Με τα παιδιά να ζούν την δική τους ζωή και κείνη αφημένη στην δική της συντροφιά, να αναπολεί και να περιμένει πάλι εκείνη την αγάπη να ξανακτυπίσει την πόρτα.
Αργά κατάλαβε ότι την θυσία χωρίς την ευτυχία ,δύσκολο να την κουβαλά η ψυχή
Μιας ζωής όμως συνήθεια εύκολα δεν αλλάζει .
Πάντα οι άλλοι!ποτέ το τι ήθελε η ίδια
'Ετσι και τούτη την φορά πανικόβλητη το έβαλε στα πόδια, λεγοντας εκείνο το “'οχι” που ζητούσε η σωτηρία της αξιοπρέπειας
Μα η αγάπη να επιμένει και να ζητά να ανοίξει την καρδιά της
Κι ας τό 'ξερε ήταν η τελευταία ευκαιρία να ζήσει τον μεγάλο της έρωτα .'Οπως τον ονειρεύτηκε κι είδε πως κρυβόταν στο πρόσωπο του γοητευτικού αγνώστου, με τα μελαγχολικά μάτια, που κατάλαβε ότι κι εκείνος κουβαλούσε τις δικές του πληγές.
Της άνοιξε την καρδιά του κι είδε ότι ακόμα αιμοραγούσε
Θα ήταν όμως ο παράδεισος που ονειρεύτηκαν; Ή τα ζηζάνια από το παρελθόν, θα έπνιγαν τα λουλούδια της ευτυχίας .
Οι δικές της οι πληγές, δεν θα πλήγωναν και πάλι τούτη την καρδιά που της δινόταν; Είχε το δικαίωμα να την πληγώσει;
“Οχι” απαντησε η αγάπη που είχε φωλιάσει στην καρδιά της
Ας πονούσε εκείνη ,φτάνει να έβρισκε εκείνος την ευτυχία κι ας μακριά της .
Κι έγινε επιτέλους το θέλημά της .Εκείνος χάθηκε και κάπου αλλού σίγουρα θα βρήκε την ευτυχία του.
'Ομως πως να αντέξει την μοναξιά που σαν θηλειά την έπνιγε και μέσα από τη λάμψη της φωτιάς στο παραγώνι, η μορφή του να την αντικρύζει με πονεμένο το βλέμμα
Με απούσα κι από λόγου του την χαρά . Κάτι σαν προμύνημα. Κάτι σαν προαίσθηση που θόλωσε η ματιά της και τα δάκρυα αυλάκωσαν τα μαγουλά της
Ποιο το ώφελος της θυσίας αν και κείνος ακόμα πιο δυστυχισμένος; Η καρδιά της πονούσε και μόνο στην σκέψη, σε τούτο το μοναχικό Χριστουγενιάτικο βράδυ .
Η άδεια καρέκλα, το άδειο πιάτο του, που κρυφά το απόθετε στο τραπέζι από την μέρα που χάθηκε κι ας ήξερε άδικα καρτερούσε.
Στο ερώτημα των παιδιών έλεγε “Σε περιπτωση κάποιου ανέλπιστου επισκέπτη
Δεν μολογούσε ούτε στον εαυτό της, ότι τον περίμενε.
Να κτυπήσει άλλη μια φορά την πόρτα και στο άνοιγμά της ανοικτη η αγκαλιά του να την περίμενει.
Στην σκέψη καινούργια δάκρυα κύλησαν , μα ο λυγμός πνίγηκε στο κτυπημα της πόρτας .
“Σιγουρα κάτι θα ξεχασαν τα παιδιά “.Δεν έπρεπε να δουν τα δάκρυά της Δεν ήθελε μάρτυρα στον πόνο της και τα σκούπισε βιαστικά.
Έπειτα κάρφωσε στα χείλη το χαμογελο,γυρνώντας το πόμολο.
Μα το πλαστό χαμόγελο άνθισε στην στιγμη και έλαμψαν τα μάτια, σαν απ' τα χειλη του η ευχή είπε το “Καλά Χριστούγεννα “.
Επειτα τα χέρια του δειλά την τραβηξαν στην αγκαλιά του .
“Δεν αντέχεται άλλο η μοναξιά” δεν την μπορώ μακριά σου” ψιθύρισε η επιμονή όπως και τα φιλιά του
“Σ'ευχαριστώ” ψιθύρισε η καρδιά, παραμερίζοντας για πρώτη φορά
όλους τους φόβους .Ολα τα “πρεπει” .Αποφασισμένη να ζήσει τούτες τις στιγμές ευτυχίας
.Μπορεί στο αύριό της, να έλειπαν πάλι. Όμως το τώρα ήταν το σημαντικό . Τουτες οι στιγμές στην αγκαλιά του.
Κι έπειτα;
Έπειτα θα τις φύλαγε στην καρδιά της .Να της κρατουν συντροφιά όσο θα κρατούσε στην μοναξιά η ζωή .