Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Ο Χρόνος και ο Λόγος : Παρουσίαση των Ποιημάτων και κειμένων των Κυπρίων Ποιητών που συμμετείχαν στο εν λόγω συλλογικό έργο










Ο Χρόνος και ο Λόγος
Κυπρίων Ποιητών






Ανδρέου Ειρήνη, Δημήτριος Γκόγκας, Αλεξάνδρα Ζαμπά, Μαίρη Ηλιάδη, Ιωάννου Μαρία, Κατσιαντώνης Κυριάκος, Κοκαράκη Περατινού Μαρία, Γιάννος Λαμπής, Μαρούλα Πανάγου, Εύα Νεοκλέους, Παπαντωνίου Στέλιος, Παπαονησιφόρου- Παναγιώτου Μυριάνθη, Πατσαλίδου – Ιωάννου Γιούλα, Πλατρίτη Ζ. Δέσπω, 
Όλγα Ρουβήμ,  Σταύρος Σταύρου, Στυλιανού Παυλίνα, Τέμβριου Αθηνά, Τσιαήλης Ρ. Χρίστος, Ελένη Τυρίμου, Χατζηματθαίου Άθως





ISBN 978-9925-7392-3-3




Τίτλος:  Ο Χρόνος και ο Λόγος

Συγγραφείς:

   Η Ιδέα της δημιουργίας αυτής της Ανάρτησης.  ανήκει στον κ. Δημήτριο Γκόγκα.
Συγγραφείς είναι οι Ποιητές, οι Ποιήτριες και γενικότερα οι Λογοτέχνες που παραχώρησαν, διέθεσαν τα ποιήματά, τα κείμενα, τους ορισμούς, τα αποφθέγματα, τις σκέψεις  και τις ρήσεις που αναφέρονται στην Χρόνο και στους οποίους ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα.

Επιμέλεια Έκδοσης: Δημήτριος Γκόγκας
e-mail επικοινωνίας: dimitriosgogas2991964@yahoo.com
Copyright 2018 © Δημήτριος Γκόγκας
ISBN 978-9925-7392-3-3

   Επιτρέπεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του βιβλίου με οποιοδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, ή  η μετάδοση του βιβλίου ή μέρους του με οποιοδήποτε μέσο και σε οποιαδήποτε μορφή με τη γραπτή συγκατάθεση του έχοντος της ιδέα της δημιουργίας ή την αναφορά στην πηγή. Η παρούσα δημιουργία δημοσιεύτηκε, αναρτήθηκε και κοινοποιήθηκε για πρώτη φορά, τον Οκτώβριο 2018, στα παρακάτω Ιστολόγια:

Ø  Οι Ποιητές που αγάπησα και άλλες μικρές και μεγάλες Ιστορίες λόγου (Ανθολόγιο Ποίησης)
Ø  Κυπρίων Ποίηση και άλλες (μικρές και μεγάλες) ιστορίες λόγου

   Επίσης στο ιστολόγιο : Κυπρίων Ποίηση και άλλες (μικρές και μεγάλες) ιστορίες λόγου δημοσιοποιήθηκαν ξεχωριστά οι απόψεις, τα κείμενα, οι ποιήσεις των Κυπρίων Ποιητών/ Δημιουργών.
   Τέλος πρέπει να επισημάνουμε ότι αντίγραφο του παρόντος βιβλίου απεστάλη ηλεκτρονικά και σε μορφή Word και pdf σε όλους τους συμμετέχοντες Δημιουργούς και Ποιητές.
   Διατίθεται δωρεάν από την ηλεκτρονική διεύθυνση των εκδόσεων: http://www.easywriter.gr






Εισαγωγικό

    Πηγή έμπνευσης για την δημιουργία αυτής της ανάρτησης αλλά και του διαδικτυακού βιβλίου ήταν μία εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην πόλη της Λάρνακας από την Πολιτιστική Κίνηση της Πόλης «Φίλοι του Πολιτισμού και της Λογοτεχνίας» με θέμα: «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» στις 30 Ιαν του 2018. Δεκατρείς (13) Λογοτέχνες και Ποιητές της Κύπρου αναζήτησαν με κείμενα και ποιήματα τον …χρόνο. Μεταξύ αυτών και ο υπογράφων το κείμενο.
    Τι είναι ο Χρόνος λοιπόν; Ένα ρώτημα που έθεσα στον εαυτό μου αλλά και στους συνοδοιπόρους εργάτες της τέχνης του λόγου. Είναι η ώρα, η μέρα, το έτος, είναι οι εποχές του, το παρόν, παρελθόν αλλά και το μέλλον, είναι όλα μαζί; Είναι η περίοδος από την ημερομηνία γεννήσεως του σύμπαντος μέχρι και σήμερα, αλλά και μέχρι το επόμενο λεπτό, έως ότου και εκείνο γίνει παρόν και κατόπι παρελθόν; Είναι όλοι οι αιώνες που συνέθεσαν το παρελθόν και συνθέτουν το μέλλον που ενώ δεν έχει έρθει συγκαταλέγεται στον χρόνο;
    Άγνωστος συγγραφές μιλώντας για τον χρόνο γράφει: Ο χρόνος είναι η μη καθορισμένη κίνηση των γεγονότων από το παρελθόν στο μέλλον με ενδιάμεσο το παρόν.
   Ας διαβάσουμε παρακάτω τι ειπώθηκε και τι γράφτηκε από σημαντικούς ανθρώπους της ιστορίας για τον χρόνο:
·         Χρόνου φείδου. Χίλων ο Λακεδαιμόνιος
·         Χρόνος ο πάντων πρόγονος. Πίνδαρος
·         Ακόμα και τώρα που μιλάμε φεύγει ο ζηλιάρης χρόνος. Άδραξε τη μέρα και στο αύριο μη πιστεύεις!" Οράτιος
·         Αργούσε πάντα από αρχή. Η αρχή του ήταν πώς η συνέπεια είναι ο κλέφτης του χρόνου Ουάιλντ Όσκαρ
·         Για όλα υπάρχει χρόνος. Έντισον Θωμάς
·         Δεν υπάρχει χρόνος που να μην υπήρξε: Το τέλος και η αρχή είναι όνειρα Αναξίμανδρος
·         Ζούμε με συναισθήματα, όχι με τις ώρες στο ηλιακό ρολόι. Θα έπρεπε να μετράμε το χρόνο με τους χτύπους της καρδιάς Αριστοτέλης
·         Ο χρόνος ανακαλύπτει την αλήθεια Σοφοκλής
·         Ο χρόνος είναι η μορφή της αιωνιότητας Διογένης
·         Όταν κάθεσαι με ένα ωραίο κορίτσι για δυο ώρες, σου φαίνεται σαν δυο λεπτά. Αν καθίσεις σε μια αναμμένη σόμπα για δυο λεπτά, σου φαίνεται σαν δυο ώρες. Αυτό είναι η σχετικότητα Αϊνστάιν
·         Το πρόβλημα είναι ότι νομίζετε πως έχετε χρόνο Βούδας

Στο απλό αυτό δημιούργημα έχουμε την δυνατότητα να αναγνώσουμε λογοτεχνικά κείμενα, ποιήματα (έμμετρα, ελεύθερου στίχου, χαϊ-κού κτλ) σκέψεις, ρήσεις και αποφθέγματα, μέσα από τα μάτια και την πέννα των παρακάτω Σύγχρονων Ελληνοκυπρίων Ποιητών και Συγγραφέων. 
Δημήτριος Γκόγκας



  1. Ειρήνη Ανδρέου
  2. Δημήτριος Γκόγκας
  3. Αλεξάνδρα Ζαμπά
  4. Μαίρη Ηλιάδη
  5. Μαρία Ιωάννου
  6. Κυριάκος Κατσιαντώνης
  7. Μαρία Περατινού Κοκαράκη
  8. Γιάννος Λαμπής
  9. Εύα Νεοκλέους
  10. Μαρούλλα Πανάγου
  11. Στέλιος Παπαντωνίου
  12. Μυριάνθη Παν. Παπαονησιφόρου
  13. Γιούλα Ιωαννίδου Πατσαλίδου
  14. Δέσπω Ζ. Πλατρίτη
  15. Όλγα Ρουβήμ
  16. Σταύρος Σταύρου
  17. Παυλίνα Στυλιανού
  18. Αθηνά Τέμβριου
  19. Χρίστος Τσιαήλης
  20. Ελένη Τυρίμου
  21. Άθως Χατζηματθαίου

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ

ΣΑΝ ΚΟΜΠΑΡΣΟΣ ΣΕ ΤΑΙΝΙΑ … 

Αρχίζει να βραδιάζει
κι ο χρόνος με τρομάζει
πόσο γρήγορα κυλά ...
στα ίδια και στα ίδια...
Αρχίζει να βραδιάζει
κι ένα δάκρυ πάλι στάζει
και στο μάγουλο κυλά....
χαράσσει μια ρυτίδα..

Πλησιάζει πια το δείλι
και γω έζησα σαν ξένος
σαν κομπάρσος σε ταινία....
ψεύτικα φιλούσα χείλη
κι ας αγάπησα με σθένος
ποια πληρώνω αμαρτία;

Αρχίζει να βραδιάζει
κι η καρδιά μου μπάζει
από χίλιες δυο ρωγμές...
πλησιάζει πια η δύση
πάμε φίλε μου κομπάρσε
γέλα, αγάπησε και κλάψε
όπως έκανες και χτες.......
μια ζωή στις ψευδαισθήσεις....
**

ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ

ΟΝΕΙΡΟ ΑΝΟΙΞΗΣ

Χρόνια και χρόνια περιμένω
και ας μην ξέρω τι καρτερώ
πέφτω, σηκώνομαι μα επιμένω
κυλάει ο χρόνος σαν το νερό.

Σαν το ποτάμι κι εγώ στην άκρη
τα όνειρα μου με προσπερνούν
δέντρ' ανθισμένα τα καλοκαίρια
και τα φθινόπωρα φυλλοροούν..

Φύλλα στον άνεμο, και πάνε
μες στο ποτάμι τα παίρν' η βροχή
κι έρχεται η άνοιξη και μου γελάνε
και ξαναρχίζω απ την αρχή.

Χρόνια και χρόνια περιμένω
τι περιμένω, το ξέρω θαρρώ...
κάτι άπιαστο κι' αγαπημένο
όνειρο άνοιξης αλαργινό…


**

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

ΤΡΕΙΣ ΛΟΓΟΙ ΣΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ

Ι

Σημείωση του χρόνου. Στίξη.
Όσο κι αν το επιθυμείς, δεν μπορείς να παραβλέψεις την τελεία.
Το κόμμα στην δύση της μέρας.
Σκότος,  να μην ενδώσεις σε ένα επιφώνημα!
Το πέρασμα του χρόνου μια πεταλούδα που θνήσκει στις ψυχές μας.

Πρόσθεσα μια παράγραφο, να διακοπεί ο λόγος
κι ο χρόνος να πάρει την άγουσα
το πράσινο των κυπαρισσιών που με ενδύει στον πρόχειρο θάνατο. 
Μια παύλα στην αρχή κυλάει ως πρόσωπο και μη, 
ανάμεσα στα νερά του Αχέροντα.

Στις αναδυόμενες παρενθέσεις
δεν σκάλισα τις λέξεις στο παραλήρημα μιας ομάδας
από ασπρόμαυρα πετούμενα στα αβαθή των αλυκών. 
Συμπληρώματα ζωής που διασχίζω, διασχίζεις, 
διασχίζει και ο τρίτος,
μέσα σε ομοιωματικά για να τονιστεί η μονοτονία
και το προγεγραμμένο αρχικό τέλμα.

Κι ύστερα το γλαυκό θαυμαστικό!
Τι να δηλώσω τώρα, εδώ στα παλλόμενα μονοπάτια
Θαυμασμό; για όσα έζησα
Χαρά; που καταφεύγω στις φωλιές των χελιδονιών,
ελπίδα; πως θα κρατηθώ από μια αχτίδα,
φόβο ;μην σπάσει, ένα ξαφνικό αίσθημα;
Άραγε θα είναι αγάπη, 
προσταγή από μια αιώνια καμπή του;
Πατώ επί των βημάτων μου κι όχι επί του χρόνου!

Πριν από τα αποσιωπητικά, ευνόητοι λόγοι, σεβαστοί,
μια σειρά από ευτελούς αξίας ερωτηματικά,
θα απαντήσουν στη δίψα της στέρησης του χρόνου
όταν τον θελήσαμε, στην ώρα που έπρεπε να έρθει,
στις θλιβερές μέρες τις μονόχνοτες νύχτες που περάσαμε
και αλώσαμε την ουσία. 
Απωλέσαμε το γίγνεσθαι του άξιον εστί.

ΙΙ

Ο χρόνος που χάθηκε
Σαν να με τιμωρεί που τον άφησα να τεθεί στο πλην
Και δεν ξέρω τον λόγο.
Θαρρώ πως δεν θα τον μάθω ουδέποτε

Μεγάλωσα μαζί του
Χέρι με χέρι
Χαρτί, καλαμάρι, περιπλάνηση στα ρήματα
Γεννιέμαι, μεγαλώνω, κρατιέμαι και τώρα
Είτε στην ενεργητική, είτε στην παθητική φωνή
Αναμένω το ρήμα πεθαίνω να ζήσω.

Λυπάμαι που σα φυσά κλείνω τα παράθυρα
Φοβάμαι τον δριμύ αέρα
Διστάζω και τραβώ το χέρι απ΄ το μάνταλο
Ποδοπατώ  μια μνήμη ίσως την ονομάσω ερινύα
Με πονούν οι φτερωτές τύψεις
Κι όταν
Με πιάνει το παράπονο ανάβω ένα κερί αιώνιο μνημόσυνο
Στον χρόνο που αφήνει απλώς ένα σημάδι
Μου αποδυναμώνει την τεχνική του λόγου
Και υποκλίνεται στον πληθυντικό
Στον χρόνο που αφήνει απλώς πολλά σημάδια
Στο κορμί
Στην ψυχή
Και υπογράφει αιωνίως δικός σου
Αύριο πάλι


ΙΙΙ

Αν ο χρόνος είναι πίκρα
Αγγίζω μια πίκρα στο βλέμμα σου
Πίσω από το παραθύρι που έκλεισες
Παραμονεύει ένας χλωμός ήλιος. Ο ίσκιος σου.
Σπάθη απελέκητη στα ανέγγιχτα του χρόνου
Πάνω της καρφιτσώνονται ερινύες
Σ΄ ότι πεθύμησες
Ότι πόθησες
Σ΄ ότι σκούπισες με το μαντήλι του νοτιά
Στα ροδομάγουλά σου.

Αν ο χρόνος είναι λύπη
Βάφει με λύπη το Καλοκαίρι στα χείλη σου
Το χέρι του, σφικτά κρατεί το Φθινόπωρο
Σαν ένα βαρύ κτύπο
Πάνω σε ότι έζησες
Και θες να ζεις
Κόβοντας ότι ονειρεύτηκες στα σκότη
Σ΄ ένα διπλό χορευτικό
Και η ζωή σου
Μία οδός που αμφίδρομα παραδίδει σκυτάλη
στις αιώνιες δρασκελιές του χρόνου


**
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΑΜΠΑ


ΧΑΛΑΖΙΑΣ ΜΕ ΡΟΥΤΙΛΙΟ

κόσμος εφήμερος αγάπη μου ο δικός μας
πέρασε τόσος καιρός από κείνο το πλέγμα
ακατέργαστων της νύχτας φωνές
γοερό κλάμα σε χαλύβδινες χορδές

τόσος καιρός από τότε δεν έχει σημασία πια
κουρδίζονται τα καριγιόν στο κόψιμο αναπνοής
καπρίτσιο στο πέρασμα της ανηφόρας χρόνου

τι σημασία ο καιμός για το κελί της αγάπης σου

ασπόνδυλα μαλάκια παντού - το σώμα θυμάμαι
ακόμα το βύθισμά του – θυμάμαι
κολυμπούσε σε χώρους άγνωστους πρωτόγονους

η εικόνα σου - ρουτίλιο σε διάφανο χαλαζία -
νήματα χαλαρά δεμένη κάθετε κάπου άφωνη


ΠΑΛΙΟΣ ΠΟΜΠΟΣ

εύκαμπτη ελαστική - ισχυρά τεντωμένη η ψυχή
μετράει τη ζωή στο φως γυρεύοντας σκιές

στο διάβα της το σκοτάδι ζητά τις αναμνήσεις
και στο μακρινό ορίζοντα το φάσμα

όπως είναι ελαφριά πάει και πάει πομπός η ψυχή

όσο προχωρεί τόσο μακραίνει ουρανοθέμελα
- πομπός και δέκτης σακί δερμάτινο στεκούμενο-

στην αναχώρηση ασκί χαλαρωμένο
με τον δικό της κώδικα να μεταβάλλεται στο κείμενο

 **

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΑΜΠΑ


Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

και η καρδιά μου έχει το χρόνο της
στις διακυμάνσεις της αγάπη σου
μετριέται σε δαντικούς κύκλους

σε ακτινική αρτηρία πιέζει γοργά
το πετάλι της συγκίνησης
ζητωκραυγάζει στο πέρασμά της

- θαλασσινό τραγούδι η αγάπη σου -

ο έρωτας φτέρωσε πεταλουδίζει κύκλους
τύμπανα τραντάζουν τους παλμούς
τρελή υπέρβαση σε ευφορία καρδιάς

οι κώδικες ντύνουν προνύμφη έτοιμη
στο πέρασμα του χρόνου – του δικού σου βέβαια –
κάμπια σε μεταμόρφωση να απομακρύνεται

- γιατί απομακρύνεσαι και στενεύει ο χρόνος -

ο κύκλος ξεχειλώνει η απουσία σου κόμπος
πώρωση ο πόνος απλώνεται απεριόριστα και

δίχως τραγούδι καταρρέει ο Χρόνος
δίχως το ναύλο ψυχομαχά σε υπόγεια κόλαση


**
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΑΜΠΑ

Η ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

είσαι και εσύ σελήνη είσαι έλξη είσαι
αγάπη άγνωστου πλανητικού συστήματος
παλίρροια που χίμηξε το σώμα μου
και πλημμυρίδα που ανελέητα με πνίγει

πότε βουνό και πότε θάλασσα με αγκάλιασες
απορροή γλυκού νερού μέσ΄ την αλμύρα μου
πότε δεντρί πότε αστέρι σε βάραθρο με πέταξες

μαγνητικό πεδίο- άγνωστο σπήλαιο σκοτεινό εσύ
στη τροχιά μου εξέλιξη και τσουκτερή αδυναμία μου
λαμπρακιά ψυχής και δάγκωμα νυχτερίδας είσαι
Νεκύδαλλο του χρόνου εσύ με τύλιξες ψυχοπομπός

λευκή νύμφη σιωπηλή στο ουράνιο στερέωμα είσαι



**


ΜΑΙΡΗ ΗΛΙΑΔΗ


Άκου !.....
~ Μιλά η άνοιξη ~

Ο κόσμος είναι ψεύτικος
και μην ακούς τι λένε
τα όμορφα τα μάτια σου
δεν θέλω εγώ  να κλαίνε...

Είν' μόνο για να λάμπουνε
και να γλυκοιμορφαίνουν..
της άνοιξης χρυσό ιστό
στο κόσμο να υφαίνουν...

Πια τέτοια μάτια μη χαλάς
σου λέω δεν αξίζει
αν θλίψη πόνο μαρασμό
Το δάκρυ σε..ποτίζει...

Άκου μιλά η άνοιξη
ανθίζει η ελπίδα
να λάμψουν τα ματόκλαδα
μετά την καταιγίδα !

Άκου μιλά η άνοιξη
Πληρώθηκε ο χρόνος
Το δάκρυ εγίνη της χαράς
Άλλο δεν θα ‘σαι μόνος !

Βαρύς χειμώνας πότισε
Με δάκρυ την ψυχή σου
Μα πρόβαλε η άνοιξη
Τώρα μες την ζωή σου !

Άκου μιλά η άνοιξη
Άνθισαν τα λουλούδια
Από καρδιάς κι από ψυχής
Εμπνεύστηκαν τραγούδια

Να τραγουδούν το έρωτα
Παντός καιρού και ώρας
Μέσα σε ήλιο και βροχή
Μες την καρδιά της μπίρας!


Μαίρη Ηλιάδη.( Κύπρος)

**

ΜΑΡΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ

Θυμάσαι;
Εκείνο το αύριο
Που μαζί περιμέναμε;
Ήρθε
Και πέρασε
Έγινε χτες
Εμείς όμως είχαμε φύγει ήδη
Δεν είμασταν εκεί για να το ζήσουμε
Κι' αφήσαμε το χρόνο να κυλίσει χωρίς εμάς


**

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΤΣΙΑΝΤΩΝΗΣ

ΖΑΜΕΝΗ ΝΙΟΤΗ

Χαμένη νιότη,
Ρωτώ να μάθω κάτι,
Ούτε μια λέξη.

Νιότη χαμένη,
Ο χρόνος την αρπάζει,
Σιγή ιχθύος.

**
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΤΣΙΑΝΤΩΝΗΣ

ΧΡΟΝΟΣ ΑΧΡΟΝΟΣ

Νά  ’ταν ο χρόνος άχρονος
κι αιώνια η στιγμή,
ατέλειωτο της νιότης φως
κι ο πόνος σταλαμή.

Νά ’ταν ο χρόνος νά (έ)χανε
λογαριασμό και λήξη,
να μην μπορούσε νά ’κανε
τα δόντια του να τρίξει.

Να ’ταν στο χρόνο άφθαρτο
τ’ ωραίο πρόσωπό σου
κι όταν κοντά σου ’ναι να ’ρθώ,
να φώτιζα απ’ το φως σου.

Κι οι δυο στο χρόνο νά ’μασταν
σ’ αιώνια αφθαρσία
κι η αγάπη μας θε να βαστά
για πάντα, με ουσία.

 **
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΤΣΙΑΝΤΩΝΗΣ

ΧΡΟΝΟΥ ΧΡΟΝΙΚΟ

Θα γράψω Χρόνου Χρονικό
σε ύφος μονοτονικό
και κλίση στο ειρωνικό,
να θίγει τεκταινόμενα,
θα τα στοιχίσω με σειρά,
τα δεξιά, τ’ αριστερά,
που κολυμπούν, πού ’χουν φτερά,
τα πριν και τα επόμενα.

Θα πω για χρόνου γέννηση
που απωθεί το πέρυσι
και δίνει νέα ώθηση
για νέα, φρέσκα δρώμενα.
Μ’ αυτού του πέρσι το ποιόν
το αγνοεί, κατά Θεόν
κι εν μέσω αυθαιρεσιών
ψάχνει για νέα κτώμενα.

Όλου του χρόνου τους καρπούς,
καρπούς του “εὖ” ή χαλεπούς,
καρπούς ληγμένους ή νωπούς,
του σκόρσου ή της άνεσης,
που ζουν σε σκότος ή σε φως,
π’ ακούς κι ας είσαι και κουφός,
να εκθειάζονται σαφώς,
εν μέσω αντιπαράθεσης.

Κράζεις να φύγει η χρονιά
που σ’ έστησε σε μια γωνιά,
με μια στο πρόσωπο μπουνιά
και κλαις μ’ ένα παράπονο
πως φεύγει ο χρόνος αστραπή
και δεν μπορεί ν’ ανατραπεί,
είν’ οι καρποί του ποταποί
και σε αφήνει άφωνο.
  
**

ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ ΚΟΚΑΡΑΚΗ

«ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ»

Ποιητική Συλλογή (2010 – 2016) (Απόσπασμα)

Καί   ἐγενόμην   ὡσεί   ἄνθρωπος   οὐκ   ἀκούων,   καί   οὐκ   ἔχων   ἐν   τῷ   στόματι   αὐτοῦ   ἐλεγμούς»
   
                    5

Κάθε πού σέ θυμᾶμαι
            τό
                        ἴδιο
            ἀκριβῶς
            πονάω,
ὅπως ἐκεῖνο τοῦ Πολυτεχνείου
            τό
            βράδυ,
            πού στῆς
            ἐξέγερσης
            τόν παλμό
            τά χέρια ἀντάμωσαν.

Και στοῦ 1973 τόν χρόνο
            ἀπεφύγαμε
            τήν ἐκδοχή
            πώς τῆς Κύπρου
            ἡ καταστροφή
ἐπικείμενη στῆς διχόνοιας τόν μανδύα.   



Χρονότυπα

«Ὑπομένων   ὑπέμεινα   τόν   Κύριον,   καί   πρόσεχέ   με
καί   εἰσάκουσε   τῆς   δεήσεώς   μου...»


Α                                                            

Τοῦ χρόνου           
                                               
                                    σ                     
                                    τ                     
                                    ι                                  
                                    γ         
                                    μ         
                                    ή         
Πῆρε τό         
                          
                           ν                                        
                           ο      
                           μ
                           ά.   
Κι ἔγινε ἀλησμοσύνη.
Κι ἔγινε ψιθυρισμός.


Β

Καλπασμός στό λαιμό
     
         λύτρωση.
Τήν
         ράβεις
       στόν
 χρόνο,
τήν
        στέλνεις
                       στόν
      ὁρίζοντα,
χαρταετός ἡ ζωή.

«ἡ   θάλασσα   εἶδε   καί   ἔφυγε...»


                                                            Γ

Στίς θαλασσοσπηλιές
                                    ἡ διασφάλιση
τῆς δοκιμῆς.
                                    Στοῦ ψωμιοῦ
τό ζύμαμα
                                     ἡ ἀγρυπνία.
Προζυμένος,
                                     ὁ χαμένος
ἔρωτας,
                                     δίχως φτερά.
Τροφοδότης
                                     καί κελαριστής.
Ἀλλοῦ δοσμένη
                                     ἡ ἀποκλειστικότητα
κι ἡ ἀβεβαιότητα
                                    νά σκιάζει
ἀπειλή
                                    στό μύθο τῆς Ἀφροδίτης.


«Τό   πνεῦμά   σου   τό   ἀγαθόν   ὁδηγήσει   με   ἐν   γῆ
εὐθεῖα.»

                               Δ

Ρόπτρο
                        στήν
                        φ
                        λ
                        έ
                        β
                        α
τῆς ἐλπίδας.
Συμπίπτει
                        τό
                       
                        ν
                        ει
                        ρ
                        ο
μέ τήν πανσέληνο.


Ξεμουδιάζουν
                        τά
                        δά
                        χτυ
                        λα
ἀπ’ τή σιωπή
τῆς ἐπαφῆς.  καί
           
            πει
            λοῦν
τά ἴχνη
τῆς ἀγάπης.


«πᾶσαι   οἱ   ὁδοί   Κυρίου   ἔλεος   καί   ἀλήθεια»

            Ε

Ἕνα τρικύμισμα      
Μιά
                        τρα     
                        μου
                        ντά
                        να,
κι ὁ χρόνος
σταθερά
                     ἀμετάκλητος,
σφηνωμένος
             στούς
             βρά
             χους,
                      τοῦ Ψηλορείτη.


ΣΤ

    Μαντατόροι
           τοῦ
       χρόνου,
     οἱ φύλακες
           στίς
πραγματοποιημένες
         θυσίες.

 

Στούς
        φεγγίτες
            τά
    φτερουγίσματα
           τῶν
    χελιδονιῶν.

«τόν   ἐμπιπλῶντα   ἐν   ἀγαθοῖς   τήν   ἐπιθυμίαν»

                     Ζ
           
Ο χρόνος,
            μιά ἀνάσα
            είναι;
κι ἕνας ἀναστεναγμός;
Τό θρόισμα
                        τῆς μιᾶς
                                          καί μόνης
                                          στιγμῆς;

Ὁ χρόνος,
                        αὐτό
                        πού μᾶς λείπει;

Ὁ χρόνος,
                        πόθος που μένει
                        ἀπραγματοποίητος;

Ὁ χρόνος,
                        τό ἅπλωμα
                        τοῦ ἥλιου στῆ γῆ.

Ὁ χρόνος
                        τῆς σελήνης τό χάδι
                        στόν οὐρανό.
Ὁ χρόνος,
                        ἡ διάψευση
                        στό φιλί.
Μά ἀπόδειξη
                 οἱ ρυτίδες τῶν χειλιῶν.
«... δωρούμενός   μοι   τῆς   ἐνδεκάτης   ὤρας   τόν
μιθσόν   καί   τό   μέγα   ἔλεος...»


                          Η

            Διαρρήκτης
                τῆς
         ἐγκατάλειψης,
                                                                        σέ
                                                            χριστουγεννιάτικο  
                                                            χρόνο.
            Μπορετό
                νά
        μπαλώσεις
                                      τόν καιρό
                                      τῆς
                                      ἀπόστασης;
            Γίνεται
                 νά
       καρυκώσεις
                                      τήν αἴσθηση
                                      τῆς μοναξιάς;
            Μπορετό
                           νά
       μοδιστράρεις
                                       δρόμους
                                       βελτίωσης;
            Γίνεται
                           νά
            μαντάρεις
                                       τήν ἀφοσίωση
                                       τήν ἐμπιστοσύνη;
            Νά γίνεις
            θαλπωρός
                                       στήν ἐνηλικίωση
                                       τοῦ χρόνου;



«ἕνεκεν   τοῦ   ὀνόματός   σου,   Κύριε,   ζήσεις   με...»



                           Θ
                                               
     ψυχή
                             καράβι,
ταξιδεύει
                              στό
                                        χρόνο,
μέ
     ὑδρίες
                              καί
                                       λέκηθους,
μέ
            ἐνώτια
                              καί
                                        περιδέραια,
δικά
                σου
                            κομμάτια,
πού
               ἐγώ
                            φύλαξα!


«Ἐξαγάγε   ἐκ   φυλακῆς   τήν   ψυχήν   μου,...»

Ι

Σέ περιθώριο
σιωπῆς
       διπλωμένη
τετραγωνικά
ἡ μορφή,

        θυμίζει
τῶν ὀνείρων
τίς φλέβες.

                               
Μυρίζει
τῶν νάρκισων
τό ἄρωμα.

                    Ἀναποδογυρίζει
τήν πραγματικότητα
τοῦ παρόντος χρόνου.

ΙΑ

Δέν ταξιδεύεις
πιά μαζί μου
                                    Κι ὅλα ἀπαλλαγμένα
                                    μισοσβησμένα ἀπ’ τό χρόνο.
Δέν ταξιδεύεις
πιά μαζί μου
                                    καί τά γεγονότα
                                    γίνονται κεριά!

             «... διέγειρόν   μου   τόν   λογισμόν   πρός   μετάνοιαν,     καί   τοῦ   σοῦ   ἀμπελῶνος»
                                         
                                                ΙΒ

Ἡ παρουσία
                        τοῦ Θεοῦ
                        δῶρο,
καί μυρωδιά
θυμαριοῦ
          γιά ν’ ἀνατρέψει
τῆς στέρησης
τό χρόνο,
          πού ἀμείλικτα
ὑπογράφει
τό μοναχικό.


  ΙΓ

Ἀπό πέτρα
καί χρόνο
                        ἡ συγνώμη
πού ποτέ
δέν τήν τόλμησε!
«Μή   ἐγκαταλείπῃς   με,   Κύριε      Θεός   μου,
μή   ἀποστῇς   ἀπ’   ἐμοῦ»

                  ΙΔ

Ἀπουσία,       
                        νῆμα
στ’ ἀδράχτι.
                        Δουλεμένη
στήν ἀνάποδη
                        πλέξη,
στοῦ Ἥφαιστου 
                        τό πυρωμένο
ἀμόνι.
                        Ἡ γυναίκα
στή θυσία!


ΙΕ

            Περίλυπο
                             ἀγνάντεμα
            ἀνακαλεῖ
                             τά ἀπογοητευτικά
                             κι ἀδιάψευστα.
            Σταγόνες
                              ἀρτηριακῆς
                              ἐρωτοτροπίας
            μέ τόν θρίαμβο
                                           μιᾶς σιωπῆς.


**

ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ ΚΟΚΑΡΑΚΗ
Απ’ την ποιητική συλλογή
Χάι-Κου και Τάνκα
Λάπηθος
Εκδόσεις Λειμών

ΧΑΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΑΝΚΑ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

Θά μέ θυμᾶσαι  
ἀνατένιση ἥλιου,  
σέ χρόνο μηδέν. 

Τό ἀντίτιμον  
ὁ χρόνος σέ ρυτίδες,  
γνώση τοῦ πόνου. 

Πληρωμή εἶναι, 
στοῦ χρόνου τό πέρασμα  
ὅ,τι ζήσαμε.

Ταύτιση χρόνου  
ἀνατομία λέξης, 
τό φιλοσοφεῖν. 

Τραῦμα ὁ χρόνος, 
στήν πόλη τῆς Ἀθηνᾶς.  
Δέν σέ βλέπω πιά. 

*
Μουσική βιολιοῦ     
τά φιλιά στά ξαφνικά,         
φύλλων θρόισμα,     

ὑπομονή τοῦ χρόνου          
στά γιούλια, στά γιασεμιά.             

Ἡ Συνάντηση           
στό «Ἡμερολόγιο   
τό Ποιητικό»

στήν πρώτη κάθε χρόνου,              
συντροφευμένες σκέψεις!




**


ΓΙΑΝΝΟΣ ΛΑΜΠΗΣ
Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΧΡΟΝΟΣ

Ο χρόνος δεν με λογάριασε,
με μάσησε και μ’ έφτυσε
κι έφθασα στο τέρμα δίχως να το καταλάβω
μέσα σε μια μόνο νύχτα

οι αναμνήσεις πιο πολλές από τα όνειρα μου
που δεν πρόλαβα και τ’ άφησα πίσω
φυλαγμένα μέσα σε ένα συρτάρι

όσα κι αν γίνουν, όσα ακόμα δεν έγιναν
να θυμάσαι , δεν θα σταματήσω ποτέ να σ’ αγαπώ

σ’ αισθάνομαι να στέκεις εκεί, αόρατη,
να με παρακολουθείς σαν φτιάχνω
τις βαλίτσες για τον επόμενο  σταθμό,
δεν σ’ αποχαιρετώ γιατί βιάζομαι, όμως θα σε περιμένω
να έρχεσαι, τα απογεύματα και τις Κυριακές.


**


ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥ

ΝΕΚΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ


Το μεγάλο ολόκληρο ,
τίποτα ήταν τελικά.
Ξεχώρισαν οι δρόμοι
πριχού καν ανταμώσουν.
Το απόμακρο όνειρο τρεμοσβήνει
στην μονόπλευρη προσπάθεια
Μειωτική στην δύναμή της,
να το κρατήσει ζωντανό.
Χρόνος νεκρός
στ’ ανύπαρκτο για μάς
Αύριο!



**


ΕΥΑ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ

ΟΙ ΠΑΓΩΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ 

Οι παγωμένες μέρες του Γενάρη 
περπατούν τα απογεύματα στην παραλία 
με κατακόκκινους επιδέσμους στο σώμα τους. 

Περπατούν χωρίς πρόσωπα 

κι έχουν δυο μάτια 

που καθρεφτίζουν τη θλίψη 

ατέλειωτων αιώνων ερημιάς…




Ποιητική Συλλογή: Σημάδια για το δρόμο,Ακτίς 2015


**


ΕΥΑ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ


ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ

Μην απορείς
είναι κι αυτό
ένα ακόμα
κτύπημα
του ανελέητου Αυγούστου.

Καιρός
να αποδεχτείς την καταχώρισή του
στα εξιχνιασθέντα εγκλήματα
των εποχών.


Ποιητική Συλλογή: Σημάδια για το δρόμο,Ακτίς 2015

**

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ

Τον θυμάμαι πολύ καλά, ήρθε στο γειτονικό σπίτι, γινόταν γάμος, τέλος της χρονιάς, αρχή της άλλης, το έθιμο να σβήνουμε τα φώτα για να μας ξανάρθει σε λίγο το καινούριο φως ήταν τότε στα χέρια των παιδιών, μ’ ανέβασε σε μια καρέκλα, μόλις σου πω να σβήσεις τα φώτα, έτσι κι έγινε, με μια μεγάλη αγωνία, η ιεροτελεστία εξαρτιόταν από το σίγουρό μου δάκτυλο, κι ύστερα μου είπε, άναψε, κι άρχισε η μεξικάνικη μελωδία, ράσπα ήταν ρούμπα ήταν, έπαιρνε σε κάθε τέτοιο επεισόδιο ένα σφουγγάρι, με το κοντύλι γράφαμε στην πλάκα, με το σφουγγάρι σβήναμε, λίγο λίγο μου έσβηνε τα δυνατά χρώματα, τα δυνατά φώτα, τους ρυθμούς και τις μελωδίες, κι ύστερα έμαθα να τον διαβάζω κυκλικά, με τις γιορτές τις εθνικές, με τις γιορτές στην εκκλησιά μου, η βάφτιση, ο ευαγγελισμός, η μεγάλη βδομάδα, εκεί καθυστερούσε αρκετά, ο βηματισμός του γινόταν βαρύς, να τον βλέπω κρεμασμένο στο ξύλο, ανάμεσα στα λουλούδια, ως το μεγάλο Σάββατο, όλα δονούνταν με την έγερση, τα λουλούδια αιωρούνταν στον αέρα κι οι κιτρομηλιές της γειτονιάς διαμαρτύρονταν αν δεν έκοβες φύλλα τους μυρωδάτα να ραντίσει ο παπάς να μοσκοβολήσει το εκκλησίασμα. Κι ύστερα το άγιον Πνεύμα κι ο τροχός από την αρχή, μια τάξη και πειθαρχία, με τις νηστείες και τις γιορτές, όλος στολισμένος ο ενιαυτός, οι θειότατοι Πατέρες έτσι θέσπισαν κι ακολουθούσαμε στη γειτονιά τα χνάρια του, ευχαριστημένοι που είχαμε τάξη στη ζωή, ποικιλία και χάρη.
Νύχτα ήταν όταν μου χτύπησε το τζάμι του υπνοδωματίου, της άνοιξα, καιρός σου, μου λέει, να επαναστατήσεις και συ, τώρα που είσαι νέος, να βγούμε μαζί στα σινεμά, πάρε και τσιγάρα μαζί σου, θα τα σπάσουμε στα κεντράκια, κάναμε κεφάλι, κανένας δεν θυμόταν το γεροντάκο, δεν υπήρχε, εξαφανίζονταν διά μαγείας, κρυφοκοιτούσε, βεβαιωνόταν για την άτακτη πορεία, έκανε υπομονή, κι έβαζε στο πέτο μου γαρύφαλλο, μια γαμπρός μια πατέρας μια παππούς, κι έτσι ερχόταν πάντα την ίδια νύχτα, μεσάνυχτα, άλλοι ανάλαβαν να σβήνουν το φως, ήταν τα παιδιά μου, ύστερα τα εγγόνια μου, από την όψη τους καταλάβαινα τη δική μου, όλα γίνονταν πια συγκριτικά, μια μέρα στο Αθήνησιν γραπτές εξετάσεις, γράφουμε, βγαίνουμε Πανεπιστημίου, κόσμος και κοσμάκης κίνηση πολλή, δεκαετία του εξήντα, τι συμβαίνει πατριώτη, γιατί τόση κίνηση, Κυριακή είναι, εσωτερικά είχε σβηστεί το ημερολόγιο μπροστά στην αγωνία των μαθημάτων, συννεφιασμένη Κυριακή ή Κυριακή του Πάσχα φωτίστηκε μέσα μου, ήταν μια εσωτερική μεγάλη σάλα, εκεί γιόρταζα, μα αν ήταν κάτι σημαντικότερο, σβηνόταν με το σφουγγάρι κι η σάλα κι η τραπεζαρία, μόνος ο Κρόνος έτρωγε τα παιδιά του, κι είναι ο τελευταίος που πιστεύω πως θα ρθει και στην κηδεία μου, θα σταθεί εκεί, ατάραχος, ακίνητος, θα με αφήσει να πετάξω όπως ήρθα, χωρίς να τον εννοήσω, στην αρχή και στο τέλος, μα θα συνειδητοποιώ την καλή ή κακή γειτονία του από τα θραύσματα της καθημερινότητας που θα ποικίλλουν ανάλογα, και θα ομορφαίνουν τη ζωή μου όσο θα τον έχω στη συνείδησή μου, λειτουργικό μου σύντροφο.

**

ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΠΑΝ.ΠΑΠΑΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ

Κίτρινα φύλλα
Φθινοπωρινή βροχή
Αρχή του τέλους

Σε ζεστά παλτά
Οι μέρες μας κλεισμένες
Ασφυκτιούνε

Οι καλημέρες
Σκαλώνουν ανείπωτες
Στις καληνύχτες   


**

ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ

Η ΜΕΡΑ ΜΠΗΚΕ ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΗ

Η μέρα μπήκε αστραφτερή στην υψικάμινο
δρασκέλισε το ουράνιο τόξο με τα χρώματα
κι άχρωμη εξήλθε στην αντίπερα όχθη
του λευκού χειμώνα.
Κύκλοι, επάλληλοι κύκλοι.
Στα κράσπεδα των μακρινών ερήμων
αρχέγονος άνεμος ιχνογραφεί ανεξίτηλα ίχνη.
Τραχύ το μάγουλο της γης
στον τελευταίο ασπασμό των παγερών ονείρων.
Ριπή οφθαλμού και φεύγει το πουλί
σε σφαλιστά ματόκλαδα πατώντας
μ’ ένα σφαγμένο λούλουδο στο στόμα του.

ΔΕΝ ΘΑ ΚΛΑΨΩ

Δεν μας χτυπάνε πια την πόρτα
τ’ ανέμελα πουλιά της νιότης
της πρώτης Άνοιξης τα χρώματα
 ταξίδεψαν μακριά
ρυάκια βιαστικά
 κατρακυλώντας στην αρχέγονη κοίτη.
Κι ο έρωτας
 άσπρο μαντήλι που αναχώρησε
σε μια στροφή του δρόμου
μουσκεμένο στον ίδρωτα.
Χωρίς κεντίδια η μέρα
ρακένδυτη γυμνή
ίδια σα νύχτα τώρα σέρνεται
ένα κοντάρι πριν το νήμα.
Μα τα πουλιά θα κελαηδάνε
ανέμελα μικρά παιδιά
αγγελιοφόροι πιστοί της Άνοιξης.
Γι’ αυτό και μόνο
δεν θα κλάψω.

**

ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ
ΓΥΑΛΙΝΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ

Γυάλινοι ουρανοί
Όνειρο ο κόσμος
όσο ιριδίζει η μέρα μες τα μάτια του
του χρόνου ιχνογραφώντας τις στιγμές.
Μεσούρανα θροΐζουνε τα λόγια
λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ
ερωτικές κραυγές που σπάνε
ανέλπιδα στους τοίχους
στους στίχους σπάνε
ανέκφραστων κι αλλόφωνων γραφών.
Φωνές που σέρνονται στα χείλη
λιπόψυχοι ήχοι μακρινοί
οι τέλειες φράσσεις της σιωπής
πισθάγκωνα δεμένες στο ζυγό
του γυάλινου ουρανού.
Τώρα κιτρινισμένη γέρασε η γραφή.

**

ΓΙΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΑΤΣΑΛΙΔΟΥ.


Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

Στην ύλη την  παρουσία μου
ο χρόνος προσπερνά.
Με προσπερνά και με σπρώχνει
στην άβυσσο με απονιά.
Συμμάχους αναζητώ
για να τον νικήσω να σωθώ
και ποτέ από αυτόν να ηττηθώ.
Να τον στριμώξω ,
να τον ακινητοποιήσω,
να του επιβληθώ.
Να υπακούει σε ότι θέλω μόνο εγώ.
Να τον εξαποστείλω
στου εβδομήντα τις αρχές
και εκεί να σταματήσω τον καιρό.
Μια γιορτή του ατέρμονη
για λίγο ας ήταν να χαρώ.
Δικαιοσύνης και ειρήνης
ολόγλυκους καρπούς πάλι να γευτώ
και όση μου απόμεινε ζωή
σε γιορτής ρυθμούς να ζω.

**

ΔΕΣΠΩ Ζ. ΠΛΑΤΡΙΤΗ

Κάποτε το Καλοκαίρι και το Φθινόπωρο
συγχύζουν την όψη τους
σαν σε καθρέφτη νομίζουν
πως βλέπουν το ένα το άλλο
ανταλλάσσοντας την πυρακτωμένη ανάσα αέρα
με σκίρτημα λίβα τρεμουλιαστό
ταραγμένη φωτογραφία τοπίου
σε διαδικασία εξαφάνισης τεκμηρίων.

Φαίνεται τότε το Καλοκαίρι να νεύει στον Εταίρο του

Πάρε αργά τα χρυσά μου
να μοιραστείς
σε κίτρινο κεχριμπαριού
να μετατρέψεις
με λιγότερο φως
εικόνες σκιερές να εκτεθούν
να ξεχωρίζουν στα μάτια
τα κρύα απ τα καυτά.

Και το Φθινόπωρο να συγκατανεύει

Δώσε μου εσύ περισσότερες ώρες
φωτισμένης διάρκειας
να καταφέρω με θρίαμβο δοξαστικό
πλημμυρίδα χρωμάτων ζεστών
εκείνης της ξεχωριστής  χροιάς
κεραμιδί με κίτρινο- φαιό
σε όλες της τες εντάσεις
να χρίσω την γη.

**


ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΩΣ ΡΗΜΑ

Ο χρόνος
είναι το ρήμα «είμαι» που κλίνεται
μονάχα στον αόριστο,
γι' αυτό να προτιμάς
τα ουσιαστικά,
που δεν έχουν χρόνους.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο λόγος που μπορείς να διαβάζεις
τώρα αυτό το ποίημα
είναι που τα ποτάμια προτίμησαν
άλλο δρόμο
κι εγώ το γράφω μπρος στα μάτια σου
κάθε που βλεφαρίζεις.
Υπάρχει μοναξιά μέσα στις λέξεις
ακόμα κι όταν τις διαβάζουν πολλοί και
είναι εντάξει, επειδή
η ποίηση είναι παρηγοριά
που διαρκεί λιγότερο
από μια τελευταία ανάσα.
Εγώ, βέβαια,
θα γράφω ακόμα ποιήματα,
κυρίως νύχτες με αέρα,
μόνο που δε θα τα διαβάσει κανένας
πέρα από μένα και
το ρολόι στον τοίχο και
είναι εντάξει, επειδή
ο Χρόνος είναι η μόνη αλήθεια,
ο μέγας Ποιητής που ξέρει
τις δυο μεριές του ποιήματος,
πρέπει, λοιπόν, να πηγαίνω και
είναι εντάξει, επειδή
σ' αυτή τη μεριά του ποιήματος
είναι ήδη αργά.

**

ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ

ΕΝ ΤΕΛΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

Σκέψου,
ύστερα από τόσον έρωτα
ύστερα από κάτι τόσο συνταρακτικά συγκλονιστικό
ζούμε ξαφνικά δυο φαντάσματα
αυτού που υπήρξαμε κάποτε
στο ίδιο σπίτι με τα φαντάσματα
αυτού που είμαστε τώρα
κι εκεί που ακούγαμε μια καρδιά να χτυπά
τακ τακ τακ
ακούς ξαφνικά ένα ρολόι
κλικ κλικ κλικ
και ξέρεις
πως είναι ο χρόνος
που οπλίζει.

ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Κι αυτό το φως της λάμπας
που αναβοσβήνει στη γωνία
αντάρας και κατακλυσμού
ψιθυρίζει πως υπάρχεις
δεν υπάρχεις
υπάρχεις
δεν υπάρχεις.

Θυμάσαι που μαδούσαμε μαργαρίτες;

Σ' αυτό το φως που αναβοσβήνει
είναι σαν να μαδάει ο χρόνος τη ζωή μας
και κάτι μου λέει πως
θα μας προδώσουν στο τέλος
τα πέταλα.

**


ΠΑΥΛΙΝΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές
μένεις πάντα ίδιος
Τι κι αν το πορτρέτο εκεί ψηλά
χρόνο με χρόνο αλλάζει μορφή και ύφος;

Πόσο ν’ αλλάξει μια ψυχή
πόσο ν’ αλλάξει το ήθος
όταν στιχο-ταξιδεύεις μες τη ζωή
ζωγραφίζοντας την με πινέλο στο χαρτί

Τον κτύπο ορίζει η καρδιά
και το πινέλο το χέρι
κι  αν η ψυχή κλαίει ή γελά
το ζωγραφίζει έτσι όπως εκείνη ξέρει

Τι κι αν αλλάζουν οι εποχές
τι κι αν το βήμα  χρόνο με χρόνο σβήνει
η ψυχή πάντα εκεί μένει σταθερή
ζωγραφισμένη με χίλιους τρόπους σ’ ένα χαρτί


**

ΟΛΓΑ ΡΟΥΒΗΜ
ΙΕΡΗ ΝΙΚΗ

Ταξίδι, με πυξίδα την πνοή,
στους απάτητους οιωνούς πέρα απ’ τη γη.
Κρατάω τα σύμβολα, ρίχνομαι μ’ ορμή
στου χάους την ατέλειωτη τη δίνη.

Χάνω το κουράγιο μου, στου νου την παραζάλη.
Πλοκάμια στήνει του χρόνου το θεριό
κι εγώ παλεύω αλώβητη να βγω.
Μα πάντοτε ξυπνάω κι είμαι μια άλλη.

Και, τότε, μες το βλέμμα σου κοιτώ.
Μεθάω και ξεχνάω να σκεφτώ.
Ρυθμό δίνει, του σώματος το χτυποκάρδι,
κι ανοίγουν ιεροί χάρτες!  Χρυσάφι και σμαράγδι!

Κι η αστείρευτη αγάπη ξεπηδά.
Κράτα με σφικτά στην αγκαλιά.
Γίνε ήλιος και θα ‘μαι η σελήνη.
Διαμάντι! Κι ο έρωτας μας, το καμίνι.


**

ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ
Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

Ο άνεμος φέρει μια επανάσταση.
Δίχως να εγκλωβίσει σκέψεις και λέξεις
τις ρίχνει στη θάλασσα σαν καράβια.
Τα ταξίδια είναι για τους γενναίους.

Σαν η βουή τρυπάει τη σιωπή
οι θνητοί μεταγγίζονται πότε το θείο
πότε μια στάλα αλμύρας κι επιπλέουν.
Όσοι δεν αφουγκράζονται κι ονειρεύονται
τον βυθό, γκρεμίζονται πάνω στα βράχια.
Όσοι λάγνα και σιωπηλά ονειρεύονται
αγναντεύουν καρτερικά, σαν τον Αιγέα,
μάταια τα τερτίπια του χρόνου, της λησμονιάς.

Από την Ποιητική Συλλογή: Ανάμεσα στους ήχους

ΕΡΩΤΗΜΑ

Κάποιος να ρωτήσει τις μυγδαλιές
πως άνθισαν στου χειμώνα τους δισταγμούς;
Οι άνθρωποι στις απότομες αλλαγές
είναι καχύποπτοι, μ’ ένα μαντήλι στο χέρι.
Αν αυτές χτυπάνε την πόρτα σ’ ώρα μηδέν,
σε σπίτια μ’ ανοιχτά παράθυρα,
οι φόβοι είναι πορτιέρηδες πιστοί
και τις κατευοδώνουν.

Οι άνθρωποι αγκαλιάζουν τους μύθους
καθώς δεν εμποδίζουν τη ροή της ζωής,
γεννήθηκαν πρώιμα στα σπλάχνα της γης,
έγιναν καρποί, ταξίδεψαν με του χρόνου τη λήθη
κι αιωρούνται σαν μαβιά σύννεφα,
με την ελπίδα βροχής κι ηλιοφάνειας.

Κάποιος να ρωτήσει τις μυγδαλιές.
Ο Οδυσσέας έμεινε στην Ιθάκη;
Η άνοιξη δίνει μ’ αγάπη τα μυστικά της,
Τα προσφέρει με κατάνυξη και γλυκό κρασί.
Ίσως να γυρνά σαν σκιά στα τείχη της Τροίας,
ζητώντας συγχώρεση, στον τάφο του ‘Έκτορα. 

                                    Από την Ποιητική Συλλογή: Ανάμεσα στους Ήχους, 2017


ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ

Η ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

Ξέβρασε στ’ ακρογιάλι τη μορφή σου ο άνεμος
κόρη του χαλασμού, με τα άμορφα μάτια τα γελαστά.
Βήματα ακούστηκαν στην αφρισμένη γη.
Ο ήλιος σημάδια άφηνε πάνω στην άμμο.

Τέτοιους καιρούς κυνηγούσανε τ’ όνειρο,
ώσπου το βλέμμα σου
μες στα στομάχια της γης στράφηκε.
Ξερίζωνε δέντρα Θεών κι ανθρώπων
σαν θέλησαν τον καρπό σ’ άγονη γη.
Οι ρίζες φλεγόμενες. Ποιος πολεμά την ελπίδα;

Ο χρόνος; Φεύγοντας σημαδεύει ότι ζει και πεθαίνει.
Αίμα πίνει και σάρκες περπατώντας τα βράδια στις αμμουδιές.
Σέρνει τα κόκκαλα της αντίστασης.
Νύχτες και μέρες δεν λογαριάζει σαν τον ξεχάσουν οι άνθρωποι.
Τις μορφές που αγαπά, αλύπητα χαρακώνει.

                                                Από την Ποιητική Συλλογή: Ανάμεσα στους Ήχους, 2017



ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Τα μεσημέρια ο ήλιος ξεχνά την οργή του.
Καλεί τον άνθρωπο μες στο βαθύ ύπνο της μέρας
να  του θυμίσει τις πύρινες σκέψεις του τέλους
και της σιωπής.

Κι ύστερα… Ύστερα ανυψώνει ο καθείς τα μάτια,
καίγεται με την πρώτη φλόγα
της εποχής… Πεθαίνει η φύση στον κόρφο της άνοιξης,
αναμένει ο άνθρωπος στη φωτιά
Ως το τέλος τ’ Αυγούστου,
μέχρι να ανταμώσει τις πρώτες βροχές,
να ξεδιψάσει η γη…

                                                            Από την Ποιητική Συλλογή: Μετάβαση,2009






ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΑ

Να διψάς την ιστορία σου
σαν κραυγάζεις στο παρελθόν μη γίνει παρόν,
και το παρόν σου μέλλον.
Να σταματάς το χρόνο, γιατί γίνεται το λεπτό
μια ώρα και η ώρα μια ημέρα
και η ημέρα μια ζωή.
Ποτέ να ξέρεις δεν γυρνάς στο πρώτο το λεπτό.

Κάθε στιγμή να λαχταράς να γευτείς το ποτό
της γαλήνης.
Και το μεθύσι του Διόνυσου χαρά να την πιείς
κρυφά σαν θνητός.

Ξεχασμένε εσύ νιε, στα ντουλάπια του τρελού καιρού
του συρμού και τη λήθης, του νοθευμένου κρασιού
και της γεύσης του ψεύτικου ονείρου.
Και αν το κυνήγι του ξεχασμένου λαγού στις μέρες
της πείνας σου άγριο και δειλό, να βλέπεις από
κάποιο παράθυρο την μοίρα να τρέχει.
                                   

Από την Ποιητική Συλλογή: Της Πατρίδας και της Νιότης, 1997


**



ΧΡΙΣΤΟΣ Ρ. ΤΣΙΑΗΛΗΣ
ΔΥΟ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΠΟΔΟΥ

Κτυπά-κτυπά, κανείς δεν απαντά
Το πεπρωμένο αναπηδά
Ψάχνει σκιά με σάρκα και οστά
απύθμενα δωμάτια κλειστά
χωρίς κλειδιά σ' αυτή τη γη
κάποια αόρατα παιδιά
σφυροκοπούν στου Χρόνου τα αμόνια
ένα στριφνό εργαλείο μικρό
μα είν' ο άνθρωπος θεριό
το δέκατο δάκτυλο πάντοτε κλειστό
[μην δεις
μην καταλάβεις
τι θα σου κάνει]
στις πόρτες το πρώτο το τρίξιμο το δυνατό.

Τα πρώτα δωμάτια θα ανοίξουνε σε άλλους κόσμους
πρώτοι θα μπούνε στα κρυφά
οι εννοούντες
οι καθόλα μπορετοί
το δέκατο δάκτυλο ανοικτό για μια στιγμή
τι κι αν ο άνθρωπος προϊόν
ένα τεράστιο εργαλείο
που ακονίσανε του Χώρου οι ταγοί
κι όλα τα χρόνια που στεκόμασταν τυφλοί
με δυο κλειδιά στα χέρια,
αν ξέραμε δωμάτιο τι θα πει
θα ξόμπλιαζε με άγριο φως τα μάτια του
ανάποδα το πεπρωμένο
την πόρτα όταν διαβεί


**


ΕΛΕΝΗ ΤΥΡΙΜΟΥ

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ

Ψάχνω σε μικρές
γειτονιές
σε μεγάλες συνοικίες
Όμως δεν βρίσκω πουθενά λίγο Χαμόγελο!
Λίγη ζέστη Αληθινή Αγάπη.
Παντού ψυχρό σκοτάδι
Βλέμματα  καχύποπτα
γεμάτα, παγωνιά, Απορίες, αμφιβολίες
Θλίψη, φόβο
Κιτρινισμένο πέπλο
Σιωπής,
σκεπάζει τον ανεξίτηλο χρόνο.
Ψυχές τρεμοσβήνουν,
καρδιές σπαρταρούν
φύλλα στα χέρια  του
Αιόλου.
Και εγώ ψάχνω  εδώ και μισό αιώνα
μέρα  παράμερα
ένα χέρι να τρέμει
από αγάπη
χαϊδεύοντας ένα λουλούδι,
μπας και του μαδήσει
κάποιο πέταλο.
Ένα μέτρο γης ψάχνω χωρίς αίμα βαμμένο,
δάκρυα αδικίας και πόνου.
Ένα παιδί , έναν έφηβο
να Λάμπη σαν Ελεύθερος Ήλιος.
Μάνες χωρίς των Τρωάδων μακρόσυρτο μοιρολόι.
Ένα πατέρα με πλατύ ανέμελο σίγουρο χαμόγελο, χωρίς την οργή στο άδικο.
Ψάχνω μια Πατρίδα
χωρίς αιματοκύλισμα
ξεφτίλα, ντροπή
εκτέλεση των ευγενικών ονείρων.
Ψάχνω αυτά που έψαχναν οι πρόγονοι μου
λίγο λεύτερο ουρανό.
Ψάχνω ανάμεσα σε κάθε στιγμή λίγη
μονάχα λίγη
Ειρήνη.






ΕΛΕΝΗ ΤΥΡΙΜΟΥ

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Για σένα λίγα τα χρόνια,
 παίζαμε μαζί απλά όμορφα παιγνίδια
χωρίς πολέμους που σκαρώναμε  μαζί σαν ξένοιαστα παιδιά.
Για μένα πάνε αρκετά πολύ αρκετά χρόνια να με τυλίγει ο ανεξίτηλος χρόνος.
Εσύ έφυγες φαντάρος να υπηρετήσεις την πατρίδα,
Εγώ εδώ να μου ασπρίζουν τα μαλλιά
η μέρες οι νύκτες παλεύοντας πριν τον παρόν και το μέλλων.
Τελευταία σου υπηρεσιακή έξοδος τα μάτια σου αχόρταγα διψασμένα 
απορροφούσες το κάθε τι! έμψυχα και άψυχα αγαθά.
 Εκεί τα αποθήκευσες όλα  το γνώριζες
Αγαπημένε μου τα είχες μαζί σου υπερασπίζοντας την άμοιρη Πατρίδα
εκεί κρατώντας Θερμοπύλες για πάντα.
Εσύ Αγέρωχος, Γενναίος  έμεινες  κόντρα στο χρόνο γελαστό Νέος γεμάτος Όνειρα.
Απλά εγώ αναμοχλεύω τα χρόνια εγκλωβίζοντας ανάμεσα στις ρυτίδες μου
τα δεκαοκτώ σου χρόνια.
Έτσι πια ενάντια στο χρόνο έμεινες για πάντα εξαίρεση της φθοράς του.

**


ΕΛΕΝΗ ΤΥΡΙΜΟΥ

Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 Η ανατομία του χρόνου ακόμα αιωρείται
εγώ, εσύ αναμένουμε
Χρόνια μόνιμα στις πληγές μας.
Κάθε Άνοιξη από το αίμα σου
φυτρώνουν αμάραντα λουλούδια, τα βράχια,
οι βουνό πλαγιές
του ματωμένου Πενταδάκτυλου
μοσχοβολούν
 έως το πιο στενό χαράκωμα, ανθίζει!.
Αντιλαλούν απεγνωσμένα οι κραυγές
στο άδικο των αμούστακων παλικαριών μας.
Οι σφαίρες εκεί βουβές παγωμένες
Χωρίς ψυχή που αφαίρεσαν τόσες και τόσες Ζωές.
Χρόνια τώρα
κομποσκοίνι έγιναν,
κάθε μέρα οι προσευχές μας
Όχι άλλο αίμα αλλά διαμελισμένα οστά
Αυτά τα πολύτιμα
Διαμάντια
γυρεύοντας την δίκαιη τοποθέτηση.
Η ανατομία του χρόνου δεν τελείωσε,
 οι μέρες οι Μήνες
ανακεφαλαιώνουν
Και εσύ αναμένεις
από ψηλά, εγώ στο άγνωστο να μετρώ,
Τους φορτισμένους  μου παλμούς.
Λίγο πολύ  λίγο να μπω στην μαρτυρική σου θέση
 το πόσο  υπόφερες
Ανέβηκες ψηλά αγέρωχος να Λάμπης μέσα μέσα στο σκότος.
Εσύ το νυστέρι
της ανατομίας του χρόνου,
που ίσως κάποτε
για ένα ξάστερο ουρανό, για μία γης δίχως σύνορα, να καθαρίσει μολυσμένες πληγές.

**

ΑΘΩΣ ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΑΝΑΠΛΑΣΗ


Άυλα κορμιά
στον άνεμο των άστρων αιωρούμαστε
καθώς οι ανάσες σμίγουν
και το φιλί  που φλογερό
αγκομαχεί στων χειλιών το βελούδο
αναδύει απ’ το βυθό τους πόθους
που αφήνονται στα κύματα του πάθους
που ουρλιάζει
καθώς ανελέητα  τo  κτυπάει 
το  αφρισμένο  κύμα  του έρωτα
που ξεψυχά  υποταγμένο στα  βράχια  της ηδονής
ιχνηλάτες
που ανιχνεύουν  του έρωτα 
τις πολύχρωμες ανταύγειες
μέσα στα μάτια εκείνα 
που στο εκστατικό τους  χάδι  
πλάθουν  τα όνειρα
που ανοίγουνε  τα πέταλά τους
κι ως αγριολούλουδα 
και σκορπίζουν το εξωτικό  τους άρωμα
στο σώμα , στη ψυχή ,σ’ όλη την ύπαρξή μας…





ΑΘΩΣ ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΠΩΣ

Πώς μπορώ να ξεχάσω το γλυκό σου φιλί
που στο σώμα μου απάνω άνθιζε κάθε βράδυ
γιασεμί μυρωμένο στης καρδιάς την αυλή
με μι' ανάσα να σμίγει στου ονείρου το χάδι.


**
ΑΘΩΣ ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ


Ψάξε τη στιγμή
εκεί θα βρεις κρυμμένη
την ευτυχία


**






Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
ISBN 978-9925-7392-3-3

Αναστασία Κατσώνη (μικρή αναφορά)

Η Αναστασία Κατσώνη είναι Κύπρια Ποιήτρια

Ποιητικές Συλλογές:

- 2013 / "Λάπηθος μου - ποιήματα της προσφυγιάς".

Ελπίδα / Αναστασία Κατσώνη


Ζωντανέψαμε στο πέρασμά μας
το νεκρό φως του καντηλιού.
Δώσαμε λίγο ψωμί στον ζητιάνο
να κορέσει την πείνα του.
Βγάλαμε λίγο νερό
απ’ το πηγάδι
και δώσαμε στον ξένο διαβάτη
να ξεδιψάσει.
Αφήσαμε τα πουλιά
να κελαηδούν στα κλαδιά
και τα πρόβατα να βόσκουν
στο λιβάδι.
Πήραμε το σακί του οδοιπόρου
κι αρχίσαμε
ν’ ανεβαίνουμε στην κορυφή
με μια ελπίδα μόνο...

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Πέντε [5] ποιήματα για την Κύπρο της Άντριας Γαριβάλδη


Είμαι η Κύπρος

Είμαι ο βυθός που αναδήθηκε στην αγκαλιά της Μεσογείου
Η αλμυρόγλυκη θάλασσα κι ο αφρός του κύματος στην Πέτρα του Ρωμιού
Τα καφεμπλέ βοτσαλάκια στην ακρογιαλιά του παχύ άμμου
Το χνούδι της πρασινάδας κατάκορφα στις παρειές του Τροόδους.

Είμαι το φως στον ορίζοντα όταν σκάει η μέρα πίσω απ’ τον Πενταδάκτυλο
Η ανατολή αγέννητη κι αμύθητη πίσω απ’ την παλάμη του Διγενή Ακρίτα
Ο ηλιοκαμένος κάμπος της Μεσαριάς που ψιθυρίζει την προσευχή του εργάτη
Το καράβι της Κερύνειας  που ξεκουράζεται στο θώρακα  του κάστρου.

Είμαι το ηλιοβασίλεμα πέρα απ΄ την αλυκή με τα φλαμίγκο έξω απ’ τη Λάρνακα
Οι φοινικούδες στη χρυσή παραλία που θα βρεις δίπλα στον ανδριάντα του Κίμωνα
Η ζαχαρένια παραλία της Αμμοχώστου με τις ψάθινες  ομπρέλες
Η Σαλαμίνα του Ευαγόρα που νανουρίζεται απ’ τα σιωπηλά αγάλματα.

Είμαι το ταπεινό κυκλάμινο στον κορμό της Καρπασίας
οι χρυσόχρωμες κιτρομηλιές στον κάτω μαχαλά της Λεμεσού
Η αγέραστη μαρμάρινη κολόνα του  Κουρίου
Το άρωμα  του συκόφυλλου στα μυθικά λουτρά της Αφροδίτης.

Είμαι το εκκλησάκι του Αγίου Επιφανίου στην ακτή της Πάφου
Η σκιά του Αγίου Νεοφύτου στην βουνοκορφή
Τα γεράνια στην αυλή του Αγίου Ηρακλειδίου την ώρα του στοχασμού
Τα γήινο χνώτο της πέτρινης  μονής του Αποστόλου Βαρνάβα!

Είμαι ο ακοίμητος φρουρός  του νησιού, ο Απόστολος Ανδρέας
Το παλάτι της Ρήγαινας των πράσινων καιρών
Ο  αθέατος Άγιος Ιλαρίωνας αναπαυόμενος στο άγγισμα των νεφελών
Η ονειρένια ζαφειρένια θέα του Πέλλα Μπαΐς την ώρα της αυγής.

Είμαι ο θόλος της Φανερωμένης στο βάθος της Λευκωσίας
Η Λαϊκή Γειτονιά με τα φιλόξενα καφενεδάκια και τα σκαλιστά μπαλκόνια
Η Λήδρας, η Ονασαγόρου, η πλατεία Ελυθερίας
Το άσβηστο όνειρο στην παλιά πόρτα του Παγκυπρίου Γυμνασίου.

Είμαι το γνώριμο τιτίβισμα του σπουργιτιού έξω απ’ το σπίτι με το κλήμα στην αυλή
Τ’ ατέλειωτο φτερούγισμα της χελιδόνας πάνω απ’ τη  βαθυγάλαζη λίμνη της Αθαλάσσας
Ο σκοπός της φλογέρας του παππού που φυλάει τα περβόλια του χωριού
Το βλέμμα του νέου που ψάχνει για τις ρίζες του στις θαμπές σελίδες του αλφαβηταρίου.

Είμαι ο ανθός της πορτοκαλιάς στην καρποφόρα κοιλάδα της Μόρφου
Το καλοκαιριάτικο καρπουζοπανήγυρο της Ζώδιας
Η γλυκιά σιγή της ζεστής νύχτας στα μποστάνια
Το σημάδι  της σαύρας στην όχθη του στεγνού ποταμού.

Είμαι η Κύπρος για όσους με ξέρουν από παλιά
Και όσους με γνώρισαν μες στις σελίδες του παλιού βιβλίου
Που δόθηκε στα νιάτα απ’ τους ποιητές
Για να μπορούν να ξαναγράψουν την ιστορία απ’ την αρχή.

Είμαι όλ’ αυτά κι άλλα πολλά…
Όσα δεν είπαμε κι  όσα θα πούμε σαν μνημόσυνο
Ιχνηλατώντας τα σημάδια στην τάφρο δίπλα στα τείχη της πόλης
 Είμαι τ’ ατέρμωνο νησί, η Κυπρία μακάρια γη των δοξασμένων ηρώων!

**


Αντάμωμα

Βρεθήκαμε στην άκρη του πάρκου
εκεί που τα χνάρια των πουλιών ψηλάφιζαν το νωπό χώμα
μετά τη βροχή που κόπασε για λίγα λεπτά.

Η ανάσα γρήγορη
 ρυθμικά έπαλλε στο στήθος
συνοδεύοντας τον ψίθυρο που έσβηνε στα παγωμένα χείλη.

Πίσω απ’ της πόλης τα φώτα π΄άναβαν δειλά
στο φίλημα των νεφών που στεφάνωναν τα γκρίζα κτίρια
μου ’γνεψες να γράψω στο μικρό μπλοκάκι
τις τελευταίες κουβέντες που είχαμε πει σαν προσευχή.

Και η βροχή ξανάρχισε το μέτρημα...

Να ’ταν τ’ αντάμωμα τάχα τυχαίο
ή ο σκοπός που όριζε ν’ αφουγκραστούμε τις καρδιές
μια τέτοια κρύα μέρα του χειμώνα
που η φύση οσφριζόταν την επιφάνεια της γυμνών χεριών
σαν χάιδευαν τον ρυτιδιασμένο κορμό του γέρικου πλατανιού;

Η πόλη ολόσωμη φωτίστηκε
και τα πουλιά κρυφτήκανε στις φυλλωσιές·
ανήσυχη άρχισ’ η βροχή ν’ ακολουθάει τις πατημασιές
ώσπου πια χώρισαν οι δρόμοι μας
κι απλώθηκε στους ώμους μας το χιόνι.

Έτσι, χωρίς βιασύνη
ρίξαμε πίσω μια στερνή ματιά
κι εκεί το βήμα χάθηκε...
 μέσα στο άγνωστο.


**

Ο θόλος της ελπίδας


Κάποια καμπάνα
από το μακρινό παρελθόν
χτυπάει ακόμα αδύναμα στ’ αυτιά μου.
Η έρημη εκκλησιά
όπου το μισοτελειωμένο κερί
αγνό και μυρωδάτο
βρίσκεται ακόμα πλάι στην εικόνα τ’  Άη Μάμα
με κράζει πίσω με δισταγμό
την καγκελόπορτα να κλείσω
και σιωπηλά σκουπίζοντάς τ’ αχνάρια μου
ξυπνάω για να δω πως όλοι οι φίλοι μου χαθήκαν
κι η ανατολή όλο συγχώρεση
χύνεται αγέρωχη επάνω στον αγέραστο θόλο.

**

Καράβι  του Βοσπόρου

Σ’ ανατολίτικο σκοπό χορεύοντας στο κύμα
Λικνίζεται το γέρικο σκαρί σου
Στα κόκκινα και τα μαβιά νερά που βάφονται σ το ηλιοβασίλεμα
Μαράζι εσύ νωχελικά θωπεύεις τη σκέψη μας στ’ αντίπερα των δικών μας βουνών
Των δικών μας ακρογιαλιών
Των δικών μας αυλών…
Καράβι  ταξιδιάρικο
Πέρνα κι απ’ την Κερύνεια μας την τόσο μακρινή,  την αδικόβρεχτη
Τράβα και μην κοιτάξεις στην άλλη άκρη του γιαλού
Μην και τυχόν η μνήμη μας ραγίσει
Καράβι ταξιδιάρικο απ’ του Βοσπόρου τα πικρόγευτα  νερά
Έλα και μοίρασε το εμπόρευμα σου στα κοτσύφια του καλοκαιριού
Τα σπλάχνα σου άνοιξε στον κόρφο μας
Το δρόμο ράντισε ροδόσταγμα που φτιάξαμε κείνο το χρόνο τον στεγνό
Να δέσει το γλυκό στης μάνας το γυαλί
Να φέρει το χαμόγελο στα χείλη μας.

**
Καράβι  του Βοσπόρου

Σ’ ανατολίτικο σκοπό χορεύοντας στο κύμα
Λικνίζεται το γέρικο σκαρί σου
Στα κόκκινα και τα μαβιά νερά που βάφονται σ το ηλιοβασίλεμα
Μαράζι εσύ νωχελικά θωπεύεις τη σκέψη μας στ’ αντίπερα των δικών μας βουνών
Των δικών μας ακρογιαλιών
Των δικών μας αυλών…
Καράβι  ταξιδιάρικο
Πέρνα κι απ’ την Κερύνεια μας την τόσο μακρινή,  την αδικόβρεχτη
Τράβα και μην κοιτάξεις στην άλλη άκρη του γιαλού
Μην και τυχόν η μνήμη μας ραγίσει
Καράβι ταξιδιάρικο απ’ του Βοσπόρου τα πικρόγευτα  νερά
Έλα και μοίρασε το εμπόρευμα σου στα κοτσύφια του καλοκαιριού
Τα σπλάχνα σου άνοιξε στον κόρφο μας
Το δρόμο ράντισε ροδόσταγμα που φτιάξαμε κείνο το χρόνο τον στεγνό
Να δέσει το γλυκό στης μάνας το γυαλί
Να φέρει το χαμόγελο στα χείλη μας.

**

Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
                                   
Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
Κι είν’ το ταξίδι αυτό
Γιομάτο γλύκα που πικραίνει,
Πόνο που ανακουφίζει,
Αλμύρα που γλυκαίνει,
Αγάπη που πονάει,
Χαρά που πνίγει,
Πέμπτη Παρασκευή των Χαιρετισμών,
Όλη η Ωραιότητα μαζί…
Κι αν δεν ταξιδεύουμε εμείς για το νησί,
εκείνο ταξιδεύει προς εμάς.

Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
Κι είν’  του πρωινού το ξύπνημα
Της λευτεριάς μας κάλεσμα
Μια και δεν έχουμε φωλιά
Σ’ αυτή τη γη
Παρά στο κύμα φίλημα.

Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
Κι ανοίγεται ο δρόμος πιο πλατύς
Στ’ αγκάλιασμα της μέρας με το φως
Που φέρνει ο πόνος, η αλμύρα, κι η αγάπη.
Πέμπτη Παρασκευή των Χαιρετισμών
Τ’ ωραίο και τ’ αθάνατο
Για μια πατρίδα τόσο δα μικρή
Για ένα καημό που μας λυτρώνει.

Άντρια Γαριβάλδη

Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…



                                               
Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
Κι είν’ το ταξίδι αυτό
Γιομάτο γλύκα που πικραίνει,
Πόνο που ανακουφίζει,
Αλμύρα που γλυκαίνει,
Αγάπη που πονάει,
Χαρά που πνίγει,
Πέμπτη Παρασκευή των Χαιρετισμών,
Όλη η Ωραιότητα μαζί…
Κι αν δεν ταξιδεύουμε εμείς για το νησί,
εκείνο ταξιδεύει προς εμάς.

Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
Κι είν’  του πρωινού το ξύπνημα
Της λευτεριάς μας κάλεσμα
Μια και δεν έχουμε φωλιά
Σ’ αυτή τη γη
Παρά στο κύμα φίλημα.

Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
Κι ανοίγεται ο δρόμος πιο πλατύς
Στ’ αγκάλιασμα της μέρας με το φως
Που φέρνει ο πόνος, η αλμύρα, κι η αγάπη.
Πέμπτη Παρασκευή των Χαιρετισμών
Τ’ ωραίο και τ’ αθάνατο
Για μια πατρίδα τόσο δα μικρή
Για ένα καημό που μας λυτρώνει.

Άντρια Γαριβάλδη







Καράβι του Βοσπόρου / Άντρια Γαριβάλδη




Σ’ ανατολίτικο σκοπό χορεύοντας στο κύμα
Λικνίζεται το γέρικο σκαρί σου
Στα κόκκινα και τα μαβιά νερά που βάφονται σ το ηλιοβασίλεμα
Μαράζι εσύ νωχελικά θωπεύεις τη σκέψη μας στ’ αντίπερα των δικών μας βουνών
Των δικών μας ακρογιαλιών
Των δικών μας αυλών…
Καράβι  ταξιδιάρικο
Πέρνα κι απ’ την Κερύνεια μας την τόσο μακρινή,  την αδικόβρεχτη
Τράβα και μην κοιτάξεις στην άλλη άκρη του γιαλού
Μην και τυχόν η μνήμη μας ραγίσει
Καράβι ταξιδιάρικο απ’ του Βοσπόρου τα πικρόγευτα  νερά
Έλα και μοίρασε το εμπόρευμα σου στα κοτσύφια του καλοκαιριού
Τα σπλάχνα σου άνοιξε στον κόρφο μας
Το δρόμο ράντισε ροδόσταγμα που φτιάξαμε κείνο το χρόνο τον στεγνό
Να δέσει το γλυκό στης μάνας το γυαλί
Να φέρει το χαμόγελο στα χείλη μας.







Ο θόλος της ελπίδας / Άντρια Γαριβαλδη




Κάποια καμπάνα
από το μακρινό παρελθόν
χτυπάει ακόμα αδύναμα στ’ αυτιά μου.
Η έρημη εκκλησιά
όπου το μισοτελειωμένο κερί
αγνό και μυρωδάτο
βρίσκεται ακόμα
 πλάι στην εικόνα τ’  
Άη Μάμα
με κράζει πίσω με δισταγμό
την καγκελόπορτα να κλείσω
και σιωπηλά σκουπίζοντάς τ’ αχνάρια μου
ξυπνάω για να δω πως όλοι οι φίλοι μου χαθήκαν
κι η ανατολή όλο συγχώρεση
χύνεται αγέρωχη επάνω στον αγέραστο θόλο.





The dome of hope

A church bell
from the distand past
keeps sounding powerlessly
in my ears
The lonely church where the half-burnt candle
pure and fragnant
still stands by St Mamas’ icon
calling me back reluctantly to close the gate
and silently wiping off my own foot steps
as I wake up to see my friends gone
and the forgiving sunrise
streaming with pride over the ageless dome.



Αντάμωμα / Άντρια Γαριβάλδη





Βρεθήκαμε στην άκρη του πάρκου
εκεί που τα χνάρια των πουλιών ψηλάφιζαν το νωπό χώμα
μετά τη βροχή που κόπασε για λίγα λεπτά.

Η ανάσα γρήγορη
 ρυθμικά έπαλλε στο στήθος
συνοδεύοντας τον ψίθυρο που έσβηνε στα παγωμένα χείλη.

Πίσω απ’ της πόλης τα φώτα π΄άναβαν δειλά
στο φίλημα των νεφών που στεφάνωναν τα γκρίζα κτίρια
μου ’γνεψες να γράψω στο μικρό μπλοκάκι
τις τελευταίες κουβέντες που είχαμε πει σαν προσευχή.

Και η βροχή ξανάρχισε το μέτρημα...

Να ’ταν τ’ αντάμωμα τάχα τυχαίο
ή ο σκοπός που όριζε ν’ αφουγκραστούμε τις καρδιές
μια τέτοια κρύα μέρα του χειμώνα
που η φύση οσφριζόταν την επιφάνεια της γυμνών χεριών
σαν χάιδευαν τον ρυτιδιασμένο κορμό του γέρικου πλατανιού;

Η πόλη ολόσωμη φωτίστηκε
και τα πουλιά κρυφτήκανε στις φυλλωσιές·
ανήσυχη άρχισ’ η βροχή ν’ ακολουθάει τις πατημασιές
ώσπου πια χώρισαν οι δρόμοι μας
κι απλώθηκε στους ώμους μας το χιόνι.

Έτσι, χωρίς βιασύνη
ρίξαμε πίσω μια στερνή ματιά
κι εκεί το βήμα χάθηκε...
 μέσα στο άγνωστο.




Είμαι η Κύπρος /Άντρια Γαριβάλδη




Είμαι ο βυθός που αναδήθηκε στην αγκαλιά της Μεσογείου
Η αλμυρόγλυκη θάλασσα κι ο αφρός του κύματος στην Πέτρα του Ρωμιού
Τα καφεμπλέ βοτσαλάκια στην ακρογιαλιά του παχύ άμμου
Το χνούδι της πρασινάδας κατάκορφα στις παρειές του Τροόδους.

Είμαι το φως στον ορίζοντα όταν σκάει η μέρα πίσω απ’ τον Πενταδάκτυλο
Η ανατολή αγέννητη κι αμύθητη πίσω απ’ την παλάμη του Διγενή Ακρίτα
Ο ηλιοκαμένος κάμπος της Μεσαριάς που ψιθυρίζει την προσευχή του εργάτη
Το καράβι της Κερύνειας  που ξεκουράζεται στο θώρακα  του κάστρου.

Είμαι το ηλιοβασίλεμα πέρα απ΄ την αλυκή με τα φλαμίγκο έξω απ’ τη Λάρνακα
Οι φοινικούδες στη χρυσή παραλία που θα βρεις δίπλα στον ανδριάντα του Κίμωνα
Η ζαχαρένια παραλία της Αμμοχώστου με τις ψάθινες  ομπρέλες
Η Σαλαμίνα του Ευαγόρα που νανουρίζεται απ’ τα σιωπηλά αγάλματα.

Είμαι το ταπεινό κυκλάμινο στον κορμό της Καρπασίας
οι χρυσόχρωμες κιτρομηλιές στον κάτω μαχαλά της Λεμεσού
Η αγέραστη μαρμάρινη κολόνα του  Κουρίου
Το άρωμα  του συκόφυλλου στα μυθικά λουτρά της Αφροδίτης.

Είμαι το εκκλησάκι του Αγίου Επιφανίου στην ακτή της Πάφου
Η σκιά του Αγίου Νεοφύτου στην βουνοκορφή
Τα γεράνια στην αυλή του Αγίου Ηρακλειδίου την ώρα του στοχασμού
Τα γήινο χνώτο της πέτρινης  μονής του Αποστόλου Βαρνάβα!

Είμαι ο ακοίμητος φρουρός  του νησιού, ο Απόστολος Ανδρέας
Το παλάτι της Ρήγαινας των πράσινων καιρών
Ο  αθέατος Άγιος Ιλαρίωνας αναπαυόμενος στο άγγισμα των νεφελών
Η ονειρένια ζαφειρένια θέα του Πέλλα Μπαΐς την ώρα της αυγής.

Είμαι ο θόλος της Φανερωμένης στο βάθος της Λευκωσίας
Η Λαϊκή Γειτονιά με τα φιλόξενα καφενεδάκια και τα σκαλιστά μπαλκόνια
Η Λήδρας, η Ονασαγόρου, η πλατεία Ελυθερίας
Το άσβηστο όνειρο στην παλιά πόρτα του Παγκυπρίου Γυμνασίου.

Είμαι το γνώριμο τιτίβισμα του σπουργιτιού έξω απ’ το σπίτι με το κλήμα στην αυλή
Τ’ ατέλειωτο φτερούγισμα της χελιδόνας πάνω απ’ τη  βαθυγάλαζη λίμνη της Αθαλάσσας
Ο σκοπός της φλογέρας του παππού που φυλάει τα περβόλια του χωριού
Το βλέμμα του νέου που ψάχνει για τις ρίζες του στις θαμπές σελίδες του αλφαβηταρίου.

Είμαι ο ανθός της πορτοκαλιάς στην καρποφόρα κοιλάδα της Μόρφου
Το καλοκαιριάτικο καρπουζοπανήγυρο της Ζώδιας
Η γλυκιά σιγή της ζεστής νύχτας στα μποστάνια
Το σημάδι  της σαύρας στην όχθη του στεγνού ποταμού.

Είμαι η Κύπρος για όσους με ξέρουν από παλιά
Και όσους με γνώρισαν μες στις σελίδες του παλιού βιβλίου
Που δόθηκε στα νιάτα απ’ τους ποιητές
Για να μπορούν να ξαναγράψουν την ιστορία απ’ την αρχή.

Είμαι όλ’ αυτά κι άλλα πολλά…
Όσα δεν είπαμε κι  όσα θα πούμε σαν μνημόσυνο
Ιχνηλατώντας τα σημάδια στην τάφρο δίπλα στα τείχη της πόλης
 Είμαι τ’ ατέρμωνο νησί, η Κυπρία μακάρια γη των δοξασμένων ηρώων!

Άντρια Γαριβάλδη

Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

[Αραχνιασμένα όνειρα] / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Αραχνιασμένα όνειρα στολίζουν
το σκουριασμένο χθές
μιας ζωής που αχόρταγα έζησα
Τότε που στέγη ο ουρανός
προστάτευε ότι αγάπησα
και φύλακες τ άγρια βουνά
νανούριζαν τ άγια όνειρα
Μακάρι να γυρνούσαν
τα χαρούμενα χρόνια
που δίχως σκέψη
κάναμε θυσία τα ´πρέπει ´
στα ´θέλω ´ μας
Μα αλίμονον
λιποτάκτες δειλοί της καρδιάς
φέραμε δακρυσμένους καιρούς
Όπου ανατρχίλα
σκορπούσαν τα χέρια
σε ωραία κορμιά
τώρα πληγές ψηλαφίζουν
τα δάκτυλα
Τα θύματα εμείς
οι φονιάδες εμείς
Έτσι κι αλλοιως ξοφλήσαμε

Και μετά σίγησε ο ουρανός (απόσπασμα) / Στυλιανού Παυλίνα

Ήρθε κάποτε η νύχτα 
Για να πει μια καληνύχτα 
φόρεσε τα άστρα για ομορφιά 
και χαμογέλασε στο μισοφέγγαρο από ψηλά 
Η θάλασσα άπλωσε ένα κύμα για να του πει μια καληνύχτα
Και φωτίστηκε η γη με τις ομορφιές της νύχτας μέσα σε απέραντη σιγή!!!

ΖΩΗ / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα



Γλυκειά η ζωή; Άδικη η ζωή;
Είναι στιγμές ελκυστικές,που θές να τις ρουφήξεις,
μα κάποτε γίνεται άδικη,που θές να τα βροντήξεις.
Ζωή,σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα,γαλάζια και πλανεύτρα,
στα πάνω της ,στά κάτω της,μοιάζει σαν χαρτοπαίχτρα.
Κρατεί χαρές και λύπες κι άδικα τις μοιράζει,
σε άλλους δίνει τις χαρές και σ´άλλους το μαράζι.
Ζωή είναι σαν την θάλασσα,σε παίρνει και σε φέρνει,
πότε είναι ήρεμη και πότε σε παιδεύει.
Σαν την θάλασσα η ζωή που άμα φουρτουνιάζει,
τα κύματα πελώρια ,κανείς δεν τα δαμάζει.
Στο πέλαγος βαθειά άμα σε ρίξει,
πρόσεξε,
το θάρρος σου μην σε εγκαταλείψει.
Μυαλό,καρδιά,κορμί,κρατάς συντονισμένα,
γιά να γλυτώσεις,άπ´τα αφρισμένα κύματα,
που είναι και μανιασμένα.
Μέσ´την φουρτούνα της ζωής,πάντα παλεύεις μόνος,
σκέφτεσαι,συλλογίζεσαι,τα περιττά ,τ´ασήμαντα,
στην πάντα να τα βάζεις,
και πώς θα βγαίνεις νικητής,
αυτό να λογαριάζεις.
Σαν την θάλασσα η ζωή,που άμα γαληνεύει,
γλυκά περνούν οι μέρες σου,τα πάντα ημερεύει.
Και μέσ´το βάθος σαν βρεθείς,με ήρεμη την σκέψη,
όσο κι αν θέλει πονηρά,αυτή να σε πλανέψει,
βλέπεις κατάματα,τι έχει σημμασία,
και όχι τα ανώφελα χωρίς καμμιά ουσία.
Τολμάς να πορευτείς,δύσκολα μονοπάτια,
χωρίς να σκιάζεσαι εμπόδια,κι ας έχουνε κι αγκάθια.
Τολμάς να πορευτείς,πάνω σε αξίες,
και αγαπάς το καθετί χωρίς πλεονεξίες.