Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Η Ανάσταση και το Πάσχα στο λόγο Κυπρίων Ποιητών


γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

Πάσχα ονομάζεται η μεγάλη γιορτή του Χριστιανισμού. Οι πρώτες πρακτικές που αφορούσαν στον εορτασμό της σταυρικής θυσίας και της Ανάστασης του Ιησού Χριστού συναντώνται τον 2ο αιώνα. Το Χριστιανικό Πάσχα, ή αλλιώς  Πασχαλιά ή  Λαμπρή, μεταφέρει ανά τους αιώνες το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης Του και μαζί  τη νίκη της ζωής  επί του θανάτου.  Μέσα από αυτή τη διαχρονική πίστη, η δημοτική φωνή του Έλληνα δημιούργησε πληθώρα θρήνων, τροπαρίων, ασμάτων, ενώ σημαντικοί ποιητές ύμνησαν με τον λόγο τους τα πάθη του Κυρίου.

Στη πολύπαθη Κύπρο οι πιστοί τη Μεγάλη Παρασκευή στις ορεινές κυρίως περιοχές της, θρηνούν μαζί με τη Παναγία  (Τραγούδι της σαντάφκιασης), το χαμό του μονάκριβου γιού της.

 Άδε μαντάτο σκοτεινό
τζαί μέραν λυπημένην
που ήρτεν σήμερον σε μέν
την πολλοπικραμένην,
επιάσαν τον υιούλλην μου
τζι έμεινα ορφανεμένη.

Την ημέρα της Λαμπρής στο προαύλιο της Εκκλησίας ακούγονταν  τα παρακάτω χαρμόσυνα, αναστάσιμα μαντάτα:

-Και στούς ουρανούς απάνω
γίνεται χορός μεγάλος,
γίνεται χορός και σκόλη
και χορεύουν οι Αποστόλοι.
Ο Θωμάς παίζει τη λύρα,
Γιάκωβος τη ψαλιτήρα.
ΣούρνΆ ο Πέτρος τον Ανδρία,
Ο Μαθιός τον Ζαχαρία.
Κι αλλού πάλι με αυτό:
Σήμερα Χριστός Ανέστη
Και στούς ουρανούς ευρέθη
Σήμερα τα παλληκάρια
Στέκονται σαν τα βλαστάρια!


Εμείς στο Ιστολόγιο «Κυπρίων Ποίηση»  για να γιορτάσουμε φέτος τη μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού απευθυνθήκαμε σε ποιητές της Μεγαλονήσου και ζητήσαμε να αναφερθούν στο Πάσχα και την Ανάσταση. Στην προσπάθεια αυτή συμμετέχουν με ποιήματα ή κείμενα οι παρακάτω Ποιητές της Κύπρου:

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Χαμπής Αχνιώτης 
Άντρια Γαριβάλδη
Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης
Αγγέλα Καιμακλιώτη
Κατερίνα Κωνσταντίνου Μάτσιου
Γιάννος Λάμπης
Μαρούλλα Πανάγου
Νίκος Πενταράς
Αθηνά Τεμβρίου
Ανδρέας Τιμοθέου
Έλενα Τουμάζη
Ελένη Τυρίμου
Παυλίνα Στυλιανού
Μαρίνα Τακκίδη [Καπετάνου]


*****
ΑΝΟΙΞΗ ΚΑΙ ΠΑΣΧΑ
 της Ελένης Αρτεμίου - Φωτιάδου

Οι μικρές εκκλησίες  χωμένες σε έναν ήχο καμπάνας
 με μια βελούδινη έκρηξη να τις περικυκλώνει
στολίζοντας τις πόρτες τους με αγκάθινα στεφάνια
και ρόδα από αναστημένους επιτάφιους
περαστικός ένας άνεμος δειλός
με χούφτες γεμάτες λιωμένο χιόνι
στάζει πάνω στις μαργαρίτες και στις φωνές χελιδονιών
τις πιο κρύες ανάσες  του κόσμου
για να γενούνε άνοιξη και Πάσχα




***


Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
του Αχνιώτη Χαμπή

Τζιαι φέτη μας αξίωσεν, ο πλάστης ο Θεός μου,
τζιαι θα χαρεί, κάθε πιστός,
γιατ’αναστήθην ο Χριστός,
ο βασιλιάς του κόσμου.

Πούρτεν στην γήν σαν άθρωπος, διότι εχρειάστην,
να πεί σε ούλους που κοντά,
τζιαι σε φτωχόν τζιαι άρκοντα,
έσιει που πάνω πλάστην.

Ήρτεν στην γήν σαν άθρωπος, τον κόσμον του να σώσει,
χτυπήθηκεν εδέρτηκεν,
τζιαι εις το τέλος δέχτηκεν,
τζιαι την ζωήν να δώσει.

Ήρτεν στην γήν σαν άθρωπος, που τον Θεόν σταλμένος,
τζι΄είσιεν για μόνον του σκοπόν,
να δεί στην γήν τον άθρωπον,
να ζιεί αγαπημένος.

Για τούτον να ξιχάσουμεν, σήμερα πάθη μίση,
γιατ΄ο Χριστός μάς καρτερά,
ο ένας τ΄άλλου σήμμερα,
για να του σσυχχωρήσει.

Σήμμερα να ξιχάσουμεν,  φίλοι μου τι εγίνην,
τα σιέρκα να τα δώσουμεν,
μες την καρκιάν να νιώσουμεν,
πραγματικήν ειρήνην.

*****


Της Ανάστασης

της Άντριας Γαριβάλδη

Και πάλι περιμένω στ’ ανοιχτό παράθυρο
να δω το πέταγμα της χελιδόνας...

Και πάλι αναζητώ το μυρωμένο αεράκι
που ’ρχεται απ’ το περβόλι το φορτωμένο μ’ ανθό και μέλισσα
να χαϊδέψει τα μάγουλα της άνοιξης
φέρνοντας την οσμή του λεμονιού
ν’ αναζωογονήσει τη γειτονιά.

Πάλι έρχεται το ταρακούνημα της μνήμης
τυλιγμένο στον καπνό απ’ το θυμίαμα της μάνας
το ευλογημένο να ετοιμάσει πασχαλιάτικο τραπέζι
με την ψάθα γεμάτη καλούδια, κουλούρια, ζυμωτά παξιμάδια
και τ’ άρωμα του τριμμένου τυριού στη σκάφη
που θα γεμίσει το σπίτι με τ’ άρωμα της φλαούνας
που θα ψήσει στον φούρνο
έξω στην αυλή της κυρά Παναγιώτας.

Να τρέξουν τα παιδιά να μαζέψουν αυγά
για να τα βάψει η μάνα κόκκινα
κόκκινα με το χρώμα της χαράς
για να’ χουμε στα χείλη μας χαμόγελο.

Ακόμα μαζεύω στο συρτάρι τις πολύχρωμες κλωστές
που θα κεντήσουν το γιορτινό τραπεζομάντιλο
τη μέρα της Λαμπρής
στο σπίτι μας... στη Ζώδια.

Καλή Ανάσταση να πούμε πια στον τόπο μας.

4/2012



*****

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
(Χάι Κου)     

του  Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδη
Σαν άστρο περνά
απ’ τον φεγγίτη η αγάπη
μες στην καρδιά σου.

Χείλη τέσσερα,
ψυχές τρεις*, σώματα δυο,
μια η Αγάπη.

Αγάπη Χριστού
δίνε πάλι και πάλι,
πίσω μη ζητάς.

Βάγια σου στρώνω,
μέλισσα φιλά ανθό
μέλι το φιλί.

Στο κεφάλι Σου
ακάνθινος στέφανος,
μα το χαϊδεύω.

Στον σταυρό διψάς,
σαλεύουν τα χείλη Σου,
έρχεται βροχή.

Όσο Σε λιώνουν
Ανθέ, τόσο πιο πολύ
μυρίζεις πλατιά.

Άρπα δεν έχεις,
τις χορδές Σου ακούω
σαν καρδιοχτυπάς.

Ουρανός και γη
στο Γολγοθά Σου σκύβουν,
σχίζονται στα δυο.

Ανασταίνεσαι,
κάθε πόλεμο νικάς
με τις πληγές Σου.

Αναστάσιμο
βλέπω τον σπόρο καρπό,
το απόν παρόν.

Τα δάχτυλά Σου
θωπεύουν τον ήλιο μας,
τον πυρακτώνουν.

Απ’ το σκοτάδι
βγαίνεις με την πατρίδα.
Θαύμα ! Προσκυνώ.

Επιούσιον
άρτον και ευλογία
Θεέ ικετεύω

σαν έρθει ο Χάρος
ας δει πατρίδα Αγάπης
κι άπρακτος να βγει.

Από την Ποιητική Συλλογή ΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ (υπό έκδοση, στα μέσα του 2015)


*****

Εγκλωβισμένες
της Αγγέλας Καιμακλιώτη

Εγκλωβισμένες οι γυναίκες
στο Καρπάσι
με τ' αρμυρίκια
και του γιαλού το χρώμα
τις μνήμες ξαναβάφουν
κάθε Μεγάλη Πέμπτη
Κι εμείς αλλού
ψυχές εγκλωβισμένες
σε χρώμα πλαστικό
βάφουμε τις ελπίδες
ανεξίτηλα, σχεδόν χυδαία
κάθε Μεγάλη Μέρα
και κάθε Νύκτα Μεγαλύτερη


Αιώνες τώρα

Περιμέναμε την Άνοιξη
Και την Ανάσταση
Λησμονήσαμε
ότι προηγούνται
Αιώνες τώρα
Η προδοσία
και η Σταύρωση
Αιώνες τώρα
Πόντιοι πιλάτοι
Και Ιούδες
Αιώνες τώρα
μας φιλούν


Από την Ποιητική Συλλογή "Εκ του Σύνεγγυς"


Μάθημα θρησκευτικών

της Αγγέλας Καιμακλιώτη
Είναι αναγκαίος βέβαια
ένας μεγάλος θάνατος
πριν από κάθε ανάσταση μικρή
κι η σταύρωση κυρίως γίνεται
για την αποκαθήλωση μας
Αυτό μηνούσε από την αρχή
το σούπερ νόβα
Μας πήρε αιώνες
να το καταλάβουμε
Πλέον τετέλεσται

Από ανέκδοτη Ποιητική Συλλογή


*****


 Πάσχα Προσμονή

της Κατερίνας Κωνσταντίνου Μάτσιου

Σ΄ αγαπάω Μάρτη
με τα χρώματα
και τ΄αρώματά σου
με τις μαργαρίτες
και τις πασχαλιές σου
και σένα Απρίλη με τα λεμονόδενδρά σου
τις ανθισμένες μοσχομυριστές ουλές
Τα σπαρτά με στους αγρούς
να περιμένουν αγκαλιές
και να ευωδιάζουν τους αιθέρες
με τις πλανεύτρες μυρωδιές
Τα παιδάκια αναμένουν με ενθουσιασμό
να φτιάξουν τις κουλούρες τις παραδοσιακές
και να ψήσουν τις φλαούνες
στης γιαγιάς τους τις πλατιές αυλές
Οι νιοι να αγκαλιάσουν
αγάπες τις αληθινές
κι οι γερόντοι να γυρίσουν
στις παλιές τους γειτονιές
… σαν τότε στο χωριό τους,

στου Πενταδάκτυλου τις βορεινές πλαγιές…

*****


Ανάστασης ανατολή
του  Γιάννου Λάμπη

Μη διερωτάσαι αδερφέ, αν σε ξεγέλασαν
τα λούλουδα και τ’ αηδόνια της ¨Άνοιξης
ακόμα περισσότερο μην απορείς που δεν κατεβαίνει ο Εσταυρωμένος,
ανάμεσα μας με μια χούφτα γεμάτη ελπίδα και φως

Ψάξε τον, σίγουρα σε κάποια ρυτίδα πόνου και απόγνωσης έχει κρυφτεί
πάλι ίσως τον βρεις στην αλμύρα των δακρύων ενός μικρού παιδιού
ή μιας μάνας χαροκαμένης, κάποιας αγαπημένης ή αδελφής

Άκουσε, θα αναγνωρίσεις τη φωνή του ανάμεσα
στους σταυρούς που λυγάνε και στις πλάκες που σπάνε,
αφήνοντας τους τάφους ανοικτούς,
κι άκουσε τον καθώς κλαίνε οι πεθαμένοι, βλέποντας σε
σαβανωμένο ζωντανό απ’ τους Ιούδες, με των ανθρώπων τις ψευτιές

Κοίταξε γύρω σου, δεν σε ξεγέλασαν,
κοκκινίσανε οι παπαρούνες, κι ήρθαν κουβαλώντας
στη πλάτη την Άνοιξη, και την κοινωνούν
με κλώνια φτέρης, από Θείο ποτήρι ψηλά στο σταυρό
μεθούν τ’ αηδόνια και υμνολογούν την Ανάσταση

Κρίνος λευκός ας γίνει κ΄η ψυχή μας
κι ας μάθουμε πως είναι ν’ αγαπάς,
πως ευωδιάζουν τα φιλιά στο στόμα
και πως έχει τέλειωμα ο κάθε Γολγοθάς.

*****

Αναμνήσεις …

της Μαρούλα Πανάγου

Έρχεται το Πάσχα κι οι αναμνήσεις να κατακλύζουν το μυαλό και να σε ταξιδεύουν σε ένα χθες μιας περασμένης εποχής. Τότε που για να μεταλάβεις το Πάσχα, έπρεπε για πενήντα ημέρες να καθαρίσεις, πρώτα το σώμα με την νηστεία, και τη ψυχή με την προσευχή. Στο σπίτι να αρχίζουν οι προετοιμασίες για καινούργια ρούχα των παιδιών Όλα “άπαννα” (πρωτοφόρετα”) την νύχτα της Ανάστασης ή αλλιώς του καλού λόγου. Πιτσιρίκια τότε να μην περιμένουμε το πότε θα παννίζαμε τα καλά μας ρούχα ,παπούτσια κ.λ.π.
Όλο το πενηνταήμερο να μην λείψουμε από τον Δυνάμεω και κάθε Παρασκευή με κατάνυξη να παρακολουθούμε όλοι τους χαιρετισμούς. Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε. Κι ας μικροί δεν καταλαβαίναμε τί σήμαιναν όλα .Το μόνο ότι έπρεπε, να είμαστε καλά παιδιά για να μας αγαπά ο Θεούλης κι ο καλός Χριστός

Πέρναν τέλος οι έξη βδομάδες, και Σάββατο του Λαζάρου όλα τα πιτσιρίκια να γυρίζουμε τα σπίτια να απαγγέλλουμε,

Ο Λάζαρος κατήγετω από την Βηθανία
είχεν και δύο αδελφές την Μάρθα και Μαρία
που τον Χριστόν εδέχοντων με περισσή φιλία κ.λ.π.
και τελειώναμεν με το
Τον Λάζαρον τον κότσιηνον τον κοτσιηνοπεθύμητον
ακούσαν τον οι όρνηθες τζιαι κάτσαν να γεννήσουν
Αυκά να κοτσιηνίσουν
να φάν τζιαι να τσακκίσουν

Και τότε οι νοικοκυρές να μας φιλεύουν με αυγά ή μερικά γροσάκια, που την ίδια ώρα κατέληγαν στο ταμείο του καφετζή, με αντάλλαγμα καραμέλες ή πιο απλά με κουφέττες .
Κι ερχόταν επιτέλους η μεγάλη βδομάδα, φορτωμένη με τις ετοιμασίες για την μεγάλη μέρα της Ανάστασης. Οι νοικοκυρές να βάζουν τα δυνατά τους, για το καθάρισμα του σπιτιού, της αυλής, μα και του στενού. (Ο δρόμος που περνούσε έξω από το σπίτι)
Και πρώτα -πρώτα Ο παππούς ή ο πατέρας, να κουβαλήσουν το ασπροχώμα για το ασπρόγιασμα του σπιτιού και της αυλής. Τότε τα σπίτια τα πιο πολλά πετρόκτιστα κι ο ασβέστης για πολλούς πολυτέλεια, έτσι το άσπρο χώμα έκανε την δουλειά του. Όλα τα πράγματα να βγουν στην αυλή.
Να καθαρίσουν τα Βολίτζια (οι ξύλινοι κορμοί που στηρίζονταν με την “νευκά”, την ξύλινη δοκό που συγκρατούσε την στεγασιά) από τις αράχνες που υπήρχαν ανάμεσα στα καλάμια. Έπειτα το ξεσκόνισμα των τοίχων και όταν όλα καθάριζαν, οι σκούπες άρχιζαν το έργο του ασπρίσματος. Το φρύδι από το τζάκι να παίρνει και πάλι το κάτασπρο χρώμα του, κι όλα να μυρίζουν καθαριότητα.
Έπειτα να σφουγγαριστούν τα μάρμαρα κι όταν στέγνωναν να μπουν τα πράγματα στην θέση τους. Καινούργιο χρωματιστό χαρτί να στολίζει την τσιμηνιά (το τζάκι) κι από πάνω στολισμένο με το βάζο από τα αγριολούλουδα. Το τετράγωνο τραπέζι, στην μέση στολισμένο με τις κορνίζες των παντρεμένων παιδιών, εγγονιών και όλης της οικογένειας γενικά.
Επίσης την μεγάλη εβδομάδα πιο αυστηρή νηστεία και δεν επιτρεπόταν ούτε το λάδι. Την μεγάλη πέμπτη το πρωί να μεταλάβουμε όλα τα παιδιά. Το βράδυ να πάμε με την μπουκάλα το νερό να διαβαστεί από τα 12 ευαγγέλια και την μεγάλη Παρασκευή το πρωί να τριφτούν τα τυριά και τα χαλλούμια και να προστεθεί λίγο από το αγιασμένο νερό στην γέμιση για τις φλαούνες.
Το πρωί της μεγάλης Παρασκευής όλες οι κοπελούδες και τα κοπέλια να μαζεύονται στην εκκλησιά για το στόλισμα του επιταφίου. Γίνονταν η βάση από μερσίνη κι ο αγροφύλακας με το γαϊδουράκο του να πηγαίνει στο δάσος και να το φορτώνει με Χριστόφορους (Αγρια λεβάντα )
που θα συμπλήρωναν τα αγριολούλουδα. Τα μαχαιρόχορτα (ρόζ κρινάκια, δάκρυα της Παναγίας και άγριες παπαρούνες, που η φύση γενναιόδωρα μας πρόσφερε και στολιζόταν με τέχνη πανέμορφα ο επιτάφιος.
Να σφαχτεί το κατσίκι ή το αρνάκι και να το σκεπάζουμε προσεκτικά από τις μύγες, σαν τότε δεν υπήρχε ακόμα ηλεκτρισμός ούτε και ψυγεία. Μόνο μερικοί πλούσιοι τα είχαν ή κυβερνητικοί υπάλληλοι που είχαν τακτικό εισόδημα. Όμως όσο κι αν ήταν φτωχοί οι άνθρωποι έκαναν τον λογαριασμό τους, που τίποτε να μην λείπει από το πασχαλινό τραπέζι.
Να ψωνίσει η μάνα τα αναψυκτικά, που ήταν το σιρόπι από συμπυκνωμένο τριαντάφυλλο, λεμονάδα, πορτοκαλάδα και άλλα καλούδια. Έτσι για να καλοδεχτούμε τους μουσαφιραίους που θα έρχονταν από τις πόλεις, να κάνουν το Πάσχα στο χωριό.
Η γιαγιά να φυλάει από καιρό τα φύλλα από τα κρεμμύδια, που γίνονταν η βαφή για τα αυγά και σαν βάφονταν είχαν το χρώμα του κεραμυδιού. Όμως μερικοί πιο εξελιγμένοι αγόραζαν την βαφή κι εμείς να ζηλεύουμε των άλλων τα αυγά, που γίνονταν και πράσινα, γαλάζια κίτρινα εκτός από τα κόκκινα.

Κι έφτανε το μεγάλο Σαββάτο και μείς να γυαλίζουμε με λάδι τα αυγά, ενώ η μάνα, η θεία κι η γιαγιά να αρχίσουν με τα ζυμώματα. Ασπρισμένο το σουσάμι και το σπίτι να μοσχομυρίζει μαστίχα, κανέλλα, και μαυρόκοκκο, κι ο φούρνος στην γωνιά της αυλής να δουλεύει υπερωρία. Πρώτες και καλύτερες οι φλαούνες αφού δίχως τους δεν γίνεται Πάσχα. Έπειτα οι σησαμένοι άρτοι και τέλος τα παξιμάδια που θα μας έφταναν για αρκετούς μήνες. Μαζί μ' αυτά και τα μοσχοκούλουρα οι κουραμπιέδες κι όλα τα άλλα.
Να αγοραστούν οι πασχαλινές λαμπάδες στολισμένες για την Ανάσταση κι όταν σούρουπο πια έπαιρναν τέλος οι ετοιμασίες. Έτοιμο και το καζάνι με το χοχλασμένο νερό με την μερσίνη την δοξαστική και μοσχομυρισμένη που λέει κι ο ποιητής να μας λούζει η μάνα κι έπειτα ίσια στα κρεβάτια μας σαν τότε δεν υπήρχε ακόμα ηλεκτρισμός ή τηλεόραση, για να καθυστερούμε και να χάνουμε ύπνο. Κι έπρεπε! Να κοιμηθούμε νωρίς για να σηκωθούμε στις έντεκα όταν θα κτυπούσε η καμπάνα για τον καλό λόγο.
Κι όταν όλα τέλειωναν και συγυρίζονταν, να αρχίσει το μαγείρεμα για το δείπνο.. 'Άλλοι με το βραστό κατσίκι και την σούπα τραχανά, ή το αυγολέμονο (να μην είναι πολύ βαρύ λόγω της πενηντάμερης νηστείας και να δώσει καιρό στο στομάχι να συνηθίσει και πάλι στα λιπαρά, και τα μυλλωμένα (Τα αρτήσιμα φαγητά).
Την ίδια ώρα στην αυλή της εκκλησιάς άναβε η λαμπρατζιά (μεγάλη φωτιά) στην αυλή της εκκλησιάς, όπου θα έκαιαν τον Ιούδα μετά το Χριστός Ανέστη.
Κοιμόμαστε για λίγο, (πολλές φορές με το κόκκινο αυγό και το πασχαλιάτικο κουλούρι αγκαλιά μην μας το αρπάξει κάποιος όταν κοιμόμασταν), και με τον πρώτο ήχο της καμπάνας και την φωνή της μαμάς πεταγόμαστε απάνω και πυρετωδώς να φοράμε τα καινούργια μας ρούχα. Η μαμά να μας καλοκτενίζει και επιτέλους όλοι χέρι -χέρι για την Ανάσταση.
Προσπαθούσαμε να κρατάμε σιωπή κάτι τόσο δύσκολο στην παιδική ζωηρότητά μας και όταν κόντευαν τα μεσάνυχτα κι έφθανε η ώρα για τον καλό λόγο Ο Ιερέας να ρωτάει αν όλο το χωριό ήταν εκεί ή κάποιος μπορεί να παρακοιμήθηκε κι αν ναι έπρεπε να πάνε να τον φωνάξουν πριν να βγει το άγιο φως .
Έσβηναν τα φώτα κι έβγαινε στην αγία πύλη το “Δευτε λάβετε φώς“ κι όλοι οι άνδρες να σπρώχνονται ποιος θα κατάφερνε να το λάβει πρώτος και να το πάρουν κι οι άλλοι από λαμπάδα σε λαμπάδα. Και με το πρώτο “Χριστός Ανέστη “ να αρχίζει η Καμπάνα να κτυπά χαρμόσυνα και οι Τσάκρες να συμπληρώνουν με το μπαμ και μπούμ (μικρές κι ακίνδυνες τότε) αντίθετα με σήμερα που πολλοί ακρωτηριάζονται και αντί για χαρμόσυνο το γεγονός κατάντησε εφιαλτικό. Εμείς τότε αρκούμαστε στα βεγγαλικά και να λάμπουν τα προσωπάκια μας στην λάμψη που άφηναν τα μικρά αστεράκια και στην λάμψη της λαμπρατζιάς με την λιτανεία. Οι πιο πολλοί που είχαν κιόλας μεταλάβει έφευγαν μόλις τέλειωνε και βιάζονταν να πάνε για το πασχαλινό δείπνο όμως και πολλοί έμεναν μέχρι το τέλος για να μεταλάβουν και κάτι που θυμάμαι ακόμα την γιαγιά μου που γύριζε στις άλλες γυναίκες, έκανε χειραψία  φιλιόντουσαν κι έλεγε. “Συγχώρα με καλή κι ο Θεός να σε συγχωρέσει “ πρίν πάει να μεταλάβει. Κάτι που μας το λέει το “πάτερ ήμων με το “ως και ειμείς αφίεμεν τις ωφειλέτες ημών” κι έτσι έπαιρνε τέλος το εορτάσιμο γεγονός. Μα όχι και το γλέντι από το Πάσχα. Τρεις ολόκληρες μέρες κρατούσε η γιορταστική ατμόσφαιρα στον αυλόγυρο της εκκλησιάς. Με παιχνίδια που λάβαιναν μέρος οι ενήλικες, μουσική με το βιολί και το λαγούτο, χορούς και τραγούδια που ξαναγεννιόσουν με την τόση χαρά, που καταλάβαινες ότι στην καρδιά σου πράγματι αναστήθηκε ο Χριστός.
Τόσο όμορφα όλα και τόσο αγνά που τα αποζητάμε ακόμα και σήμερα. Ευτυχώς σε πολλά ακόμα χωριά συνεχίζονται τα ήθη και έθιμα φτάνει να έχεις την τύχη να βρεθείς στο χωριό και να τα απολαύσεις. Ας ευχηθούμε λοιπόν και φέτος “καλή Λαμπρή να φτάσουμε.

*****

Πασχαλινό τραπέζι
του Νίκου Πενταρά
Φέτος θα κάνω το πασχαλινό τραπέζι
στους γονείς μου και στ’ αδέλφια μου
εκεί στο πέτρινο αλώνι όπου μεγαλώσαμε
δίπλα στη θάλασσα
κι ανέμιζαν τα όνειρά μας άνεμοι πεντοζάληδες.

Θα στολίσω το τραπέζι με πασχαλινές λαμπάδες
όλων των χρωμάτων και των αποχρώσεων
όπως αρμόζει σε μια γιορτή τόσο μεγάλη
θα γιομίσω τα βάζα όλα
με πολύχρωμα λουλούδια της εποχής
θ’ ανοίξω διάπλατα στον ήλιο
τις πόρτες και τα παραθύρια τ’ αλωνιού
και θα προσφέρω μόνο φαγητά
που θα’ χουν γεύση σιταριού
και κόκκινο κρασί μ’ άρωμα θάλασσας.

Πολύ χαίρομαι που θα δω και πάλι τους γονείς μου
ντυμένους με το γιορτινό χαμόγελό τους
και τ’ αδέλφια μου
με τα κορίτσια να φορούν τα κλαδωτά φουστάνια τους
και τ’ αγόρια το χακί κοντό παντελονάκι
μ’ άσπρο λινό πουκάμισο
από το παιδικό τους Πάσχα.

Μετά το φαγητό
μαζί με τις ευχές μου για «Καλή Ανάσταση»
έχω μεριμνήσει να χαρίσω σ’ όλους από ένα δώρο
που να ταιριάζει στον καθένα.

Στον πατέρα μου θα χαρίσω ένα μπαούλο
από ξύλο βελανιδιάς
με σκαλισμένη πάνω την άγια του μορφή
που έχω ήδη παραγγείλει
στον συνάδελφό του Ιωσήφ τον ξυλουργό
από τη Ναζαρέτ,
αφού πρώτα το γεμίσω με τα πολύτιμα όνειρά του
που δεν πρόλαβε να ζήσει γιατί μας έφυγε νωρίς. 

Στη μάνα μου θα χαρίσω δυο κατάλευκα φτερά
όμοια μ’ εκείνα των αγγέλων
καθάρια και μεγάλα σαν τα χέρια της
που έχω ήδη παραγγείλει
στα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ.

Στ’ αδέλφια μου έχω μια έκπληξη μεγάλη.
Παράγγειλα στη μάνα μας κρυφά
να ζυμώσει ψωμιά σταρένια, όπως παλιά
και στον πατέρα να σκαλίσει σε ξύλο περιστέρια
με τα φτερά ορθάνοιχτα.
Θα τους χαρίσω από ένα ψωμί κι ένα περιστέρι.

(από την Ποιητική  Συλλογή «ΣΕ ΦΟΝΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ», 2015)

«Χριστός Ανέστη»
του Νίκου Πενταρά

Της Άνοιξης φυσά γλυκά
το μυρωμένο αγέρι
κι οι Χριστιανοί με γιορτινά
και με κερί στο χέρι
μαζεύτηκαν στην εκκλησιά
όλοι τους, νιοι και γέροι.

«Χριστός Ανέστη εκ νεκρών…»
ακούς γλυκά να βγαίνει
απ’ την ολόφωτη εκκλησιά
κι αμέσως τους θερμαίνει
πίστης κι αγάπης ζεστασιά
που στην ψυχή τους μπαίνει.

«Χριστός Ανέστη…» και με μιας
τα μίση τους ξεχνιούνται,
«Χριστός Ανέστη…» και με μιας
αλληλοσυγχωρούνται
κι από τα βάθη της καρδιάς
όλοι θερμά φιλιούνται.

(από την ποιητική συλλογή για παιδιά «ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΜΟΥ, ΞΕΚΙΝΑ», 1987)

***


Το αίνιγμα

της Αθηνάς Τεμβρίου

Σαν έγειρα στη γη να πάρω δύο στίχους
είδα τα κόκαλα τους άσπρα στον ήλιο.
Η σάρκα χαμένη όπως ετάχθη.
Μόνο η ψυχή φτερούγιζε στον άνεμο
με της βροχής το άσμα το γνώριμο,
πριν ταξιδέψει στο τέλος του Χρόνου,
πριν η Εικόνα να ξεθωριάσει
αντίκρισα το αίνιγμα στο φως.
Καθ’ομοίωση της αρχαίας πνοής
με συνάντησε ο τρίτος στίχος
στους ήχους της σιωπής τoυ κόσμου.

Ήταν ο μόνος τρόπος να αναληφθώ.



Ο Κύκλος

Το βλέμμα προς την Ανατολή
αγκίστρωνε τις ψυχές μια μια
ώσπου ο μύθος να περάσει το φως
στην απέναντι όχθη
πριν να τυφλώσει ανθρώπους και ζα.

Ήταν λίγοι αυτοί που κρατούσανε τον ήλιο
δίχως τα σώματα κι ο νους να περάσουν
την κάμινο της ζωής και να γίνουν στάχτη.

Το νερό και το χώμα ζητούσαν αέρα 
να αναπνεύσει η ψυχή την αιωνιότητα.
Κι ύστερα... ύστερα έπρεπε να ριχτούν στην φωτιά
να καεί ο κόσμος μέχρι το κόκαλο
να γραφτεί η ιστορία
να διαβάζουμε στίχους στις σάρκες των δέντρων.

Η γνώση είχε πάντα ως τίμημα
την ζωή  και τον θάνατο.


Συλλογισμοί

Δεν υπάρχουν λόγια να
γραφτούν στις σελίδες.
Δεν υπάρχουν λόγια να
στολίσουν τη ζωή ή να
πνίξουν το θάνατο.
Δυο χέρια απλώνουν,
μαζεύουν τον πόνο
κι εμείς τα σταυρώνουμε.

Να πάρουμε τ’ άστρα,
κρυφά σα φωτίζουν τον δρόμο.
Καυτές συνείδησες στα στόματα μας.
Πιοτό το φεγγάρι σιγά σιγά μεθάμε
κι αλαλιασμένοι νοσταλγοί γινόμαστε.

Ειν’ το κατώφλι του σπιτιού
μακρύ κι ατέλειωτο.
Ας είναι η σκέψη μας γλυκιά
ήμερη ταξιδεύτρα.
Χρόνια μας πάει στις θάλασσες,
κάποτε βλέπει και στεριά.


 Εύχομαι το Πάσχα, οι άνθρωποι να βιώνουν το πέρασμα από το σκοτάδι στο φως και οι θεανθρώπινες αλήθειες να γίνονται αφετηρίες για μια νέα ζωή.


***





Νοσταλγικός χρόνος
του Ανδρέα Τιμοθέου 
Οι πόρτες έκλεισαν,
τα παράθυρα σφραγίστηκαν,
οι κήποι ξεράθηκαν.
Φέτος το σπίτι σου
δε γέμισε μυρωδιές του Πάσχα.
Η αγάπη έπαψε να ζει
στο καταφύγιο των παιδικών μου χρόνων.
Τούτες τις Άγιες μέρες
ο χρόνος σταμάτησε
στον επιτάφιο του Χριστού.
Την Ανάσταση, τη ζούσαμε μαζί…

Από την ποιητική συλλογή "Τα Άνθη του Φωτός", 2014

Το τίμημα του λευκού

του Ανδρέα Τιμοθέου

Το πρωινό φάνταζε ιδανικό γι’ αυτό που σκοπεύαμε να κάνουμε ακόμα κι αν το παιδικό μου πρόσωπο μαρτυρούσε την ανάγκη για ακόμα λίγες ώρες στο κρεβάτι. Όλα είχαν ετοιμαστεί από το βράδυ, πινέλα, μπογιές, κουβάδες. Η περίφραξη του κήπου χρειαζόταν μια ανανέωση στο λευκό της χρώμα. Παραμερίζαμε λουλούδια και ανθώνες για να καλύψουμε όλες τις επιφάνειες. Ήταν και όλα τόσο όμορφα, τόσο ανθισμένα, έτσι τα θυμάμαι. Το βάψιμο της περίφραξης ήταν ένα είδος ετήσιας τελετουργίας, κινητής βέβαια, πάντα λίγο πριν το Πάσχα. Ο αναστημένος Χριστός, έπρεπε να βρει το σπίτι και τις ψυχές μας στα λευκά, έλεγε η γιαγιά. Δεν ξέρω αν με έπειθε, μα δεν μπορούσα να της στερήσω τη βοήθειά μου. Με τέσσερα χέρια σε μια μέρα όλα θα ήταν έτοιμα και θα χαιρόμουν μαζί της το αποτέλεσμα. Άλλωστε ήξερα πως αργότερα θα ήμουν το κέντρο της αναφοράς της, στις κουβέντες με τις γειτόνισσες, σαν θα την ρωτούσαν για την αλλαγή και αυτό μου άρεσε. Θυμάμαι να πιάνουν τα μαλλιά μας άσπρη μπογιά και να γελάει ο ένας με τον άλλο, να καθόμαστε στον ολάνθιστο κήπο και να απολαμβάνουμε το αποτέλεσμα, κάθε φορά, αυτά λοιπόν με έκαναν να παραμερίζω την ανάγκη μου για ύπνο, μέχρι την επόμενη μέρα.
Σ’ εκείνο το πρωί όμως ήρθε να εισβάλει ένα απόγευμα, που θα έφερνε μεγάλη λύπη στη γιαγιά και ως αποτέλεσμα και σε μένα. Είχε χτυπήσει το τηλέφωνο και το απάντησα με την ίδια πάντα σοβαρότητα μπροστά στο άγνωστο κάλεσμα, που μεταφέρω σε όλη μου τη ζωή. Κάποια θεία μου ζήτησε τη γιαγιά, την φώναξα και έμεινα να την βλέπω να βουρκώνει. Την ενημέρωνε πως η κατάσταση της υγείας του αδερφού της, του παππού Αλέξη, θεωρείτο κρίσιμη, γι’ αυτό έπρεπε να σπεύσουμε να τον δούμε στο νοσοκομείο όπου και έγινε εισαγωγή. Αφήσαμε τον κήπο με τα πράγματα σε αταξία και φύγαμε. Τη συνόδευσα μέχρι το θάλαμο… Ο άλλοτε λεβέντης παππούς, ο περιποιημένος κύριος με της κολόνιες, τα καλοχτενισμένα μαλλιά και τα όμορφά του ρούχα, βρισκόταν κάτω από ένα λευκό σεντόνι στην άκρια του οποίου ξεπρόβαλλε το κίτρινό του κρανίο. Η γιαγιά δάκρυσε, μαζί και γω. Έβαλα το χέρι μου στο στρώμα ασυναίσθητα, ο παππούς το πήρε και το χάιδεψε με την ίδια αγάπη που μου έδειχνε πάντα, μα με μια ξεχωριστή τρυφερότητα. Αυτή έμελλε να ήταν η τελευταία μας επαφή, μαζί με δυο χαμόγελα αποχαιρετιστήρια πριν πάρουμε το δρόμο για το σπίτι. Ο παππούς την επομένη πέθανε και έτσι εκείνο το Πάσχα, πρώτα μας υποδέχθηκε ένα θανατικό και ύστερα ο αναστημένος Χριστός.
Η γιαγιά πέρασε δύσκολα, πάντα διέκρινα την αδυναμία της σ’ αυτό της τον αδερφό, έναντι των άλλων, ίσως τους ένωναν πολλά, ίσως τους χώριζαν πολύ λιγότερα. Αγαπούσαν και νοιάζονταν ο ένας τον άλλο. Και οι δυο υπέρμαχοι της ομορφιάς και της καλής τους εικόνας, μέχρι τέλους. Έχω να θυμάμαι κι απ’ τους δυο μυρωδιές. Από εκείνο το Πάσχα η περίφραξη δεν ξαναβάφτηκε, δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο το γεγονός μα η γιαγιά δεν ένιωσε ξανά μια παρόμοια ανάγκη και έπειτα έφυγε και η ίδια αφήνοντας μέσα σε εκείνον τον κήπο τόσες αναμνήσεις. Ήτανε Πάσχα όταν αντιλήφθηκα την φθορά γύρω μου. Πλέον σπάνια καθόμουνα στον κήπο, πάντα βιαστικός, αποστρεφόμουν την νοσταλγία των αναμνήσεων, που μεταφραζόταν μέσα μου ως πόνος. Κι όμως είχαμε να ασπρίσουμε την περίφραξη χρόνια, να ’χε άραγε χρόνια να μας επισκεφτεί και ο αναστημένος Χριστός. Αυτό σκέφτηκα επαγωγικά και χαμογέλασα με την παιδική λειτουργία του μυαλού μου εκείνη τη στιγμή… κι όμως, ίσως στα λόγια της γιαγιάς να υπήρχε μια αλήθεια. Σίγουρα οι λευκές μας ψυχές ήταν ανάμνηση, κουβαλούσαν πόνο και όσες αποσκευές μπορούν να σου χαρίσουν οι δυσκολίες της ζωής. Δεν ήταν έτοιμες να υποδεχτούν. Δεν ήταν έτοιμες να πάρουν το πινέλο ένα πρωινό και να βαφτούν ξανά καινούριες, χύνοντας μες στα αυλάκια των πληγών, λίγο από τ’ αρώματα του τότε κήπου. Αποκοίμισα την ομορφιά των αναμνήσεων και συμβιβάστηκα με τη φθορά της περίφραξης. Ο Χριστός δεν έχασε το δρόμο, μα είχε και το λευκό το τίμημά του.

Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων "Ιστορίες με δαντέλα, σε πρώτο ενικό πρόσωπο"


*****

Φύση και  Θείον…
Έλενα Τουμαζή – Ρεμπελίνα

Πώς γεννιέται το ένα από το άλλο. Ποιό έρχεται πρώτο, ποιό ακολουθεί. Η κότα ή το αυγό…
Ο άνθρωπος γυρεύει να δώσει νόημα, όχι στην ύπαρξη αλλά στο τέλος της.
Όχι στον  έρωτα αλλά στη βία που τον συσκοτίζει.
Η Άνοιξη δε χρειάζεται εξηγήσεις, απλώς βιώνεται.
Ο άνθρωπος γεννά τις εξηγήσεις  για να συμφιλιωθεί με το τέλος τής ζωής του  .
Ή, έστω, το τέλος της χαράς του.
Ανάσταση. Ο Ιησούς ανεβαίνει από τον άδη μετά τον θάνατο του στο σταυρό.
Η Περσεφόνη επιστρέφει στη γη μετά  τον βιασμό –αρπαγή- γάμο της με τον θεό -θείο της- του κάτω κόσμου …Η επιστροφή τους ξαναφέρνει την εποχή της ανοίξεως .Το ιερό και η τελετουργία  δίνουν νόημα στο φυσικό φαινόμενο και εντάσσουν σ’αυτό ,το ανθρώπινο φαινόμενο . Το συμβολικόν, τη σκέψη και τη γλώσσα .
Το καθρέφτισμα στο μυαλό που γεννά   την απόσταση- το βήμα προς τα πίσω της σκέψης- και η  προσπάθεια αναγνώρισης-ερμηνείας-ελέγχου  τού αυτόνομου Υπάρχοντος (της Φύσεως) πέραν από τη θέληση του ανθρωπίνου όντος.
Παιχνίδι παραστάσεων. Οργανωμένο εσωτερικά, που καταλαγιάζει την αγωνία τού ανθρώπου μπροστά στο θάνατο, του προσφέρει  εργαλεία επιβίωσης αλλά και τον χαιδεύει- όσο γίνεται- ντύνοντας  το άλογο  και το παράλογο με νόημα και με πίστη.To  ανθρώπινο ον  ελέγχει τη φύση , το θάνατο και τον τρόμο μπροστά στη διαφορά των φύλων, δια του Θείου, που το  οικειοποιείται μέσω της τελετουργίας…
Κάτι άνωθεν δοσμένο;
Ή ένα στάδιο του πολιτισμού;
Ένας τρόπος συμφιλίωσης της Φύσεως με τα έργα του ανθρώπου;
Ας μη μας διαφεύγει ότι στην καρδιά κάθε τελετουργίας- όπως την γνωρίζουμε τουλάχιστον- κρύβεται μια σκηνή βίας.
Εκεί βρίσκεται το κλειδί της μελλοντικής μας φώτισης  θαρρώ…


*****
Πάσχα των Ελλήνων Πάσχα.
της Ελένης Τυρίμου

Πάσχα των Ελλήνων Πάσχα,  μέγα Πάσχα .Η πιο μεγάλη γιορτή  του Χριστιανισμού με τα τόσα Θαύματα, Κηρύγματα, Πίστης, Προδοσίας, Μετάνοιας, Αγάπης, Μαρτυρίων, Σταύρωσης και τέλος την Ανάσταση.
Όλα αυτά περιτριγυρίζουν και στριμώχνονται μέσα στο μυαλό μου  και ειλικρινά ντρέπομαι γιατί λεγόμαστε άνθρωποι  στο  εικοστό αιώνα.  Η πορεία της ανθρωπότητας βαδίζει προς το χειρότερο και η σκληρή πραγματικότητα το επαληθεύει.   Οι Ιστορίες επαναλαμβάνονται με άλλα  πρόσωπα με άλλα επιχειρήματα,  τρόπους, μεθόδους….. Υπάρχουν τόσα μηνύματα που θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε  από τις Άγιες αυτές ημέρες  …ώστε η ανθρωπότητα να βαδίσει προς το καλύτερο αύριο. Αμέτρητοι  Πιλάτοι,  αμέτρητοι  Ιουδες. Πλήθη που την μια απλώνουν κλαδιά ελαίας και την άλλη αθωώνουν τον σύγχρονο Βαραββά. Λίγοι οι πιστοί, πολλοί αυτοί που εθελοτυφλούν.
Πάσχα της Χριστιανοσύνης η πιο  μεγάλη μέρα για μετάνοια  .Εύχομαι από τα βαθύ της καρδιάς μου επιτέλους να …..ξυπνήσουμε, για το καλό μας,  για τις νέες γενιές,  για όλη την ανθρωπότητα.  Αγάπη, Σεβασμό, Ειλικρίνεια, Ταπεινοφροσύνη,   επιτέλους ας επικράτηση το δίκαιο,  ας καταλάβουμε πως είμαστε περαστικοί,  δεν μπορούμε να κοιτάζομε τον ήλιο κατάματα,  είμαστε μια χούφτα χώμα πάνω στην γης και όχι  η γης μια χούφτα χώμα στα χέρια μας.

*****
Χριστός Ανέστη
της Παυλίνα Στυλιανού

Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι ένα οδοιπορικό στο οποίο ο κάθε ένας από εμάς λαμβάνει μέρος με το δικό του μοναδικό τρόπο ως ενεργό μέλος της εκκλησίας μας. Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος βρισκόμαστε στο κατώφλι της Μεγάλης Εβδομάδος. Σε λίγες μέρες η εκκλησία μας, δηλαδή εμείς, θα αναπαραστήσουμε μέσα από τις ιερείς ακολουθίες της δικής μας θρησκείας τις πτυχές του Θείου Δράματος. Τις ευφροσύνες της νίκης πάνω από τον θάνατο.
Η πορεία του Χριστού μας προς το Γολγοθά και η Ανάσταση πραγματοποιείται μέσα στις καρδιές του κάθε ενός από εμάς.  Όλοι μας, μέσα μας, κουβαλάμε συνειδητά ή μη τα γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδας.  Θα δούμε τον Κύριο μας να εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα και μαζί με το ανώνυμο πλήθος θα βροντοφωνάξουμε «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».  Θα τον παρακολουθήσουμε με δέος, να προφέρει στους μαθητές Του τον Άρτο και τον Οίνο της Ζωής, δηλαδή το Σώμα και το Αίμα Του, και θα μοιραστούμε νοερά μαζί  Του την ανεκλάλητη αγωνία Του στον κήπο της Γεσθημανή.  Ακλουθώντας την όλη πορεία οι καρδιές θα ριγήσουν  από συγκίνηση στον ήχο του επιτάφιου θρήνου και τέλος θα αγαλλιάσει η ψυχή μας στο άκουσμα του νικητήριου παιάνα, «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας».
Με το λυτρωτικό μήνυμα Χριστός Ανέστη το οδοιπορικό μας στη Μεγάλη εβδομάδα ουσιαστικά ολοκληρώνεται.  Ο τελικός προορισμός όμως της καρδιάς μας τώρα αρχίζει.  Η καρδιά καλείται να πραγματοποιήσει το δικό της Πάσχα, δηλαδή, το δικό της πέρασμα από την αμαρτία που εξευτελίζει τον άνθρωπο στην άπειρη αγάπη του Θεού που διασώζει την ομορφιά του ανθρώπου.  Εύχομαι όλοι μας να ζήσουμε και φέτος τούτη την μετάβαση για να έχουμε στ’ αλήθεια ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ
Χριστός Ανέστη               
Αληθώς ο Κύριος


*****
Πάσχα
της Μαρίνας Τακκίδη [Καπετάνου]

Πάσχα λαμπρή εορτή μεγάλη!
Της ορθοδοξίας εορτή!
Του θεανθρώπου η σταύρωση
και η ανάσταση του Ιησού χριστού
του θεού και κυρίου μας.
Του θεού και αγάπης του θεανθρώπου
που ήρθε στην γη, να σώσει εμάς.
Τους αμαρτωλούς και εμείς τον σταυρώσαμε,
τον δικάσαμε, τον ταπεινώσαμε, τον χλευάσαμε
και τον ανεβάσαμε στον σταυρό.
Όμως η αγάπη του, η μεγαλοψυχία του δεν μας ξέχασε
ούτε στα μεγάλα πάθη που του προκαλέσαμε.
Ζήτησε από τον πατέρα τον ουράνιο λέγοντας:
«ΠΑΤΕΡ ΣΥΧΩΡΕΣΕ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΤΙ ΚΑΝΟΥΝ»

Γενηθήτω κύριε το όνομα σου.
Κύριε μου και Θεέ μου, ανάμεσα στα πάθη σου τα άγια
εμάς σκέφτηκες , Κύριε μου Ιησού χριστέ,  και μας συγχώρεσες !!!
Και εμείς δεν πιστέψαμε τι μας είπες
«Θα χαλάσω τον ναό και σε τρεις μέρες θα τον κτίσω!»
Και σε είπαν αμαρτωλό κύριε και πως βλαστήμησες.
Και εσύ εννοούσες χριστέ μου,
τον θάνατο και την ανάσταση σου την τριήμερο
την πίστη μας.
Δεν πίστεψαν ποτέ ότι εσύ ήσουν η εκκλησία, ο Ναός.
Στα είδωλα πίστευαν τότε Κύριε μου !!!

Την ώρα που ξεψυχούσες και χάλασε η πλάση
σεισμός έγινε τότε, φοβήθηκαν.
Και μερικοί είπαν αληθώς υιός θεού ήταν.

Όταν και πάλι σε ενταφίασαν σφράγισαν το τάφο σου
Μήπως από τους μαθητές σε έκλεβαν και θα έλεγαν
πως αναστήθηκες μεγάλη η χάρη σου θεέ μου!

Το επόμενο πρωί που ήρθαν οι Μυροφόρες
να σε αλείψουν με μύρα,
η  Μαρία η Μαρία Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία
Είδαν ένα κηπουρό που έσκαβε στον κήπο
τον χαιρέτησαν και αυτός λέει στην Μαρία
«Μαρία ΤΙ ΖΗΤΑΤΕ ΤΟΝ ΖΩΝΤΑ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ?»
Μα  η Μαρία δεν πρόσεξε τι της είπε
Μόνο σαν πήγαν και βρήκαν τον τάφο
Του Κυρίου μας ανοιχτό τότε σκέφτηκε.

«Ο Κύριος μου και θεός μου αναστήθηκε
Πρέπει να πάω την είδηση στους μαθητές Του !»


Έτσι, με τις υπέροχες αυτές ποιήσεις, τις αναμνήσεις και τα κείμενα κλείνει η αναφορά των Κυπρίων Ποιητών στο Θείο Δράμα.


Καλό σας Πάσχα

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Αφροδίτη Οικονόμου: Τρία (3) ποιήματα, προδημοσίευση από την υπό έκδοση νέα Ποιητική Συλλογή της




Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Ανασυνθέτει λέξεις,
Μυρώνει τα συστατικά τους
Πλάθει το λόγο…
Τον μελοποιεί!
Ο ποιητής!
Με αίμα,
Με δάκρυ,
Με πόνο πολύ..
Διάτορος κραυγή αγωνίας…
οι στίχοι του.
 Αέναη η προσπάθεια του
Να κατανοήσει,
Αυτό που φαίνεται,
            Αυτό που δεν φαίνεται           
Μη φορμαλιστής
Παλεύει με την επιφάνεια,
Τα επιφανή,
Τα εσώψυχα
Αυτός είναι
Ο ποιητής!


***



ΑΤΙΤΛΟ

Όταν δυο ψυχές
 η μια την άλλη έχει ακουμπήσει
Κανένας φόβος
Καμιά ανασφάλεια
Ούτε η μοίρα η ίδια
Δεν μπορεί να τις χωρίσει
Έστω και αν τα σώματα
Με τα οποία είναι ενδεδυμένες
Ζούνε χωριστά



***


ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΕΡΧΕΣΑΙ


Η αρμονία στα μάτια σου
Η χάρη στο κοίταγμα σου
Αγάπη που έρχεσαι
Με το τέλος σου έρωτα σου
Με τη λατρεία στην άμορφη μορφή σου
Γίνεσαι ένα με τη ζωή
Και δίνεσαι
Και όσο δίνεσαι αυξάνεσαι
Και όσο αυξάνεσαι,
Τόσο πλήρης γίνεσαι
Αγάπη που έρχεσαι
Με το τέλος του έρωτα σου!

Τρίτη 16 Απριλίου 2019

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ, Ο ΕΥΣΕΒΗΣ ΜΟΥ ΠΟΘΟΣ... / Λευτέρης Ελευθερίου


Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές
τραγούδησε ο ποιητής*
κι εγώ αποδώ για τις δικές μου κλαίω
πονώ διπλά κάθε άνοιξη και πάσχα
όταν τις νοιώθω βουρκωμένες
μες τ΄αρωματικά τους δάκρυα ντυμένες
πένθιμες νύμφες του Ευαγόρα..
Αμμόχωστος μου λατρεμένη
ένα λυγμό κατάντησαν το άγιο όνομά σου...
Λευτέρης Ελευθερίου 
Αθήνα άνοιξη 2014
*εμπνευσμένο από το υπέροχο ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου
"Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές"

Το πρόσωπο της υποκρισίας΄/ Λαμπής Γιάννος


Κάθε βράδυ υφαίνω το κουκούλι μου
κλείνομαι, και καρτερώ να μεταμορφωθώ,
κι όταν ξημερώσει, βγαίνω και στέκομαι μπροστά στο καθρέπτη
ποτέ μου όμως δεν τόλμησα να δω το πρόσωπο μου
ίσως από φόβο μήπως νά ΄μεινα πάλι μια κάμπια,
τότε, σαν αράχνη στήνω το δίκτυ μου
μέσα από των τάφων τις χαραματιές,
και καρτερικά περιμένω το θήραμα μου,
μετρώντας πόσα μικρά φίδια γεννάει μια οχιά.

Μην κλαις νύκτα.../Πηλαβάκη Δέσπω

Μην κλαις νύκτα
Στη ψυχή μου βροχή
τα δάκρυα σου
πνίγουν τα παιδιά
που γεννά η ελπίδα
Θλιμένη κόρη η προσμονή
με τα μάτια ορθάνοικτα
στο χαμένο χρόνο
αναζητά με λαχτάρα την Άνοιξη
Μες το Χειμώνα της καρδιάς
περιπλανιέται ένας ήλιος αόρατος
που τον βλέπουν μονάχα
όσοι χάσαν το φως μες στο κλάμα
Μην κλαις νύκτα
μην κλέβεις το χαμόγελο
του πρωινού
Δώσε το χέρι ουρανέ
στην καμένη γη της χαράς
και σκόρπισε μόνο γαλάζιο
Γαλάζια όνειρα στο μαύρο σκοτάδι
να ανθίσει η Άνοιξη
Μην κλαις νύκτα
ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Τα χαμόγελα της Ναφθαλίνης / Αθηνά Τέμβριου


Τα χαμόγελα τους είναι καλά κρυμμένα,
σε ναφθαλίνη χρόνια.
Στην αρχή τα κρεμούσαν στα χείλη της αθωότητας.

‘Ύστερα, σιγά σιγά αλλοιώνοντας τις σκιές τους,
τα σχημάτιζαν περίτεχνα,
προσεγμένα σε καλούπια πήλινα,
σε ντουλάπια που κληρονόμησαν
για στιγμές που θα έρχονταν,
για να είναι ευχάριστοι, θελκτικοί
και μη παρεξηγημένοι.
Μόνο που η οσμή δεν φεύγει, σε προκαλεί.
Δεν εκδιώκει μονάχα τον σκόρο. 
Αθηνά Τέμβριου, «‘Ηλιος και Άνεμος»