από το κιτάπι του αιώνα…
**
Άτιτλο του Δημητρίου Γκόγκα
Όταν ο αέρας
γίνεται πικρός
κατεβαίνει ένας άγγελος από το εικονοστάσι
και ξαποσταίνει στο
πεύκο της αυλής.
Ωραία μυρίζει και αυτό το κυπαρίσσι,
ωραίο και το κόκκινο του
αίματος γύρω από τις βελόνες του.
Κι έτσι σκυφτές γυναίκες οι σκέψεις
Μύρωσαν τον
τάφο από απόσταση.
Έτσι,
που χάθηκε από τα μάτια τους
η λαμπρότητα της Ανάστασής
Σου.
Μπροστά από τα στήθη μου υποκλίθηκε μια
σφαίρα.
**
ΓΡΙΑ ΣΤΟ ΡΙΖOΚΑΡΠΑΣΟ της Αγγέλας Καιμακλιώτη
Βγήκαν για την περιφορά του Επιταφίου.
Μα τα δικά της γόνατα δεν τη βαστούσαν.
Έκατσε στο πεζούλι και περίμενε τη λιτανεία.
«Νωρίς πρέπει να γίνει, πριχού νυχτώσει» είπαν.
Το φως του απογεύματος, παράταιρο του πένθους,
έλουζε την ψυχή της και τους χωριανούς.
Κι όταν αντίκρισε τον κόσμο να πλησιάζει,
έβαλε την παλάμη της αντήλιο να θαυμάσει
το ανθομύριστο ξυλόγλυπτο κουβούκλιο
τις τυλιγμένες μυρσινιές,
τα μοβ αθάνατα.
Υψώνοντας τα μάτια υγρά στον ουρανό
εφάνη το καμπαναριό και πλάι ο μιναρές,
λευκή ρομφαία στ’ ουρανού το καταπέτασμα.
Κι εκείνη ρίχνοντας το βλέμμα χαμηλά σταυροκοπήθηκε.
**
άτιτλο του Ανδρόνικου Κατσιαντώνη
Με τούν τον κορονοϊόν
Οι στράτες εκοπήκαν,
Τζι άψαν φωθκιάν τα στήθη μας,
Μιάν εφτομάν τα σιείλη μας
Που έν εφιληθήκαν...
**
Γραμματικός μπροστά στην αποκαθήλωση / Ευφροσύνη Μαντά- Λαζάρου
Τον ξεκαρφώνουν οι αγαπημένοι
Έβγαλαν τα καρφιά
Τον πλένουν.
Μεσάνυχτα! Αποστρέφεται απόψε το κοντύλι
Διαβάζει από τον κώδικα που όλη την εβδομάδα αντέγραφε
Φέρνουν τα μύρα
"Και ο καιρός ήταν πολλά καλός. Βράδυ και μοναξιά".
Όπως απόψε.
**
Ανάστασης ανατολή του Γιάννου Λαμπή
Μη διερωτάσαι αδερφέ, αν σε ξεγέλασαν
τα λούλουδα και τ’ αηδόνια της ¨Άνοιξης
ακόμα περισσότερο μην απορείς
που δεν κατεβαίνει ο Εσταυρωμένος,
ανάμεσα μας με μια χούφτα γεμάτη ελπίδα και φως
Ψάξε τον, θα τον βρεις σίγουρα
σε κάποια ρυτίδα πόνου και απόγνωσης
πάλι ίσως τον βρεις στην αλμύρα
των δακρύων ενός μικρού παιδιού
ή μιας μάνας χαροκαμένης,
κάποιας αγαπημένης ή αδελφής
Άκουσε, θα αναγνωρίσεις τη φωνή του ανάμεσα
στους σταυρούς που λυγάνε και στις πλάκες που σπάνε,
αφήνοντας τους τάφους ανοικτούς
κι άκουσε τον καθώς κλαίνε οι πεθαμένοι
βλέποντας σε σαβανωμένο ζωντανό
απ’ τους Ιούδες, με των ανθρώπων τις ψευτιές
Κοίταξε γύρω σου, δεν σε ξεγέλασαν,
κοκκινίσανε οι παπαρούνες, κι ήρθαν κουβαλώντας
στη πλάτη την Άνοιξη, και την κοινωνούν
με κλώνια φτέρης, από Θείο ποτήρι ψηλά στο σταυρό
μεθούν τ’ αηδόνια και υμνολογούν την Ανάσταση
Κρίνος λευκός ας γίνει κ΄η ψυχή μας
κι ας μάθουμε πως είναι ν’ αγαπάς,
πως ευωδιάζουν τα φιλιά στο στόμα
και πως έχει τέλειωμα ο κάθε Γολγοθάς.
**
Άτιτλο της Κατερίνας Κωνσταντίνου Μάτσιου
Όπως ανοίουν οι ανθοί
τα κρίνα στες αυλάες
Να 'σιετε τόσες τες χαρές
τες μέρες τες γιορτάες
Αγάπην στην πλάσην, ομορκιάν
ούλλα τα φκιόρα δκιούσιν
τα γρόνια σας να 'ν' όμορφα
να μεν κακοπερνούσιν
Την ευλογία του Χριστού
μα τζιαι την Παναγίαν
Να 'σιετε μέσα στες καρκιές
την μέραν τούτην την Αγίαν
Οι εκκλησιές να ανοίξουσιν
για να λειτουρκηθούμεν
Τζιαι όϊ έσσω μας κλειστοί
τζιαμαί να προσευκηθούμεν
**
Των παθών της Εύας Νεοκλέους
Πάντα τις πρόσμενα
τις μέρες του Απρίλη με το πένθος.
Θυμίζουν κάτι από θλιμμένο μωβ
και γιασεμιά σε κάτασπρα μπαλκόνια
καιρών αλλοτινών.
Κάτι σαν παιδικά χαμόγελα
σε ξέφωτες αλάνες ξεχασμένες.
Κάτι από μάγουλα αθωότητας
σε ημερολόγια κοριτσιών
με μυστικά επιμελώς κρυμμένα…
που αρνούνται επίμονα
να ξεθωριάσου
**
ΣΤΑΥΡΩΣΗ της Μαρούλλας Πανάγου
Της δόξας “ωσαννά “ ακόμα να ηχεί “
Στο σήμερα όπου οι Πιλάτοι σε δικάζουν
Ο όχλος να σε καταδικαζει
αλαλάζοντας
“Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν “
Κι ας η φωνή της αθωότητας
πνιγμενη στο δίκιο .
«κάποιου περασμένου καιρού .
Τότε που περίμεναν από εσέ το θαύμα
Τωρα στα δεσμά χαμένη η δύναμή σου .
Με την αγάπη να πολεμά
την δίκαια αγανάκτηση
‘οπου η πλακωμένη καρδια
\να αποτινάξει
αδυνατεί
Πνίγεις τον λυγμό στην σιωπή
και το χαμόγελο αιώνια να κρύβει
την λύπη , που μόνος γνωρίζεις .
Δεν θές μάρτυρες
Μόνο η προσμονή ακόμη να ελπίζει
να καταλάβουν θεέ μου
τα πράττουν .
Δίκαια τα θωρούν στην σιωπή σου
όπου στα μάτια τους
διαβάζεις την καταδίκης
κάποιας ενοχής.
Οπου το μόνο της φταίξιμο
να φορτώνεται το βάρος της αμαρτίας
που δεν είναι καν δική σου .
Μόνη στην προσευχή
να καταλάβουν την γλώσσα
της διαφοράς στην δική σου σκέψη.
**
Ανάσταση 2020 του Νίκου Πενταρά
Στάζουν αρμύρα καραβίσια
τα μουσκεμένα βλέφαρα των ρόδων
καθώς μνήμες λαμπροφόρων Πάσχα
αναδύονται απ’ τις πτυχές του χρόνου
την ώρα που ακούνε τους χτύπους των καμπάνων
που ηχούν για την Ανάσταση
ανάμεσα στα ουρλιαχτά των σειρήνων ασθενοφόρων.
Άλλοι εγκλωβισμένοι
στα καλώδια του υποχρεωτικού εγκλεισμού τους
άλλοι στον αναπνευστήρα
του μπαλκονιού ή της αυλής τους
με τον τρόμο καρφωμένο
στις οθόνες των καρδιογράφων
μοιράζονται στο ημίφως το λιγοστό οξυγόνο
με τη φλόγα του κεριού
που κρατούν στο χέρι
μέχρι ν’ ακούσουν τον Καλόν Λόγον
ότι διασκορπίστηκε ο θανατηφόρος ιός
και διέφυγε από προσώπου γης.
**
Χριστός Ανέστη! της Αντριάνας Περικλέους Ονουφρίου
πάνω σ άτι γαλανό
ηχούνε οι καμπάνες
μες του Αιγαίου τ ανοιχτά
ηχολογά το άσμα
ναύτης αρχίζει το χορό
γοργόνα κολουθάει
Πάσχα Ελλήνων ιερό
στους ναούς εωθινό
Σπάστε δεσμά, σπάστε σιωπές
ζείστε αναλαμπές.
Μέσα στης μνήμης τη σιωπή
Κάνε να βγει αληθινή
Κραυγή στέρεα δυνατή
Είμαστε Έλληνες εμείς
τίποτα δε μας σκιάζει
Αδάμαστη είναι η ψυχή
κλεισμένη τραγουδάει
Γιόρτασε Έλληνα παντού
μέσα σου απανταχού.
ναός είν το μυαλό.
**
Εγχειρίδιο του Σταύρου Σταύρου
Τις μέρες ετούτες, Κύριε
που η αγιοσύνη γίνεται υπόθεση
ακαδημαϊκή
προτιμώ το σμίλεμα της ψυχής
με σιωπή.
Έτσι βρίσκει ο άνθρωπος ένα νόημα,
μέσα στην ησυχία,
όπως όταν ακουμπάς τα μαβιά απογεύματα
στο πεζούλι του ορίζοντα
και κοιτάς από την άλλη τον εαυτό σου
χωρίς ηλικία ή
όπως όταν έξω μοσχοβολά το γιασεμί
κι εσύ στο παράθυρο κοιτάς το φεγγάρι,
μια παρένθεση τρυφερότητας
μέσα στο ανελέητο φως.
**
Ανάστροφα της Ελένης Σωφρονίου Στρατή
Και έσκαβα και ξανάσκαβα το χώμα.
Ξεκρέμασα μια χούφτα άστρα
απ’ τον θόλο της νύχτας
πήρα κι ένα κομμάτι γαλανό
απ’ το φουστάνι της μέρας.
Τα φύτεψα βαθιά μες στη γης
έριξα από πάνω κι ένα τετράδιο
γεμάτο λέξεις χαραγμένες με κόκκινο αίμα.
Κι ας φυσήξει ο αγέρας
κι ας σκιστεί το τετράδιο
κι ας γεμίσει ο καιρός
κατακόκκινα ποιήματα.
Ανθίζει πάντα απ’ τα βαθιά,
το φως που καρτερούμε!
**
ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ ΝΕΑ της Αθηνάς Τέμβριου
Αναστήθηκε ένα δέντρο που ζέστανε
τους χειμώνες του κόσμου,
ένα παιδί που του φόρεσαν εν ψυχρώ
ή εν αγνοία του, τη μάσκα του φόβου.
Αναστήθηκε ένας άνθρωπος που ξόδεψε
την ουσία καχύποπτος στον πυρήνα μιας
αβύθιστης έννοιας του Εγώ,του Πρέπει, του Ίσως.
Δεύτε, λάβετε φως κι ας σκόρπισαν
φως μάταια πριν γνωρίσουν το σκότος,
πριν νιώσουν στους ώμους τους το βάρος της γης.
**
Άτιτλο του Κώστα Τρίγγη
χρονους πολλους απο καρκιας
νασιετε εσεις υγειαν
αγαπην τζιαι λοαρκασμον
σοφια τζιαι ευτυχιαν
τζιαι να θυμαστε στη ζωη
την προσκερη μας τουτη
την ευτυχιαν την χαραν
δεν μας τα δκιουν τα πλουτη
πλουσιος εν ο ανδρωπος
που εσιη να θυματε
που προσφερεν τζιαι εδωκεν
χωρις να τα λυπατε
**
ΠΑΣΧΑ ΕΝ ΕΤΕΙ 2020 / Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
΄Ενα στεφάνι
άγουρο ξύπνημα πρωινού
ακροπατώντας
βγήκε
κρεμάστηκε
έαρ γλυκύ στην ξώθυρα
Δίχως την άνοιξη
απρόσιτη η Ανάσταση
Να βάλουμε μόνο τριαντάφυλλα
Μακριά τα αγκάθια
από μας κι από τον Κύριο
να εκδηλωθεί το Πάσχα
Τα άλφα απέμειναν στη λέξη του
πες της αγάπης μισογκρέμισμα
πες επιφώνημα διπλό της θλίψης
Τα σύμφωνα τελούν υπό κατάρρευση
άνεμος λύσσαξε
τα πήρε στο κατόπι
Τρία λοιπόν τα γράμματα απώλειες
απ΄την γραφή και ανάγνωση του Πάσχα
Μα πώς
πώς η ορθογραφία επιτυγχάνεται
με τη γραμματική του φόβου
Είπε η πρώτη Μυροφόρα των ειδήσεων :
Να δώσει τρία ρόδα ο καθείς
από παλιά του ανθοφορία
Με τρεις εκρήξεις από άνοιξη
τρομοκρατούμε άραγε τον τρόμο;
**
ΕΞΟΔΟΣ του Άγι Χαραλαμπίδη
Ηχώ ακούεται
θρηνητική
στου εγκλεισμού την αγωνία‧
με του θανάτου το φόβο
σμίγουνε οι σκέψεις κι οι ψυχές
σε κάθε κατοικία
κι αθέατου ιού
αμήχανες
οσμίζονται την παρουσία‧
διαύλους εξόδου
στις προσευχές
αναζητούνε και στα Θεία‧
η πίστη αποκούμπι γίνεται
η ελπίδα αναπτερώνεται
και φέρνει ευλογία‧
του Κυρίου η Ανάσταση
το Άγιο Φως
καμιά αμφιβολία
τα νεκρικά σκοτάδια θα διαλύσει
και στα χλωμά τα πρόσωπα
ξανά χαμόγελο θ’ ανθίσει.
**
Ανεστησε μας Κυριε του Χριστάκη Χαραλάμπους
Βυθισμενοι σε απεραντη κόλαση
ψάχνουμε ένα όμορφο αποκουμπι
ένα ειδωλο αριστοτεχνικης υφης
που θα μας αγκαλιασει σφιχτα
θα πάρει τα αμαρτωλα μας χέρια
και θα μας οδηγήσει στην έξοδο
Καραδοκουν οι δαιμονες μα θα ηττηθουν
ο θάνατος θα κλείσει τις φτερούγες του
οι αδηφαγες φλογες μεμιας θα σβησουν
το φως θα εκτοπισει τα σκοταδια μας
Άκουσε τις ζοφερες μας καρδιες
αχ πόσο λαχταρουν Κυριε την αγαπη
δειξε μας την ατραπο της λυτρωσης
βαδισε μαζί μας μέχρι τον τερματισμο
ανεστησε μας Θεε μου πριν πεθανουμε
**
Άτιτλο τους Άθως Χατζηματθαίου
Χριστός Ανέστη!
κι η ελπίδα γιασεμί
ευωδιασμένο.
και
Χριστός Ανέστη τζι η ψυσιή
μάθε το για ν' αθθίσει
πρέπει της πίστης το γλυτζύν
νερόν να την ποτίσει
**
Λευκοί Άγγελοι της Β. Χατζηπαπά
Αυτές τις βροχερές μέρες,
Όταν όλοι κολλάνε
Με νύχια και με δόντια
Στο μικρό του,
Αλλά μόνο το να είσαι,
Στις αίθουσες του λευκού νοσοκομείου
Πετάνε
οι λευκοί άγγελοι της ζωής.
Με τις ταπεινές προστατευτικές μάσκες
Και η μπλε ποδιά,
Και μια φορά ακόμα και χωρίς αυτούς,
υπερέβη
το φοβισμένο μας κολλητό.
φέρνουν άνεση,
Νύχτες και μέρες -
Για την αναχώρηση
και όσοι παραμένουν.
**
Μεγάλο Σάββατο του Γιώργου Χριστοδουλίδη
Κάθομαι στην άκρη της λίμνης
και συμφιλιωτικά κύματα βρέχουν τα πόδια μου.
Τα κύματα της λίμνης ξέρουν να αγαπούν
δεν έχουν τίποτα να αποδείξουν
οι νεκροί τους είναι λίγοι
τυφλοί δύτες τους ανασύρουν προσεκτικά
στα κρεβάτια του ουρανού.
Κάθομαι στην άκρη της λίμνης
και είμαι πια βέβαιος ότι η λίμνη είχε πάντα δίκαιο:
Κάποιος τα ‘χει κάνει όλα καλύτερα
πιο ψυχρά, με δάκρυα κρυστάλλινα σαν σταλακτίτες
και την αποφασιστικότητα του ρωμαλέου:
ο ξυλοκόπος που χτυπάει το δέντρο στην καρδιά
ο ψαράς που χαϊδεύοντας
βγάζει τα μάτια του ψαριού
η ηχώ που μου επιστρέφει
ουρλιαχτά πιο τρομαχτικά απ εκείνα που της έδωσα
τα πελώρια χέρια του θεού
–το ένα βάφει κόκκινα τα αυγά του Πάσχα
και τ’ άλλο χτυπάει με ακρίβεια
το καρφί
να σπάσει
τον αστράγαλο του γιου του.