Στον φίλο Θεόδωρο Στυλιανού
Τώρα βασιλεύει στο χωριό ένα μαύρο φίδι
που έχει παλάτι του το παλιό αρχοντικό.
Τα μαύρα φίδια
μερεύουν με ψωμί σταρένιο
ή με το μαύρο το ψωμί του κριθαριού
μες στους καιρούς της φτώχειας.
Όμως τώρα, τόσο μόνο,
πιστός ακόμα φύλακας,
πιο πολύ την ερημιά τονίζει
κρατώντας την πικρή ιστορία του:
Ήτανε χρόνια πριν, τότε που στο χωριό
κατοικούσε ο τελευταίος νοικοκύρης
σε τούτο δω τ’ αρχοντικό. Θυμάται,
γεννήθηκε το τελευταίο τους παιδί.
Τότε συχνά μιλούσαν για φευγιό,
για τα χωράφια που δεν δίναν να τους θρέψουν,
για το παιδί και το σχολειό που θα το ’στελναν.
Τότε παιδί και φίδι πιάσαν φιλία μεγάλη
και κάθε βράδυ στου παιδιού μαζί
κοιμόντουσαν την κούνια αγκαλιασμένα.
Το ένα περίμενε το άλλο
και τα δυο περίμεναν το βράδυ.
Κι όταν το παιδί μπορούσε να μιλήσει
και τα ονόματα να λέει των γονιών
χαρά γεμίζοντας το σπίτι,
επίμονα μιλούσε για τον φίλο του
που τον καρτέραε κάθε βράδυ.
Μα ποιος πιστεύει ένα παιδί σαν λέει:
Θα ’ρθει το φίδι και μαζί θα κοιμηθούμε;
Ώσπου μια μέρα η μάνα βλέπει
σαν ήταν ξαπλωμένο το παιδί στην κούνια
ένα φίδι ν’ ανεβαίνει
και το παιδί με μια κραυγή χαράς
ν’ απλώνει τα χεράκια του,
τα δυο να σμίγουν σαν αδέρφια.
Τρόμαξε η μάνα
κι όλο το σπίτι τρόμαξε.
Να καταλάβουν τι μπορούσαν
απ’ το παιχνίδι τούτο της ζωής;
κι όλοι μαζί , πήραν το παιδί και φύγαν.
Έτσι μονάχο του ένα φίδι
γυρίζει τα χαλάσματα.
Κοιμήθηκε χειμώνες,
ξύπνησε καλοκαίρια,
άλλαξε ντύματα πολλά και πάντα
θυμάται ένα παιδί, μια κούνια
και τη ζωή που ήταν άλλοτε
φίδι και παιδί αγκαλιασμένα.
Και το παιδί, άντρας πια,
άκουσε κάποτε σαν ένα παραμύθι
την παλιά ιστορία.
Τώρα, σαν επιστρέφει κάποτε να δει
το σπίτι, που ήταν άλλοτε το σπίτι του,
βλέπει το φίδι και τρομάζει.
Γιώργος Μολέσκης, Αυτοβιογραφία, 1972)