Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2021

Ενδυμίων /ΠΟΥΛΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 


Έκανε το λάθος να την πάρει

το κατόπιν και την είδε γυμνή

να βγαίνει από τα νερά και ζαλίστηκε.

Έκτοτε έχασε τον ύπνο του

και την κυνηγά σαν σκυλί που έχασε

τον αφέντη του.

Πότε τη βρίσκει πότε τη χάνει

και διαρκώς βρίσκεται στο κατόπιν της.

Οι άλλοι τον κοιτούν περίσκεπτοι∙

τον  λυπούνται που παίρνει

 τις ονειροφαντασίες του για πλάσματα

πραγματικά και το συμβουλεύουν

ναρθεί στα λογικά του και να πάψει

να αιθεροβατεί.

‘’Αν ξέρατε’’, λέει, ‘’ αν ξέρατε!’’…

Και το πρόσωπο του παίρνει κάτι

από την όψη της Σελήνης  ή ,και το χρώμα

του Αυγουστιάτικου φεγγαριού!

 

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ   ‘’ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΟΛΑΖ Ή ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΝΑ ΘΕΜΑ ‘’ ΙΙ

ΕΚΔΟΣΗ: 2015

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΕΣ ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΙΣ/ Κωνσταντίνου Δέσποινα


Ξαπόσταμα τ΄ αγωγιάτη
τ’ Αϊ-Γιώργη του Κοντού το μοναστήρι
μεσοστρατίς Λάρνακας κι Αραδίππου
προσκύνημα και δροσόνερο
φιλεμένο απ΄ του μοναχού τη γαληνεμένη επιστασία
ρουφούσε πανηγυρικούς εαρινούς
κομμένους απ’ της ιστορίας τα φύλλα
-βουνά, Αγία Λαύρα, αρματωλοί-
κι ενηλικιωνόταν και τη χρονιά εκείνη
του ομιλητή η παράλειψη
για τ’ άλλα,
των προκηρύξεων τα φύλλα,
που τ’ αδέλφια προίκισαν το μοναστήρι
ίσως πια χνούδι επενδυμένο
στον βυθό μπαούλων μες στ΄ αρχονταρίκι
ίσως λίπασμα στα χαρουπόδεντρα του προαυλίου
ίσως θησαυρός κρυμμένος
στους ποδόγυρους κάποιων ράσων
στο μουσείο της νεότερης ιστορίας.

Γλυκιά αγάπη / Χαραλάμπους Χριστάκης


Γλυκιά αγάπη,πλανεύτρα
που κάνεις τις καρδιές να μοσχοβολούν
να σέρνουν ανέμελα τον χορό του πάθους
με πόσα δάκρυα άραγε ξεδιψάς;
Χρ.Χαραλάμπους

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

Μοναξιά....../ Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα

 

Σκυφτή απέμεινε η γιαγιά,
σε μιά καρέκλα άδεια,
να περιμένει τάχατες,
κάποιος για να φανεί....
Απόκαμε ,κοιμήθηκε,
μ’ ένα κρυφό καημό,
στα μάτια δάκρυ έτρεξε,
μα το κρύψε θαρρώ...
Μονάχη της απέμεινε,
κάποιο να περιμένει,
ένα δικό της πρόσωπο,
που η ψυχή προσμένει...
Σφίγγεται μέσα η καρδιά,
μα αυτή πάντα παλεύει,
η δικαιολογία στα χείλη της,
μην και ο νούς σαλεύει...
Αργήσανε απ’ τη δουλειά,
αύριο θε να ρθούνε,
κάτσε γιαγιά περίμενε,
μην βιάζεσαι που αργούνε....
Κουράστηκε κι απόκαμε,
στον ήλιο αποκοιμήθην,
μόνη της συλλογίζεται,
κανείς δεν αποκρίθην....
Είναι βαριά τα γηρατειά,
η μοναξιά μολύβι,
ασήκωτο το φορτίο της,
καίει σαν το καμίνι....
Άπλωσε το χέρια σου,
δώσε μιά αγκαλιά,
στην μάνα ,τον πατέρα σου,
να νοιώσει ζεστασιά!
Μέρες και νύκτες μοναχικές,
ο νους αλλού γυρίζει,
παιδεύει την ψυχούλα της,
μα πάντα εκεί κι ελπίζει....

ΤΟ ΜΕΣΙΑΝΟ ΚΑΤΑΡΤΙ / Ξύστρας Δημήτρης


Σε μια πρωτόγονη
σπηλιά, φωτίστηκαν
δυο σώματα,
δείχνοντας από μακριά
του φάρου τα καμώματα.
Και δυο πουκάμισα
αδειανά,
βρεγμένα από το κύμα,
αγνάντευαν
τη θάλασσα,
στρωμένα στα χαλίκια.
Τώρα μιλούν τα σώματα,
μια γλώσσα
όλο χρώματα
κι’ οσφρήζονται
τ' αρώματα
απ' του γιαλού τα φύκια.
Τα δυο κορμιά τους
σμίγουνε,
το ένα τ’ άλλο πίνουνε
και τα φιλιά αρμενίζουνε
σε κόλπους με ζαφείρια.
Το μεσιανό κατάρτι του
καμένο απ' την αλμύρα,
πρόταξε ο νιός
που αρμένιζε
με τον αέρα πρίμα.
Φουρτούνιασε
η θάλασσα,
αρσενικό με θηλυκό
παλεύουν για το δίκιο,
μα το κατάρτι στο καιρό
με τ’ άρμενα τριγύρω του
στέκει παλληκαρήσιο.
Με όρτσα πανιά
και κραδασμούς
πλέει προς τον ισθμό,
κατάρτι σε άστατο καιρό
που αφρίζει από θυμό.
Η θηλυκιά της δύναμη
θεριεύει τον ειρμό,
που μπαίνει
αργά και σταθερά
να δώσει τον ρυθμό.
Σαν το μπαρούτι
ανάψανε
γενήκανε μια σάρκα,
για τη χαρά της ηδονής,
που σαν βουνό υψώνεται,
μ’ αρώματα κι’ αγκάθια.
Ο φάρος ετυφλώθηκε,
δεν σάλευε το κύμα
και δυο πουκάμισα
αδειανά,
αντίκρισε ο Αυγερινός
στρωμένα στα χαλίκια.

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

ΤΟ ΠΑΤΗΤΗΡΙ / Κωνσταντίνου Δέσποινα


Αέρηδες θωπεύουν αμπελώνες
στου Μοριά τη φθινοπωρινή γη
διαβάτης κι εγώ
μες σε καιρούς διακόσιους
αναπνέω τ’ ουρανού την απλοχεριά
και ξεκλειδώνω κρασοπατητήρι
στου μοναστηριού τ’ οχυρό,
κρασοκανάτι με προϋπαντεί
γεμάτο κι αδειανό
που του δωματίου την ιδιαιτερότητα τονίζει,
πλαταίνω κάθε γουλιά στα χείλια μου
κι ακούω τον καλόγερο παραδίπλα
να σημαίνει συναξάρια νικηφόρα στην πρώτη μου γουλιά,
στη δεύτερη οσφραίνομαι προκηρύξεις που υπνώττουν
σε χώματα λεμονανθών π’ αειθάλλουν έξω στο περιβόλι,
στην τρίτη συγχωρώ τις ανορθογραφίες
και ράβω, συλλαβίζω και σηκώνω λάβαρα
που κρατάνε επετείους σ’ αέναη περιφορά,
στην τέταρτη υποκλίνομαι σε χοροστασία άυλη
που ορίζουν νησιώτες, στεριανοί και στρατηγοί
σε μνημόσυνα πασχαλιάτικα λευκά
κι ακούω θούριους τονισμένους σε μέλη βυζαντινά,
απαγγέλω απομνημονεύματα,
πορεύομαι σε πηδάλια σταυρωμένης θυσίας
σε κρησφύγετα αιγαιοπελαγίτικα
που αναπνέουν μυρτιές, θυμάρι και λιβάνισμα
ανασταίνομαι σ ’αγάπες περασμένες,
πιο νέες κι απ’ τις καινούριες,
μεθάω, σηκώνομαι
και γράφω στα καθεχρονικά επισκεπτήρια
"Χαίρε, ελευθερωμένη!"

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

Οι τελάληδες της ανυπαρξίας / Χαραλάμπους Χριστάκης

 

Διαλαλούμε την ματαιότητα της ζωής
ενώ έχουμε προ πολλού παραδοθεί στην απραξία
πολεμάμε λέμε ,εμείς οι αιχμάλωτοι του ψεύδους
γίναμε δοσίλογοι,προδίδουμε τους εαυτούς μας
μας φανταζόμαστε αντάρτες ρωμαλέους,
μα η μυρωδιά του μπαρουτιού δεν μας ξέρει
Σκουπίζουμε τα δάκρυα μας κρυφά
ντρεπόμαστε που είμαστε άνθρωποι
φοβόμαστε να διεκδικήσουμε ,να αγγίξουμε ψυχές
τα κορμιά μας σπαράζουν ,νιώθουν ανίκανα,πεινασμένα
και οι ψυχές μας ανεμίζουν μεσίστιες
θρηνώντας για την απροσδόκητη κατάντια μας
Χρ Χαραλάμπους

ΔΩΜΑΤΙΟ ΔΙΑΦΥΓΗΣ / Ζυμπουλάκης Γιώργος


Φέρετρο επίλεξαν επιμελώς.
Το σφράγισαν.
Δυσωδία σήψης καταχθόνιας ρυπαρότητας. Κιτρινισμένο σαρκίο να μην βλέπουν.
Δεν είναι αυτό που ονειρεύτηκα.
Μελλούμενο πολυτελές μνημείο.
Κι εγώ που ήθελα να με ρίξουν στον τάφο μ' ένα
σεντόνι .
Να νιώθω τα υγρά κόκκαλα
να ησυχάζουν σε φωτεινότητα αναμονής.
Καντήλι προσδοκίας .
Ταξίδι σαρανταήμερο .
Στάλες αίματος ψιθυρίζουν
αντίλαλο καταγής
επουράνιας εξιστόρησης.
Καρφιά πόνου .
Αρτιμελής χωρίς πταίσμα.
Ένδοξης καρδιακής ανάστασης.
Περισφίγγω τα ενδότερα.
Εξιλέωσης συγκερασμού ελέους.

ΑΠΡΟΣΜΕΝΑ / Ζυμπουλάκης Γιώργος


Τάφοι
Σταυροί
και κοιμητήρια
περιμένουν
μνημόσυνα
ελεημοσύνες.
Μεσίστιες μαυροφορεμένες σημαίες
στραμμένες προς ανατολάς σκέψη.
Δυό σελίδες γύρισες
και η βιοτή σου εξαντλήθηκε.
Νεκρή γραμμή.
Αντίληψη θυσίας δακρύων.
Αυτό ήταν
ίσορροπία νοός καρδίας.
Βαθύτερος στοχασμός.
Ακατανόητο προς το άγνωστο.
Όραμα μετανοίας
ένα λευκό μαντήλι.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

ΡΟΕΣ ΚΑΙ ΘΡΟΜΒΩΣΕΙΣ / Ζορπίδου Ευδοκία


.
Κάποιος επέβαλε στο μυαλό διάχυτη ενδαγγειακή πλήξη
Θρόμβωσε τα όνειρά μας
μαγείρεψε την αθωότητά μας
έπηξε τους χυμούς της
αφυδάτωσε τα θέλω μας
αποχαύνωσε τη δημιουργικότητά μας.
Στο τέλος
-δίχως να το καταλάβουμε-
μας νάρκωσε
μας έλιωσε ξανά
μας έχυσε σε καλούπια
Μέχρι να στεγνώσουμε
διεμήνυσε την επιτυχία του εγχειρήματος
στους ανωτέρους του.

Από τη συλλογή Εικόνες του Θεοδόση Νικολάου


Δ'
Τα τέσσερα σημεία της οικουμένης
Άρκτος, Δύση, Ανατολή και Μεσημβρία
Είναι οι δρόμοι των ανέμων που κυλούν
Για ν' αλλάξουν τις όψεις του προσώπου της.
Αινίγματα για την απογείωση του λογισμού
Φτερά στα όνειρα για να βιάζουν
Τις κλειστές θύρες.
Αν σας απογυμνώνω
Είναι γιατί μέσα στην ψυχή μου υπερκχειλίζει η αγάπη.
Αν σας απογυμνώνω
Είναι για ν'αποζητήσετε τη λαμπρή στολή,
Για τη μεγάλη γιορτή που πλησιάζει.

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

Οι χειροκροτητές / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου

 

  

Τρόμαξα βλέποντας τα χέρια τους!

χειροκροτούσαν σαν κινούμενες

Μαριονέτες∙

σαν κινούμενες Μαριονέτες

σηκώνονταν, κάθονταν στη θέση τους,

υπακούοντας σ’ αδιόρατα κελεύσματα,

π ‘ούτε τά’ βλεπες ούτε τ’ άκουες∙

απλώς τα υπάκουες!

Τρόμαζα βλέποντας τα σαν

Μαριονέτες,

να ενδύονται την πολεμική τους

στολή ,να σφίγγουν το μαχαίρι

στα χέρια τους και σαν

Μαριονέτες,

να προετοιμάζονται  για

τη ‘’νύκτα των μεγάλων

μαχαιριών’’

ή ‘’τη νύκτα των βρικολάκων’’!

Είδα ξάφνου τα χέρια τους

να ξεφεύγουν από τον έλεγχο

του μυαλού, ν ‘αποκτούν αυτονομία

σκέψης, αυτονομία κίνησης

κι από μόνα τους να κατεβαίνουν

τους δρόμους, να σπάνε τις βιτρίνες,

να σπάνε τα κεφάλια μας,

να σπάνε το κρύσταλλο

της επίπλαστης τάξης κι ασφάλειας μας,

επιβάλλοντας τη δική τους τάξη

και ασφάλεια!

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ  ΄΄ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΟΛΑΖ   Ή ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΝΑ ΘΕΜΑ  ‘’ II

ΕΚΔΟΣΗ: 2015

Η σημαία / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου

 

Μην παρασυρθείτε από
την έπαρση της!
Κρατείστε τη διπλωμένη,
να κοιτάει με σεμνότητα
προς το έδαφος∙
να βλέπει τους σταυρούς
που καρφώθηκαν στο χώμα,
εξαπατημένοι από έναν σταυρό,
που διασταύρωνε το ξίφος του
μ ‘όλους τους άλλους!

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ   ‘’ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΟΛΑΖ  Ή ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΝΑ ΘΕΜΑ ‘’  ΙΙ

ΕΚΔΟΣΗ : 2015

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ / Χριστοδουλίδης Γιώργος

 

Πάνω στο κορμί μου
η σκόνη του δρόμου που πέρασες
τα πόδια μου βαραίνει
η δική σου κούραση.
Πολύ πριν υπάρξεις
σε περίμενε η πόρτα μου.
Εκείνος ο άγνωστος ξυλουργός
που την έφτιαχνε
– τραγουδούσε.
Το απραγματοποίητο εκδ. Γαβριηλίδης 2010

Ποίημα του Ματθαίου Νικόλα

 ΤΖΙΑΙ κάθε νύχτα ερκεται,ο εφιάλτης παλε

Νυχθημερόν παρακαλώ
Την θυμησήν που τον χαμόν
Έλα θεέ Τζιαι φκάλε
Ήμουν Μιτσήςς εφτά γρονών,μα πάλε αττυμούμαι
Μα κάθε νύχτα μια φωνή
Εν την ψυσιήν μουπου πονεί
Τζι ακόμα εν τζοιμούμαι
Θυμίζει μου την εισβολή,που πέρασα καμπόσα
Που ήρταν μέσ'το σπίτι μου
Τζι'εν φεφκει που την μνήμη μου
Δικούς μου που σκοτώσαν
Εμπήκαν μέσ'το σπίτι μου,τον τζύρην μου τζι επιάσαν
Μα'ν τους εφάνειν αρκετό
ΤΖΙΑΙ πέψασιν Τζιαι τον στρατόν
Τον σπίτι τζι εχαλάσαν
Θυμούμαι τζιαι την μάνα μου, που ήταν μέσ'το κλάμαν
Τζι είπα της πέρκει μου χαρεί
Να γαληνέψει στην ψυσιήν
Να κάμει ενα τάμαν
Ημέρα ητουν της Παναγιάς, Τζιαι ήρταν πάλε πίσω
Μα'ν έμπορα εγιώ μιτσής
Άοπλος δίχα της ψυσιής
Τον Τούρκο να κουντίσω
Τζι έπιαεν μου την αρφή,π'εκράουν εις τ'αγκάλια
Τζι εβιασεν την το τουρτζιν
Κατάρα να σιει τζι οι ευτζήν
Που την έκαμε χάλια
Ακούω κόμα τες φωνές,π'έβαλλεν η αρφή μου
Ξαπόλα την ρε Τζιαι πονεί
Είπεν η μάνα στο τουρτζίν
Πονεί την η ψυσιή μου
Εν του εκάνεν το μωρον, τζι εγύρισεν στην μάνα
Θυμούμαι που'τρωεν ραφτίν
Μα'ν εξεστόμησε με γριν
Τζι έτσι την επεθάναν
Τζιαι μείναμεντε μόνοι μας, δίχα γονιους στην ζησην
Τζι εθκιωξαν μας πού το χωρκονν
Τζι έτσι που κάτω που δεντρόν
Εγιούτησε να σβήσει(η αρφη)
Πρώτη φοράν εμίλησα,για τούτα που εγίναν
Λαλώ τα να συμμορφωθεί
Σε τούτον σαν τα λησμονεί
Το Τούρκο τζι επροσσιύναν
Στον πόλεμον ρε οχτρός, μάθετε εν λυπάτε
Εν η διτζιέφαλη κουφή
Μα φκάρτε τον που τούντην γην
Τζιαι μεν του γονατάτε