έφευγαν
ελάτε, πίσω
τις καλούσα, ελάτε μέσα μου
μιλήστε
ο γδούπος τους
κενός του πουθενά
και δίχως
λόγια πύκνωνε ο θάνατος […]
(σ. 8)
**
Πονούσε το
άδειο μου οστέινο κουφάρι.
Το ακατοίκητο
κενό του σφάδαζε […]
Έμοιαζα με
ξυσμένο πιθάρι
εκατό χιλιάδες
αιώνες αφημένο στο διαρκή ήλιο
Στέγνωσα.
Όλα ρουφήχτηκαν […]
Νυχτώνει
μαύρο.
(σ. 10)
**
[…] Από το
παράθυρο μπαίνει κάθε πρωί μια μέρα
κι ένας προδότης.
Μαζεύει τα
σύνεργα σαν καλός φίλος που βοηθάει […]
Όσες φορές
δοκίμασα να κλείσω έξω τον προδότη
απέτυχα.
(σ. 13)
**
Αποστρέφομαι
τις μέρες δίχως κίνδυνο.
Σπουδάζω πάντα
πώς να αχρηστεύω ύποπτες δοσοληψίες,
ληγμένες
ιστορίες και αυταπάτες.
(σ.15)
**
Η
ναρκοσυλλέκτρια εκστρατεύει
με όλη την ψυχή της.
Κατάφορτη.
Διαθέτει σύνεργα για τις καρδιές των άλλων
μόνο.
Θέλει ένα βάρος να διασχίσει
διάφανα τοπία ουρανού.
Και να μην είναι φυγή.
(σ.52)