Κυριακή 15 Ιουλίου 2018

Αετός / Παναγιώτου – Παπαονησιφόρου Μυριάνθη

              (με αφορμή μια επίσκεψη σε πάρκο πουλιών)                            

Έκπτωτος  μοιάζει των αιθέρων βασιλιάς
μέσα σε σιδερόφρακτο παλάτι
φωλιά του τώρα το κουφάρι μιας ελιάς
παράθυρο κλειστό το αετίσιο μάτι.

Μα ξαφνικά τεντώνει ως πέρα το φτερό
τάχα πως σαν και πρώτα θα πετάξει
κι εκειό το δέντρο  ροκανίζει το ξερό
ψαύοντας μια σχισμή για να περάσει.

Το ράμφος του πονά κι έχει ματώσει
μα ο πλατύς τον περιμένει ουρανός
κι είν’ η λαχτάρα της καρδιάς του τόση!

Ύστερα κάθεται στην άκρη μοναχός
κλείνει το δάκρυ μήπως τον προδώσει
που ήταν κάποτε περήφανος αετός.          

Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

Κυπριανού Ντίνος (μικρή αναφορά)

Ο Κυπριανού Ντίνος (Κωνσταντίνος) είναι Κύπριος Ποιητής και στιχουργός. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν και βρίσκονται αναρτημένα σε διάφορες σελίδες του διαδικτύου. 

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΙΑ ΜΟΥ/ Κυπριανού Ντίνος


Ξεχασμένη εκει στην αυλή
μια σκονισμένη κόκκινη τριανταφυλιά ..

Πόσο Θεέ μου την αγαπούσα
την μύριζα και άλλο τόσο λαχταρούσα
να κόψω ενα τριαντάφυλλο να δωσω σε σενα
που τόσο αγαπούσα ..

Σήμερα την θυμήθηκα
μα όταν την είδα πόσο λυπήθηκα
έβαλα τα κλάματα γιατί μου θύμησε εσένα
και δεν κρατήθηκα ..

Μου έδινες χαρά με τα τριαντάφυλλά σου
κόκκινα φωτιά ...ήταν η ομορφιά σου'''

Και πάλι θα σε αγκαλιάσω τριανταφυλιά μου
είσαι εσύ όλα τα όνειρά μου ..
Ονειρα που ήτανε μόνο δικά μου

μαζί με τα κόκκινα τριαντάφυλλα μου .

ΝΕΚΡΟΛΟΥΛΛΟΥΔΑ / Κυπριανού Ντίνος



Δεν ήταν αίμα
ήταν τριαντάφυλλα ματωμένα
αυτά που χάρισες σε μένα ..

Αλήθεια με πόσα αγκάθια
γίναν κόκκινα απο λευκά
σαν ξυράφια ...

.........Αυτά
δεν ήτανε τριαντάφυλλα
έμοιαζαν νεκρολουλλουδα

Αοσμα χλωμά κιτρινιασμένα
άποτα όλα μαραμμένα ..

Με ήθελες νεκρό

και τα έφερες σε μένα ...

[Αν ήξερες μέσα στο σκοτάδι τι κρύβω ] / Κυπριανού Ντίνος

Αν ήξερες μέσα στο σκοτάδι τι κρύβω
κρύβω τον έρωτά μου ,
ίσως ζηλέψεις και τον πάς μακρυά μου ..

του μιλώ κρυφά να μην ακούει ούτε η σκιά μου
πόσο φοβάμαι τα όσα είναι κοντά μου ..

ίσως ξεμυαλιστεί εμένα ν'αφήσει
θα του βάλουνε λόγια , μπορεί να με φτύσει ..

ο έρωτάς μου είναι αυτός δεν είναι η σκιά μου

ο έρωτας που έκανα μόνο στα όνειρά μου

ΘΑ ΣΕ ΠΡΟΣΕΧΩ ... / Κυπριανού Ντίνος




Θα σε χαϊδεύω από αγάπη να κοιμάσαι
στον ύπνο των αγγέλων ή όπου να σαι ..

Ένα νανούρισμα γλυκό θα ψιθυρίζω
στην αγκαλιά μου σαν μωρό θα σε κοιμίζω ΄

Να κοιμάσαι με τους χτύπους της καρδιάς μου
όνειρα γλυκά αγάπη μου , να μοιάζουν στα δικά μου

Μην μου ξυπνάς απότομα δεν θέλω να τρομάξεις
εδώ θα είμαι , αν κάτι χρειαστείς μπορείς να με φωνάξεις ..

Το πόσο σ' αγαπώ στ' αυτί θα σου το λέω
αλήθεια ... σε κοιτώ και σαν παιδάκι κλαίω..

Μ' ένα φιλώ θα σε ξυπνώ απ' τα όνειρα σου 

ούτε λεπτό δεν έφυγα ..είμαι εδώ κοντά σου .

Θα δύσω την Ανατολήν / Κυπριανού Ντίνος





Θα σε στενέψω θάλασσα να μοιάζεις με ποτάμι

να σε κρατώ στο χέρι μου στην μιαν μου την παλάμην 

ρεφρέν

Από το νότο στον βορρά σ'ανατολή και δύση 
την πράσινη την ζώνη σου πες μου ποιος θα την σβήσει 
απ' τα συρματομπλέγματα σε βλέπω που κοιμάσαι
πατρίδα μου προσεύχομαι εμένα να θυμάσαι 

Ξύπνα από τον ύπνο σου από τον λήθαργο σου 
τούτο το χώμα φώναξε είναι μόνο δικό σου . 

Θα δύσω την ανατολή δική μου ν'ανατείλει 
θα δέσω και τα χείλη μου λέξη να μην μου φύγει 





Ντίνος Κυπριανού.

ΜΑ .... ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ / Κυπριανού Ντίνος



Τα κύματα πόσο σε γαργαλούσαν
μα ...... η αλήθεια ειναι σε ξεγελούσαν ,

Σε χάιδευαν σε ναννούριζαν
μα ... που νά'ξερες πως θα σε χαστούκιζαν ...

Τα ίδια τα νερά σου
που έβρεχαν τα βράχια τα δικά σου
τους κουβάλησαν μέσα στην αγκαλιά σου ..

Μα .... έμεινες σιωπηλή ντράπηκες τόσο ..

Κοκκίνησες απο ντροπή που δεν τους έπνιξες
σε βίασαν και μιά κατάρα δεν τους έριξες ..

Μα... Κερύνεια μικρή μου
εκεί βρίσκονται μαζεμένοι οι αετοί μου ..

Φώναξέ τους θα σε ακούσουν ξύπνησέ τους

κι'όταν φωνάξουν λευτεριά ....... ύμνησέ τους .

ΕΛΑΦΡΑ ΝΑ ΚΟΙΜΑΣΑΙ / Κυπριανού Ντίνος

Αν είμουν Θεός θα σου μετρούσα τ'αστέρια
αν είμουν Χριστός θα'χα τρύπες στα χέρια

Μα είμαι ο άνθρωπος σου
και προσέχω αγάπη μου
το φώς των ματιών σου ...

Θα κρατούσα τον ουρανό ελαφρά να κοιμάσαι
απ'τα σκοτάδια τις νύχτες να μην μου φοβάσαι ..

Θα είμουν Αυγερινός ήλιος νυχτερινός

Θα είμουν άγγελος στο περπάτημα σου
θα έστρωνα ροδοπέταλα στο βάδισμα σου ..

Σαν Παναγιά θα σ'έκλεινα μέσα στην αγκαλιά μου

για σένα θα ξερίζωνα και την μιά καρδιά μου .

ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ / Κυπριανού Ντίνος


Μέσα απ'το τζάμι πέρασα
και είδα πόσο γέρασα
με ένα γυάλινο σταυρό
τα νιάτα μου ψάχνω να βρώ ....


αγκάθια γυάλινα καρφιά απο γυαλί
πόδια γυμνά σε δύση και ανατολή
δεκάδες μίλια μα δέν είχα αναστολή ...


Στα γυάλινα ανηφόρισα
στα ψεύτικα υποχώρισα
πίσω απ'τα μαύρα μου γυαλιά
ίσως να δώ τ'αληθινά ..


αγκάθια γυάλινα σταυρός απο γυαλί
είδα τα νιάτα μου πετούσαν σαν πουλί
με μάτωσαν γιατί δέν είχα αναβολή ..


Ντίνος Κυπριανού .

Πύκνωσα τα αραιά μου / Κυπριανού Ντίνος

Πύκνωσα τα αραιά μου
τα μαζεμένα μου κούρασαν
κουράστηκα
από το
άρμεγμα ,
στέρεψε το βυζί της μάνας
Σούρωσε
σάν
σταφίδα
που έμεινε στόν ήλιο αμάζευτη ..
Κάποια κοράκια
περιμένουν
το
πέσιμο να κατασπαράξουν τα κουκούτσια
ή και την πέτσα
από το υπόλοιπο
της λαιμαργίας μου ...
Ντίνος Κυπριανού 

[Τά ακριβά δέν τα γνώρισα] / Κυπριανού Ντίνος

Τά
ακριβά δέν τα γνώρισα
δέν τα φόρεσα
κάτι
τρύπια αποφόρια
καί αυτά μικρά μου , άλλοτε μεγάλα
κάτι μπαλωμένα μου φόραγαν
όλες
οι μέρες μου ίδιες
τί Δευτέρες τί Τρίτες τί Σάββατα
Κυριακές ;;;
αυτές
οι Κυριακές με μελαγχολούσαν
πότε
γρυπωμένος
πότε κρυωμένος >>
τα
ακριβά
δέν τα φόρεσα
τα
φτωχά τα ντύθηκα καί ήταν λίγα
μου
αρκούσε λίγο νερό και λίγο αλάτι
έφτιαχνα την δική μου θάλασσα
και την είχα πάντα κοντά μου !
Κων/νος Κυπριανού.

[Τούτες τις μέρες στην Κύπρο] / Κυπριανού Ντίνος

Τούτες τις μέρες στην Κύπρο η μυρωδιά δέν είναι γιασεμιού
ούτε από αγιόκλημα
είναι οσμές καμένων ανθρώπων , σάρκες σκορπισμένες δεκάδες μέτρα μακριά ......
Τούτες 
οι νύχτες δέν μυρίζουν δυόσμο 
'μυρίζουν' μπαρούτι
'μυρίζουν' πόλεμο ...
Τούτες τις ημέρες
τις φοβάμαι , κάτι δεν μου βγαίνει σωστά
ξημερώνει αλλιώτικα , οι αυγές μελαγχολούν
σμήνη θα κατέβουν απο σιδερένιες ακρίδες να σπείρουν θάνατο ...
Τούτες τις ημέρες τις φοβάμαι ....
Κυπριανού Κ.

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

Και μετά σίγησε ο ουρανός / Π.Στυλιανού

Ήρθε κάποτε η νύχτα
για να μας πει μια καληνύχτα.
Απλώθηκε στη γη και την έπνιξε μες το σκοτάδι
στη στιγμή.
Φοβήθηκαν οι άνθρωποι έψαχναν για λίγο φως
κι εκείνη κυβερνούσε λες κι ήτανε αρχηγός.
Δειλά, δειλά ένα αστεράκι
ανεβαίνει εκεί ψηλά
τη νύχτα να φωτίσει να της δώσει ομορφιά.
Άμα είδε η νύχτα το στολίδι
του φωνάζει στο λεπτό
«Δεν φωνάζεις τ’ αδελφάκια σου για να κάνετε χωριό;»
Κι αυτό απ’ τη χαρά του
λαμπιρίζει σαν τρελό
και τα βλέπεις όλα
να ανεβαίνουν στο λεπτό.
Και έτσι η νύχτα ντύθηκε μ’ αστέρια
για να πάει σε χορό,
μιας και το μαύρο το φουστάνι
έγινε πια λαμπερό.

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

«Με το κλικ της ψυχής» του Βάσου Χαγιάννη . Παρουσιάζει ο Κώστας Κατσώνης, φιλόλογος-συγγραφέας





Γνωρίζοντας εδώ και πολλά χρόνια τον Βάσο Χαγιάννη, ως έναν από τους καλύτερους φωτογράφους της Λάρνακας, με ιδιαίτερη καλλιτεχνική ευαισθησία, δεν ήταν έκπληξη για μένα όταν πληροφορήθηκα την απόφασή του να εκδώσει σ’ έναν συγκεντρωτικό τόμο αρκετά από τα ποιήματα που έγραφε κατά καιρούς όλα αυτά τα χρόνια.

Ο ευαίσθητος άνθρωπος και καλλιτέχνης, που η πολύχρονη ενασχόλησή του με την τέχνη και τη ζωή, τον έχει γεμίσει με μοναδικές εμπειρίες, συγκινείται από τη γύρω του καθημερινότητα και  αποτυπώνει μέσα από τους στίχους του συναισθήματα, σκέψεις, ιδέες, προβληματισμούς και αντιλήψεις για τον άνθρωπο, τον τόπο, τον  κόσμο και την πραγματικότητα του καιρού μας. 

Ο Βάσος Χαγιάννης, ο οποίος  στα 15 του χρόνια ήρθε από την Πενταλιά της Πάφου, για να εγκατασταθεί μόνιμα στη Λάρνακα, την οποία, όπως αναφέρει στο βιογραφικό του σημείωμα,  «αγάπησε όσο κανένας άλλος», γράφει εδώ και 47 χρόνια τη δική του  ιστορία (από το 1960),  στην πόλη του Ζήνωνα, ως καλλιτέχνης-φωτογράφος, «με ειδικότητα στην ασπρόμαυρη φωτογραφία».  Χιλιάδες απόφοιτοι γυμνασίων και λυκείων, μαθητές και μαθήτριες, αλλά και  άτομα μεγαλύτερης ηλικίας από την πόλη της Λάρνακας και από την επαρχία, κατέφευγαν στον καλλιτέχνη  φωτογράφο, για να έχουν μια όσο γίνεται πιο επιτυχημένη φωτογραφία στο απολυτήριο, στην ταυτότητα, στο διαβατήριο αλλά και για άλλου είδους φωτογραφήσεις.  

Η καλλιτεχνική αυτή ευαισθησία, που πηγάζει από τη δύναμη του ταλέντου αλλά και από τον πλούτο της ψυχής, ξανοίγεται σήμερα μπροστά μας μέσα από την ποίηση του Βάσου Χαγιάννη που παρουσιάζουμε απόψε. Η δική του κατάθεση στο χώρο της ποίησης γίνεται με την  πρώτη του ποιητική συλλογή, η οποία έχει τίτλο  «Με το κλικ της ψυχής», και εκδόθηκε στη Λάρνακα το 2007 από τις εκδόσεις «Βιβλιοεκδοτική». Ο τίτλος της συλλογής είναι ενδεικτικός αυτού που αναμένει ο αναγνώστης, καθώς κάνει την  περιδιάβαση στον ποιητικό κόσμο του Βάσου Χαγιάννη. Το κλικ της φωτογραφικής που καθημερινά  συντροφεύει τον φωτογράφο ποιητή γίνεται τώρα ποιητικό σύμβολο-πολύ πετυχημένο πράγματι- για να εκφράσει τους κραδασμούς της ψυχής του. Ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος από την αρχή του βιβλίου, που αποτελείται από 168 σελίδες, με ένα ποιητικό αποτέλεσμα που καταδεικνύει έναν  πλούσιο εσωτερικό κόσμο.

Γεγονότα της καθημερινής ζωής, η ιστορία, η  προσφυγιά, η φύση, η κοινωνική ζωή, η θρησκεία και η παράδοση του τόπου, η πατρίδα, ο έρωτας και άλλα πολλά και ποικίλα θέματα εμπνέουν και συγκινούν τον ποιητή Βάσο Χαγιάννη, ο οποίος στοχάζεται ποιητικά και εκφράζει με το δικό του ποιητικό τρόπο τις  ευαισθησίες και τα συναισθήματά του.

Η ποιητική συλλογή «Με το κλικ της ψυχής» περιλαμβάνει συνολικά 155 ποιήματα, τα οποία ταξινομούνται σε  έξι  διαφορετικές  ενότητες : Κοινωνικοθρησκευτικά, Ηθογραφικά, Αφιερώματα, Πατριωτικά, Παιδικά, Ερωτικά. Οι μεγάλες αυτές θεματικές ενότητες καλύπτουν και άλλες επί μέρους πτυχές και πηγές της ποιητικής έμπνευσης του Χαγιάννη, όπως είναι για παράδειγμα η κυπριακή τραγωδία  με τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, το δράμα των αγνοουμένων και η υπέρμετρη αγάπη του για τον τόπο.

Αυτή η αγάπη  για την κατεχόμενη γη μας αλλά και για την Κύπρο γενικότερα εκφράζεται πολύ παραστατικά μέσα από τα αφιερωματικά ποιήματα,  που αποτελούν την τρίτη θεματική  ενότητα της συλλογής. Στην ενότητα αυτή  διαβάζουμε ποιήματα αφιερωμένα στην Αμμόχωστο (τρία διαφορετικά ποιήματα), στην Κερύνεια, τη Λάπηθο, τον Καραβά, τα Λιμνιά, την Ακανθού,  αλλά και ποιήματα για τη Λάρνακα, τα «Τέσσερα Φανάρια» που  χάθηκαν, την Πάφο, τη Λεμεσό και ακόμα για την  Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων.  

Σημαντική θέση επίσης κατέχουν ανάμεσα στα ποιήματα-αφιερώματα του Χαγιάννη όσα αναφέρονται σε ηρωικές μορφές και στιγμές της σύγχρονης κυπριακής και ελληνικής στορίας, όπως είναι ο  Γρηγόρης Αυξεντίου,  ο Τάσος Ισαάκ και οι ήρωες του Πολυτεχνείου. Δεν παραμένει επίσης ασυγκίνητος ο ποιητής  από τον άδικο χαμό του Νίκου Κρανιδιώτη, του πατέρα Αρσένιου-ηγουμένου του Μαχαιρά,  του αρχηγού της Εθνικής Φρουράς Χαρίλαου Φλωράκη, αλλά και από τη φυγή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, του αδελφού του Νίκου και άλλων αγαπημένων φίλων, ενώ αφιερώνει ένα του ποίημα και στα παιδιά με ειδικές ανάγκες-ενδεικτικό κι αυτό της πλούσιας ευαισθησίας του. Από το ποίημα αυτό δίνουμε ένα μικρό δείγμα: Σαν φύλλα φθινοπωρινά/ κάτω στη γη ριγμένα/παιδιά του ίδιου Θεού/ κι όμως λησμονημένα. / Δυο μάτια έχουνε κι αυτά/ δυο πόδια και δυο χέρια/  και δικαιούνται μερτικό/ στον ήλιο και στ’ αστέρια («Αφιερωμένο στα παιδιά με ειδικές ανάγκες», σ. 83).  


Από την ενότητα των αφιερωματικών ποιημάτων, 27 συνολικά, αξίζει πιστεύω να δώσουμε και κάποιους άλλους νδεικτικούς στίχους, που φανερώνουν τη μεγάλη αγάπη του ποιητή για τον τόπο και για τους ανθρώπους. Ένα από τα ωραιότερα ποιήματά του αφιερώνει στη Λάρνακα- που όπως αναφέρει «τον υιοθέτησε», για την οποία γράφει χαρακτηριστικά : Τις φεγγαρόλουστες βραδιές είσαι παραμυθένια/ και λάμπεις στη Μεσόγειο σαν κάτασπρη γαρδένια./Αρχοντική καταγωγή/ σου δίνει η Ιστορία/ και μια βαριά κληρονομιά/ στου χρόνου την πορεία  («Λάρνακα», σ.100).  Για την Πάφο, τόπο επίσης αγαπημένο,  από όπου κατάγεται,  γράφει με μεγάλη αγάπη: Όπου και να’ μαι υπόσχομαι κοντά σου θα γυρίσω/ κι απ’ το δικό σου το κρασί να πιω για να μεθύσω («Χαρισμένο στην Πάφο», σ. 89).  Αλλά και για της Λεμεσού τη μεγάλη γιορτή του  κρασιού μιλά ο ποιητής: Μας κάνει τη ζωή χρυσή/ένα γλυκόποτο κρασί/ ως και θεούς ευφραίνει/ νέκταρ το λέγανε θαρρώ/ και το’ χανε για θησαυρό/που τη ζωή γλυκαίνει («Στο βωμό του κρασιού και της αγάπης-για τη Λεμεσό», σ. 97).  

Ο πόνος για τη συνεχιζόμενη τραγωδία του νησιού μας,  για την προσφυγιά και την κατοχή αποτυπώνεται πολύ έντονα στα ποιήματα που αφιερώνει στην κατεχόμενη γη μας, όπου όμως επίσης εκφράζεται και η βαθιά πίστη, η αισιοδοξία και η ελπίδα της δικαίωσης και της επιστροφής. Θρηνεί για τη σκλαβωμένη Αμμόχωστο ο ποιητής καθώς υμνεί την κουρσεμένη ομορφιά της : Ήσουν μια διαμαντόπετρα/ στης Κύπρου μας το χέρι/ ντυμένη με λεμονανθούς/ σαν άσπρο περιστέρι.// Κι ήρθε ο Αττίλας μιαν αυγή/ μαύρη κι αραχνιασμένη/ να σε κουρσέψει Αμμόχωστος / πόλη αγαπημένη!(«Ήσουν μια διαμαντόπετρα», σ. 93). Ταυτόχρονα,  όμως σε ένα άλλο του ποίημα  για την κατεχόμενη  πόλη του Ευαγόρα, εκφράζει τη βεβαιότητα πως το άδικο δεν μπορεί για πολύ ακόμα να κρατήσει: Ας ήταν όνειρο κακό/όνειρο εφιαλτικό/που  η αυγή θα σβήσει. / Να κάνει ο χρόνος μια στροφή/ πιο πίσω απ’ την καταστροφή/ και τ’ όνειρο ν’ανθίσει. / Να ξανανθίσουν πασχαλιές/ και μες στους δρόμους κοπελιές/να βγουν να σεριανίσουν/ κι οι νέοι με τις κιθάρες τους/κάθε κρυφές λαχτάρες τους/να ξανατραγουδήσουν («Αμμόχωστος», σ. 96).

Ανάλογα είναι τα συναισθήματα του ποιητή όταν γράφει στίχους για την Κερύνεια, τη Λάπηθο, την Ακανθού και τα Λιμνιά. Ο πόνος για το άδικο σμίγει με την ελπίδα και την προσμονή της απελευθέρωσης και της επιστροφής. Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι όλα αυτά τα ποιήματα είναι γραμμένα με μεγάλη αγάπη, τόσο που έχεις την αίσθηση πως ο ποιητής  ανήκει σ’ αυτούς τους τόπους, εμπνέεται από την ομορφιά και τη  θύμησή τους με τον ίδιο τρόπο που συγκινείται και γράφει  για τη γενέθλια γη του.  Γράφει για παράδειγμα για τη Λάπηθο : Θάλασσα έχεις και βουνό/ κι έναν καθάριο ουρανό/ να λάμπει μες στ’ατλάζι./ Όλο τον κόσμο γύρισα/ και όμως δεν αντίκρισα/ πόλη για να σου μοιάζει. / Λεμονανθοί σε ζώνουνε / κι όλοι σε καμαρώνουνε/ νυμφούλα στολισμένη. / Δαντελωτές ακρογιαλιές/ ρόδα και τριανταφυλλιές/ Λάπηθος λατρεμένη. / Και θέλω τη στερνή πνοή/ όταν θα φεύγω απ’ τη ζωή/ σε μια κορφή σου απάνω/ την τόση σου την ομορφιά/ να κλείσω μέσα στην καρδιά/ λίγο προτού πεθάνω(«Λάπηθος λατρεμένη», σ. 86).

Συναφή με τα αφιερωματικά  του ποιήματα είναι και τα πατριωτικά, 17 συνολικά ποιήματα, που αναφέρονται στην 1η Απριλίου, στην Παναγία του Μαχαιρά και τ’ ολοκαύτωμα του  Αυξεντίου, στην ΕΟΚΑ, στο έπος του σαράντα και κυρίως στην τραγωδία του  1974, με τέσσεα  ποιήματα αφιερωμένα στους αγνοουμένους και άλλα πέντε   ποιήματα να υμνούν την Κύπρο και τους αγώνες της για λευτεριά: Χώματα αγαπημένα, Κύπρος αέρινο νησί, Αγαπημένο χώμα, Όμορφη γλυκιά πατρίδα, Πού βρίσκεται η λευτεριά, είναι οι τίτλοι των ποιημάτων που τους αναφέρουμε ενδεικτικά.   



Όσον αφορά τις άλλες  θεματικές ενότητες, όπως ήδη έχουμε αναφέρει η πρώτη περιλαμβάνει ποιήματα που αναφέρονται στην κοινωνικο- θρησκευτική ζωή, στη νοσταλγία περασμένων εποχών  και  την οικογένεια,  ενώ η δεύτερη περιλαμβάνει τα ηθογραφικά ποιήματα, που  επικεντρώονονται θεματικά σε κοινωνικούς βασικά προβληματισμούς  του ποιητή για διάφορα θέματα  της καθημερινής ζωής.  Τα περισσότερα από τα ηθογραφικά ποιήματα είναι εμπνευσμένα από  την παραδοσιακή ζωή του τόπου, τις συνήθειες,  τις αξίες  και τις αρχές που καθόριζαν στο παρελθόν  τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Ο ποιητής,  με νοσταλγική διάθεση,  φιλοσοφεί, υμνεί τη φύση, προβληματίζεται και αποτυπώνει τα συναισθήματά του για όλα όσα περνούν και χάνονται στη δίνη της εξέλιξης και της κακώς νούμενης προόδου, που σημαδεύει τη σύγχρονη εποχή.

Στην ενότητα των κοινωνικο-θρησκευτικών ποιημάτων διαβάζουμε ποιήματα για τα Χριστούγεννα, για τη Λαμπρή, για την ευτυχία, την αγάπη, την οικογένεια, τη μάνα και το Θεό. Με έντονη θρησκευτική διάθεση ο Βάσος Χαγιάννης  ξεδιπλώνει τα βαθύτερα αισθήματά του για το δημιουργό μέσα από τα περισσότερα ποιήματα της ενότητας αυτής. Οι τίτλοι των ποιημάτων είναι χαρακτηριστικοί του περιεχομένου τους: Κάτω απ’ τη σκέπη σου Θεέ, Ευλογημένη είσαι ελιά, Βάλε  το χέρι σου Θεέ, Αγάπα τον πλησίον σου, Να αγαπάς το διπλανό, Χρέος στο δημιουργό, Ο Τυφλός, Η Ευτυχία, Η Αγάπη. Αυτά κι άλλα ακόμα ποιήματα καταδεικνύουν τη βαθιά πίστη του ποιητή και  την προσήλωσή του στις χριστιανικές αρχές  και αξίες, κορυφαία έκφραση των οποίων αποτελεί η αγάπη, την οποία προβάλλει και  υμνεί ο ποιητής με ιδιαίτερα έμφαση μέσα από τους στίχους του : Στης καρδιάς μου τα παλάτια / σ’έχω πάντα θρονιασμένη/ Η πιο όμορφη στον κόσμο και χιλιοτραγουδισμένη. / Τρεις μονάχα συλλαβούλες/ πάνω σε χρυσή κλωστή/Ποτισμένη με το δάκρυ/  αχ! Αγάπη είσαι εσύ! («Η Αγάπη», σ.26). Η οικογένεια, ο πόνος της μάνας και  η γραφική γειτονιά των παιδικών του χρόνων και άλλες νοσταλγικές θύμησες εκφράζονται επίσης ποιητικά μέσα από αρκετά ποιήματα της πρώτης και της δεύτερης ενότητας.

Ιδιαίτερα, όσον αφορά τη μεγάλη ενότητα των ηθογραφικών ποιημάτων, που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής, με 50 συνολικά ποιήματα, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο ποιητής  ασχολείται με τα μεγάλα θέματα της ζωής  φιλοσοφεί, γίνεται ο λόγος του παραινετικός,  θυμάται και νοσταλγεί περασμένες όμορφες εποχές, ενώ ταυτόχρονα στηλιτεύει το σύγχρονο τρόπο ζωής, διαμαρτύρεται και εκφράζει ακόμα την οργή και την αγωνία του για όσα ανορθόδοξα βλέπει να συμβαίνουν σήμερα ανάμεσα στους ανθρώπους, που ρέπουν προς τον εύκολο πλουτισμό, θυσιάζουν αρχές και αξίες, έχουν εμπορευματοποιήσει τα πάντα και γενικά έχουν χάσει την αίσθηση του μέτρου και του ωραίου. Μερικοί από τους τίτλους είναι ενδεικτικοί των ποιητικών προβληματισμών του Βάσου Χαγιάννη: Ποτέ στους ταπεινότερους να μη γυρνάς την πλάτη, Το χτες και το σήμερα, Νοσταλγικές αναμνήσεις,Η φιλία, Χρόνε σκληρέ και απονε, Κάποτε υπήρχε ανθρωπιά, Καταραμένο χρήμα, Τι είναι η συνείδηση, Οι άνθρωποι είναι αχάριστοι, Μη σπαταλάς το σήμερα, Ελευθερώστε τα πουλιά, Είν’ η ζωή μας θέατρο και άλλα.


Από τη μεγάλη αυτή ενότητα των ηθογραφικών ποιημάτων, που είναι ενδεικτικά της ποιητικής του ιδεολογίας, διαβάζουμε μερικούς χαρακτηριστικούς στίχους : Το σπίτι σου αν είν’ ζεστό και μοιάζει με παλάτι, /ποτέ στους ταπεινότερους να μη γυρνάς την πλάτη./Όταν ο ήλιος γεννηθεί,δεν είν’για σένα μόνο!/Μοιράζει φως και ζεστασιά που διώχνει κάθε πόνο («Ποτέ στους ταπεινότερους να μη γυρνάς την πλάτη», σ. 33).  Εκτός από την ευαισθησία του για τον ανθρώπινο πόνο είναι διάχυτη η  φυσιοατρία του σε αρκετά ποιήματα, ενώ δεν παραλείπει να εκφράζει και την αγωνία του για το οικολογικό πρόβλημα του πλανήτη μας : Τοίχο να κτίσουν μια φωλιά/ψάχνουν τα χελιδόνια/ μα δεν υπάρχει μια γωνιά/γκρεμμίσαντα μπαλκόνια./ Αγκόκλημα και γιασεμί/δε βλέπεις να σκαλώνει/γύρω τριγύρω το μπετόν/ που την ψυχή πλακώνει. («Το χτες και το σήμερα», σ. 34). Τα θέματα αυτά αλλά και άλλα πολλά, όπως είναι ο πόλεμος, η ξενιτιά, αλλά και η ελπίδα, το όνειρο και η  νοσταλγία περασμένων, δίνονται μέσα από τους στίχους του με ευαισθησία αλλά και ρομαντική διάθεση.

Αυτή η ρομαντική  διάθεση εκφράζεται πολύ χαρακτηριστικά στο ποίημα «Όνειρα» (σ. 52) : ΄Ονειρα χρυσοϋφαντα και χρυσοκεντημένα/ ποσο καιρό θα μένετε μες στην καρδιά κλεισμένα; /Θέλω σε τόπους μαγικούς σε μέρη π’ αγαπάω/ εκεί π’ αρχίζει η ανατολή κι η δύση να σας πάω./ Σε ηλιοβασιλέματα δεν σας το λέω ψέματα/ κι ανατολή ακόμα!  Να ταξιδέψουμε μαζί/ και η ζωή μας η πεζή να δει χαρά και χρώμα. Η νοσταλγία για το χωριό του εκφράζεται επίσης πολύ όμορφα μέσα από το ποίημα «Το χωριό μου» (σ. 65) : Του χωριού μου τον αέρα θα’θελα να ξαναζήσω/ και στα γραφικά δρομάκια μια φορά να σεριανίσω./ Στις απάτητες κορφές σου στις πλαγιές και τα λαγκάδια/ να’ βλεπα τον κάμπο πέρα όπου βόσκουν τα κοπάδια.

Η ποιητική συλλογή του Βάσου Χαγιάννη «Με το κλικ της  ψυχής» κλείνει με τα παιδικά και τα ερωτικά ποιήματα, που είναι επίσης  γραμμένα με ευαισθησία και νοσταλγική διάθεση. Τα 19 παιδικά του ποιήματα διακρίνονται για τη ρέουσα γραφή, τον προσεγμένο παραδοσιακό στίχο και τη γλωσσική απλότητα και σαφήνεια. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι τα ποιήματα του Βάσου Χαγιάννη, που είναι γραμμένα σε παραδοσιακό ομοιοκατάληκτο στίχο, είναι γραμμένα με ευαισθησία,  διακρίνονται για την απλότητα και την αυθεντικότητα της έμπνευσης  και της γραφής, και μπορούν να συγκινήσουν τον αναγνώστη και να του μεταδώσουν ταυτόχρονα μηνύματα ελπίδας αλλά και αισιοδοξίας για τη ζωή και για τον άνθρωπο.

Αγαπητέ Βάσο,σε συγχαίρω πραγματικά για τα ποιήματά σου και  εύχομαι ολόψυχα να είσαι πάντα γερός και δυνατός, για να συνεχίσεις, με το σφρίγος της εφηβικής σου ψυχής, να γράφεις και να δημιουργείς, αποτυπώνοντας ποιητικά ή και πεζά τις μοναδικές εμπειρίες μιας πολύχρονης εμπειρίας στο χώρο της φωτογραφικής τέχνης και της ζωής στην πόλη του Ζήνωνα, που όχι μόνο σε υιοθέτησε και σε αγάπησε, αλλά  σε συγκαταλέγει ανάμεσα στους πιο εκλεκτούς καλλιτέχνες δημιουργούς του σύγχρονου πολιτισμού της.