Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

Η ΠΛΗΡΌΤΗΤΑ ΣΟΥ / Μαρούλλα Πανάγου


Είναι κάτι ώρες που 'ρχονται έτσι απροσκάλεστες και στρογγυλοκάθονται
στο περβάζι .Εκει του παραθυριού που το ανοίγει η μνήμη κι αναθυμάται
Τότε οπου παιδί ακόμα βιαζόσουν να μεγαλώσεις .Να ξεφύγεις κι επαναστατούσες στα “πρέπει” που σου επέβαλαν .Εκείνα που θα δημιουργούσαν το καλό παιδί .

Μα εσυ διψούσες την επανάσταση .Εκείνη που δεν τόλμησαν ούτε τα ενήλικα χρόνια σου να αναγερτούν Απλά σε υπόταξε η ζωή .
Κι όμως αγαπούσες κεινες τις ώρες .Εκει όπου η μνήμη σε παίρνει στο παλιό τ'ανώγι .Σε κείνες τις εφηβικέςσου αγάπες που τόσο αθώες έμειναν μεσ στο μυαλό σου .
Αγνά τοτε τα χρόνια κι εσύ με τα όνειρα και τ'αστρα στα μάτια ,να θαρείς μπορούσες να κατακτίσεις τον κόσμο .
Ύστερα ο κόσμος κατάπιε εσένα .Σε μια γωνιά του ανώνυμη χάθηκες κι ας κρατούσες σφικτά τα πιστεύω κια τα όνειρά σου . Εκείνα που σε ταξίδευαν όπου εσύ ήθελες .Εξωπραγματικά μα πίστευες πως θα γινόντουσαν η πραγματικότητά σου .
Κι όταν κάτι τ'αγαπάς με όλη την καρδιά και όλη την διάνειά σου στο τέλος θα δικαιωθείς .Φτάνει ποτέ να μην επιτρέψεις σε κανένα να το πατήσει με τα λερωμένα του πόδια .Ετσι δεν έλεγε ο μεγάλος Μαχάτμα Γκάντι ;
Τ'αντάμωσες στο τέλος καρδιά και κείνες οι ώρες που ονειρευτηκες τώρα τις έχεις συντροφιά . Μαζί τις κουβαλά η ψυχή σου έτσι που δεν είσαι μόνη ποτέ .
Η επανάστασή πραγματοποιηθηκε σαν κατάλαβες πως ήταν η διαφορά σου
Την αποδέκτηκες κι ένοιωσες πλήρης σαν είσαι το πρωτότυπό σου και ποτέ δεν θα γίνεις αντίτυπο κανενός ..

Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ* / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ



                                 
 Τιμή  στον Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. εξηνταδύο χρόνια μετά.
 Με το όνειρο της Ένωσης ανεκπλήρωτο.

1.         Η Πράσινη Γραμμή που μας χωρίζει,  οσμή θανάτου στην πατρώα γη.
Το στήθος μας μια κάννη αντικρύζει. «Ρίξε ρε μάνα την ύστατη σπονδή»

2.         Κι ηχούνε απ΄ το πέρα οι φωνές τους, μικρών ηρώων, ρόγχοι κρεμαστοί.
Στους ουρανούς σημαίες οι ζωές τους. Στο βάθος σβήνει κάπως η γραμμή.

3.         Την κάμανε εθνάρχες, δραγουμάνοι, Βιγλάτορες, μουχτάρηδες, σοφοί.
Στης ιστορίας το ξεδιάντροπο σεργιάνι, ξεχάσαν να την βάψουν με σταχτί.

4.         Φορούν τη βέρα σ΄ ένα γάμο στείρο κι αφήνουνε τη προίκα καταγής.
Πριν έρθει καταιγίδα θες να γείρω και να  δηλώσω διπλής υποταγής.

5.         Ποιος κρύβει την πατρίδα στο σκοτάδι; Ποιος υπογράφει σε λευκό χαρτί;
Ποιος συνοδεύει την Κερύνεια στον Άδη; Την Μόρφου ποιος κρεμάει με σχοινί;

6.         Στης Αμμοχώστου το βουβό λιμάνι, οι ερινύες έχουν τρελαθεί.
Ποιος βρίσκει την ελπίδα ποιος την χάνει. Κόκκινη γίνεται η πράσινη γραμμή!

7.         Και συ μητέρα στέκεσαι χαρμάνι! Με το τσεμπέρι στ΄ άσπρα σου μαλλιά.
Το μίσος σου δεν έχει ξεθυμάνει. Το θάρρος σου βουτάει στην καρδιά.

8.         Να δώσεις ένα τέλος στη ελπίδα. «Τούτη η ελπίδα χάθηκε νωρίς»
Στα κατεχόμενα, η μισή  πατρίδα. Το ύμνησε του κόσμου ο ποιητής.

9.         Για πιάσε το σφυρί και τη σκαπάνη. Για πιάσε άμμο και νερό.
Στης Μεσαριάς τον κάμπο με δρεπάνι, ζήσε μες  της αγάπης τον χορό.

10.       Και δέσε την πατρίδα σου στη ζώνη. Όλη η πατρίδα σου είν΄ η ζωή.
Σιτάρι γίνε σ΄ απέραντο αλώνι, για να σβηστεί η πράσινη γραμμή!

11.       Κι αν την γραμμή αρνούνται οι αχρείοι. Μη λες ξανά πως θα περάσουμε.
Κι άμα σου πουν κοφτά « Αιδώς Αργείοι» Και την ζωή μας να θυσιάσουμε.

12.         Η Πράσινη Γραμμή που μας χωρίζει, μοιράζει της πατρίδας την καρδιά.
Της λευτεριάς το άρωμα μυρίζει. Μα είναι καρφωμένη με σουγιά.

13.       Με μια πνοή το χρώμα της διαγράψτε. Με μια φωνή στον κόσμο ν΄ ακουστεί.
Με δάδες το κορμί της όλο κάψτε.  Κι ύστερα ενώστε τη δική μας γη.



*Α΄Βραβείο στην κατηγορία : Μουσικός Στίχος του 8ου Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού του ΕΠΟΚ (2018)

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ.. / Ανδρέου Ειρήνη


Ω Χώμα που 'σουν ασπιλο....

Ο ήλιος βγήκε λαμπερός
το μάτι του μας κλείνει
στην πλάση σκόρπισε το φως
κι όλα στο χθες τ΄αφήνει.
Κι αν σύννεφα τον απειλούν
θα παίξει το κρυφτούλι
έτσι οι μέρες του κυλούν
και κάτω αφέντες , δούλοι.
Σαν τι να κάνει και αυτός
για φως μόνο πασκίζει
να δώσει ελπίδα στο φτωχό..
τη μοίρα ποιος ορίζει;
Ένα κυκλάμινο δειλά
ανθίζει στην αυλή μας
κι άλλα προσμένουν κει ψηλά
στην ματωμένη γη μας.
Ψηλά στον Πενταδάκτυλο
σχεδόν μισό αιώνα ..
ω χώμα που' σουν άσπιλο
κι όλοι σε καμαρώναν,
τώρα οι τούρκοι σε πατούν
και τα κυκλάμινα σου
Μέσ' τις ρωγμές σου καρτερούν
να δούνε τα παιδιά σου
τριγύρω τους να παίζουνε
να διώξουν την ντροπή σου...
Ως πόσο θα σ' εμπαίζουνε
ακόμη κι οι δικοί σου.......
Ο ήλιος βγήκε λαμπερός
στης Κύπρου μας τα μέρη
όμως τον σκιάζει ο εχθρός
με μισοφέγγαρο κι αστέρι......
Ο ήλιος βγήκε λαμπερός
στης Κύπρου μα τα μέρη
μα όσο τον σκιάζει ο εχθρός
'Ανοιξη δεν θα φέρει....


Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Ο Αίγισθος / Στέλιος Παπαντωνίου



Ο Αίγισθος, ποιος Αίγισθος, κι η Κλυταιμνήστρα, αυτή βρισκόταν στο παλάτι, από κει διέτασσε και κατηύθυνε τα πάντα, τα ναυτάκια του έκτου αμερικανικού στόλου κατέβαιναν στον Πειραιά, γέμιζε το λιμάνι, κορίτσια ο στόλος, ήταν το σύνθημα, φτωχοί άνθρωποι στην Τρούμπα, γέμιζε η τσέπη λεφτά, να τους πουλούν νοθεμένο ουίσκυ, κι αυτοί εν υπηρεσία, έδεναν ένα σχοινί ο ένας στον άλλο, σχημάτιζαν μια φάλαγγα και τραβούσαν για την Αθήνα μη χαθούν, ολόισα στα εν Αθήναις στρατόπεδα, να ξεκινήσουν τα τανκς, 21 Απριλίου 1967, κι εμείς Φθιώτιδος 23 ημιυπόγειο, φοιτηταριό, το ‘χαμε το ραδιοφωνάκι μας από το Μινιόν αγορασμένο, ανοίξτε ν’ ακούσετε τους σωτήρες της Ελλάδος, και ποιος ανεχόταν αστεία τέτοια ώρα, κατάκλειστους μας κράτησαν, εμβατήρια στον αέρα, εκείνη η Ελλάδα που δεν πεθαίνει όλο δοκιμές έκανε και πάλι μισοζώντανη έβγαινε, αυτή τη φορά πέρασε ο παγοπώλης, είχαμε τότε παγωνιέρες, την τύλιξε σε μια κανναβίτσα, την έβαλε στην παγωνιέρα, την Ελλάδα λέω, άλλοι είπαν πως χτίστης ήταν και την έβαλε στο γύψο, όχι καλέ, ο γιατρός ήταν, ορθοπεδικός, σπασμένη χέρια πόδια, και τα τανκς έξω από τη Βουλή των Ελλήνων κι οι κλούβες μάζευαν, στοχευμένα πράματα, όχι στην τύχη, αυτά δεν γίνονταν ούτε στη Χώρα, τον καιρό του αγώνα, κέρφιου άκουες, περνούσε το λαντρόβερ της αστυνομίας, ένας τούρκος στον τηλεβόα, προσοχή προσοχή, κι έτσι κλεινόμασταν στο σπίτι, απορώ πώς σκέφτηκε τον αντιήρωά του το ψαράκι της γυάλας να τριγυρίζει μακριά από την Αθήνα με τη φραντζόλα υπό μάλης και μάλιστα να τον περιμένει να κατέβει και Ομόνοια μεριά, να αρχίσουν διαδηλώσεις, να ρίξουν τη χούντα, είσαι καλά, άνθρωπέ μου, έξω από τη Φανερωμένη να ‘ρθεις να δεις διαδήλωση, στην αυλή του Παγκυπρίου, να μπαίνουν οι επικουρικοί κι εμείς να πηδάμε από τα τοιχάρια, δώδεκα χρόνων παιδιά, να σωθούμε, η δακρυγόνα στη μύτη, βρέξτε μαντίλια στις βρύσες. ‘Ελεγε λοιπόν η ανακοίνωση του ραδιοφώνου, στις δυο θα μας άφηναν να πάμε για ψώνια, εμείς για φαείν στην Αύρα της Κύπρου, το εστιατόριό μας, όπου κι αν βρισκόμασταν, κοντά στα λεωφορεία του Θων, προσοχή όμως, μόνο κάτω από πέντε μαζί στο δρόμο, μετριόμασταν, κινδυνεύαμε να μας πυροβολήσουν τα φαντάρια που στέκονταν οπλισμένα στο δρόμο, διαδηλώσεις φοβόντουσαν, πού τέτοια πράματα, ο φόβος κυριαρχούσε, ήταν και μερικοί την παρακαλούσαν και την περίμεναν, ε ρε δικτατορία που χρειάζεται αυτός ο τόπος, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι. Για καιρό κράτησε το ίδιο κλίμα, όσοι είχαμε ευκαιρία να σηκωθούμε, φύγαμε, βαρύ μαύρο πέπλο, αν και προεορτίως τα ζήσαμε, συνηθισμένοι στην καταπίεση των εγγλέζων νομίζαμε πως πήγαμε στην Αθήνα και θα την περνούσαμε στο ελεύθερο, πού να ξέραμε, νύχτα αν βγαίναμε για βόλτα ύστερα από τα ξενύχτια στο διάβασμα, ο αστυνομικός μας σταματούσε, ταυτότητα, πού πάτε τέτοια ώρα, ήταν και κοντά η Αμερικανική πρεσβεία, το καραμανλικό αστυνομικό κράτος, τώρα που το σκέφτομαι την ελευθερία μόνο στο νου και στη φαντασία και στην υπόγα της ψυχής την έχω, η επιφάνεια κι η γήινη Αφροδίτη, της πορνείας πράματα, δεν είναι η Ουρανία, Σε γνωρίζω από την κόψη, μόνο στον αγώνα του 55-59 την ζήσαμε, ξενόστραφα πράματα, είσαι λεύτερος σαν πολεμάς σκλάβος για τη λευτεριά, κι όταν την πάρεις, κάλπικο νόμισμα στο χέρι, χειροπόδαρα δεμένος, ανάξιοι. Ο Αίγισθος κι η Κλυταιμνήστρα αποφάσισαν τους γάμους της Ηλέκτρας μ’ ένα φτωχό παιδί της γειτονιάς, μην αφήσει παιδιά με ήθος αρίστων, κι έρθουν μια μέρα να ζητούν μερίδιο στις μετοχές στην τράπεζα και στις επιχειρήσεις, σε λίγο από μόνες τους οι τράπεζες βυθίστηκαν στο βούρκο, ο φτωχός έτσι κι αλλιώς επέπλεε, επιβίωνε, συνηθισμένος στη φτώχεια του, στις φυλακές υπήρχαν τον καιρό μας και κρεμάλες. Δεν χρησιμοποιήθηκαν αργότερα, πολύ χρειάζονταν.

ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ: Ποιητική Συλλογή του Παντελή Μηχανικού εκδοθείσα το 1957

ΦΟΒΙΣΜΕΝΑ ΠΟΥΛΙΑ


Μ’ αυτές τις ώρες που περνούν,
μετρούμε το θάνατο,
μετρούμε το μαύρο θάνατο
ενώ βρισκόμαστε στη ζωή.
Κύριε Ελέησον.
Μας σπρώξανε τόσο άσχημα,
που νομίζουμε πως ζούμε λαθραίως
αυτές τις ώρες, τέτοιες ώρες.
Η ευλογία
της λαίμαργης χαράς,
πού τσιγκουνεύεται τ& δευτερόλεπτα,
που παίζει στη χούφτα της
τα χρυσά νομίσματα των λεπτών και των δευτερολέπτων-
αυτή η ευλογία,
μήλο ζουμερό κι ολοκόκκινο,
είναι τώρα μήλο στυφής στάχτης,
η σορός της ευτυχίας, η στάχτη της,
που την αρπάζει ή κατάρα και σημαδεύει
τα μάτια των ωρών μας.
Φεύγουν τυφλές κυνηγημένες,
ώρες μας οι φοβισμένες.

ΕΥΑΙΣΘΗΤΟ ΠΡΩΙΝΟ


Έτσι γλυκό που ‘ναι
κι αφήκαμε οπίσω,
απερίσκεπτα,
τρυφερά αισθήματα
που θα στόλιζαν τούτο τ’ ωραίο πρωινό
γαρουφαλλιές, τριανταφυλλιές,
τα παρεθύρια της μοναξιάς μου.
Κι εσύ κλείδωσες
με τ’ αδυσώπητο κλειδί της λογικής
την καρδιά σου.
Προχώρησες
ασφαλής μέσ’ απ’ τα φαράγγια
περιφρονώντας αμείλικτα
τις βιολέττες και τα αισθήματα μας
φυτεμένα στην άκρη του γκρεμού.
Τούτο το γλυκό πρωινό
παθαίνεται να στολιστεί.
Να μάζευες τις βιολέττες
ν’ άφηνα να μεγαλώσουν απαλά αισθήματα
Θα στολίζαμε τα παρεθύρια
της μοναξιάς μας
τούτο το γλυκό πρωινό
π’ ακούω φτερουγίσματα αγγέλων
πού γυρεύουν που να καθίσουν.
—θα τους δεχόμαστε.

ΚΑΤΑΡΑ

Σ’ αυτό το χωράφι φυτέψαμε τους σπόρους των ελπίδων
και τους είδαμε όλους να σαπίζουν έναν ένα.
Οι σκελετοί αμαρτωλών προγόνων
άφυλλα δέντρα
πού σκουντουφλά το κεφάλι μου στο σκοτάδι.
Σκοτάδι. Όπου και να περπατήσω
τρικλίζω, χτυπώ, πληγώνομαι
επάνω στ’ άφυλλα δέντρα του σκοτεινού αυτού χωραφιού
στους σκελετούς πανάρχαιων αμαρτωλών προγόνων.
Όπου και να περπατήσω
το χέρι ενός σκελετού
στάζει μια κατάρα απάνω στο κεφάλι μου.

ΣΤΙΓΜΗ ΑΓΑΠΗΣ


Άμα νιώθω
την αγάπη σου μες στην καρδιά μου,
ζωντανεύουν τα περιστέρια πού ‘θρεψα παιδί
δίνοντας τους σπόρους αθωότητας μες στη φούχτα μου.
Ξυπνούν
και μου φέρνουν μηνύματα στα τρυφερά τους ράμφη,
ζει ο βασιλιάς ‘Αλέξανδρος, ζει.
Άμα νιώθω την αγάπη σου μες στην καρδιά μου,
βλέπω το χέρι της μάνας μου,
που στη φούχτα της φωσφορίζουν τα γράμματα της βίβλου,
να μου ανασταίνει ξανά
το θεό που πέθανε.
Είναι μες στην καρδιά μου η αγάπη σου
όταν πέφτει μέσ’ απ’ τα χέρια μου
το ληστρικό μαχαίρι
και μου καρφώνει το πόδι.
Τότες
μπορώ να μεταφράσω στην Ελληνική γλώσσα
το βέλασμα των αρνιών
πού ρημάξαμε την άλλη φορά.

Παντελής Μηχανικός (βιογραφικό)

Ο Παντελής Μηχανικός(Λιμνιά Αμμοχώστου, 1926 - Λονδίνο, 1979) φοίτησε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου και στην Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας. Από το 1949 ώς τον θάνατό του εργάστηκε ως υπάλληλος στο Τμήμα Τελωνείων.
Την πρώτη του εμφάνιση στην ποίηση την έκανε το 1952 από το περιοδικό " Κυπριακά Γράμματα ". 


Τύπωσε τις παρακάτω συλλογές ποίησης: 



1) "Παρεκκλίσεις " ( Σημειώσεις ημερολογίου 1952- 54), Κύπρος 1957 (περιλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη τη "Δοκιμασία ονείρων ", βραβευμένη από το περιοδικό " Κυπριακά γράμματα " , το 1954. 



2) " Τα δύο βουνά " Λευκωσία 1963, εκδόσεις " Λυρική Κύπρος ", και 



3) " Κατάθεση ", η τελευταία συλλογή του, Κύπρος 1975. 



Επίσης υπάρχουν και 7 ανέκδοτα ποιήματα του στο περιοδικό " Κύκλος" της Λάρνακας, αφιέρωμα στον ποιητή. Οι χρονικές ενδείξεις των τριών ποιητικών συλλογών του  αντιστοιχούν σε καίριες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας του 


O Παντελής Μηχανικός πέθανε στο Λονδίνο στις 20 Ιανουαρίου 1979 από ασθένεια της καρδιάς. Κηδεύτηκε στην Κύπρο δημοσία δαπάνη.

Η σπηλιά του Κύκλωπα / Μηχανικός Παντελής


Ο Οδυσσέας δεμένος κάτω απ’ τον τράγο.
(Διόλου, βέβαια, ποιητική η εικόνα).
Βρισκόμαστε στο σπήλαιο
κι ο θάνατος στέκει στην πόρτα.
Το χτυποκάρδι θα περάσει
κάτω απ’ το ψηλαφητό
του Πολύφημου.
«Κριάρι μου,
θα σου φτιάξω χρυσά κέρατα
να βατεύεις
με την πρεπούμενη λαμπρότητα
τις προβατίνες του Πολύφημου.
Τώρα όμως
τέντωσε το στιβαρό κορμί σου
και βγάλε με έξω απ’ την πόρτα του θανάτου.
Θεόστραβος ο Πολύφημος δεν βλέπει φως
κι ο ήλιος λάμπει έξω απ’ τη σπηλιά.
Εκεί
θα σε φιλήσω στο κούτελο
και θα σου χαϊδέψω τ’ αχαμνά».
Είπε, και τραβώντας μια δυνατή τσιμπιά
στα πισινά του κριαριού
ο Οδυσσέας προχώρησε
για ζωή ή θάνατο.

ΑΓΝΑΝΤΕΜΑ / Μηχανικός Παντελής

Στο παλιό μου σπίτι 
απλώνουνταν μπροστά μου η θάλασσα,
πνοή ασυδοσίας στα στήθια μου
ξεφυλλίζοντας ονειροκρίτες.

Τώρα 
σκληρά βουνά
κόβουνε την όραση,
οπλή και φλόγα. 

Καβαλάρης
απάνω στις βουνοκορφές, 
αντηλιά την απαλάμη
γυρεύει την ίδια θάλασσα
-δεν μπορώ να ζήσω 
χωρίς πέντε καράβια στις ακτές μου
πανέτοιμα κι αστραφτερά. 

Μνήμη / Μηχανικός Παντελής




Ελα να πάμε στην άλλη περιοχή.
Αυτή την περιοχή τη βαρεθήκαμε.
Εδώ προσφέραμε όξος σ' εκείνους που μας ζήτησαν νερό
και σα ζητήσαμε να ξεδιπλώσουμε την ψυχή μας,
ένα λευκό σεντόνι βρεγμένο στα δάκρυα,
στον ήλιο, στον αέρα να στεγνώσει,
μας πρόσφεραν αγκαθωτό συρματόπλεγμα
που μας τρυπούσε.
Την απλώσαμε
και σεις κι εγώ.
Κι ήρθαν τότες και κάθησαν απάνω
και κλάψανε και ξαναβρέξανε την ψυχή μας
κάτι ξωτικά πουλιά
που 'χαν φωλιές μέσα στα όνειρά μας
-τα όνειρά μας, γυναίκες ντροπιασμένες, φοβισμένες
που 'κάναν εκτρώσεις όπου λάχαινε
στα κατσάβραχα, στους δρόμους, παντού.

Ποίημα από την έκδοση δίσκου ακτίνας & έντυπου ενθέτου «Ποιήματα 1957-1975»

επιμέλεια-ανάγνωση: Κυριάκος Ευθυμίου, χ.ε., Λευκωσία 2008

Το βάθος του κόσμου / Μηχανικός Παντελής

Αυτή με τραβούσε απ’ τα μαλλιά.
Εσείς δεθήκατε
πέτρες στο λαιμό μου.
Μα πού θα με πάτε
πού θα με βυθίσετε. – Ο βυθός
του πόνου
ο βυθός της δικής μου θάλασσας
είναι γιομάτος μαργαριτάρια
και πολύτιμες πέτρες

Ένα τραγούδι για τον Ριμαχό / Μηχανικός Παντελής


Και ποιος ήτανε τόσο λεβέντης
όπως τον Ριμαχό
που έσκυψε και φίλησε το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγαπημένη του
κι αυτή προχωρούσε υπερήφανη κι ακατάδεχτη
κι οι άλλοι τον είπανε βλάκα
κι αυτός ξανάσκυψε και ξαναφίλησε το χώμα
ξέροντας καλά πως οι άλλοι τον λέγανε βλάκα.
Και τα στήθια του ήταν γεμάτα χαρά
Γεμάτα χαρά.
Ποιος ήτανε τόσο λεβέντης όπως τον Ριμαχό.
Εφτά χιλιάδες φορές θα σκοτώνονταν
για να υπερασπίσει το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγάπη του.
Ποιος είναι λεβέντης σαν τον Ριμαχό
ποιος έχει αγάπη σαν τον Ριμαχό
να υπερασπίσει τούτα τα χώματα

Θα ξεκινήσουμε επιτέλους; / Μηχανικός Παντελής




Ταξιδέψαμε τόσο πολύ μες στην ακινησία.
Τα πανιά τυλιγμένα, ολόσκονα.
Οι ιστοί είναι ολόρθοι ακόμα
μα η ψυχή τους - μαρασμένη καμπούρα.
Ενας μαρμαρωμένος ναύτης - άγαλμα
αιγυπτιακό μ' αρχαία γένια.
Η θάλασσα αφρίζει
γλύφει το καράβι
γυναίκα ηδονόπαθη μ' όλα τα κόλπα
σειρήνα -
Είναι δεμένος ακόμα ο Οδυσσέας,
που δεν ταξίδεψε.
Ο μικρός Οδυσσέας σπουδάζει ακόμα, σπουδάζει.
Ακόμα δεν είναι καιρός, λέει,
θέλει να σπουδάσει στην εντέλεια καπετάνιος,
να εξετάσει πολύ καλά το σκαρί.
Η σιγουράδα του να 'ναι σκαρί τέλειο.
Ετσι που ν' αγωνιστεί χωρίς σχισμές,
χωρίς πληγές,
να 'ναι ολοκληρωμένος, ίσος με τον εαυτό του.
Χωρίς ταξίδια όμως, πώς μπορεί να ολοκληρωθεί;
Δεν θα 'ναι ο θάνατος η τελευταία γνώση της ολοκλήρωσής του;
-Σήμερα σκέφτεται να ξεκινήσει ο μικρός Οδυσσέας.

Γράμμα / Μηχανικός Παντελής


Αγαπητή μου μητέρα,
H Αγάπη σου,
σε πληροφορώ
μου δυσκολεύει τη ζωή.
Εδώ πέρα δεν υπάρχει άλλη διέξοδος.
Περπατώ στους δρόμους
με την ύπαρξή μου γραμμένη κάτω απ’ τα παπούτσια μου,
που τη ζουλεί το κάθε μου πάτημα.
Καμιά φορά βγάζουμε το παπούτσι μας
και το πετάμε στον αέρα,
γιατί είναι ανάγκη να παίξουμε.
Κάποια μέρα μπορεί να το χάσω μέσα σ’ αυτή την οχλοβοή
μαζί με ό,τι έχει γραμμένο από κάτω.
Εσύ μου είπες να μην τα κάνω όλ’ αυτά.
Μα ακριβώς σου γράφω για να σε πληροφορήσω πως δεν γίνεται
διαφορετικά.
Δεν μπορώ να σ’ ευχαριστήσω.
Η αγάπη σου με τραβά από τα μαλλιά, όταν εγώ
μάχομαι ολάκερος,
μ’ αποσπά δυνάμεις,
αυτή την κρίσιμη στιγμή,
που μόνο με μαντήλια βρεμένα στο αίμα
προσπαθούμε να δροσίσουμε το μέτωπο των ζαλισμένων μας
πεποιθήσεων.

Ωδή για ένα σκοτωμένο τουρκάκι / Μηχανικός Παντελής



Stetson!
You who were with me in the ships at Mylae!
That corpse you planted last year in your garden,
Has it begun to sprout? Will it bloom this year?
T. S. ELΙOT,
H Έρημη Χώρα

Αυτός ο κάμπος π’ απλώνεται μπροστά μου καταπράσινος
στολισμένος με το κίτρινο της μαργαρίτας
με το κόκκινο της παπαρούνας
με το χαμόγελο της βιολέτας
αυτός ο κάμπος
ανοιχτός κάτω απ’ τις θερμές
αχτίνες του ήλιου φωτεινές
αυτός ο κάμπος
που μ’ ένα χάδι απαλό
δείχνει στην ψυχή μας το δρόμο της άνοιξης
σ’ αυτό τον κάμπο
που δοξάζει τον Κύριο και την ψυχή του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο που δοξάζει το σώμα
και μουρμουρίζει το τραγούδι του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο
κείτεται
σκοτωμένο
ένα Τουρκάκι.
Ένα συσπασμένο πρόσωπο
κομμένο απάνω στον πόνο,
ανάγλυφη
ανήλικη μάσκα
κομμένη στην αιωνιότητα για να ρωτά
αν ο τόπος ήταν πράγματι πολύ στενός
μέσα στο πανηγύρι της άνοιξης
για να ρωτά
αν υπάρχουν εθνότητες ανάμεσα στους λαούς της μαργαρίτας
για να ρωτά
ποιας εθνικότητας είναι το πράσινο χορτάρι





Ζεσταίνει ο ήλιος τις ρίζες και το χώμα.
Ξεχειλίζει η αγάπη σα δροσούλα
μέσ’ απ’ τα φύλλα και τους ανθούς της ψυχής του ανθρώπου
μέσα στην ανοιχτή ειλικρίνεια του κάμπου
και μια ανάγλυφη τρομερή μάσκα ενός παιδιού
κάτω απ’ το πολύ του ήλιου το φως
κινάει τα χείλη
και μιλεί: – «Ευχαριστώ.
Με φέρατε σ’ αυτό τον δρόμο.
Με φέρατε σ’ αυτό το τέλος. Ευχαριστώ σας
δικούς και ξένους.»
Γη μου! Κοίμησέ τον γλυκά,
νανούρισέ τον. Για σένα
η φωνή του ποιητή
ρωτάει και πάλι εφέτος
τους εμπόρους των πετρελαίων
και τους αποικιστές των πτωμάτων,
ρωτάει τον Στέτσον:
«Το κουφάρι που εφύτεψες πέρσι μέσα στον κήπο σου
άρχισε να βλαστάει; θ’ ανθίσει εφέτος;»

Αφροδίτη / Μηχανικός Παντελής



Γυμνή
με τα μαλλιά σου καψαλισμένα
σε βλέπω να ρίχνεσαι στη θάλασσα
και πάεις.

Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας για πολύν καιρό. 
Δεν είμαστε εμείς για ομορφιές
δεν είμαστε για όνειρα.
Είμαστε οι ταπεινοί άνθρωποι
με τον βούρκο στη μύτη
με τη σάπια ψυχή. 
– Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.

Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας πολύν καιρό
στα ερείπια και στα χαλάσματα
στα καμένα χορτάρια
δεν μπορούσες να μείνεις 
εκεί όπου ο Άρης φτύνοντας αφρούς και αίμα εφώναζε
Εφιάλτη, Εφιάλτη, πού είσαι Εφιάλτη
και
(ποιος να το φανταστεί)
ήτανε φίλος του Εφιάλτη. Φίλος του. 
– Τότες η γη μας εξέρασε τα σπλάχνα της.

Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.
Απελπισμένη
ερίχτηκες από την Πέτρα του Ρωμιού πίσω στη θάλασσα
και χάθηκες – ποια ψάρια 
ποια κήτη
ποια τέρατα σμίγοντας
ω, κόρη μου, σε ποιους γιαλούς
σε ποιους βυθούς,
θεά μου.