδα για ζωή κι απ’ την άλλη ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη θανατικού. Η γιαγιά δεν ήταν εκεί να το φορέσει και εγώ έμελλε να μείνω για πάντα μετέωρος μες στα αρώματα της αγάπης μας, που τώρα πια θα έχανε την αφή της. Είχα μια ζωή που μόλις ξεκινούσε και μια αγάπη που μόλις πέθανε, όχι γιατί θα έπαυα να την αγαπώ μα γιατί έπρεπε να μάθω ν’ αγαπώ πια χωρίς παραλήπτη… έπρεπε να υπομένω ένα αδειανό κοραλλί φόρεμα χωρίς τα σημάδια της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου