Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

[Τά ακριβά δέν τα γνώρισα] / Κυπριανού Ντίνος

Τά
ακριβά δέν τα γνώρισα
δέν τα φόρεσα
κάτι
τρύπια αποφόρια
καί αυτά μικρά μου , άλλοτε μεγάλα
κάτι μπαλωμένα μου φόραγαν
όλες
οι μέρες μου ίδιες
τί Δευτέρες τί Τρίτες τί Σάββατα
Κυριακές ;;;
αυτές
οι Κυριακές με μελαγχολούσαν
πότε
γρυπωμένος
πότε κρυωμένος >>
τα
ακριβά
δέν τα φόρεσα
τα
φτωχά τα ντύθηκα καί ήταν λίγα
μου
αρκούσε λίγο νερό και λίγο αλάτι
έφτιαχνα την δική μου θάλασσα
και την είχα πάντα κοντά μου !
Κων/νος Κυπριανού.

[Τούτες τις μέρες στην Κύπρο] / Κυπριανού Ντίνος

Τούτες τις μέρες στην Κύπρο η μυρωδιά δέν είναι γιασεμιού
ούτε από αγιόκλημα
είναι οσμές καμένων ανθρώπων , σάρκες σκορπισμένες δεκάδες μέτρα μακριά ......
Τούτες 
οι νύχτες δέν μυρίζουν δυόσμο 
'μυρίζουν' μπαρούτι
'μυρίζουν' πόλεμο ...
Τούτες τις ημέρες
τις φοβάμαι , κάτι δεν μου βγαίνει σωστά
ξημερώνει αλλιώτικα , οι αυγές μελαγχολούν
σμήνη θα κατέβουν απο σιδερένιες ακρίδες να σπείρουν θάνατο ...
Τούτες τις ημέρες τις φοβάμαι ....
Κυπριανού Κ.

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

Και μετά σίγησε ο ουρανός / Π.Στυλιανού

Ήρθε κάποτε η νύχτα
για να μας πει μια καληνύχτα.
Απλώθηκε στη γη και την έπνιξε μες το σκοτάδι
στη στιγμή.
Φοβήθηκαν οι άνθρωποι έψαχναν για λίγο φως
κι εκείνη κυβερνούσε λες κι ήτανε αρχηγός.
Δειλά, δειλά ένα αστεράκι
ανεβαίνει εκεί ψηλά
τη νύχτα να φωτίσει να της δώσει ομορφιά.
Άμα είδε η νύχτα το στολίδι
του φωνάζει στο λεπτό
«Δεν φωνάζεις τ’ αδελφάκια σου για να κάνετε χωριό;»
Κι αυτό απ’ τη χαρά του
λαμπιρίζει σαν τρελό
και τα βλέπεις όλα
να ανεβαίνουν στο λεπτό.
Και έτσι η νύχτα ντύθηκε μ’ αστέρια
για να πάει σε χορό,
μιας και το μαύρο το φουστάνι
έγινε πια λαμπερό.

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

«Με το κλικ της ψυχής» του Βάσου Χαγιάννη . Παρουσιάζει ο Κώστας Κατσώνης, φιλόλογος-συγγραφέας





Γνωρίζοντας εδώ και πολλά χρόνια τον Βάσο Χαγιάννη, ως έναν από τους καλύτερους φωτογράφους της Λάρνακας, με ιδιαίτερη καλλιτεχνική ευαισθησία, δεν ήταν έκπληξη για μένα όταν πληροφορήθηκα την απόφασή του να εκδώσει σ’ έναν συγκεντρωτικό τόμο αρκετά από τα ποιήματα που έγραφε κατά καιρούς όλα αυτά τα χρόνια.

Ο ευαίσθητος άνθρωπος και καλλιτέχνης, που η πολύχρονη ενασχόλησή του με την τέχνη και τη ζωή, τον έχει γεμίσει με μοναδικές εμπειρίες, συγκινείται από τη γύρω του καθημερινότητα και  αποτυπώνει μέσα από τους στίχους του συναισθήματα, σκέψεις, ιδέες, προβληματισμούς και αντιλήψεις για τον άνθρωπο, τον τόπο, τον  κόσμο και την πραγματικότητα του καιρού μας. 

Ο Βάσος Χαγιάννης, ο οποίος  στα 15 του χρόνια ήρθε από την Πενταλιά της Πάφου, για να εγκατασταθεί μόνιμα στη Λάρνακα, την οποία, όπως αναφέρει στο βιογραφικό του σημείωμα,  «αγάπησε όσο κανένας άλλος», γράφει εδώ και 47 χρόνια τη δική του  ιστορία (από το 1960),  στην πόλη του Ζήνωνα, ως καλλιτέχνης-φωτογράφος, «με ειδικότητα στην ασπρόμαυρη φωτογραφία».  Χιλιάδες απόφοιτοι γυμνασίων και λυκείων, μαθητές και μαθήτριες, αλλά και  άτομα μεγαλύτερης ηλικίας από την πόλη της Λάρνακας και από την επαρχία, κατέφευγαν στον καλλιτέχνη  φωτογράφο, για να έχουν μια όσο γίνεται πιο επιτυχημένη φωτογραφία στο απολυτήριο, στην ταυτότητα, στο διαβατήριο αλλά και για άλλου είδους φωτογραφήσεις.  

Η καλλιτεχνική αυτή ευαισθησία, που πηγάζει από τη δύναμη του ταλέντου αλλά και από τον πλούτο της ψυχής, ξανοίγεται σήμερα μπροστά μας μέσα από την ποίηση του Βάσου Χαγιάννη που παρουσιάζουμε απόψε. Η δική του κατάθεση στο χώρο της ποίησης γίνεται με την  πρώτη του ποιητική συλλογή, η οποία έχει τίτλο  «Με το κλικ της ψυχής», και εκδόθηκε στη Λάρνακα το 2007 από τις εκδόσεις «Βιβλιοεκδοτική». Ο τίτλος της συλλογής είναι ενδεικτικός αυτού που αναμένει ο αναγνώστης, καθώς κάνει την  περιδιάβαση στον ποιητικό κόσμο του Βάσου Χαγιάννη. Το κλικ της φωτογραφικής που καθημερινά  συντροφεύει τον φωτογράφο ποιητή γίνεται τώρα ποιητικό σύμβολο-πολύ πετυχημένο πράγματι- για να εκφράσει τους κραδασμούς της ψυχής του. Ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος από την αρχή του βιβλίου, που αποτελείται από 168 σελίδες, με ένα ποιητικό αποτέλεσμα που καταδεικνύει έναν  πλούσιο εσωτερικό κόσμο.

Γεγονότα της καθημερινής ζωής, η ιστορία, η  προσφυγιά, η φύση, η κοινωνική ζωή, η θρησκεία και η παράδοση του τόπου, η πατρίδα, ο έρωτας και άλλα πολλά και ποικίλα θέματα εμπνέουν και συγκινούν τον ποιητή Βάσο Χαγιάννη, ο οποίος στοχάζεται ποιητικά και εκφράζει με το δικό του ποιητικό τρόπο τις  ευαισθησίες και τα συναισθήματά του.

Η ποιητική συλλογή «Με το κλικ της ψυχής» περιλαμβάνει συνολικά 155 ποιήματα, τα οποία ταξινομούνται σε  έξι  διαφορετικές  ενότητες : Κοινωνικοθρησκευτικά, Ηθογραφικά, Αφιερώματα, Πατριωτικά, Παιδικά, Ερωτικά. Οι μεγάλες αυτές θεματικές ενότητες καλύπτουν και άλλες επί μέρους πτυχές και πηγές της ποιητικής έμπνευσης του Χαγιάννη, όπως είναι για παράδειγμα η κυπριακή τραγωδία  με τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, το δράμα των αγνοουμένων και η υπέρμετρη αγάπη του για τον τόπο.

Αυτή η αγάπη  για την κατεχόμενη γη μας αλλά και για την Κύπρο γενικότερα εκφράζεται πολύ παραστατικά μέσα από τα αφιερωματικά ποιήματα,  που αποτελούν την τρίτη θεματική  ενότητα της συλλογής. Στην ενότητα αυτή  διαβάζουμε ποιήματα αφιερωμένα στην Αμμόχωστο (τρία διαφορετικά ποιήματα), στην Κερύνεια, τη Λάπηθο, τον Καραβά, τα Λιμνιά, την Ακανθού,  αλλά και ποιήματα για τη Λάρνακα, τα «Τέσσερα Φανάρια» που  χάθηκαν, την Πάφο, τη Λεμεσό και ακόμα για την  Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων.  

Σημαντική θέση επίσης κατέχουν ανάμεσα στα ποιήματα-αφιερώματα του Χαγιάννη όσα αναφέρονται σε ηρωικές μορφές και στιγμές της σύγχρονης κυπριακής και ελληνικής στορίας, όπως είναι ο  Γρηγόρης Αυξεντίου,  ο Τάσος Ισαάκ και οι ήρωες του Πολυτεχνείου. Δεν παραμένει επίσης ασυγκίνητος ο ποιητής  από τον άδικο χαμό του Νίκου Κρανιδιώτη, του πατέρα Αρσένιου-ηγουμένου του Μαχαιρά,  του αρχηγού της Εθνικής Φρουράς Χαρίλαου Φλωράκη, αλλά και από τη φυγή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, του αδελφού του Νίκου και άλλων αγαπημένων φίλων, ενώ αφιερώνει ένα του ποίημα και στα παιδιά με ειδικές ανάγκες-ενδεικτικό κι αυτό της πλούσιας ευαισθησίας του. Από το ποίημα αυτό δίνουμε ένα μικρό δείγμα: Σαν φύλλα φθινοπωρινά/ κάτω στη γη ριγμένα/παιδιά του ίδιου Θεού/ κι όμως λησμονημένα. / Δυο μάτια έχουνε κι αυτά/ δυο πόδια και δυο χέρια/  και δικαιούνται μερτικό/ στον ήλιο και στ’ αστέρια («Αφιερωμένο στα παιδιά με ειδικές ανάγκες», σ. 83).  


Από την ενότητα των αφιερωματικών ποιημάτων, 27 συνολικά, αξίζει πιστεύω να δώσουμε και κάποιους άλλους νδεικτικούς στίχους, που φανερώνουν τη μεγάλη αγάπη του ποιητή για τον τόπο και για τους ανθρώπους. Ένα από τα ωραιότερα ποιήματά του αφιερώνει στη Λάρνακα- που όπως αναφέρει «τον υιοθέτησε», για την οποία γράφει χαρακτηριστικά : Τις φεγγαρόλουστες βραδιές είσαι παραμυθένια/ και λάμπεις στη Μεσόγειο σαν κάτασπρη γαρδένια./Αρχοντική καταγωγή/ σου δίνει η Ιστορία/ και μια βαριά κληρονομιά/ στου χρόνου την πορεία  («Λάρνακα», σ.100).  Για την Πάφο, τόπο επίσης αγαπημένο,  από όπου κατάγεται,  γράφει με μεγάλη αγάπη: Όπου και να’ μαι υπόσχομαι κοντά σου θα γυρίσω/ κι απ’ το δικό σου το κρασί να πιω για να μεθύσω («Χαρισμένο στην Πάφο», σ. 89).  Αλλά και για της Λεμεσού τη μεγάλη γιορτή του  κρασιού μιλά ο ποιητής: Μας κάνει τη ζωή χρυσή/ένα γλυκόποτο κρασί/ ως και θεούς ευφραίνει/ νέκταρ το λέγανε θαρρώ/ και το’ χανε για θησαυρό/που τη ζωή γλυκαίνει («Στο βωμό του κρασιού και της αγάπης-για τη Λεμεσό», σ. 97).  

Ο πόνος για τη συνεχιζόμενη τραγωδία του νησιού μας,  για την προσφυγιά και την κατοχή αποτυπώνεται πολύ έντονα στα ποιήματα που αφιερώνει στην κατεχόμενη γη μας, όπου όμως επίσης εκφράζεται και η βαθιά πίστη, η αισιοδοξία και η ελπίδα της δικαίωσης και της επιστροφής. Θρηνεί για τη σκλαβωμένη Αμμόχωστο ο ποιητής καθώς υμνεί την κουρσεμένη ομορφιά της : Ήσουν μια διαμαντόπετρα/ στης Κύπρου μας το χέρι/ ντυμένη με λεμονανθούς/ σαν άσπρο περιστέρι.// Κι ήρθε ο Αττίλας μιαν αυγή/ μαύρη κι αραχνιασμένη/ να σε κουρσέψει Αμμόχωστος / πόλη αγαπημένη!(«Ήσουν μια διαμαντόπετρα», σ. 93). Ταυτόχρονα,  όμως σε ένα άλλο του ποίημα  για την κατεχόμενη  πόλη του Ευαγόρα, εκφράζει τη βεβαιότητα πως το άδικο δεν μπορεί για πολύ ακόμα να κρατήσει: Ας ήταν όνειρο κακό/όνειρο εφιαλτικό/που  η αυγή θα σβήσει. / Να κάνει ο χρόνος μια στροφή/ πιο πίσω απ’ την καταστροφή/ και τ’ όνειρο ν’ανθίσει. / Να ξανανθίσουν πασχαλιές/ και μες στους δρόμους κοπελιές/να βγουν να σεριανίσουν/ κι οι νέοι με τις κιθάρες τους/κάθε κρυφές λαχτάρες τους/να ξανατραγουδήσουν («Αμμόχωστος», σ. 96).

Ανάλογα είναι τα συναισθήματα του ποιητή όταν γράφει στίχους για την Κερύνεια, τη Λάπηθο, την Ακανθού και τα Λιμνιά. Ο πόνος για το άδικο σμίγει με την ελπίδα και την προσμονή της απελευθέρωσης και της επιστροφής. Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι όλα αυτά τα ποιήματα είναι γραμμένα με μεγάλη αγάπη, τόσο που έχεις την αίσθηση πως ο ποιητής  ανήκει σ’ αυτούς τους τόπους, εμπνέεται από την ομορφιά και τη  θύμησή τους με τον ίδιο τρόπο που συγκινείται και γράφει  για τη γενέθλια γη του.  Γράφει για παράδειγμα για τη Λάπηθο : Θάλασσα έχεις και βουνό/ κι έναν καθάριο ουρανό/ να λάμπει μες στ’ατλάζι./ Όλο τον κόσμο γύρισα/ και όμως δεν αντίκρισα/ πόλη για να σου μοιάζει. / Λεμονανθοί σε ζώνουνε / κι όλοι σε καμαρώνουνε/ νυμφούλα στολισμένη. / Δαντελωτές ακρογιαλιές/ ρόδα και τριανταφυλλιές/ Λάπηθος λατρεμένη. / Και θέλω τη στερνή πνοή/ όταν θα φεύγω απ’ τη ζωή/ σε μια κορφή σου απάνω/ την τόση σου την ομορφιά/ να κλείσω μέσα στην καρδιά/ λίγο προτού πεθάνω(«Λάπηθος λατρεμένη», σ. 86).

Συναφή με τα αφιερωματικά  του ποιήματα είναι και τα πατριωτικά, 17 συνολικά ποιήματα, που αναφέρονται στην 1η Απριλίου, στην Παναγία του Μαχαιρά και τ’ ολοκαύτωμα του  Αυξεντίου, στην ΕΟΚΑ, στο έπος του σαράντα και κυρίως στην τραγωδία του  1974, με τέσσεα  ποιήματα αφιερωμένα στους αγνοουμένους και άλλα πέντε   ποιήματα να υμνούν την Κύπρο και τους αγώνες της για λευτεριά: Χώματα αγαπημένα, Κύπρος αέρινο νησί, Αγαπημένο χώμα, Όμορφη γλυκιά πατρίδα, Πού βρίσκεται η λευτεριά, είναι οι τίτλοι των ποιημάτων που τους αναφέρουμε ενδεικτικά.   



Όσον αφορά τις άλλες  θεματικές ενότητες, όπως ήδη έχουμε αναφέρει η πρώτη περιλαμβάνει ποιήματα που αναφέρονται στην κοινωνικο- θρησκευτική ζωή, στη νοσταλγία περασμένων εποχών  και  την οικογένεια,  ενώ η δεύτερη περιλαμβάνει τα ηθογραφικά ποιήματα, που  επικεντρώονονται θεματικά σε κοινωνικούς βασικά προβληματισμούς  του ποιητή για διάφορα θέματα  της καθημερινής ζωής.  Τα περισσότερα από τα ηθογραφικά ποιήματα είναι εμπνευσμένα από  την παραδοσιακή ζωή του τόπου, τις συνήθειες,  τις αξίες  και τις αρχές που καθόριζαν στο παρελθόν  τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Ο ποιητής,  με νοσταλγική διάθεση,  φιλοσοφεί, υμνεί τη φύση, προβληματίζεται και αποτυπώνει τα συναισθήματά του για όλα όσα περνούν και χάνονται στη δίνη της εξέλιξης και της κακώς νούμενης προόδου, που σημαδεύει τη σύγχρονη εποχή.

Στην ενότητα των κοινωνικο-θρησκευτικών ποιημάτων διαβάζουμε ποιήματα για τα Χριστούγεννα, για τη Λαμπρή, για την ευτυχία, την αγάπη, την οικογένεια, τη μάνα και το Θεό. Με έντονη θρησκευτική διάθεση ο Βάσος Χαγιάννης  ξεδιπλώνει τα βαθύτερα αισθήματά του για το δημιουργό μέσα από τα περισσότερα ποιήματα της ενότητας αυτής. Οι τίτλοι των ποιημάτων είναι χαρακτηριστικοί του περιεχομένου τους: Κάτω απ’ τη σκέπη σου Θεέ, Ευλογημένη είσαι ελιά, Βάλε  το χέρι σου Θεέ, Αγάπα τον πλησίον σου, Να αγαπάς το διπλανό, Χρέος στο δημιουργό, Ο Τυφλός, Η Ευτυχία, Η Αγάπη. Αυτά κι άλλα ακόμα ποιήματα καταδεικνύουν τη βαθιά πίστη του ποιητή και  την προσήλωσή του στις χριστιανικές αρχές  και αξίες, κορυφαία έκφραση των οποίων αποτελεί η αγάπη, την οποία προβάλλει και  υμνεί ο ποιητής με ιδιαίτερα έμφαση μέσα από τους στίχους του : Στης καρδιάς μου τα παλάτια / σ’έχω πάντα θρονιασμένη/ Η πιο όμορφη στον κόσμο και χιλιοτραγουδισμένη. / Τρεις μονάχα συλλαβούλες/ πάνω σε χρυσή κλωστή/Ποτισμένη με το δάκρυ/  αχ! Αγάπη είσαι εσύ! («Η Αγάπη», σ.26). Η οικογένεια, ο πόνος της μάνας και  η γραφική γειτονιά των παιδικών του χρόνων και άλλες νοσταλγικές θύμησες εκφράζονται επίσης ποιητικά μέσα από αρκετά ποιήματα της πρώτης και της δεύτερης ενότητας.

Ιδιαίτερα, όσον αφορά τη μεγάλη ενότητα των ηθογραφικών ποιημάτων, που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής, με 50 συνολικά ποιήματα, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο ποιητής  ασχολείται με τα μεγάλα θέματα της ζωής  φιλοσοφεί, γίνεται ο λόγος του παραινετικός,  θυμάται και νοσταλγεί περασμένες όμορφες εποχές, ενώ ταυτόχρονα στηλιτεύει το σύγχρονο τρόπο ζωής, διαμαρτύρεται και εκφράζει ακόμα την οργή και την αγωνία του για όσα ανορθόδοξα βλέπει να συμβαίνουν σήμερα ανάμεσα στους ανθρώπους, που ρέπουν προς τον εύκολο πλουτισμό, θυσιάζουν αρχές και αξίες, έχουν εμπορευματοποιήσει τα πάντα και γενικά έχουν χάσει την αίσθηση του μέτρου και του ωραίου. Μερικοί από τους τίτλους είναι ενδεικτικοί των ποιητικών προβληματισμών του Βάσου Χαγιάννη: Ποτέ στους ταπεινότερους να μη γυρνάς την πλάτη, Το χτες και το σήμερα, Νοσταλγικές αναμνήσεις,Η φιλία, Χρόνε σκληρέ και απονε, Κάποτε υπήρχε ανθρωπιά, Καταραμένο χρήμα, Τι είναι η συνείδηση, Οι άνθρωποι είναι αχάριστοι, Μη σπαταλάς το σήμερα, Ελευθερώστε τα πουλιά, Είν’ η ζωή μας θέατρο και άλλα.


Από τη μεγάλη αυτή ενότητα των ηθογραφικών ποιημάτων, που είναι ενδεικτικά της ποιητικής του ιδεολογίας, διαβάζουμε μερικούς χαρακτηριστικούς στίχους : Το σπίτι σου αν είν’ ζεστό και μοιάζει με παλάτι, /ποτέ στους ταπεινότερους να μη γυρνάς την πλάτη./Όταν ο ήλιος γεννηθεί,δεν είν’για σένα μόνο!/Μοιράζει φως και ζεστασιά που διώχνει κάθε πόνο («Ποτέ στους ταπεινότερους να μη γυρνάς την πλάτη», σ. 33).  Εκτός από την ευαισθησία του για τον ανθρώπινο πόνο είναι διάχυτη η  φυσιοατρία του σε αρκετά ποιήματα, ενώ δεν παραλείπει να εκφράζει και την αγωνία του για το οικολογικό πρόβλημα του πλανήτη μας : Τοίχο να κτίσουν μια φωλιά/ψάχνουν τα χελιδόνια/ μα δεν υπάρχει μια γωνιά/γκρεμμίσαντα μπαλκόνια./ Αγκόκλημα και γιασεμί/δε βλέπεις να σκαλώνει/γύρω τριγύρω το μπετόν/ που την ψυχή πλακώνει. («Το χτες και το σήμερα», σ. 34). Τα θέματα αυτά αλλά και άλλα πολλά, όπως είναι ο πόλεμος, η ξενιτιά, αλλά και η ελπίδα, το όνειρο και η  νοσταλγία περασμένων, δίνονται μέσα από τους στίχους του με ευαισθησία αλλά και ρομαντική διάθεση.

Αυτή η ρομαντική  διάθεση εκφράζεται πολύ χαρακτηριστικά στο ποίημα «Όνειρα» (σ. 52) : ΄Ονειρα χρυσοϋφαντα και χρυσοκεντημένα/ ποσο καιρό θα μένετε μες στην καρδιά κλεισμένα; /Θέλω σε τόπους μαγικούς σε μέρη π’ αγαπάω/ εκεί π’ αρχίζει η ανατολή κι η δύση να σας πάω./ Σε ηλιοβασιλέματα δεν σας το λέω ψέματα/ κι ανατολή ακόμα!  Να ταξιδέψουμε μαζί/ και η ζωή μας η πεζή να δει χαρά και χρώμα. Η νοσταλγία για το χωριό του εκφράζεται επίσης πολύ όμορφα μέσα από το ποίημα «Το χωριό μου» (σ. 65) : Του χωριού μου τον αέρα θα’θελα να ξαναζήσω/ και στα γραφικά δρομάκια μια φορά να σεριανίσω./ Στις απάτητες κορφές σου στις πλαγιές και τα λαγκάδια/ να’ βλεπα τον κάμπο πέρα όπου βόσκουν τα κοπάδια.

Η ποιητική συλλογή του Βάσου Χαγιάννη «Με το κλικ της  ψυχής» κλείνει με τα παιδικά και τα ερωτικά ποιήματα, που είναι επίσης  γραμμένα με ευαισθησία και νοσταλγική διάθεση. Τα 19 παιδικά του ποιήματα διακρίνονται για τη ρέουσα γραφή, τον προσεγμένο παραδοσιακό στίχο και τη γλωσσική απλότητα και σαφήνεια. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι τα ποιήματα του Βάσου Χαγιάννη, που είναι γραμμένα σε παραδοσιακό ομοιοκατάληκτο στίχο, είναι γραμμένα με ευαισθησία,  διακρίνονται για την απλότητα και την αυθεντικότητα της έμπνευσης  και της γραφής, και μπορούν να συγκινήσουν τον αναγνώστη και να του μεταδώσουν ταυτόχρονα μηνύματα ελπίδας αλλά και αισιοδοξίας για τη ζωή και για τον άνθρωπο.

Αγαπητέ Βάσο,σε συγχαίρω πραγματικά για τα ποιήματά σου και  εύχομαι ολόψυχα να είσαι πάντα γερός και δυνατός, για να συνεχίσεις, με το σφρίγος της εφηβικής σου ψυχής, να γράφεις και να δημιουργείς, αποτυπώνοντας ποιητικά ή και πεζά τις μοναδικές εμπειρίες μιας πολύχρονης εμπειρίας στο χώρο της φωτογραφικής τέχνης και της ζωής στην πόλη του Ζήνωνα, που όχι μόνο σε υιοθέτησε και σε αγάπησε, αλλά  σε συγκαταλέγει ανάμεσα στους πιο εκλεκτούς καλλιτέχνες δημιουργούς του σύγχρονου πολιτισμού της.   

Η ΠΛΗΡΌΤΗΤΑ ΣΟΥ / Μαρούλλα Πανάγου


Είναι κάτι ώρες που 'ρχονται έτσι απροσκάλεστες και στρογγυλοκάθονται
στο περβάζι .Εκει του παραθυριού που το ανοίγει η μνήμη κι αναθυμάται
Τότε οπου παιδί ακόμα βιαζόσουν να μεγαλώσεις .Να ξεφύγεις κι επαναστατούσες στα “πρέπει” που σου επέβαλαν .Εκείνα που θα δημιουργούσαν το καλό παιδί .

Μα εσυ διψούσες την επανάσταση .Εκείνη που δεν τόλμησαν ούτε τα ενήλικα χρόνια σου να αναγερτούν Απλά σε υπόταξε η ζωή .
Κι όμως αγαπούσες κεινες τις ώρες .Εκει όπου η μνήμη σε παίρνει στο παλιό τ'ανώγι .Σε κείνες τις εφηβικέςσου αγάπες που τόσο αθώες έμειναν μεσ στο μυαλό σου .
Αγνά τοτε τα χρόνια κι εσύ με τα όνειρα και τ'αστρα στα μάτια ,να θαρείς μπορούσες να κατακτίσεις τον κόσμο .
Ύστερα ο κόσμος κατάπιε εσένα .Σε μια γωνιά του ανώνυμη χάθηκες κι ας κρατούσες σφικτά τα πιστεύω κια τα όνειρά σου . Εκείνα που σε ταξίδευαν όπου εσύ ήθελες .Εξωπραγματικά μα πίστευες πως θα γινόντουσαν η πραγματικότητά σου .
Κι όταν κάτι τ'αγαπάς με όλη την καρδιά και όλη την διάνειά σου στο τέλος θα δικαιωθείς .Φτάνει ποτέ να μην επιτρέψεις σε κανένα να το πατήσει με τα λερωμένα του πόδια .Ετσι δεν έλεγε ο μεγάλος Μαχάτμα Γκάντι ;
Τ'αντάμωσες στο τέλος καρδιά και κείνες οι ώρες που ονειρευτηκες τώρα τις έχεις συντροφιά . Μαζί τις κουβαλά η ψυχή σου έτσι που δεν είσαι μόνη ποτέ .
Η επανάστασή πραγματοποιηθηκε σαν κατάλαβες πως ήταν η διαφορά σου
Την αποδέκτηκες κι ένοιωσες πλήρης σαν είσαι το πρωτότυπό σου και ποτέ δεν θα γίνεις αντίτυπο κανενός ..

Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ* / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ



                                 
 Τιμή  στον Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. εξηνταδύο χρόνια μετά.
 Με το όνειρο της Ένωσης ανεκπλήρωτο.

1.         Η Πράσινη Γραμμή που μας χωρίζει,  οσμή θανάτου στην πατρώα γη.
Το στήθος μας μια κάννη αντικρύζει. «Ρίξε ρε μάνα την ύστατη σπονδή»

2.         Κι ηχούνε απ΄ το πέρα οι φωνές τους, μικρών ηρώων, ρόγχοι κρεμαστοί.
Στους ουρανούς σημαίες οι ζωές τους. Στο βάθος σβήνει κάπως η γραμμή.

3.         Την κάμανε εθνάρχες, δραγουμάνοι, Βιγλάτορες, μουχτάρηδες, σοφοί.
Στης ιστορίας το ξεδιάντροπο σεργιάνι, ξεχάσαν να την βάψουν με σταχτί.

4.         Φορούν τη βέρα σ΄ ένα γάμο στείρο κι αφήνουνε τη προίκα καταγής.
Πριν έρθει καταιγίδα θες να γείρω και να  δηλώσω διπλής υποταγής.

5.         Ποιος κρύβει την πατρίδα στο σκοτάδι; Ποιος υπογράφει σε λευκό χαρτί;
Ποιος συνοδεύει την Κερύνεια στον Άδη; Την Μόρφου ποιος κρεμάει με σχοινί;

6.         Στης Αμμοχώστου το βουβό λιμάνι, οι ερινύες έχουν τρελαθεί.
Ποιος βρίσκει την ελπίδα ποιος την χάνει. Κόκκινη γίνεται η πράσινη γραμμή!

7.         Και συ μητέρα στέκεσαι χαρμάνι! Με το τσεμπέρι στ΄ άσπρα σου μαλλιά.
Το μίσος σου δεν έχει ξεθυμάνει. Το θάρρος σου βουτάει στην καρδιά.

8.         Να δώσεις ένα τέλος στη ελπίδα. «Τούτη η ελπίδα χάθηκε νωρίς»
Στα κατεχόμενα, η μισή  πατρίδα. Το ύμνησε του κόσμου ο ποιητής.

9.         Για πιάσε το σφυρί και τη σκαπάνη. Για πιάσε άμμο και νερό.
Στης Μεσαριάς τον κάμπο με δρεπάνι, ζήσε μες  της αγάπης τον χορό.

10.       Και δέσε την πατρίδα σου στη ζώνη. Όλη η πατρίδα σου είν΄ η ζωή.
Σιτάρι γίνε σ΄ απέραντο αλώνι, για να σβηστεί η πράσινη γραμμή!

11.       Κι αν την γραμμή αρνούνται οι αχρείοι. Μη λες ξανά πως θα περάσουμε.
Κι άμα σου πουν κοφτά « Αιδώς Αργείοι» Και την ζωή μας να θυσιάσουμε.

12.         Η Πράσινη Γραμμή που μας χωρίζει, μοιράζει της πατρίδας την καρδιά.
Της λευτεριάς το άρωμα μυρίζει. Μα είναι καρφωμένη με σουγιά.

13.       Με μια πνοή το χρώμα της διαγράψτε. Με μια φωνή στον κόσμο ν΄ ακουστεί.
Με δάδες το κορμί της όλο κάψτε.  Κι ύστερα ενώστε τη δική μας γη.



*Α΄Βραβείο στην κατηγορία : Μουσικός Στίχος του 8ου Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού του ΕΠΟΚ (2018)

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ.. / Ανδρέου Ειρήνη


Ω Χώμα που 'σουν ασπιλο....

Ο ήλιος βγήκε λαμπερός
το μάτι του μας κλείνει
στην πλάση σκόρπισε το φως
κι όλα στο χθες τ΄αφήνει.
Κι αν σύννεφα τον απειλούν
θα παίξει το κρυφτούλι
έτσι οι μέρες του κυλούν
και κάτω αφέντες , δούλοι.
Σαν τι να κάνει και αυτός
για φως μόνο πασκίζει
να δώσει ελπίδα στο φτωχό..
τη μοίρα ποιος ορίζει;
Ένα κυκλάμινο δειλά
ανθίζει στην αυλή μας
κι άλλα προσμένουν κει ψηλά
στην ματωμένη γη μας.
Ψηλά στον Πενταδάκτυλο
σχεδόν μισό αιώνα ..
ω χώμα που' σουν άσπιλο
κι όλοι σε καμαρώναν,
τώρα οι τούρκοι σε πατούν
και τα κυκλάμινα σου
Μέσ' τις ρωγμές σου καρτερούν
να δούνε τα παιδιά σου
τριγύρω τους να παίζουνε
να διώξουν την ντροπή σου...
Ως πόσο θα σ' εμπαίζουνε
ακόμη κι οι δικοί σου.......
Ο ήλιος βγήκε λαμπερός
στης Κύπρου μας τα μέρη
όμως τον σκιάζει ο εχθρός
με μισοφέγγαρο κι αστέρι......
Ο ήλιος βγήκε λαμπερός
στης Κύπρου μα τα μέρη
μα όσο τον σκιάζει ο εχθρός
'Ανοιξη δεν θα φέρει....


Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Ο Αίγισθος / Στέλιος Παπαντωνίου



Ο Αίγισθος, ποιος Αίγισθος, κι η Κλυταιμνήστρα, αυτή βρισκόταν στο παλάτι, από κει διέτασσε και κατηύθυνε τα πάντα, τα ναυτάκια του έκτου αμερικανικού στόλου κατέβαιναν στον Πειραιά, γέμιζε το λιμάνι, κορίτσια ο στόλος, ήταν το σύνθημα, φτωχοί άνθρωποι στην Τρούμπα, γέμιζε η τσέπη λεφτά, να τους πουλούν νοθεμένο ουίσκυ, κι αυτοί εν υπηρεσία, έδεναν ένα σχοινί ο ένας στον άλλο, σχημάτιζαν μια φάλαγγα και τραβούσαν για την Αθήνα μη χαθούν, ολόισα στα εν Αθήναις στρατόπεδα, να ξεκινήσουν τα τανκς, 21 Απριλίου 1967, κι εμείς Φθιώτιδος 23 ημιυπόγειο, φοιτηταριό, το ‘χαμε το ραδιοφωνάκι μας από το Μινιόν αγορασμένο, ανοίξτε ν’ ακούσετε τους σωτήρες της Ελλάδος, και ποιος ανεχόταν αστεία τέτοια ώρα, κατάκλειστους μας κράτησαν, εμβατήρια στον αέρα, εκείνη η Ελλάδα που δεν πεθαίνει όλο δοκιμές έκανε και πάλι μισοζώντανη έβγαινε, αυτή τη φορά πέρασε ο παγοπώλης, είχαμε τότε παγωνιέρες, την τύλιξε σε μια κανναβίτσα, την έβαλε στην παγωνιέρα, την Ελλάδα λέω, άλλοι είπαν πως χτίστης ήταν και την έβαλε στο γύψο, όχι καλέ, ο γιατρός ήταν, ορθοπεδικός, σπασμένη χέρια πόδια, και τα τανκς έξω από τη Βουλή των Ελλήνων κι οι κλούβες μάζευαν, στοχευμένα πράματα, όχι στην τύχη, αυτά δεν γίνονταν ούτε στη Χώρα, τον καιρό του αγώνα, κέρφιου άκουες, περνούσε το λαντρόβερ της αστυνομίας, ένας τούρκος στον τηλεβόα, προσοχή προσοχή, κι έτσι κλεινόμασταν στο σπίτι, απορώ πώς σκέφτηκε τον αντιήρωά του το ψαράκι της γυάλας να τριγυρίζει μακριά από την Αθήνα με τη φραντζόλα υπό μάλης και μάλιστα να τον περιμένει να κατέβει και Ομόνοια μεριά, να αρχίσουν διαδηλώσεις, να ρίξουν τη χούντα, είσαι καλά, άνθρωπέ μου, έξω από τη Φανερωμένη να ‘ρθεις να δεις διαδήλωση, στην αυλή του Παγκυπρίου, να μπαίνουν οι επικουρικοί κι εμείς να πηδάμε από τα τοιχάρια, δώδεκα χρόνων παιδιά, να σωθούμε, η δακρυγόνα στη μύτη, βρέξτε μαντίλια στις βρύσες. ‘Ελεγε λοιπόν η ανακοίνωση του ραδιοφώνου, στις δυο θα μας άφηναν να πάμε για ψώνια, εμείς για φαείν στην Αύρα της Κύπρου, το εστιατόριό μας, όπου κι αν βρισκόμασταν, κοντά στα λεωφορεία του Θων, προσοχή όμως, μόνο κάτω από πέντε μαζί στο δρόμο, μετριόμασταν, κινδυνεύαμε να μας πυροβολήσουν τα φαντάρια που στέκονταν οπλισμένα στο δρόμο, διαδηλώσεις φοβόντουσαν, πού τέτοια πράματα, ο φόβος κυριαρχούσε, ήταν και μερικοί την παρακαλούσαν και την περίμεναν, ε ρε δικτατορία που χρειάζεται αυτός ο τόπος, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι. Για καιρό κράτησε το ίδιο κλίμα, όσοι είχαμε ευκαιρία να σηκωθούμε, φύγαμε, βαρύ μαύρο πέπλο, αν και προεορτίως τα ζήσαμε, συνηθισμένοι στην καταπίεση των εγγλέζων νομίζαμε πως πήγαμε στην Αθήνα και θα την περνούσαμε στο ελεύθερο, πού να ξέραμε, νύχτα αν βγαίναμε για βόλτα ύστερα από τα ξενύχτια στο διάβασμα, ο αστυνομικός μας σταματούσε, ταυτότητα, πού πάτε τέτοια ώρα, ήταν και κοντά η Αμερικανική πρεσβεία, το καραμανλικό αστυνομικό κράτος, τώρα που το σκέφτομαι την ελευθερία μόνο στο νου και στη φαντασία και στην υπόγα της ψυχής την έχω, η επιφάνεια κι η γήινη Αφροδίτη, της πορνείας πράματα, δεν είναι η Ουρανία, Σε γνωρίζω από την κόψη, μόνο στον αγώνα του 55-59 την ζήσαμε, ξενόστραφα πράματα, είσαι λεύτερος σαν πολεμάς σκλάβος για τη λευτεριά, κι όταν την πάρεις, κάλπικο νόμισμα στο χέρι, χειροπόδαρα δεμένος, ανάξιοι. Ο Αίγισθος κι η Κλυταιμνήστρα αποφάσισαν τους γάμους της Ηλέκτρας μ’ ένα φτωχό παιδί της γειτονιάς, μην αφήσει παιδιά με ήθος αρίστων, κι έρθουν μια μέρα να ζητούν μερίδιο στις μετοχές στην τράπεζα και στις επιχειρήσεις, σε λίγο από μόνες τους οι τράπεζες βυθίστηκαν στο βούρκο, ο φτωχός έτσι κι αλλιώς επέπλεε, επιβίωνε, συνηθισμένος στη φτώχεια του, στις φυλακές υπήρχαν τον καιρό μας και κρεμάλες. Δεν χρησιμοποιήθηκαν αργότερα, πολύ χρειάζονταν.

ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ: Ποιητική Συλλογή του Παντελή Μηχανικού εκδοθείσα το 1957

ΦΟΒΙΣΜΕΝΑ ΠΟΥΛΙΑ


Μ’ αυτές τις ώρες που περνούν,
μετρούμε το θάνατο,
μετρούμε το μαύρο θάνατο
ενώ βρισκόμαστε στη ζωή.
Κύριε Ελέησον.
Μας σπρώξανε τόσο άσχημα,
που νομίζουμε πως ζούμε λαθραίως
αυτές τις ώρες, τέτοιες ώρες.
Η ευλογία
της λαίμαργης χαράς,
πού τσιγκουνεύεται τ& δευτερόλεπτα,
που παίζει στη χούφτα της
τα χρυσά νομίσματα των λεπτών και των δευτερολέπτων-
αυτή η ευλογία,
μήλο ζουμερό κι ολοκόκκινο,
είναι τώρα μήλο στυφής στάχτης,
η σορός της ευτυχίας, η στάχτη της,
που την αρπάζει ή κατάρα και σημαδεύει
τα μάτια των ωρών μας.
Φεύγουν τυφλές κυνηγημένες,
ώρες μας οι φοβισμένες.

ΕΥΑΙΣΘΗΤΟ ΠΡΩΙΝΟ


Έτσι γλυκό που ‘ναι
κι αφήκαμε οπίσω,
απερίσκεπτα,
τρυφερά αισθήματα
που θα στόλιζαν τούτο τ’ ωραίο πρωινό
γαρουφαλλιές, τριανταφυλλιές,
τα παρεθύρια της μοναξιάς μου.
Κι εσύ κλείδωσες
με τ’ αδυσώπητο κλειδί της λογικής
την καρδιά σου.
Προχώρησες
ασφαλής μέσ’ απ’ τα φαράγγια
περιφρονώντας αμείλικτα
τις βιολέττες και τα αισθήματα μας
φυτεμένα στην άκρη του γκρεμού.
Τούτο το γλυκό πρωινό
παθαίνεται να στολιστεί.
Να μάζευες τις βιολέττες
ν’ άφηνα να μεγαλώσουν απαλά αισθήματα
Θα στολίζαμε τα παρεθύρια
της μοναξιάς μας
τούτο το γλυκό πρωινό
π’ ακούω φτερουγίσματα αγγέλων
πού γυρεύουν που να καθίσουν.
—θα τους δεχόμαστε.

ΚΑΤΑΡΑ

Σ’ αυτό το χωράφι φυτέψαμε τους σπόρους των ελπίδων
και τους είδαμε όλους να σαπίζουν έναν ένα.
Οι σκελετοί αμαρτωλών προγόνων
άφυλλα δέντρα
πού σκουντουφλά το κεφάλι μου στο σκοτάδι.
Σκοτάδι. Όπου και να περπατήσω
τρικλίζω, χτυπώ, πληγώνομαι
επάνω στ’ άφυλλα δέντρα του σκοτεινού αυτού χωραφιού
στους σκελετούς πανάρχαιων αμαρτωλών προγόνων.
Όπου και να περπατήσω
το χέρι ενός σκελετού
στάζει μια κατάρα απάνω στο κεφάλι μου.

ΣΤΙΓΜΗ ΑΓΑΠΗΣ


Άμα νιώθω
την αγάπη σου μες στην καρδιά μου,
ζωντανεύουν τα περιστέρια πού ‘θρεψα παιδί
δίνοντας τους σπόρους αθωότητας μες στη φούχτα μου.
Ξυπνούν
και μου φέρνουν μηνύματα στα τρυφερά τους ράμφη,
ζει ο βασιλιάς ‘Αλέξανδρος, ζει.
Άμα νιώθω την αγάπη σου μες στην καρδιά μου,
βλέπω το χέρι της μάνας μου,
που στη φούχτα της φωσφορίζουν τα γράμματα της βίβλου,
να μου ανασταίνει ξανά
το θεό που πέθανε.
Είναι μες στην καρδιά μου η αγάπη σου
όταν πέφτει μέσ’ απ’ τα χέρια μου
το ληστρικό μαχαίρι
και μου καρφώνει το πόδι.
Τότες
μπορώ να μεταφράσω στην Ελληνική γλώσσα
το βέλασμα των αρνιών
πού ρημάξαμε την άλλη φορά.

Παντελής Μηχανικός (βιογραφικό)

Ο Παντελής Μηχανικός(Λιμνιά Αμμοχώστου, 1926 - Λονδίνο, 1979) φοίτησε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου και στην Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας. Από το 1949 ώς τον θάνατό του εργάστηκε ως υπάλληλος στο Τμήμα Τελωνείων.
Την πρώτη του εμφάνιση στην ποίηση την έκανε το 1952 από το περιοδικό " Κυπριακά Γράμματα ". 


Τύπωσε τις παρακάτω συλλογές ποίησης: 



1) "Παρεκκλίσεις " ( Σημειώσεις ημερολογίου 1952- 54), Κύπρος 1957 (περιλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη τη "Δοκιμασία ονείρων ", βραβευμένη από το περιοδικό " Κυπριακά γράμματα " , το 1954. 



2) " Τα δύο βουνά " Λευκωσία 1963, εκδόσεις " Λυρική Κύπρος ", και 



3) " Κατάθεση ", η τελευταία συλλογή του, Κύπρος 1975. 



Επίσης υπάρχουν και 7 ανέκδοτα ποιήματα του στο περιοδικό " Κύκλος" της Λάρνακας, αφιέρωμα στον ποιητή. Οι χρονικές ενδείξεις των τριών ποιητικών συλλογών του  αντιστοιχούν σε καίριες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας του 


O Παντελής Μηχανικός πέθανε στο Λονδίνο στις 20 Ιανουαρίου 1979 από ασθένεια της καρδιάς. Κηδεύτηκε στην Κύπρο δημοσία δαπάνη.

Η σπηλιά του Κύκλωπα / Μηχανικός Παντελής


Ο Οδυσσέας δεμένος κάτω απ’ τον τράγο.
(Διόλου, βέβαια, ποιητική η εικόνα).
Βρισκόμαστε στο σπήλαιο
κι ο θάνατος στέκει στην πόρτα.
Το χτυποκάρδι θα περάσει
κάτω απ’ το ψηλαφητό
του Πολύφημου.
«Κριάρι μου,
θα σου φτιάξω χρυσά κέρατα
να βατεύεις
με την πρεπούμενη λαμπρότητα
τις προβατίνες του Πολύφημου.
Τώρα όμως
τέντωσε το στιβαρό κορμί σου
και βγάλε με έξω απ’ την πόρτα του θανάτου.
Θεόστραβος ο Πολύφημος δεν βλέπει φως
κι ο ήλιος λάμπει έξω απ’ τη σπηλιά.
Εκεί
θα σε φιλήσω στο κούτελο
και θα σου χαϊδέψω τ’ αχαμνά».
Είπε, και τραβώντας μια δυνατή τσιμπιά
στα πισινά του κριαριού
ο Οδυσσέας προχώρησε
για ζωή ή θάνατο.

ΑΓΝΑΝΤΕΜΑ / Μηχανικός Παντελής

Στο παλιό μου σπίτι 
απλώνουνταν μπροστά μου η θάλασσα,
πνοή ασυδοσίας στα στήθια μου
ξεφυλλίζοντας ονειροκρίτες.

Τώρα 
σκληρά βουνά
κόβουνε την όραση,
οπλή και φλόγα. 

Καβαλάρης
απάνω στις βουνοκορφές, 
αντηλιά την απαλάμη
γυρεύει την ίδια θάλασσα
-δεν μπορώ να ζήσω 
χωρίς πέντε καράβια στις ακτές μου
πανέτοιμα κι αστραφτερά. 

Μνήμη / Μηχανικός Παντελής




Ελα να πάμε στην άλλη περιοχή.
Αυτή την περιοχή τη βαρεθήκαμε.
Εδώ προσφέραμε όξος σ' εκείνους που μας ζήτησαν νερό
και σα ζητήσαμε να ξεδιπλώσουμε την ψυχή μας,
ένα λευκό σεντόνι βρεγμένο στα δάκρυα,
στον ήλιο, στον αέρα να στεγνώσει,
μας πρόσφεραν αγκαθωτό συρματόπλεγμα
που μας τρυπούσε.
Την απλώσαμε
και σεις κι εγώ.
Κι ήρθαν τότες και κάθησαν απάνω
και κλάψανε και ξαναβρέξανε την ψυχή μας
κάτι ξωτικά πουλιά
που 'χαν φωλιές μέσα στα όνειρά μας
-τα όνειρά μας, γυναίκες ντροπιασμένες, φοβισμένες
που 'κάναν εκτρώσεις όπου λάχαινε
στα κατσάβραχα, στους δρόμους, παντού.

Ποίημα από την έκδοση δίσκου ακτίνας & έντυπου ενθέτου «Ποιήματα 1957-1975»

επιμέλεια-ανάγνωση: Κυριάκος Ευθυμίου, χ.ε., Λευκωσία 2008

Το βάθος του κόσμου / Μηχανικός Παντελής

Αυτή με τραβούσε απ’ τα μαλλιά.
Εσείς δεθήκατε
πέτρες στο λαιμό μου.
Μα πού θα με πάτε
πού θα με βυθίσετε. – Ο βυθός
του πόνου
ο βυθός της δικής μου θάλασσας
είναι γιομάτος μαργαριτάρια
και πολύτιμες πέτρες

Ένα τραγούδι για τον Ριμαχό / Μηχανικός Παντελής


Και ποιος ήτανε τόσο λεβέντης
όπως τον Ριμαχό
που έσκυψε και φίλησε το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγαπημένη του
κι αυτή προχωρούσε υπερήφανη κι ακατάδεχτη
κι οι άλλοι τον είπανε βλάκα
κι αυτός ξανάσκυψε και ξαναφίλησε το χώμα
ξέροντας καλά πως οι άλλοι τον λέγανε βλάκα.
Και τα στήθια του ήταν γεμάτα χαρά
Γεμάτα χαρά.
Ποιος ήτανε τόσο λεβέντης όπως τον Ριμαχό.
Εφτά χιλιάδες φορές θα σκοτώνονταν
για να υπερασπίσει το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγάπη του.
Ποιος είναι λεβέντης σαν τον Ριμαχό
ποιος έχει αγάπη σαν τον Ριμαχό
να υπερασπίσει τούτα τα χώματα