ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη,
σκληρός ως άδης ήλος
ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ
Νησός τις
Το σώμα μας ένα θέατρο μαυσωλείο σημάτων
από δω και πέρα χωρίς μάνα
μικρό κορίτσι κουλό απ΄ το δεξί
μπορούσα χωρίς
υπήρχε βέβαια η γιαγιά κι΄ ο τραβαδούρος
φτάνουν;
η επέμβαση
έγινε τα πράγματα
σκόρπισαν στο σταυροδρόμι το πλοίο
μπήκε ονειρευόμουνα
από περιστέρια συναμένα
σε γλυκύν ύπνο το κορμί μου
ν΄ απογειωθούν
στον άνεμο
μια μικρή κλόουν κι΄ ο αδελφός μου ά ο αδελφός μου
τον έσφαξαν δέκα χρονώ η μάνα μας
κατάπιε ύστερα τη ξερριζωμένη του
δυο πανσέδες στη θέση των ματιών
απέναντι
στη χέρσα καθότανε
το άδειο φλυτζάνι πλάι στο δικό του
μόλις να δούμε τον εσταυρωμένο
η μάνα μας
ο ατός
κι΄ έτσι
καταματωμένον και γυμνόν τον σήκωσε μακρυά αχ μακρυά
αφήνοντάς με κατάμονη
μαζύ τους
Αδάμ Αδάμ δεν είμαι
εκείνη που σου μάθαινε δεν είμαι
η άλλη είμαι η ζωή
θα φύγω
μόνος παλεύοντας
να φυτρώσω απ΄ το πλευρό του
μόνος πασχίζοντας
να κερδίσει την αγάπη του κόσμου
ο αποκεφαλισμένος αδελφός
ο δακρυσμένος χορευτής
ο γιος μου
Που να΄ σαι τάχατες
αητέ
που να΄ σαι
αστερογέννητε
που ΄ χεις τον ήλιο
αδελφό
και το φεγγάρι
σύντροφο
πιάνω τους δρόμους
παρπατώ
κι΄ έναν έναν αρωτώ
τα πετραδάκια του
γιαλού
τα κύματα του πέλαγου
μην είδατε τον αητό
με το χρυσό το μέτωπο
είχε τα μάτια του υγρά
και δυο αυλάκια
μάγουλα
ναι ναι τον είδαμε
κυρά
ναι ναι πετούσε κει
ψηλά
έλαμπε σαν αυγερινός
τζιαι θάμπωσεν ο
ουρανός
|
κι’ έκατσα εκεί στην
αμμουδιά
χωρίς μιλιά χωρίς
λαλιά
που να΄ σαι τώρα αητέ
που νά ΄σαι
αστερογέννητε
είν΄ η καρδούλα μου
ξερή
ούτ΄ ένα δάκρυ δε μπορεί
γύρισε πίσω να χαρείς
είναι νωρίς είναι
νωρίς
σώπασε σώπασε κυρά
ψιθύρισαν τα κύμματα
σώπασε σώπασε κυρά
είπε η μικρούλα
λεμονιά
στοχάσου πως η
λευτεριά
έχει ολόμαυρα φτερά
που δεν χωράνε
σύντροφο
παρά κοντάρι στο
πλευρό
|
o Άης Γιώργης Διενής
........
ενώ τα τραίνα πάνε
άσπρα και τρυφερά
στον πρώτο ήχο της αυγής έτοιμα
το κορμί μου
Τι κρίμα να ξυπνάμε ένα πρωί
με μια εικόνα σφαγής μέσα στο κεφάλι!
Ορέστη φονιά Αδάμ
πλανεμένε
πως αγαπήσαμε και οι δυό το φίδι πέ μου
το σώμα μας ένα θέατρο
μαυσωλείο σημάτων
της γυναίκας δεύτερο τύπωμα
Παναγιά ή πόρνη το ίδιο
η πόλη καιγόταν
άδειασαν
τα ξενοδοχεία οι πολυκατοικίες τίποτα
άγρια αγκάθια και τσουκνίδες φυτρώνουν από τις ρωγμές
τ΄ αυλάκια
φτάνουν κάποτε ίσαμε το δεύτερο πάτωμα τα φίδια
πλήθυναν πάλι ας τους να φύγουν
καλύτερα η πόλη έτσι άδεια
νεκρή σε ανύποπτο χρόνο του καρκινώματος
Θα σκάβουμε τότες δίπλα δίπλα μέχρι να καθαρίσουμε τους
δρόμους
Θα σταθούμε τότες στ΄ αντικρυνά παράθυρα
Θα χαμογελάσουμε
πως είμαστε γείτονες για πρώτη φορά
πως αγαπιόμαστε ύστερα από τόσα χρόνια
να πρέπει να ξυπνάμε ένα
πρωί με μια εικόνα σφαγής μέσα στο κεφάλι!
....................
μεγάλη πέτρινη Μέδουσα και γύρω γύρω θάλασσα ο πόλεμος
ξάφνου ο πόλεμος
στη θέση της καρδιάς μια τρύπα
μάνες μοιρολογήστρες
δίχως δάκρυ το πρώτο αίμα στη θέση
θυμάσαι
που ξέσπασες σε λυγμούς συγνώμης
αδελφέ μου
γιέ μου
και ξανά και ξανά
γλίστρησες πίσω
σήμερα λάμπει ο ουρανός
σήμερα λάμπει η μέρα
σήμερα στεφανώνεται
ατός την περιστέρα
την
Ώρα της Εξόδου ξεκοκκάλιζε το πρόσωπό σου
έπαιζε
το κρανίο σου η Μάγισσα
δεν
μπορούσα την έβλεπα δε μπορούσα ούτε τον εαυτό μου τότε
και σ΄ άφησα στο έλεό της
ένας
ανεβοκατεβαίνει τη γραμμή των κυμμάτων
φεύγει
πίσω
από
το πρόσωπο λυγμός
Ουαί
ουαί, η πόλις η μεγάλη, Βαβυλών η πόλις η ισχυρά, ότι
μια ώρα
ήλθεν
η κρίσις σου
Χρυσοθέμη
πόσα
σου μέλλεται
να
δεις
αλλά
το
όραμα από νωρίς
να
περπατάς ντυμένη στα λευκά
να
καίγεσαι στη βάρκα που τραβάει στ΄ ανοιχτά
μόνη
μόνη
μόνη
μπαούλο ανοιχτό το σπασμένο πρόσωπο
της γιαγιάς από μέσα
ανέφανεν
η Quelle Bell;ina
[..] γύρισε πίσω ο ατός κόκκινος από το γαίμα
σου:
έλα πάμε τώρα
κοιμήσου στα φτερά μου
κοιμήσου
ομορφιά μου
Για να μπορούν
αυτοί που έρχονται να πουν
σιωπή
σιωπή
σιωπή
για να μπορούν
αυτοί που έρχονται να πουν
σιωπή
σιωπή
σιωπή
για να μπορούν
αυτοί που έρχονται να πουν
σιωπή
σιωπή
σιωπή
έλα πάμε τώρα
ομορφιά μου
κοιμήσου
είσαι όμορφη
όμορφη
όμορφη
είσαι όμορφη
|
όμορφη
όμορφη
όμορφη
έλα πάμε τώρα
για να μπορούν
αυτοί που έρχονται
ν΄ ακούσουν
τουλάχιστον ν΄
ακούσουν
άρχοντά μου
το τραγούδι μας
έλα πάμε τώρα
ομορφιά μου
πάμε
περήφανο
μοναχικό μου άτι
έλα πάμε
τώρα
για να μπορούν
πικρέ μου
να μπορούν αυτοί
που έρχονται να πουν
σιωπή
|
η QUELLE BELLINA και ο κόκκινος αητός
πάνω στη δοξασμένη
πρώτα βραβεία μασκαράτας
ούτε γιαγιά ούτε καρδιά
το πέτρινο καράβι ατενίζοντας
από αιώνες
φόβου
η γιαγιά μου έχασε το γιο της δέκα χρονώ λάθος διάγνωση λάθος
εγχείρηση ο πόλεμος
ήρθεν ο χαλαστής φέρνοντας την αλήθεια
"Ποια είναι αυτή η γυναίκα που με διώκει αυτός ο άνδρας..."
την αρπάζουν την κόβουν κομμάτια
την πετάνε στο νερό στο νερό
στη θάλασσα
κι΄ απλώνεται το κομμένο χέρι πιο κει πιο δίπλα κοντά στη βουλιαγμένη τριήρη
το βυθισμένο σώμα της Άνοιξης
τα δάκτυλα χαλαρώνουν στις άκρες το αγγίζουν
Το μόνο που διέσωσα από το παλιό σπίτι της γιαγιάς αίναι αυτή η λάμπα πετρελαίου
μια μέρα όλοι μαζί και κοιταχτήκαμε στον καθρέφτη
Ανεπανόρθωτα
με τρόμο ύστερα ήρθεν
πριν ή ύστερα δε θυμάμαι καλά
ανεβήκαμε στο σχοινί του ακροβάτη οι τρεις μας οι δυο μας
φύγαμε ο πόλεμος
Μαυσωλείο σημάτων
κράτησα το κεφάλι του σφιχτά το έσωσα
από τις Βάκχες τη Μήδεια
ήμουν μόνη
φύγαμε μαζί μου ξέφυγε
κατρακύλησε στους δρόμους χόρευε
τρομάζοντας και διασκεδάζοντας τον κόσμο
Χριστέ μου τι ομορφιά τι λαγνεία...
νά ΄ξερα αδελφέ μου πως ο θάνατος ήταν Μέγας
νά ΄ξερα γιε μου
πως θα γινόσουν
πάλι και
πάλι και
πάλι
Δήμιός μου
κι όμως τότε
προτού σε τεμαχίσουν
στο παλιό σπίτι της γιαγιάς
το σπίτι της μάνας μας
ήμασταν ευτυχισμένοι
δεν ήμαστε;
νά ΄ξερα αδελφέ μου πως ο θάνατος ήταν Μέγας
νά ΄ξερα γιε μου
πως θα γινόσουν
πάλι και
πάλι και
πάλι
Δήμιός μου
κι όμως τότε
προτού σε τεμαχίσουν
στο παλιό σπίτι της γιαγιάς
το σπίτι της μάνας μας
ήμασταν ευτυχισμένοι
δεν ήμαστε;
Η ξεριζωμένη σου καρδιά ο ψεύτικος όρκος στην Παναγιά η
νεκρή κόρη που κρέμμεται από το λαιμό σου όλα όλα έμελλε να
γραφτούν ανάμεσα στη κόψη του τσεκουριού και τον τρυφερό μου
λαιμό το λαιμό ζαρκαδιού που αγαπά και τρέχει δε ξεχνάς
Υπό μήλον εξηγειρά σε
εκεί ωδίνησεν σε η μήτηρ σου,
εκεί ωδίνησέν σε η τεκούσα σου.
Διέσωσα την ταπεινή λάμπα
τα παιδιά μου πέθαναν και τα δύο και συ
πέθανες και η μεγάλη δοξασμένη βούλιαξε
στη γη
γιαγιά
πετώ τα παιδιά στο νερό
φορώ τη ριγέ μου στολή
και φεύγω όπως μπορώ
- έλα πάμε τώρα
Κάποια μέρα άνοιξα την πόρτα
ο δρόμος ήταν γεμάτος άνδρες
Από τότε περπατώ με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω
(ας μη ξέρουν τι χρώμα έχουν τα μάτια μου)
μ΄ αυτό μου ξεφεύγει συνέχεια τρέχει στην άσφαλτο στα
μονοπάτια τρομάζοντας τον κόσμο
Από την πολλή του πίκρα κάποτε σκαρφάλωσε με δυο σκοινένιες
σκάλες κι΄ έγινε φεγγάρι
«Ξέρεις θεία
πως αυτό τον ήλιο εγώ τον έφτιαξα;
Τον ζωγράφισα
σ΄ ένα χαρτί κι΄ ύστερα αυτός βγήκε
κι΄ ανέβηκε στον ουρανό»
«Ναι αγάπη μου
eterno dolore καλή σου μέρα»
Όταν επέστρεψε
από τη ξενητειά εκδικήθηκε το φόνο του πατέρα
σκοτώνοντας
την μάνα
με τη βοήθεια
της Ηλέκτρας
για ο Ορέστης
δε θυμάται
η προφητεία
εκπληρώθηκε
Δήμιος το
επάγγελμα
σχεδόν
Θεατρίνος
Τι να πρωτοθυμηθείς Χρυσοθέμη
την παράσταση επί του φερέτρου
τον πόλεμο
την προσφυγιά
'Α όχι όχι
Η Quelle Bellina έρκεται
δίπλα στον Διενήν
Ο Αι Γιώργης
Διενής
η Quelle Bellina και ο κόκκινος αητός
κι΄ εγώ μες
τους αιώνες
ούτε μάνα ούτε
κόρη αγωνιώ
πλέοντας στον
αστερισμό του ερμαφρόδιτου
τα μάτια μου
στραμμένα στην Ανατολή
Αυτή τη φορά
δε θά΄ ρθω πίσω σου Περσέα
θα σεβαστώ τη
βιαιότητά μου
-ακέφαλο
το άλογο ακέφαλος κι΄ ο καβαλλάρης-
Ιώ Ιώ
μάναμου με τα
πορτοκαλιά σου αδάκρυτα
κερατοφόρος
κόρη θαμμένη μες την άμμο
μια μέρα το
ταξίδι σου θα λήξει με το γαίμα
η Quelle
Bellina έρκεται δίπα στον Διγενήν
ήρθε το τέλος
εκείνου του μύθου που σας έλεγα
βομβάρδισαν
τις πολυκατοικίες
εισήλθε ένα
στοιχείο κόκκινο και άμορφο στο χώρο των γκρίζων κουτιών
η Αμμόχωστος
δεν είναι πια η ίδια.
Νάτους ¨ οι εξουδετερωμένοι
παρέα με τους μεγάλους μοναχικούς ποιητές
πορεύονται
έξω από τα τείχη και της δικής μας πόλης
ο Αττίλας ήρθε να «αποκαταστήσει την ανατραπείσα τάξη»
μονολογώντας ο γελωτοποιός
ο Τάκης ο Τρελλός
στην ταράτσα μιας κενής πολυκατοικίας
"Δεν με φτάνουν τ΄ αλαφροπέτρινα φεγγάρια
η σκόνη τους γι΄ αυτοκτονία
Άς τους να φύγουν
Καλύτερα η πόλη έτσι άδεια
νεκρή
τα σπίτια μόνα ολομόναχα
σε ανύποπτο χρόνο του καρκινώματος
Άς τους
Αυτοί οι βάρβαροι έτσι κι΄ αλλιώς είναι ξένοι
προς τις πολυκατοικίες και τα αντικείμενα
Σχεδόν ανώδυνοι
Και οι ποιητές πορεύονται
οι παλιοί μεγάλοι ποιητές πορεύονται
και οι προφήτες και οι αρχηγοί
και το εξουδετερωμένο πλήθος
τα δάση και τα όρη γέμισαν γυμνούς και πεινασμένους ώ θεατές μας
«ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, Βαβυλών η πόλις η ισχυρά, ότι μια ώρα
ήλθεν η κρίσις σου»
Τώρα μόλις αγάπησα τους ανθρώπους σου και περιμένω
να ξυπνάμε ένα πρωί...
............
Το ταξίδι της Χρυσοθέμης
έψαχνε το πάθος της το πρόσωπό της
-είσαι τρελλή; τον λατρεύω αλλά μπορεί κανείς να κάνει έρωτα με το θεό;
όλο και
συχνώτερα τα φανερώματα της Quelle Bellina της γιαγιάς μου της μαμμούς
της
καβαλλάρισσας που ξεγέννησε τη σκαλαπουντάρα στα 1800
τόσα
που και που
συναπαντήματα Μάγων συναπαντήματα Χριστών
σα μοίρα
σύντομα
κατάλαβε πως οι πληγές μας μας ανήκουν απόλυτα
είναι απλά κι΄
απόλυτα δικές μας
Αυτή τη φορά
δε θά΄ ρθω πίσω σου Περσέα
θα σεβαστώ τη
βιαιότητά μου
μάνα μου με τα
πορτοκαλιά σου αδάκρυτα
κερατοφόρος
κόρη θαμμένη μες την άμμο
μια μέρα το
ταξίδι σου θα λήξει με το γαίμα
η Quelle
Bellina έρκεται δίπλα στον Διενήν
έχω ένα λόγο
να σου πω
εκεί που
πίνεις το νερό
και με το
χτένι τ΄ αργυρό
και το
μαντήλι το φαντό
|
Περήφανέ μου
αητέ μου
΄γω θα ΄ρθω
να καθήσω
Την αρχοντιά
σου θα λυγίσω
|
Τον χαίδεψα
τον γέννησα τον Άδωνη
Εγώ η Πιετά
Εγώ η Κύπριδα
Γυναίκες θα
πάμε πίσω κάποτε
«Τζ΄
αναστήθηκεν ο κόσμος γιέ μου»