Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

Ποιητική Βραδιά στην Αποβάθρα της Μαρίνας Λάρνακας την 13η Σεπ 2020



Πραγματοποιήθηκε με εξαιρετική επιτυχία στις 13η Σεπ 2020, η Ποιητική Βραδιά που οργάνωσε ο Δήμος Λάρνακας σε συνεργασία με την  Πολιτιστική Κίνηση της Πόλης: Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού της Λάρνακας. [ΦΙ.ΛΟ.ΠΟ.Λ]. Στον μικρό αλλά καλαίσθητο χώρο λίγες πλαστικές καρέκλες, ένα αναλόγιο και ένα μικρό τραπέζι ήταν αρκετά να φιλοξενήσουν τους φίλους της ποίησης και με δεδομένη την υφιστάμενη κατάσταση της Πανδημίας η προσέλευση του κοινού θα πρέπει να ικανοποίησε τους διοργανωτές.


Την εκδήλωση συντόνισε η πρόεδρος των ΦΙΛΟΠΟΛ κα Αγγέλα Καιμακλιώτη, η οποία στο σύντομο εισαγωγικό της επισήμανε την αναγκαιότητα της ποίησης στη ζωή μας και παρουσίασε τους πρωταγωνιστές της βραδιάς τους ποιητές :

  • Δημήτριο Γκόγκα,
  • Ιωσήφ Ιωσηφίδη,
  • Κώστα Κατσώνη,
  • Δέσποινα Κωνσταντίνου,
  • Αφροδίτη Οικονόμου,
  • Ιωάννα Παπαντωνίου,
  • Χρήστο Τσιαήλη,

όλοι μέλη της Πολιτιστικής Κίνησης.

Στις απαγγελίες των ποιημάτων, τους ποιητές συνόδευσε παίζοντας αισθαντική μουσική η εξαίρετη πιανίστρια Σοφία Πούρτζιη.

Ελπίζουμε ότι ο Δήμος Λάρνακας θα διοργανώσει και στο μέλλον ανάλογες βραδιές που δίνουν και μια διαφορετική νότα στις καλοκαιρινές νύχτες της Λάρνακας.

Το ιστολόγιο εξασφάλισε τα ποιήματα που αναγνώστηκαν  στην Ποιητική Βραδιά από τους συμμετέχοντες ποιητές και ποιήτριες και σας τα παραθέτει:





ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ

Θυμήθηκε τις συμβουλές του.
Να  ασφαλίσει το ποίημα και προπάντων τις λέξεις.
Εάν χαθούν οι λέξεις τι θα απομείνει;
Μία κάτασπρη, κενή σελίδα τετραδίου με δείκτη το αόρατο.
Τη μοναξιά να στραγγίζεται από τη κορυφή στις παρυφές του ανθρώπου.

Όπου χρειαζότανε στήριζε τις λέξεις και τις προτάσεις με τελεία.
Να δώσει μια ανάπαυλα στη φωνή της ψυχής και στη δύναμη του τόνου.
Να εδραιώσει τη βάση με την αλήθεια.
Κάπου – κάπου κάρφωνε την τελεία άνω.
Άνω δεξιά και άνω αριστερά.
Να χωρίσει τους παράδρομους, τα καλντερίμια και τα σοκάκια της σκέψης.

Για να προκαλέσει αιφνιδίως την προσδοκία πως κάτι θα συμβεί,
χωρίς πίεση αλλά με κάποιο αβέβαιο λόγο,
χρησιμοποιούσε διστακτικά το κόμμα.
Κι ας επαναστατούσαν-έστω και- προσωρινά,
οι δευτερεύουσες προτάσεις στο ποίημα,
οι ερωτηματικές εξάρσεις, οι συμπερασματικές απόπειρες,
οι διαζευκτικές της αβεβαιότητας,
οι παντογνώστες χωρισμοί και τα παραστρατήματα του έντεχνου λόγου.
Κι όταν απαιτούνταν να δώσει περισσότερες εξηγήσεις, έσπερνε δύο τελείες.
Έτσι απλά, δίδασκε τα αποφθέγματα και τα σοφά λόγια των προκατόχων.

Την παύλα τη απέφευγε,
έλεγε πάντα και το υποστήριζε με παρρησία: δεν ωφελεί,
ούτε στον προσδιορισμό των προσώπων σε ένα τυπικό διάλογο.
Πιότερο προκαλεί σύγχυση, σαν ένα σπαθί χωρίς σταυρό.
Σαν ένα βέλος χωρίς την άκριά του.

Τι παρενθέσεις, τις αγκύλες και τα εισαγωγικά, τα αγάπησε στην φυλακή.
Καρφωμένα στα παράθυρα και στις πόρτες, έκλειναν όλα όσα αγάπησε,
μα πιο πολύ την ελευθερία.
Κι όταν έκανε την εμφάνισή του το θαυμαστικό,
απορούσε σιωπηλός
και σημείωνε με κόκκινη μελάνι ένα τεράστιο ερωτηματικό για την πορεία του ποιήματός του. Σκήνωμα το βάφτιζε, λείψανο μέχρι να το αναστήσει.

Απέφευγε τους αστερίσκους.
Είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στην ειλικρινή παράθεση των λέξεων.
Να μιλά με το όνομά της η λέξη, κι όχι με διφορούμενα.

Στο τέλος βοτάνιζε τα αποσιωπητικά.
Πάντα ήθελε να πει κι άλλα,
μα τον σταματούσε το φεγγάρι της Άνοιξης και η αύρα του Αυγούστου.



ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ

Σκυφτοί με τις άσπρες ποδιές, τα αξύριστα πρόσωπα.
Έπλαθαν το ζυμάρι και την ακυβέρνητη  ζωή τους.
Στο βάθος η πινακωτή.
Οι ώρες τους σιωπηλές.
Οίκτος τις περιέλουζε,  χολή και ξύδι. 
Οι μέρες καημένες και σιωπηλές,
βηματίζουν  μέσα στα φορτισμένα χρόνια,
θωρώντας δεξιά και αριστερά τις στέρφες σταγόνες ζωής.
Αλευρωμένες, ξεσκόνιστες.
Θλιβερές, κυρτωμένες από κούραση.
Τα χέρια στραγγαλίζουν τη μαγιά
αναπηδά κι ανεμίζει η κόρα, 
έτοιμη να ξυπνήσει ένα όνειρο,
τυχαία σωσμένο απ΄ το μεθύσι
που σκορπά το άρωμα του φρέσκου.
Στη καλημέρα η κούραση.
Στη ρυτίδα ο σπόρος.

Ο άνθρωπος βρε συ,
σαν μπει μες στη φωτιά, καίγεται.
Το ψωμί φουσκώνει.




ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ

Το βλέμμα ρίχνεις χαμηλά στο χώμα
και γω ακόμα που σ΄  είχα υμνήσει, 
δειλά στη σκιά σου έχω αφήσει
κερί που λιώνει πάνω σε στρώμα.

Καρφιά και γυαλιά γλυκά αφημένα
πάνω στα στήθη που έχω ακουμπήσει, 
Στα χείλη σου φιλί έχει δύσει
και δύο λόγια από πόνο βγαλμένα.

Τι θλίψη μου σε φεγγάρια βυθίζω.
Το νου ραντίζω με σκέψεις που σβήνουν.
Εφιάλτες τις νύχτες τα όνειρα ντύνουν.
 Αύρα πελάγους και κυματίζω

Το βλέμμα τυφλό, σεμνά χαμηλώνεις.
Λες πως λυτρώνεις βαθειά τη ψυχή σου.
Νιφάδα που σκα χιονιού η πνοή σου
Είναι Φλεβάρης και Μάρτης δηλώνεις.


*****


ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ ΕΙΡΗΝΗΣ…


Απροσάρμοστος ως Μέλος της Ακαδημίας·           
δε θα βράβευε τον Πρόεδρο της υπερδύναμης       
(οργανωτής μιας κάποιας κοινότητας, ο άθλος του),
ούτε τονΑντιπρόεδρό της (μια ταινία, ο άθλος του).

Τα άλλα Μέλη δεν έσκυψαν να δουν την Ιρένα ¹
στους υπονόμους· υδραυλικός η Γερμανίδα
στα γκέτο Βαρσοβίας κι από κει να φυγαδεύει
βρέφη Εβραίων μέσα στην εργαλειοθήκη της,
μεγάλα εβραιόπουλα με το φορτηγό της.
Δυο χιλιάδες πεντακόσιες οι φωνούλες τους,
να τις κρύβει γαβγίζοντας ο σκύλος συνεργός της.

Δεν έσκυψαν τα Μέλη στον λάκκο να δουν
Ναζί να της συνθλίβουν χέρια και πόδια.

Χιλιάδες μικρέςοιπράξεις,
με μεγάλη ψυχή, ωστόσο.

Για μια υδραυλικό αργόμισθη θα μιλάνε τώρα;


Από την Ποιητική Συλλογή ΕΝΤΟΣ ΕΚΤΟΣ, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, Αθήνα, 2019.



Ο ΖΗΝΩΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟ ΚΙΤΙΟ

Στο Κίτιο επιστρέφω για σένα νέε
να ενσπείρω στη Στοά νέοσπόρο.      

Θέλει κόπους η Αρετή και νου, έχεις
δυο αυτιά ν’ ακούς κι ένα στόμα να μιλάς
κι ας γλιστρά το πόδι σου παρά η γλώσσα.

Σκάβε τον μέσα κάμπο, σπέρνε, ζύμωνε
με λογική τον άρτο,πύρωνε με χέρια τίμια, 
η σύνεσή σου να ’ναι κήπος της ομορφιάς,
η ομορφιά κήπος της σύνεσης, νερό η Αγάπη.

Το Κίτιο ας κοσμεί η αρετή αντί οι προτομές, 
να έχεις ψυχήπυγμή, φρόνηση αντί χίμαιρα,
τίμα γονείς, πατρίδα, δικούς και ταπεινούς·
έτσι λάμπεις μες στον Λόγο, δίχως πλάνη.

Φίλε, δεύτερε εαυτέ, αγάπα το Δίκαιο
κι έτσι να κλείσεις δικαστήρια και φυλακές.
Γενναίος να είσαικαι δίκαιος, Σπουδαίος,
το ορθό όρθωνε, σε δόξες μη σκύβεις.
Νικάς και με μικρό βήμα προς το καλό,
το επόμενοκάνε τομεγάλο άλμα άρτιο.

Ο χρόνος σε στενεύει; Σου τον διευρύνει η Τέχνη
και της σοφίας η εστία που διαθερμαίνει τη Φύση.

* Ζήνων ο Κιτιεύς, Κύπριος φιλόσοφος, ο Ιδρυτής της Στωϊκής Φιλοσοφίας.


Από την Ποιητική Συλλογή ΕΝΤΟΣ ΕΚΤΟΣ, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗ, Αθήνα, 2019.



ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΛΗΘΗ

Σε ρωτώ, καθρέφτη: «Τί έπραξα όλη μέρα;
Να θυμάμαι λάθη ή ορθά;Λήθηή μνήμη;»
Πάλι θυμάμαι το πώς, αντί το τί. Μπήκα
στη μέση της ταινίας, είδα διαλόγους:
η ύλη με την αντιΰλη, η ουτοπία μετο Ένα,
ο έσχατος κρίκος του Χρόνου με τον πρώτο.

Λήθη, εκρέουνκόκκοι κλεψύδρας, λέξεις,
το κύμα ανακυκλώνει σε νέο κύμα, με οδηγεί
απ’ το Α στο Ω τηςΑργΩ, αντί στο χρυσόμαλλο.

Μνήμη, αγνοώ πολλά, πίσω κρύβεις λύσεις,
με καλείς με ρήματα: ήρθα, ξύπνα, δες, μίλα,
ξέρω ν’ ανασαίνωσε στιγμέςγενναίες, όταν
το χαρτί μου, βαρύ από μελάνι, βροχοποιεί
ή επιμηκύνει ρίζες ν’ αναζητούν παρθένο νερό.

Λήθη το φεγγάρι,μνήμη ο ήλιος, δεν συγκυβερνούν·
αν λέω αλήθειες, καθρέφτη, γιατί να θυμάμαι τί είπα;



Από την υπό έκδοση Ποιητική Συλλογή ΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ, Εκδόσεις ΑΡΧΥΤΑΣ, Αθήνα.




ΔΥΣΒΑΣΤΑΧΤΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ                                          

   ‘Ο βίος βραχύς, η Τέχνη μακρά’, Ιπποκράτης

Γεννημένος σε πόλη σοφού, νιώθω μουγγός.
Δεν βλέπω φως στον καθρέφτη, τη νύχτα γυμνός
δεν μπορώ να υποκρίνομαι, να ξεχνώ, να κρύβω,
οι κουρτίνες μού φράσσουν τη θέα καθώς μελετώ
της πατρίδας την πέτρα, τα νεύρα, τη σκληρή σάρκα.
Δεν ολοκλήρωσα…χύθηκε ο καφές στα πτυχία μου,
το ακριβό μου ρολόι κατρακύλησε και το πάτησαν
(οι δείκτες δείχνουν ακριβώς την ώρα της ανατροπής).
Όλοι φεύγουν φύλλα ξερά, που μόλις ήρθαν χλωρά.
Απότιστα ρόδα, αγύριστη ρόδα, κούφιο το καρύδι,
φταίει που δεν έχω χρόνο να τα συγχρονίζω όλα,
η λήθη σκοτεινιάζει, ενώ ψαύω τάφους για φως.

Ποτέ δεν έμαθα να μαζεύω βότσαλα τ’ ουρανού, μα
στην πλάκα μου γράψτε τον στερνό μου ανασασμό:
‘Χάραζε λέξεις ελληνικές σε γρανίτη, μην ξεθωριάσουν,
τις επάλειφε κερί, μην τις διαβρώσει ο αέρας, η βροχή,
με άλλα αυτιά τις ακροαζόταν να πάλλουν αέναα.’


Από την υπό έκδοση Ποιητική Συλλογή ΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ, Εκδόσεις ΑΡΧΥΤΑΣ, Αθήνα.


ΜΙΑ ΣΑΚΟΥΛΙΤΣΑ ΜΕ ΣΟΚΟΛΑΤΑΚΙΑ

Είχα κερδίζει μια σακουλίτσα με σοκολατάκια,
κατάπια τις πρώτες, με αργό ρυθμό όσες μένουν,
σαν τα χρόνια, που τα μετρούν δυο χρονομέτρες.

Σήμερα φλυαρώ με όσους δεν μεγαλώνουν,
κάνω χαβαλέ για την πλήξη, γελώ με σπαστικούς,
χασομερώ… μα θα ’χω χρόνο μετά να σπαταλώ
με χαλαρούς, όταν τα σοκολατάκια λιγοστέψουν;

Πόσα σοκολατάκια μένουν όταν το κακόαπλώσει;
Εδώ ιοί, τυφώνες, εκεί καύσωνες,εγκέλαδοι.Χρόνος
μου μένει, πριν ξεψυχήσουν λέξεις, σκέψεις, γεύσεις;  
Προλαβαίνω; Πέντε φίλοι παλιοί αρκούν, ήρεμα
να γευόμαστε πια όσα σοκολατάκια απομένουν,
να γελάμε για όσα γοργά κι ανεπαίσθητακατάπιαμε,
για ευκαιρίεςκαι λάθη μας - ευτυχώς, όχι την μπέσα-
μαζί να κρίνουμε άξιο ό,τι κοπιάσαμε να κερδίζουμε,
που είχε άγγιγμα ψυχής κι έσβηνε χαρακιές της ζωής



Από την υπό έκδοση Ποιητική Συλλογή ΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ, Εκδόσεις ΑΡΧΥΤΑΣ, Αθήνα.

*****




ΕΜΠΟΔΙΟ

Οι χαμένες πατρίδες
κι οι χαμένες αγάπες
στέκονται πάντα μπροστά μας,
εμπόδιο κάθε καινούριας πατρίδας
εμπόδιο κάθε καινούριας αγάπης.

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Ας παραμένουν τα όνειρα,
ας μην υλοποιούνται.
Ας απαλύνουν τους πονεμένους
οι προσδοκίες οι ανεκπλήρωτες.
Τουλάχιστον όσοι μπορούν και κάνουν όνειρα
μπορούν και να ζούνε.
Διαφορετικά,
το κακό θα’ταν με τη ζωή.
Διαφορετικά,
το κακό θα’ ταν για τη ζωή.
Για τον θάνατο θέμα δε θα’μπαινε πια.

ΑΤΙΤΛΟ

Μες  στην απλότητα των στίχων
διαβάζουμε τη σύνθεση του  κόσμου.

 Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Ο ποιητής,
ένα ποτήρι ξέχειλο
από την πίκρα του κόσμου,
ένα σήμαντρο
που θ’ακούγεται πάντα
στις στράτες των ανθρώπων
πότε σιγότερα κι αλαργινά,
κιι άλλοτε με κλαγγιές και με γιούχα,
στο ίδιο πάντα μετερίζι.
καθώς τον ήλιο
που αυγαταίνει το αύριο.

Η ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ

Δεν είναι η αγάπη σου
κρασί που να το πιω
και σαν μεθύσω
να σου πω
άλλο δε θέλω.
Δεν είναι η αγάπη σου
η μπόρα του χειμώνα
που σαν εκαταλάγιασε
θα λέμε «δόξα σοι Θεέ».
Δεν είναι κύμα
που στης θάλασσας
τα βράχια
πάει συντρίβεται,
ούτε της άνοιξης λουλούδι
που διαβαίνει με τη μοίρα του,
ούτε και φως
όπου τον ήλιο συντροφεύει.
Η αγάπη σου
μοιάζει πιότερο της ιδέας.
Μένει πάντα εκεί.
Θεριεύει όσο την πολεμούν,
μεστώνει με τη φλόγα της καρδιάς.
Υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι,
και περιμένει...

ΜΑΚΡΙΑ ΣΟΥ

Μακριά σου
ένας χειμώνας ατέλειωτος μ
ένας ανήλιαγος ουρανός,
ένα κλεισμένο παράθυρο.
Μακριά σου
ο παράδεισος που χάθηκε,
τα τριαντάφυλλα
που δεν προλάβαμε να μυρίσουμε,
τα γιασεμιά
που πήγαν τ’ανέμου.
Μακριά σου
μια στερεμένη βρύση,
ένας απροσανατόλιστος άνεμος,
ένας ξέπνοος ωκεανός,
ένας κόσμος ανύπαρκτος.
Μακριά σου, λοιπόν,
Να σ’ ονειρεύομαι,
για να υπάρχω.




Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
(σαν παραμύθι)

Όταν την πήρανε, δεν το ‘ξερε
πως έτσι χάνονται οι πατρίδες.
Θα καρτερούσει, λέει,
δυο, τρεις, πέντε, δέκα μέρες
κι ύστερα πάλι θα γυρνούσε.
Γι’αυτό δεν πήρε τίποτε μαζί της
έξω απ’ τον φόβο και την απόγνωση
των απρόσμενων συμβάντων.
Πέρασαν χρόνια τώρα
όσα και τα δακτύλια του χεριού της
κι ονείρατα παράξενα
σπαθίζουνε τις νύκτες το κορμί της.
Ανοίγει τη μέρα το παράθυρο
κι η νοσταλγία του  ήλιου τη μελαγχολεί.
Την κοιτάνε τ’ αγόρια
κι αυγαταίνει ο πόθος μέσα της.
Μα η πατρίδα; Συλλογιέται.
Πάει, λένε, καλά
και τα διαμερίσματα
δεν νοικιάζονται,
λίρες πολλές και βάλε.
Ανάκαμψη όλοι τη λένε
την κατάντια της .
Στα ύψη ανέβηκε η βενζίνη
και τ’αυτοκίνητα στους δρόμους
σαν λιμπούρια
και να’ν τα πιο πολλά καινούρια.
Κι η πατρίδα;
Κομμένο οριστικά λοιπόν στα δύο;
Μέρα τη μέρα το σαράκι
τρώει τα σωθικά της.
Ώσπου τη γράψανε μια μέρα
και στον τύπο:
Πως διάβη, είπαν, νέα κοπέλα
-Ελευθερία τ’ όνομα-
τη γραμμή του Αττίλα
κι «αγνοείται η τύχη της».
Και σαν περάσαν μέρες τρεις,
Οι Οηέδες, λέει, τ’αναφέρανε
προς την κυβέρνησή μας,
πως γράφοντας στου Σαραγιού τον τοίχο
«θάνατος στους εισβολείς»,
«κατάρα στους προδότες»,
την  πυροβόλησ’ ένα μεχμετζίκ
-γενναίο παλικάρι-
Κι η Ελευθερία ξεψύχησε
χωρίς να πάρουμε χαμπάρι...

(Από τη συλλογή «Μιλήματα κι αντιμιλήματα», Λάρνακα 1993 και Λευκωσία 2020, Εκδόσεις Ηλία Επιφανίου)

*****
                                        ΤΟΥ  ΙΑΤΡΟΥ  ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΥ  ΤΟΥ  ΚΙΤΙΕΩΣ

Μες  στης  πλατείας  τις  επαναλήψεις
των  εξώστ  την επιδημιολογία
των αυτοχθόνων  την  αδιαφορία
των  ετεροχθόνων  την άγνοια
και  των  λυκειοπαίδων  την  ταχυφαγία,
του  χειρουργού  η  προτομή
συνέρραπτε  στης  πόλης  του  την  ιστορία
σχήματα  απ’  τα  αλεξανδρινά  κουβούκλια  των  ταριχεύσεων
παπύρους   απ’  του  δασκαλο-Ζώπυρου  τις  καταθέσεις
μηνύματα  απ’  του  Ιπποκράτη  τις επισημάνσεις
πορίσματα  λαξευμένα  στων σπλάχνων  τον  μικρόκοσμο
σήματα  απ’  τις  παραθαλάσσιες  νοσοκόμες
που  λεύκαιναν  τα νυστέρια  αυθημερόν
του δρομέα  τον  αστράγαλο  ν’  αναστήσουν
υποσημειώσεις  απ’  των  αρθρώσεων  τη  διατριβή
και τρόπους  για  να  ξεκλειδώσει  η  επιστήμη
της  επιληψίας  τα  μυστήρια.


ΠΛΑΤΕΙΑ  ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ  ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Στα  συναπαντήματά  μου  με  την  Πλατεία  Ακροπόλεως
ξεσκονίζω  φωτογραφίες  αλλοτινές
σωματεία, καφενέδες, παρελάσεις-
κι  οι  ανεμίζουσες  σημαίες
που ακόμη  εντοπίζω
με  καθησυχάζουν  πως  όντως
πλέω  μέσα  σε  συντεταγμένες  πλατείας.
Ανασύρω  Σεπτέμβρηδες
που  ξεκλειδώνουν  μελόντικες  και  μαντολίνα
στο  δημοτικό  της  Ακρόπολης
Γενάρηδες  που  χρεώνουν  το  τοπίο
με  τις  οσμές  του  γειτονικού  νοσοκομείου
Δεκέμβρηδες  κουρασμένους
απ’  τις  επαναλήψεις  νόθων αστεριών
ξαναζώ  Τσικνοπέμπτες αναρτημένες
στους  καπνούς  σάρκινου  κορεσμού
να  κι  ο  Ιούνιος  που  ραντίζει  την  πλατεία
με τους ιδρώτες  των  τελειοφοίτων.
Σκαλίζω  τ’  άδυτα  των  κτιρίων  της
και  με  υποδέχεται  ένας  ακρωτηριασμένος
απ’  τις  ενοχές  ραδιοπομπός
ένα  αποστεωμένο  οδοντιατρικό εργαλείο
που  εκλιπαρεί  για  εισδοχή  σε  ιατρικό  μουσείο
και  μια  πινακίδα  καταστήματος 
με  περισπωμένες  και  με  τετραψήφιο  τηλεφωνικό  αριθμό
που με  επιστρέφει
στη  γραμματική  της  καθαρεύουσας.
Φωτογραφίζω  πολιτικά οικόσημα
παραδομένα  στου  χρόνου  τις  αλλοιώσεις
βρίσκω  προτομές, ανδριάντες,
ονόματα  στις  πινακίδες  δρόμων
που  συμβιβάζονται  σε  μερίδια  ιστορικής  μνήμης.
Υποκλίνομαι  σ’ ένα  λουλούδι
που  δραπέτευσε  από  τη  σύναξη  κάποιας  Μεγάλης  Παρασκευής
κι έκτοτε  απλώνεται  σε  κάμπους  αιωνιότητας
υψώνομαι, 
τέλος,
 σε  μια  οικοδομή
κι  ιχνογραφώ  τα  καμπαναριά
απ’  τη  μια  μεριά  της  Λάρνακας
κι  από  την άλλη  της  Σκάλας.


ΕΙΚΟΝΑ  ΑΠΟ  ΤΗ  ΣΥΝΟΙΚΙΑ  ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ  ΛΑΖΑΡΟΥ

Πίσω  από  κάθε  πόμολο
άρμεγε  τις  συσσωρεύσεις  του χρόνου
η  κάμαρα που  ο θεραπευτής  διόρθωνε 
της  φυσιολογίας  τις  παρεκκλίσεις
η κρύπτη που  το  μεγάλο  ζευγάρι
ψηλαφούσε  της  εκδημίας  τα προεόρτια
ο  δρόμος  των  τσαλακωμένων  σωμάτων
κι  ο  μακρινός  γιατρός
που  πιστοποιούσε  το  ηλιοβασίλεμα
γυναίκας  με  το  κραγιόν
ξεχρεώνοντας  δακρυσμένος στο  προσκεφάλι
της απαρχής  την  ενοχή
η  δεκατριάχρονη  που  διέγνωσε
την απουσία  αρτυσιάς
απ’ τον  παρθενικό  της  τον  σκαλιώτικο  ταβά
ο  σπετσέρης  που  διαφήμιζε  στον παιδονόμο
τις  πιστώσεις  της  πενικιλίνης
οι  κεντήτριες  που  αποταμίευαν  τα  περίσσια
για  τ’ Αϊ- Λαζάρου  το  ειλητό
ο  καπνός  του  φούρνου
που  προσπερνούσε  τα σοκάκια
ραντίζοντας  μαχλέπι
οι ξυλουργοί  που μαστίγωναν  τις πρόκες
για  τους  καναπέδες  των  προικοσυμφώνων
ο  οδοντογιατρός  που  έτρεχε  ν’  ανανεώσει  το  "license"του  1926
κι  ο τυπογράφος  που παρέδιδε  στον  λόγιο
το  δεκαπενθήμερο  σατιρικό  φύλλο  της  Σκάλας.


ΣΤΑΣΗ  ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ

Απανδόχευτο  το μακρυδρόμι
που  κάποτε διέσχιζε  την Αγρίνου
μέχρι  που χάραξε  κάποιος  μια  στάση.
Κεριά  σαν  βουλοκέρια  στις  ξερολιθιές
καντηλόλαδο έκκριμα
στη χοάνη της  γέρισσας  της  γης
θυμίαμα  υστερινόσαν  φουλάρι
που  χάδεψε  το  τοπίο
και  αναλήφθηκε  στο  σύμπαν
εικόνισμα  φωτογραφισμένο στο  φως
εγκατεστημένο
για  πάντα
στα ντουλάπια  του  ήλιου.
Επαναπατρισθείς  κάποτε περίοικος
θύμωσε  για  μια  στιγμή
που  δεν  βρήκε  κατιτί  απ’  τον  Ανδρόνικο
ν’  ανάψει  της  επανόδου  το  καντήλι.
Στους  παρόντες  καιρούς
στη  στάση  Ανδρονίκου
διαχειρίστρια  με  υπό  εκκόλαψη ελληνικά
απαιτεί  τα  αργοπορημένα  κοινόχρηστα
και θυμώνει  καθημερινά
που δεν  ανάβουν  οι  λάμπες  των διαδρόμων.


Σημ.:Στην  περιοχή  Δροσιά  της  Λάρνακας, κοντά  στο σημερινό γνωστό "διχάλι", κατά  τα  βυζαντινά  χρόνια  μέχρι  και τη  Φραγκοκρατία  υπήρχε  ναός του Αγίου  Ανδρονίκου. Η  περιοχή  ονομαζόταν  Αγρίνου  και  καταστράφηκε  από  τους  Μαμελούκους  κατά  τα  έτη  1424-6.Τα  ερείπια του  Αγ.Ανδρονίκου,  που  διατηρούνταν  μέχρι  και πριν από  κάποιες  δεκαετίες  ως  σωρός  ξύλων  με  ξύλινο  σταυρό  στη  μέση,  δεν  υπάρχουν σήμερα.  Ο  άλλος  ναός  της  Αγρίνου,  ο Αγ.Γεώργιος  ο  Μακρής,  έχει  διασωθεί.

*****



Το φθινόπωρο ήρθε ενώ οδηγούσα


Σκιά φθινοπώρου
σε μια ρωγμή του αέρα
χαϊδεύει αδέξια
το πέρασμα του χρόνου
Η ζέστη ολόιδια
το χρώμα της ξεθωριασμένο
ψάχνει άλλη γη
άλλη φωλιά
άλλη ανάσα
Μεσ' τη πλατεία τριγυρνούν
δύο-τρία παιδιά σαν σίφουνες
καβάλα σε πατίνια αλεξίσφαιρα
Σκιά φθινοπώρου
ψάχνει χαμόγελα ανακούφισης
Κι ο κλόουν μετά τη παράσταση
ψάχνει αυτόν που θα τον κάνει να γελάσει


*****


ΨΗΦΙΑΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ…

Καθρέφτες- οθόνες ανάμεσά μας
Εθελούσιος ο αντικατοπτρισμός
Επαναληπτική η διαδικασία
Προβολή εκ του μακρόθεν
Αναμετάδοση ονείρων και συνειρμών

Εκεί στην πλατεία
στήθηκε η πραμάτεια της εποχής
προς αγορά και προς πώληση
Είδωλα και προσωπεία ακτινοβόλα
μας σαγηνεύουν ασύστολα
Αλήθεια ή ψέμα;
Δύο οι όψεις του νομίσματος
καθώς αλλάζει χέρια
σε περιστάσεις επικοινωνιακές
Η ευκαιρία μοναδική
Βουβή συνεννόηση η δημοπρασία
Τα λόγια- εικόνες κι αριθμοί-
εκτροχιάστηκαν στη γαλαρία των ψυχών

Οι θαμώνες της Λαϊκής αποχωρούν
με το χτεσινό εμβατήριο
υπό τον ήχο των πλήκτρων
 στο ίδιο βήμα της υποταγής
Αύριο πάλι…
                                                                  


Μάνα του ονείρου…

Αμάραντα άνθια στα μαλλιά,
μπλεγμένα μες στου ονείρου μου τα μύρα,
σε θυμίζουν ν’ ανηφορίζεις την πρώτη αυγή,
λυσίκομη, φευγάτη…
Ματωμένα χνάρια στο διάβα σου,
από περιπλανήσεις σε δύσβατες στράτες,
σε πήραν μακριά,
 ν’ αποταμιεύεις χαμόγελα κι ελπίδες για μας,
 μη στερηθούμε…
Χέρια γιομάτα πεσκέσια της αγάπης,
τα δικά σου χέρια…
Μάνα!
Σ’ αντάμωσα ξανά το λιόγερμα στις ρούγες του ονείρου,
σ’ όμορφες γειτονιές,
να κεντάς κάτω από γιασεμιά και κρίνα…
Μάνα!
Μάνα του ονείρου…
Μάνα των γιασεμιών, στην αυλή των παιδικών μου χρόνων,
συνέχισε να κεντάς τ’ αέρινα πέπλα της αγάπης σου…
Ξέρω πως μ’ αυτά θα τρέξεις να με σκεπάσεις
σαν κρυώσω τις νύχτες,
καλώντας με να φυλακίσω το φως της ματιάς σου
ανάμεσα στα κρόσσια, να μη σκιάζομαι στο σκοτάδι…
Ανασκουμπώνομαι και ζώνομαι τα μεταξένια σου νήματα
κι ας μην έμαθα να κεντώ τα όνειρά μου
με πέρλες και μαργαριτάρια…
Ξέρω πως θα μου κρατάς το χέρι
να υφάνω τ’ ωριόπλουμο πέπλο της ζωής…

Σημείωση: Το ποίημα εμπεριέχεται στην Ανθολογία Ποίησης « Ο λόγος ο ελληνικός φως της οικουμένης - 4ος Παγκόσμιος Ποιητικός Διαγωνισμός» της Αμφικτυονίας Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 2014.


ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ

Λευκό  το  παραπέτασμα
Σκέπασε τα όνειρά μας
άνευ προειδοποιήσεως
Τ’ άφησε έγκλειστα,
σιωπηρά  ν’ ασθμαίνουν
πίσω απ’ τα κλειστά παράθυρα
Σκέψεις ασθενείς
περιφέρονται στους διαδρόμους,
ασφυκτιούν
Λιγοστεύει τ’ οξυγόνο
Εισπνέω  τα  φωνήματα
απ’ το καινούριο το γλωσσάρι
Συνταιριάζω  τις λέξεις
να μιλήσουμε
απ’ τις  παράλληλες γραμμές
του τετραγώνου
Απιθώνω τα γράμματα
στα πεζοδρόμια
από απόσταση,
εκ του ασφαλούς
Απολυμαίνω τα συμφραζόμενα
να’ ναι καθάρια
η  συνδιάλεξη
Με αντιική προστασία
τα χαμόγελα…
Περιπλανιούνται σε δρόμους
έρημους
Αναζητούν αποδέκτες
εντός πλαισίου
Οι παρανομούντες
θα διώκονται αυστηρώς!

Ιωάννας Παπαντωνίου
Απρίλιος 2020


ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Και να που κρύψαμε τα χαμόγελα…
Φυλακισμένα τα κρατήσαμε
πίσω  από  προσωπεία  λευκά
Νίψαμε  επιμελώς  τας  χείρας
ν’ αποποιηθούμε  ευθυνών

Απολυμάναμε  την  επιφάνεια
με  τ’ αντισηπτικά των καιρών
Κατεβάσαμε   τα  στόρια
να  διώξουμε απειλή  αόρατη
Αποστρέψαμε  τις  ματιές
απ’ του  καθρέφτη  την  αλήθεια
Επιστρέψαμε  στην  απομόνωση
εαυτών  και  αλλήλων
Της  άνοιξης τον εγκλεισμό
στα  υπόγεια  τ’ ανήλια επιτρέψαμε

Αλυσοδέσαμε  τις  σκέψεις
να  μην  δραπετεύουν
σε   πλατείες  έρημες
να   μην  περιπλανιούνται
άσκοπα  στ’ αδιέξοδα
Συνωμοτήσαμε  στην καταδίκη
Κατήγοροι  μαινόμενοι
απορρίψαμε  της ψυχής  το κάλεσμα
για την απόδραση
Πώς να  ζητιανέψουμε τώρα
άφεση αμαρτιών;

*****




ΓΙΑΤΙ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΣΕ ΤΕΤΡΑΓΩΝΑ, ΙΩΣΗΦ;


[Το μόνο πρόβλημα στον τόπο μου που σκέφτονται όλοι σε τετράγωνα]
Το τέσσερα είναι πια ο συνήθης γνώμονας στην περισυλλογή μας
οι εποχές τετράμηνες
η αξιολόγηση τετράμηνη
τετράγωνα οικόπεδα στη θάλασσα
τετράγωνο οικόπεδο το σπίτι
τετράγωνα τα δωμάτια
τετράγωνα τα κρεβάτια μας
τετράγωνα τα πάρκα.


Κρατάω το ταφμε φάδι ενσωματωμένο

κι ισορροπώ το βήμα μου
και την ορθοστασιά μου
σαν αποχαυνωμένος, σίγουρος κάβουρας,
περνάω τις πλατείες
κτήρια κυβερνητικά
δημόσιες υπηρεσίες.


Στα τέσσερα ο πληθυσμός

στα τέσσερα η διαίρεση του ουρανού
με τα σημεία του ορίζοντα
αμετανόητα να ορίζουν
τη ρότα, τα ταρό, στον άρτο τον σταυρό.
Τετράγωνα τα βιβλία
και τα αμάξια τετράγωνα
στου δρόμου τις λωρίδες να χωράν.


Αν στρογγυλά έκοβαν τα οικόπεδα

να τέμνονται με έδαφος κοινό
κι εκεί να καλλιεργώ με τη γειτόνισσα,
ένα κοινό δωμάτιο οβάλ σαν μάτι
τα σπίτια μας να ενώνει,
ενώ σε στρόγγυλη κουζίνα θα μαγειρεύω.
Όλος ο κόσμος να σκεφτότανε πιο στρογγυλά
να βλέπανε του εδάφους την καμπύλη στον ορίζοντα,
όταν προεκτείνεται στις πέρα χώρες
να βλέπανε πόσο η ίδια η γη
με τις οξείες γωνίες μας υποφέρει.
Στον κύκλο όλοι να στρεφόμασταν
τέλειοι κύλινδροι τα σπίτια μας
σφαίρες κυλιόμενες τα αμάξια,
-να προλάβουμε-
εγκαίρως πριν αρχίσουνε τα τρίγωνα
στη μέση τα τετράγωνα να κόβουν
κι η νόηση πιότερο στριμωχτεί
-να προλάβουμε-
πριν η Τριάςπολεμηθείσα σφόδρα
ασυναγώνιστη κι αμείλικτη
στα σχήματα όλα τα άλλα
αντεπιτεθεί.


Σ’ ένα ταγκό για τρεις

ο Πυθαγόρας, ο Ευκλείδης και ο Πλάτωνας,
ίσως καινούρια σχήματα επινοούν,
ίσως απλά χορεύουν.




Ο ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΡΟΥΘΟΥΝΙ ΤΟΥ ΓΙΓΑΝΤΑ

Νωπό χώμα
χνάρια μπότας κυνηγού
στο τσακισμένο χορτάρι
θάμνοι που κρύβουν σκιές
κανένα δέντρο
να φανερώσει
τη σκληρή φύση
που θα προτάσσαμε
ο αιώνιος άνεμος
από εκεί μέσα
εμποδίζει το κόρδωμα της πλάσης
ο αιώνιος δύσοσμος άνεμος
συνθλίβει το κτίσιμο της μνήμης
έφιπποι περνάν με σπαθιά να θερίσουν
από πού έρχονται;
ρωτά ένα στοιχειό
που γεννήθηκε στην περιοχή
για να ρωτά
"από βαθιά, από 'κεί μέσα" ακούστηκε φωνή ραδιοφώνου
και πού οδηγεί;
μην πας μην πας
ένα κοινό σύνθημα ηχεί, μετά αντηχεί, μετά σβήνει.

Πολλά είδη καινούρια γεννιούνται
αν πλάι στην προαιώνια σκεπή
που κτίσαμε για να αντέχουμε
παρόμοιους ανέμους
ξαπλώσει ένας γίγαντας.
Θα κουνήσει το χέρι σαν κοιμάται
θα κουνήσει το χέρι και ξύπνιος
(κι αυτή η ανάσα)
τίποτα δεν είναι ξανά το ίδιο
αν φέρει το κεφάλι κοντά
εκεί που ξαποσταίνουμε
όταν δεν καλλιεργούμε.

Είναι πολλά χρόνια ο οικισμός
κοντά στο ρουθούνι του γίγαντα
δεν ξέρεις αν σε μυρίζει κρυφά
ή αν σε καλεί να εισέλθεις
γέννησε το δερμένο χώμα
μαύρο γρασίδι
ιπτάμενους νάνους
βωβούς τζίτζικες
θυμωμένες αγελάδες
που κλωτσάνε τους ταύρους
μέλισσες που ταΐζουν τη βασίλισσα με αίμα
λουλούδια που φωνάζουν συνθήματα
με φωνή ραδιοφώνου.

Οι στατιστικές θα μετράνε σε ποσοστά
τη γη που υγραίνει η βλέννα
και το σάλιο του γίγαντα
για όσο ροχαλίζει
και ονειρεύεται
ένα πιάτο ντολμάδες
τυλιγμένους σε φύλλο μπακλαβά.

Τα κουδούνια των σχολείων στο διάλειμμα
ηχούν πάρα πολύ σιγανά,
στον φόβο μην ξυπνήσει ο γίγαντας.

Ξύπνησα, φώναξα
μην πας μην πας
και κρύφτηκα πίσω από έναν θάμνο
να δω ποιος θα κρυφοκοιτάξει
βαθιά από 'κει μέσα
που ίσως ξεκινάει
ο δρόμος της κόλασης.



Η ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΣΙΓΗ

ο φλοιός περιμένειτο γαργαλητό
των ισχνών ακρόποδων
που στηρίζουν τα διαφανή όργανα
του επουράνιου επισκέπτη
να επαναφέρει την τάξη.

Η θερμοκρασία
η θερμοκρασία έπρεπε
η θερμοκρασία έπρεπε να αφυπνίσει
να αφυπνίσει σμήνη Λαζάρων θαμμένων.

Κανένας ήχος
Καμιά ρυθμική πολυφωνία.
Θυμάσαι πόσο απολαμβάναμε τα μεσημέρια...
Σσσ, δεν χρειάζεται να θυμάμαι
δεν υπάρχει λόγος να θυμάμαι
κάτι
κάτι που πάντα ήταν
κάτι που πάντα ήταν η φυσιολογική
συνέπεια της καλής θερμοκρασίας.

Το ξύπνημα.
Το ξύπνημα που φέτος δεν έγινε.
Όταν συνέβηκε ξανά
όταν επικράτησε παντούαυτή η περίεργη σιγή
ως η μεγάλη απώλεια στους φλοιούς
δέντρων που τώρα πια έχουν πεθάνει
δεν έζησε
δεν έζησε κανείς
για να αφηγηθεί τον θρύλο.

Γι' αυτό δεν ξέρω τι έγινε το καλοκαίρι εκείνο
γι' αυτό καταλογίζω στη σιγή αυτή
όλη την ευθύνη
γι' αυτό απαλλάσω από κάθε κατηγορία
τη θερμοκρασία
και εύχομαι
και εύχομαι και προσεύχομαι
ο πρώτος να ξυπνήσει
να δώσει σύνθημα
στα ιερά σμήνη
να σκίσουν το βαρύ στερέωμα
πολύ αργά
πολύ αργά πριν να είναι.

Η ΕΙΡΗΝΗ … ΑΛΛΙΩΣ

Μ’ έναν ζουρλομανδύα γεννήθηκα
- διάφανο -
δεν γνώριζε κανείς
γιατί ποτέ δεν διαμαρτυρόμουνα,
λίγοι τον βλέπανε,
η μάνα μου,
μια θεία
κι ένας συμμαθητής μου
που με νίκαγε στο σκάκι.


Τεράστια τα μανίκια ήτανε

δέκα φορές ολόγυρα
το σώμα μού τυλίγαν
από τα πόδια χαμηλά ως το στόμα,
μέσα συχνά εισχωρούσανε,
βαθιά ως το στομάχι
να μη μιλάς πολύ να μου θυμίζουν
και να κρατάω αυτά που πίστευα
αποκλειστικά για τη δασκάλα,
με νεύμα της μ' εμένα να γελάνε τα παιδιά
κάπως σαν να έλεγα πράγματα κουτά
όπως «υπάρχει γη για όλους»
όπως «τα χέρια μου ποτέ το φως δεν είδαν»


Όσο μεγάλωνα το εξωφύτευμα αυτό

μεγάλωνε μαζί μου
δέρμα στο δέρμα μου
νόηση της παράφρονης ψυχής μου
κάποιοι με στήναν στον στύλο ανάποδα
και για μένα όπως δεχόταν
ο μανδύας τα μαστιγώματα
το δάμασμά μου αργό.
Άλλοι με τρέχαν’ από πίσω
με ψαλίδι έγχρωμo
της λογικής χαρμόσυνοι θιασώτες
και κόβανε νυχθημερόν
κομμάτια να ευπρεπίσω
(υπήρχαν τότε δόγματα για να αποστηθίσω)
και σκίζανε στην πλάτη μου
σαν της καρδιάς μου μαύρα στίγματα
κάτι τεράστιες τρύπες
να χάσκουνε μπροστά σε έναν ήλιο έντρομο
Ντι βιταμίνη άφθονη
αν πάρω να ηρεμήσω
γιατί ακούγανε απ’ το στόμα μου
κοπρολογίες άσχημες
χωρίς να το ανοίξω
και ακούγανε ασύμφορη πολιτική
που για τη θέση μου δεν άρμοζε
κι ας μην είχα ποτέ μου χάρτες μελετήσει.


Μια φράση που συνέχεια έλεγα

όπου και να βρισκόμουν
σφόδρα θα τους ενόχλησε
τόσο που άπαντές τους
ίσως κι εντεταλμένοι άθελα
σε κάθε βήμα μου
μού ράβανε κάθε σχισμή
του όμορφου ζουρλομανδύα
άλλοι καλά στους ώμους μου τον στήνανε
και άλλοι τον γυαλίζανε
να μάθει για μένα ο κόσμος όλος
-ό,τι κι αν πω κανείς μη με πιστεύει-
και δεν ήταν η φράση η ίδια
ούτε και τα επιμέρους
αυτό που προκαλούσε
μα η απροσδόκητη τρελή μου διάθεση
στα γκράφιτι που την ψέκαζα
πότε και στα τουίτς μου
να αναδιαρθρώνω το
«υπάρχει για όλους γη»
«η γη υπάρχει για όλους»
«για όλους υπάρχει η γη»
και ήταν το άρθρο εκείνο το θηλυκό
που ολοένα με πρόδιδε
κι όλο μου υποσχόντουσαν
νέα γη θα πάρεις, η πηγή της Ειρήνης θα είναι η πηγή που θα πίνεις ζωή.


Κι όσο ετούτα άκουγα

μέσα μου η οργή τόσο ακούσια καταλάγιαζε
που τη σκάλα της εξουσίας όπως κατέβαινα,
από ο εις Θεός που άρχισα,
έγινα πρόεδρος, δήμαρχος,
έγινα εργάτης, έγινα δούλος
έγινα πρόσφυγας
σε ένα μικρό τσαντίρι
τώρα είμαι μικρό παιδί
ζωσμένο με γιλέκο βαρύ
που μυρίζει παράξενα
τα χέρια μου πια ελεύθερα
και στο ένα κρατάω σπίρτο
τα χέρια μου το φως έχουν δει
κάποιος μου βάζει τυφέκιο στο άλλο
το φως τα χέρια μου έχουν δει

χήρα ράχη
ρηχά η χάρη
η γη υπάρχει για όλους

οι κρίκοι της Κίρκης
εναλλάξ
θα με ακολουθούν


(άκου, δασκάλα μου, έχω κάτι καινούριο...)


σκανδάλη περόνη στεφάνι χαρτί
περόνη χαρτί σκανδάλη στεφάνι
χαρτί περόνη σκανδάλη
χαρτί σκανδάλη
χαρτί
-ίσως χαρτί-


κάπου η θεία παρακολουθεί

κάπου η μάνα πλέκει
και ο συμμαθητής
με άλλους παίζει σκάκι.

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Τα εις εαυτόν / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου



 Αυτός μέσα
κι εγώ έξω.
Βλέπουμε ότι
βλεπόμαστε·
τα μάτια του
στα μάτια μου
και τα μάτια μου
στα μάτια του.
Χανόμαστε μέσα
στα μάτια μας,
ψάχνοντας ο ένας
τον άλλο·
εγώ έξω
και αυτός μέσα!


Από την ποιητική συλλογή  ΄΄ Τα εις εαυτόν ΄΄

ΕΚΔΟΣΗ 2020

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Αφροδίτη Οικονόμου: Μην βούλεσαι Τις μύριες υποσχέσεις τις χρυσοποίκιλτες






ΑΤΙΤΛΟ

Τους επίγειους θησαυρούς
Τα χίλια αγαθά
Τούτης εδώ της πλανεύτρας ζωής
Μην βούλεσαι
Τις μύριες υποσχέσεις τις χρυσοποίκιλτες
Μην ενστερνίζεσαι
Τις βαρβάτες πεθυμιές
Χαλίνωσε τες
Στα πάθη τα ασυγκράτητα
Να βάλεις βουλοκέρι 
Στο πλάνταγμα της υποχθόνιας σκέψης σου
Σύρε χορό
Κι’ απόδιωξε την
Καλωσορίζοντας  μεσ’ την αστροφεγγιά
Το αχνό βάδισμα της εσωτερικής ελευθερίας

**
ΣΚΕΨΕΙΣ

Γεννάμε σκέψεις,
Συναισθήματα,
Όνειρα
Σκέψεις, συναισθήματα
Όνειρα
Που θέλουν μια αγκαλιά
Ένα χάδι
Πολλή κατανόηση
Όπως τα παιδιά
Που φέρνουμε στον κόσμο
**


Ο ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΝΟΥΣ

Μέσα στη απατηλή διαύγεια του
Ο ανήμπορος ανθρώπινος νους
Σκύβει και παρακαλάει την ανθρωπότητα
Να σωπάσει
Μέσα στους κλυδωνισμούς
Του σύμπαντος
Μέσα από τη γνώση
Την αυτογνωσία
Την αποδοχή
Την απόλυτη ηρεμία
Στους συνδαιτυμόνες
Θυσία να προσφέρει
Για τη λύτρωση
Που τόση ανάγκη έχει ο ανθρώπινος νους  

Βραδιά Ποίησης στην αποβάθρα της Λάρνακας την 13η Σεπ 2020


Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Χριστάκης Χαραλάμπους: Αγαπώ το φθινόπωρο και ας μας φέρνει πόνο…






Αγαπώ το φθινόπωρο
και ας μας φέρνει πόνο
σαν κοιτάζω το πράσινο
να απλώνεται γύρω μου
νιώθω τον παράδεισο μέσα μου
και ας πατώ χώματα καταραμένα
δηλητηριασμένα απ τον άνθρωπο

**

Άτιτλο
Κορμιά που όργωσε το λιοπύρι
η φτώχεια τα έκανε μαχητές
στον αγώνα ρίχτηκαν με πόνο
μα άλλη οδός δεν σηκώνει τα βήματα τους
σε τούτη την ζωή δεν χωράνε οι δειλοί
και ας βασιλευει αιώνια η μεγαλοπρέπεια τους
**

Βουβές καμπάνες
Κάποτε χαρμόσυνα χτυπούσαν
διαλαλούσαν την υπεροχή της ευτυχίας
μα πέρασαν οι μέρες της αφθονίας
κυριαρχεί πλέον ο δαίμων του θανάτου
το μισοφέγγαρο απλώνει τον ίσκιο του
Πέρασε σχεδόν μισός αιώνας φίλε μου
μα τα σχοινιά τους ακόμα μένουν ακίνητα
δεν υπάρχουν πλέον μιλιούνια πιστών
σκορπίστηκαν στα πέρατα της οικουμένης
περιμένοντας τον αέρα της ελευθερίας


Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Αλέξανδρος (2) / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου





Είδα τον Αλέξανδρο!
δεν ήταν αυτός, που
ήξερα·
μου φάνηκε πρόωρα
γερασμένος·
καθόλου σίγουρος
για τον εαυτό του.
Έδειχνε απομακρυσμένος
από κάθε τίτλο
και προσωνύμιο·
χαμογέλασε σαν πήγα
να τον προσφωνήσω
με το «μεγάλε»·
«μεγάλος!», έκανε,
 σα να τρόμαξε,
τινάζοντας από πάνω του
έναν τεράστιο ογκόλιθο
ή δρασκελώντας ένα
ανυπέρβλητο εμπόδιο.
Διέκρινα στη φωνή του
 το αίσθημα
της ματαιότητας προς κάθε
ανθρώπινο μεγαλείο.
Θυμήθηκε τη συνάντηση του
με το φιλόσοφο Διογένη·
«πόσα δε ξέραμε!»,
 μου’πε απολογητικά·
«και νομίζαμε, πως τα
 ξέραμε όλα!
τώρα καταλαβαίνω
τα λόγια του,
που βρίσκομαι στην
πραγματική σκιά·
τότε νομίζαμε, πως
 μπορούσαμε
να κρύψουμε τον ήλιο
με τη σκιά,
που ρίχναμε πίσω μας!».
Του θύμισα τις απέραντες
 κατακτήσεις του·
«μέχρι τον Ινδό!», του τόνισα
μ’έμφαση·
«και πόσες Αλεξάνδρειες
 σεμνύνονται,
που  φέρουν τ’όνομα σου!»
«Αλεξάνδρειες!», είπε
 μελαγχολικά·
«τι ματαιοδοξία κι εκείνη!
όλες περιέπεσαν σε παρακμή·
μια μόνο εξακολουθεί ακόμα
να βρίσκεται σ’ακμή κι αυτή νομίζω
αισθάνεται πιο κοντά σ’έναν μεγάλο
ποιητή, παρά σ’έναν μεγάλο
 κατακτητή!»
Μου’ρθε στα χείλη να του πετάξω
σαν γάντι κάτι
για τη Γοργόνα, την αδελφή του,
και συγκρατήθηκα τη τελευταία
στιγμή·
σα να διάβασε τη σκέψη μου
έδωσε ο ίδιος απάντηση
στην υποθετική ερώτηση μου.
«Ο Αλέξανδρος
ούτε ζει ούτε βασιλεύει!
προπάντων τον κόσμο
δε κυριεύει!
σαν τον Αχιλλέα αισθάνεται
τόσο φτωχός, που θ’αντάλλαζε
τη δόξα του με τη γύμνια
του τελευταίου φτωχού,
που μπορεί να χαίρεται το φως
του ήλιου,
χωρίς ν’αφήνει καμιά σκιά
πίσω του!»
Του’ριξα μια τελευταία
 ματιά,
καθώς απομακρύνονταν
 από κοντά μου,
μια σκιά του παλιού
 Αλέξανδρου,
και χωρίς να το θέλω
μου’ρθε στα χείλη
το τραγικά πάντα
 επίκαιρο·
«σκιάς όναρ, σκιάς όναρ
ο άνθρωπος!»…   
 

Από την συλλογή  ΄΄ Ποιητικό κολάζ ή παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα΄΄ .  ii
έκδοση 2016

Ο Αλέξανδρος ( 1 ) / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου




Μου συστήθηκε απλά,
 ως «ο Αλέξανδρος»·
πήγα να ρωτήσω
«ο μέγας;» και μου’κοψε
τη φόρα με μια κίνηση
του χεριού του·
«όχι τέτοια», μου’πε,
«δε περνούν εδώ κάτω!»
Επέμενα στις συστάσεις·
«ο Μακεδών;»
«Πόσο φαίνεσαι
περιορισμένος
στα στενά σου όρια!»
μου’πε, με φανερή
απογοήτευση στην
έκφραση του·
«εδώ δεν υπάρχουν όρια·
οι σκιές μας κινούνται
ελεύθερες, χωρίς να
μπερδεύονται με συνοριακούς
σταθμούς, διαβατήρια
κι άλλα διαχωριστικά
σύμβολα!»
«Εδώ», του’πα, «σε μας,
σ’έχουμε περί
πολλού!
 κι ίσως σου φανεί
ακόμα πιο παράξενο·
τρωγόμαστε για
 τ’όνομα σου!
ποιοι να το φέρουν,
ως αναγνωριστικό
 στο πέτο τους,
να ξεχωρίζουν,
 ως γνήσιοι «Αλεξανδρείς»!
Γέλασε πλατιά για την
αστεία συμπεριφορά μας·
«πόσο φαίνεστε, πως είστε
ακόμα παιδιά!
μόνο που σας λείπει
η αθωότητα των παιδιών»!
«Στην ιστορία έχεις καταλάβει
ξεχωριστή θέση», του είπα,
επαναφέροντας τη συζήτηση
γύρω από τον εαυτό του·
σ’αποκαλούμε «μεγάλο»
κι αποκαλυπτόμαστε
μπροστά σου, αισθανόμενοι
τη μικρότητα μας».
Άνοιξες τους ορίζοντες του
κόσμου· τον έκανες πιο μεγάλο·
 γίναμε κι εμείς  πιο
εξωστρεφείς»…
Χαμογέλασε, αυτή τη φορά
με κατανόηση της ανθρώπινης
μωροφιλοδοξίας·
«και πήρατε τα όρια σας ακόμα
πιο μακριά·
ακούω, πως η γη σάς φαίνεται
πολύ στενή κι ετοιμάζεστε,
να ξανοιχτείτε για κάπου αλλού·
τρέμω από τη σκέψη του
φτερωτού μερμηγκιού!
Εδώ κάτω, μ’όλη τη γύμνια μας,
αισθανόμαστε μια ζέστα μέσα μας
κι όλα, ακόμα και το τίποτα,
μας φαίνεται περιττή πολυτέλεια.
Πάνω, ακούω, πως προσθέτετε
διαρκώς πλουμίδια στο φορτίο σας·
κι αυτό το λέτε «ο πλούτος
και το καύχημα μου!».
Είν’αλήθεια, του’πα, πως ξεφύγαμε
από το μέτρο·
μέτρο είναι η άμετρη
 φιλοδοξία μας, να μη σταματούμε
πουθενά·
αν σταματήσουμε κάπου, αυτό
θα είναι και το τέλος μας!»
«Θυμάμαι», μου’πε, «την πρώτη φορά
που καβάλησα τον Βουκεφάλα·
αισθάνθηκα, σα να μου φύτρωναν
φτερά!
και ξεχύθηκα μαζί του στο κάμπο
και γίναμε οι δυο μας ένα·
μια κινούμενη σφαίρα, που δε
τη σταματούσε τίποτα.
Λαχανιάσαμε, αισθανόμαστε
όμως τον αέρα της απλωσιάς· να
θες να ξανοιχτείς, χωρίς να φοβάσαι
τίποτα· μόνο τον εαυτό σου,
μήπως λιποψυχήσει

και σ’αφήσει στο δρόμο.
Έτσι ξεκίνησα να κατακτήσω
τον κόσμο,
εγώ, ο Αλέξανδρος, ο μέγας
στρατηλάτης!
Θυμάμαι το σύνθημα·
«παραμερίστε τα σύνορα!
κάντε πέρα τα σύνορα!»
και σπρώχναμε κι όλο
μετατοπίζονταν τα σύνορα
και χανόμαστε στα πλήθη
των νέων ανθρώπων,
που προσπαθούσαν να
καταλάβουν, πού το πάμε·
μέχρι που τα σύνορα,
άρχισαν να κλείνουν
ασφυκτικά, να μας περιορίζουν
στα νέα τους όρια, που πια
ήταν τ’αναπόφευκτα νέα μας όρια.
Στάθηκα αναποφάσιστος·
να προχωρήσω ή ν’αρχίσω
την αντίστροφη πορεία;
και τότε, ως από αιφνίδια λάμψη,
φωτίστηκε το μυαλό μου και
συνειδητοποίησα, ό,τι πριν
 μου’ταν αδύνατο να καταλάβω.
 Εκεί είδα τη Μοίρα να’ρχεται
προς το μέρος μου και πιάστηκα
πάνω της, όπως ο πνιγμένος
από την πρώτη σανίδα,
που θα βρεθεί μπροστά του·
κι έτσι πέρασα, αβρόχοις
ποσί,  απέναντι,
 καβάλα στον Βουκεφάλα μου!»
«Μου φαίνεται σαν απόδραση
ή και συγκεκαλυμμένη
φυγομαχία και μάλιστα από
έναν στρατηλάτη, που έμαθε
να τραβά πάντα μπροστά!»,
σχολίασα με κάποια απογοήτευση·
«κι οι μεγάλοι», μου είπε, «κάποτε
ανακόπτονται από τα ίδια τους τα όρια,
που πέφτουν μπροστά τους
σαν αδιαπέραστα παραπετάσματα·
κι εγώ ανακάλυψα τα όρια μου
μόλις πήγα να τα ξεπεράσω!
Τώρα κάθομαι και περιδιαβάζω
την ιστορία σας·
στέκομαι στις μάχες, τους
 απίστευτους σκοτωμούς,
τ’αυλάκι το αίμα, που κάθε
φορά σαν ποτάμι, έπρεπε
να διαπλεύσουμε, για να
 βρεθούμε απέναντι·
κι όλο ανεβαίνει το ερώτημα
στα χείλη μου «προς τι;»
και δε βρίσκω απάντηση·
και πετώ την ιστορία σας
ή και την ιστορία μου
και τρέχω να κρυφτώ ανάμεσα
στις άλλες σκιές, που δε με ξέρουν
κι ούτε τις ξέρω κι αισθανόμαστε
ένα αδιαμόρφωτο τίποτα·
κι αισθανόμαστε
ένα αδιαχώριστο όλο!»…  


Από τη συλλογή  ΄΄Ποιητικό κολάζ ή παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα ΄΄  ii

΄Εκδοση  2016  
  

 


Διογένης / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου


                    

Περιφέρονταν σαν τα σκυλιά γνωρίζοντας καλύτερα από τον καθέναν πως η μοίρα μας, έτσι κι’ αλλιώς, είναι σκυλίσια.
Εξάλλου, με τα κόκκαλα αποζούσε και για ένα κόκκαλο έσερνε τις δύσκολες μέρες του.
Ήταν φερέοικος, πα να πει δεν είχε σπίτι,
 ή σπίτι του μπορούσε ν’ αποτελέσει και το πιο ευτελές και πρόχειρο πιθάρι.
Γι’ αυτό και λόγιαζε τον εαυτό του ελεύθερο άνθρωπο.
Ελεύθερο από τις ανάγκες της βιοπάλης∙ ελεύθερο από τις εξαρτήσεις των δυνατών,
ελεύθερο από πάσης φύσεως συμμαχίες και συνασπισμούς.
Ήταν πνεύμα ανοιχτό, δεν περιορίζονταν από συμβατικότητες και ανόητους υπολογισμούς.
Και σαν τέτοιος δεν δέχονταν μύγα να καθίσει στο σπαθί του.
Δεν έσκυβε το κεφάλι μπροστά σε καμιάν εξουσία απλούστατα γιατί δεν αναγνώριζε κανενός είδους εξουσία, προπάντων σαν αποδεικνύονταν ανίκανη να ανακόψει την τελευταία αχτίνα που διατρυπούσε τα κουρέλια του.
Ζούσε σαν το σκυλί ανεχόμενος το κρύο και τη ζέστη∙
ζούσε σαν αλητάρικο σκυλί, οικτίροντας το σκυλολόι ράτσας, που διήγεν βίον τρυφηλόν.
Με το φανάρι του ξεψάχνιζε τις γωνίες και τα στενορύμια, απεγνωσμένα ζητώντας τον άνθρωπο που σταράτα θα του απαντούσε ‘’τι εστίν άνθρωπος’’ και ‘’προς τι το ζην’’ ‘’τι το δούναι και λαβείν’’ ‘’τι το ενταύθα και τι το επέκεινα’’ ‘’τι το τώρα και τι το αεί’’ ‘’τι τέλος και τι η αρχή’’.
Σαν λυσσασμένο σκυλί δαγκώνει τη σοβαροφάνεια, ξεγυμνώνει την επίσημη αμφίεση, αποκαλύπτει γυμνή τη σάρκα κάτω από τα ρούχα, γυμνό το κόκκαλο κάτω από το κρέας, απελπισμένο ουρλιάζει ‘’ίδε ο άνθρωπος!’’ έξαλλο κραυγάζει ‘’ίδε ο άνθρωπος!’’
‘’Ιδέστε κάτω από τα μάτια σας’’ ‘’ ιδέστε κάτω από τα φύκια και τις μεταξωτές κορδέλες’’!
Σαν λυσσασμένο σκυλί περιπλανιέται δαγκώνοντας όποιο βρεθεί στο δρόμο του∙
σαν δαρμένο λυσσιάρικο σκυλί γαυγίζει τους περαστικούς, τους ανασκολοπίζει αποκαλύπτοντας τη φρικαλέα τους γύμνια!

Aπό τη συλλογή GLORIA MUNDI

Έκδοση 2009

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2020

Διάλεξη με θέμα: "Τα χαρακτηριστικά των παραδοσιακών χορών της Κύπρου"


Ο Πολιτιστικός Όμιλος "ΚΙΤΙΟΝ" στην Λάρνακα, διοργανώνει διάλεξη με θέμα: "Τα χαρακτηριστικά των παραδοσιακών χορών της Κύπρου"
την Δευτέρα 14/09/2020 και ώρα 7.45 μ.μ. στο οίκημα του Πολιτιστικού Ομίλου "ΒΑΣΙΛΙΤΖΙΑ"
Εισηγητής: Αντώνης Λαζάρου-Ερευνητής παράδοσης-Συγγραφέας.
Θα παρουσιαστεί καλλιτεχνικό πρόγραμμα
Είσοδος ελεύθερη.
Προκρατήσεις τηλ: 99624758
Χορηγός εκδήλωσης: Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.