Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο,κοιτάς ολόγυρα σου,
σκέφτεσαι ,συλλογίζεσαι,πού πήγαν τα όνειρα σου.
Χάσαμε τις ρίζες μας,τα όμορφα χωριά μας,
τον τόπο μας,στερούμαστε κι εμείς και τα παιδιά μας.
Τα πεύκα κυματίζουνε,σκύβουν μας χαιρετούνε,
μα έχουνε παράπονο,πώς μόνα τους πάντα ζούνε,
δεν την μπορούν την μοναξιά,ελληνικά μιλούνε,
πίσω μας θέλουνε ξανά,κάτω από το ίσκιο τους,
να τρώμε,να γλεντούμε κι όμορφα να ζούμε!
Πάνω στα πεύκα στα κλαδιά,κάθονται τα πουλάκια,
μας βλέπουν με παράπονο και χαμηλοπετούνε,
μα χάθηκε η φωνούλα τους και δεν κελαηδούνε.
Προστάτης τους ο αετός πάνω στου πεύκου τη κορφή,
μα τα φτερά του έσπασαν κι έχει βαθιά πληγή.
Ανηφορίζοντας στον δρόμο της επιστροφής,
φυτά και αγριολούλουδα,βρίσκεις λογής- λογής
χρωματική η πανδαισία,σαν πίνακας ζωγραφικής!
Χίλιες,μύριες αποχρώσεις,χίλιες μύριες ευωδιές,
ανασταίνουν τη ζωή μας και ευωδιάζουν τις ψυχές!
Ανηφορίζοντας στην στροφή του δρόμου,
μιά στάση,μιά στάση αποχαιρετισμού!
Ένα υπερθέαμα,μιά ζωγραφιά,
ο ήλιος τραβάει την τελευταία του πινελιά!
Ο ήλιος τραβάει στη μάνα του,πάει να ξαποστάσει,
σκόρπισε χρώματα πολλά,γέμισε όλη πλάση!
Ο ήλιος τραβάει στη μάνα του,ο ήλιος πάει να δύσει,
τον ουρανό χρυσόξανθες ανταύγειες πήγε να περιλούσει.
Η θάλασσα γαλήνεψε την γλυκό νανουρίζει,
μέστ´τα γαλάζια της νερά να γλυκό καθρεφτίζει!
Ανηφορίζοντας άρχισε να γλυκοσουρουπιάζει,
και τον ματωμένο Πενταδάκτυλο τον φώτισε ,
και σαν πίνακας μοιάζει!
Χρυσές,μαβιές και ροδαλί,ακτίνες ξαποστέλλει,
κρυφτούλι μέστ´τα σύννεφα,σιγά- σιγά πηγαίνει.
Βουτάει μές τη θάλασσα,γλυκά τη χρωματίζει,
κι η θάλασσα μας του Βορκά,να ροδοκοκκινίζει!
Φεύγει ο ήλιος χάνεται κι αρχίζει να βραδιάζει,
και μέσα η ψυχούλα μας,πάλι να σκοτεινιάζει.
Ανηφορίζοντας τον Πενταδάκτυλο και πίσω σαν γυρνάμε
μιά υπόσχεση ξανά ,πώς πάντα θα θυμάμαι,
και νοερά στην σκέψη μας ,εκεί θα τριγυρνάμε,
σε τόπους όμορφους που πάντα αγαπάμε,
και ποτέ μας δεν ξεχνάμε!