Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Αυτήν την έχεις ψάξει;


Στολίζεσαι, χτενίζεσαι, κοιτιέσαι στον καθρέφτη...
Σου λέει είσαι τέλειος και δεν τον βγάζεις ψεύτη..
Βάζεις και λίγο άρωμα απ' το αγαπημένο
και στο μαλλί λίγο ζελέ ακριβοπληρωμένο..
Μα την ψυχή σου σε ρωτώ πότε την έχεις ψάξει;
Αν έχ' ελλείψεις ή ζημιές πότε έχεις κοιτάξει;
Το σώμα είναι πρόσκαιρο κάποτε θα σ' αφήσει
μα η ψυχή σου φίλε μου αιώνια θα ζήσει.
Αν θες να ζήσει με χαρά, με γέλιο και ειρήνη
κάλεσε τον Ιησού Χριστό, Σωτήρας σου να γίνει.
Χριστοδούλου Θάλεια

Από πόλη σε πόλη / Λάρνακα / Ανδρέας Τιμοθέου


Η πόλη μου είναι αρχόντισσα,
το κέντρο της μυρίζει ακόμα
δαντέλα και νεράντζι
και τα στενά δρομάκια της
ανθίζουν μέσα απ’ τη φθορά
ήχους από ακορντεόν
κι ανάμνηση του γιασεμιού.
Η πόλη μου είναι αρχόντισσα
κι ας μένει ξεχασμένη
κι ας ντύνεται με πανωφόρια δανεικά
και με πλαστά φτιασίδια.
Την αγαπούνε οι πλανόδιοι
κι οι μουσικοί των δρόμων
και τα πουλιά που τραγουδούν
τις μοίρες και τον πόνο.
Η πόλη μου είναι αρχόντισσα,
το μαρτυρούν τα στήθη της
και τα λεπτά της χέρια.
Αλήθεια της η θάλασσα
και οι φοινικιές του χρόνου
το αλάτι της το αλμυρό
κι θέρμη του Αγίου.
Η πόλη μου είναι αρχόντισσα,
αγκάλιασε τα νιάτα της γιαγιάς μου,
με κοίμισε στην άμμο της,
μου είπε παραμύθια,
μου ΄δωσε να θυμάμαι μια αυλή
και όνειρα, χατίρια.

ΑΠΟΨΕ….


Απόψε θα ‘θελα να διακτινιστώ
καταμεσής στην έρημο της Αραβίας
να βρεθώ όπως παλιά…
μόνος, κατάμονος
ανάσκελα πεσμένος
τυλιγμένος με νύχτα
πηχτή σα μαύρη πίσσα
τόσο ως να πιάνεται στις φούχτες
κι ο ουρανός τόσο κοντά χαμηλωμένος
ν’ αγγίζουνε θαρρείς τ’ αστέρια στο κορμί σου
κι εγώ να ουρλιάζω και να αλυχτώ
να διώξω από μέσα το κενό
που ρίζωσε σα γρανιτένιος βράχος
στη καρδιά μου…..
Λευτέρης Ελευθερίου

[πρωινό συννεφιασμένο] / Πανάγου Μαρούλλα

πρωινό συννεφιασμένο
βροχερό και παγωμένο
οπου τις βροχής ψιχάλες
μοιάζουν διαμαντένιες στάλες
που τις δεχεται η γή
... απο τ'ουρανού πηγή .
και ευχαριστεί τον πλάστη
π'οπως πάντα την εγνοιάστει
γνοιάζεται μαζί κι εμάς
έτσι μεσ'από καρδιάς
και εμεις τον 'φχαριστούμε
εστω κι αν φορες ξεχνούμε
πως σε κάθε δυσκολία
δίπλα μας η βοηθεία
φτανει να του το ζητάμε
να μας δείχνει που να πάμε.
για να βρούμε την ειρήν

Είδη πρώτης ανάγκης / Χριστοδουλίδης Γιώργος


Πήρα δυό κομμάτια χαρτί
στη μια τα ψώνια, στην άλλη το ποίημα
τα έβαλα στην ίδια τζέπη
του μαγικού παντελονιού
μπλέχτηκαν μεταξύ τους
άλλαξαν θέσεις οι λέξεις
το «τυρί» έλιωσε τόσο κοντά στον ήλιο
και θρυμματίστηκαν τ’ «αυγά» πέφτοντας
από τα γεφύρια των στίχων
χύθηκε το «κόκκινο κρασί»
στις χίλιες οπές που ακόμα δεν είχαν ανοίξει.
Εφθασα τελικά στην υπεραγορά
σκιές αγόρασα σε τιμή ευκαιρίας
κι έναν έρωτα που έμενε απούλητος στα ράφια,
ένα ανοιχτήρι ειδικό
για τις κονσέρβες μνήμης
που αναμνήσεις
με ημερομηνία λήξης διαθέτουν.
Η μοναδική παρεξήγηση
έγινε με το κουνέλι.
Στο ποίημα έγραφε «εντελώς φοβισμένο»
κι εγώ σφαγμένο το βρήκα.

[Αυτές οι ατέλειες στο κορμί μου] / Λαμπής Γιάννος

Αυτές οι ατέλειες στο κορμί μου, είναι η αρχή,
κι αυτά τα σημάδια στο πρόσωπο μου, είναι το τέλος.
Κι όλα αυτά τα ερείπια είναι το μεσοδιάστημα που έζησα
είναι το τίμημα για το διάβα μου προς τα μπρος
αφού ονειρεύτηκα να ξεφύγω 
δεν είχα επιλογές, έπρεπε να περάσω
ανάμεσα σε μαχαίρια και λεπίδες
και να γευτώ την ήττα μου, ξανά και ξανά.

«Εικασία θανάτου» Ποιητική Συλλογή της Ανδρεανής Ηλιοφώτου / 2009

Άλαλη, ανέλπιδη, έρημη,
λουσμένη στ’ ανοιξιάτικο φως
των νεκρών η πολιτεία
Μαύρα κοράκια κρώζουν παράτονα
στον ουρανό της καρδιάς,
σκορπώντας αποκαΐδια πόνου
 
στη χέρσα ενδοχώρα.

Κι εγώ οφειλέτης μιας ξένης ζωής
που δε μου χαρίστηκε,
 
δεσμώτης σ’ ένα ανέλπιδο αύριο
νιώθω «πως έχει ο θάνατος
δρόμους ανεξερεύνητους
και μια δική του δικαιοσύνη»*.
Κι όλο μελετώ στη σιωπή
με τα μάτια ψηλά
την ολόκληρη απώλεια,
κρυστάλλινο πολυέλαιο
κρεμασμένο στον ουρανό,
να διαθλά το φως της ημέρας
να σκίζει τα σκοτάδια της νύχτας
μνημονεύοντας νυχθημερόν
το μέγα Μυστήριο

Ανείπωτο κάτι ο θάνατος,
λάφυρο της αιώνιας σιωπής.
κι η σοφία της σιωπής
ένα αγύρευτο κόσμημα
μες στ’ αλαλάζοντα κύμβαλα του πλήθους.

*Στίχοι του Γ. Σεφέρη (Μυθιστόρημα ΚΑ’, Ποιήματα)

Όραμα Ελληνικό: Ποιητική Συλλογή της Ανδρεανής Ηλιοφώτου που εκδόθηκε το 1995


Μοναχική μελαγχολία των ερειπίων, 
απογυμνώνεις το μύθο
μες στο καταλυτικό φως του Απόλλωνα.
Πετρωμένο το αίνιγμα της μοίρας
αιωρείται στο χάος
κι ο Φοίβος «ουκέτι έχει καλύβαν».

Δήλος, θαλασσογέννητο φανέρωμα στοργής, 
σαν σβήστηκε η πηγή
του «ζώντος ύδατος» της πίστης,
απόμεινες κατάστεγνη πέτρα,
πυρωμένη γύμνια θανάτου,
ένα τέλος χωρίς αύριο …
Ο θάνατος … ο θάνατος το μόνο
σταθερό αμετάκλητο σήμα,
χωρίς ουράνιες βασιλείες.
Η αλήθεια του ήλιου, η μόνη αλήθεια
πυρ αείζωο, που καταλύει όλα τα ψιμύθια.


Φοίβε χρησμοδότη, ποιος έπαιξε
κάποτε με τη μοίρα των Λαβδακιδών
«χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ»,
ανυποψίαστος για τη δική του, τυφλός
στο υπέρλογο φως της ταπείνωσης;
Ο τροχός του αχανούς χρόνου,
βύθισε στο έρεβος την πολύχρυση λατρεία
κι η γενέθλια γη σου, γυμνή, έρημη χώρα.

ΔΗΛΟΣ / Ηλιοφώτου Ανδρεανή

Μοναχική μελαγχολία των ερειπίων,
απογυμνώνεις το μύθο
μες στο καταλυτικό φως του Απόλλωνα.
Πετρωμένο το αίνιγμα της μοίρας
αιωρείται στο χάος
κι ο Φοίβος «ουκέτι έχει καλύβαν».


Δήλος, θαλασσογέννητο φανέρωμα στοργής,
σαν σβήστηκε η πηγή
του «ζώντος ύδατος» της πίστης,
απόμεινες κατάστεγνη πέτρα,
πυρωμένη γύμνια θανάτου,
ένα τέλος χωρίς αύριο …
Ο θάνατος … ο θάνατος το μόνο
σταθερό αμετάκλητο σήμα,
χωρίς ουράνιες βασιλείες.
Η αλήθεια του ήλιου, η μόνη αλήθεια
πυρ αείζωο, που καταλύει όλα τα ψιμύθια.

Φοίβε χρησμοδότη, ποιος έπαιξε
κάποτε με τη μοίρα των Λαβδακιδών
«χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ»,
ανυποψίαστος για τη δική του, τυφλός
στο υπέρλογο φως της ταπείνωσης;
Ο τροχός του αχανούς χρόνου,
βύθισε στο έρεβος την πολύχρυση λατρεία
κι η γενέθλια γη σου, γυμνή, έρημη χώρα

ΓΝΩΘΙ Σ’ ΑΥΤΟΝ / Ηλιοφώτου Ανδρεανή

Ένας φωτεινός θεός, το εντέλλονταν:
Γνώθι σαυτόν.
Γραμμένο με γράμματα χρυσά
στην πόρτα του.


Κι ένας ασκημομούρης γέρος
Πολύ στα σοβαρά το πήρε
Και ξημεροβραδιάζονταν
Στις αγορές και τις παλαίστρες
Καλύτερους να κάμει τους ανθρώπους

Ταρακουνήθηκαν λοιπόν
Οι μεγαλόσχημοι: σοφοί,
Πολιτικοί, ποιητές και δικολάβοι.
Και την ξαπόστειλαν
Την αλογόμυγα1 που εννοούσε
Να ενοχλεί και να εξετάζει:
«Ο δ’ ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω.

Μα τι, θαρρούσε πως λογίζεται
Ζωή, με δίχως αυταπάτες!

Ηλιοφώτου Ανδρεανή (βιογραφικό σημείωμα)

Γεννήθηκε στην Λευκωσία και σπούδασε Φιλολογία, στη Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολείται με την Ποίηση, Θεατρικό, Διήγημα, Δοκίμιο – Μελέτη. Από το 1981 – 1990 αποσπασμένη στην Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων, συνεργάστηκε στη συγγραφή αξιόλογων σχολικών βοηθημάτων για τη διδασκαλία των Νέων και Αρχαίων Ελληνικών (γλώσσας και γραμματείας), στο Λύκειο «Δοκίμια Λυκείου», «Πλάτωνος-Πρωταγόρας», «Σοφοκλέους-Οιδίπους Τύρρανος», «Αίας-Θουκιδίδου», «Περικλέους Επιτάφιος», κα. 

έργα της


-Παρενθέσεις, Διηγήματα, Λευκωσία 1973
- Μορφές και Θέματα, Μελέτη-Δοκίμιο-Ταξιδιωτικό, Λευκωσία 1978
- Όραμα Ελληνικό, Ποιήματα 1995
- Αναδύσεις και Θεωρήσεις, Δοκίμια-Ποιητικά αναγνώσματα 1996
- Η ομοψυχία της ηγεσίας στα Εθνικά Θέματα και ειδική αναφορά στο Κυπριακό, Μελέτημα, Δεύτερη Έκδοση, Λευκωσία 2007
- Χρυσάνθη Ζιτσαία, Τιμητικό Αφιέρωμα στη μνήμη της 1995
- Πρόσωπα και Κείμενα της Γραμματείας μας (δοκίμια) 2001
- «Κατασκευές»-Διηγήματα
- Εξομολογήσεις-Ποιήματα 2003
- Η μοίρα της Ελένης-Τρεις Μοναχικές Γυναίκες (θεατρικά) 2005
- Ενδημικά-Συγκαιρινά και Διαχρονικά (δοκίμια) 2008
- Εικασία θανάτου-Ποίηση 2009
- Τέσσερα θεατρικά κείμενα 2011

Υπαινιγμός / Ηλιοφώτου Ανδρεανή

Καιρός της αφθονίας, της αφθονίας των λόγων.
Λόγια κι άλλα λόγια.
Το κακό είναι που δε διαθέτουμε
άλλο μέσο: λόγια δοξαστικά στο θεό,
λόγια, λιβανίσματα της ανθρώπινης Κενοδοξίας,
λόγια, παραληρήματα πρός άγραν εξουσίας,
λόγια, θεμέλια στο χάρτινο πύργο της απάτης.
Κι ο λόγος της ύπαρξης;
Ανάμεσα στους αγνοούμενους.

Αντώνης Ηλιάκης

Σχετικά με τον ποιητή και συγγραφέα μπορείτε να διαβάσετε  στη σελίδα :http://www.parathyro.com/?p=25034

Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗ

Δίπλα σ΄ένα φως άστατο
κουδούνιζε το γέλιο του.
Φαινόταν μόνο
χρυσαφί το πρόσωπό του
και το κίτρινο χιτώνιο. 

Αργότερα
έπεσε διάτρητος
το χιτώνιο
το βούλωσαν 
κάτι πελώρια
ολοκόκκινα τριαντάφυλλα.

Αλλά πέρα από το φως και τη σκιά 
σα μέσα σε αράγιστο κάτοπτρο 
ο νεκρός αγωνιστής 
θα μένη 
με τα δώρα της νεότητος. 

Στην όψη των ρόδων 
θα ενοική η μορφή του
όπως 
η μοίρα την είχε σημαδεύσει.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Θαλασσινό /Αριστοτέλους Λουίζα


Αρμύρα η αγάπη μας, όπως τα δάκρυα των Ναυτικών.
Τούτο το κορμί ακατοίκητο,
όπως ένα ερημονήσι
που αποζητάει ζωή πέρα από τη θάλασσα.
Μια θάλασσα από θύμισες τσακίστηκε απόψε στα βράχια της πραγματικότητας
κι εγώ ασφυκτιώ,
παλεύοντας να πάρω ανάσα,
χωρίς τα κόκαλα να τρίζουν στην κάθε σου ανάμνηση.
Κι η μνήμη….
Η πιο σκληρή απ’ όλες του θανάτου τις μορφές.