Σε μια πρωτόγονη
σπηλιά, φωτίστηκαν
δυο σώματα,
δείχνοντας από μακριά
του φάρου τα καμώματα.
Και δυο πουκάμισα
αδειανά,
βρεγμένα από το κύμα,
αγνάντευαν
τη θάλασσα,
στρωμένα στα χαλίκια.
Τώρα μιλούν τα σώματα,
μια γλώσσα
όλο χρώματα
κι’ οσφρήζονται
τ' αρώματα
απ' του γιαλού τα φύκια.
Τα δυο κορμιά τους
σμίγουνε,
το ένα τ’ άλλο πίνουνε
και τα φιλιά αρμενίζουνε
σε κόλπους με ζαφείρια.
Το μεσιανό κατάρτι του
καμένο απ' την αλμύρα,
πρόταξε ο νιός
που αρμένιζε
με τον αέρα πρίμα.
Φουρτούνιασε
η θάλασσα,
αρσενικό με θηλυκό
παλεύουν για το δίκιο,
μα το κατάρτι στο καιρό
με τ’ άρμενα τριγύρω του
στέκει παλληκαρήσιο.
Με όρτσα πανιά
και κραδασμούς
πλέει προς τον ισθμό,
κατάρτι σε άστατο καιρό
που αφρίζει από θυμό.
Η θηλυκιά της δύναμη
θεριεύει τον ειρμό,
που μπαίνει
αργά και σταθερά
να δώσει τον ρυθμό.
Σαν το μπαρούτι
ανάψανε
γενήκανε μια σάρκα,
για τη χαρά της ηδονής,
που σαν βουνό υψώνεται,
μ’ αρώματα κι’ αγκάθια.
Ο φάρος ετυφλώθηκε,
δεν σάλευε το κύμα
και δυο πουκάμισα
αδειανά,
αντίκρισε ο Αυγερινός
στρωμένα στα χαλίκια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου