Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Απώλειες


Οι άνθρωποι έχασαν τον Θεό μέσα στις εκκλησιές,
έχασαν την αλήθεια μες στα εκπαιδευτήρια.
Έννομα η φύση τους εκδικείται.
Σαν δεν το γνωρίζουν,
το χαμόγελο τους θερίζει τη γη
με σκοπό τον ‘Χαμένο Παράδεισο’.
Μορφασμός αναγκαίος είναι,
ένας ρόλος στο μονόπρακτο της απάτης.

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Έλα / Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου

Η νύχτα πήζει τώρα 
ώρα την ώρα τα σκοτάδια της 
άδεια της ειμαρμένης τα χαμόγελα
Έλα, μου γνέφουν οι ωραίοι αγαπημένοι 
Μένει το ναι στα χείλη μου να κρέμεται 
τεφρή κατάφαση 
ύστατο σέλας θανάτου.

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ


Ν'αντανακλούσαν τα μάτια σου
στων χεριών μου το χάδι
μετάξι απ τα μαλλιά
να πλέξω το δύχτι
που θα φυλάκιζε την καρδιά σου.
Δάκρυ αρμυρίκι μιας θάλασσα
που πνίγει το όνειρό μας
Θεριό ο πόνος στην άρνηση
μια φλόγα η αναζήτηση.
Μελαγχολεί η σκεψη
στην ανέλπιδη λύτρωση
Φαύλος ο κύκλος
στην αδυναμία της σιωπής .

Απόσταγμα / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα


Η Αρχόντισαα 
της απλότητας είσαι 
αγνή και λιτή

Ο πρόσφυγας


Ήμουν εκτός της ακολουθίας, εκείνη τη μέρα της Ανάστασης, βρίσκονταν όμως τα πρόσωπά τους σε μια μυστήρια αρμονία τόσο επιβλητική, που δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου. Ο ναός κατάμεστος και οι ομιλίες μπλεγμένες, Αγγλικά, Ελληνικά και κάτι μεταξύ τους. Ο ιερέας, στο σύντομο κήρυγμα του, καλούσε τους πιστούς σε ειρήνη κι αγάπη. Ρομαντική σκέψη σκέφτηκα… και χαμογέλασα. Έπειτα ξεκίνησε τα περί υποστηρίξεως της εκκλησίας, του πατριαρχείου, της παροικίας, της προσπάθειας αγιογράφησης του ναού, πάντα οικονομικής βέβαια, περί ηθικής ούτε λόγος.  Παρά το ότι αντιμετώπισα με μια πρώτη ειρωνεία μέσα μου την ανταλλαγή των ρόλων, σε σχέση πάντα με την υποστήριξη, δεν είχα διάθεση για κριτική, έτσι σώπασα μα δεν χαμογέλασα. Άλλωστε το μυστήριο μπροστά μου, δεν μου έδινε και πολλές επιλογές. Τα αθώα τους πρόσωπα κοίταζαν την φλόγα από το κερί με το Άγιο φως και σχεδόν το προστάτευαν με τη θαλπωρή του βλέμματός τους.
Οι άνθρωποι γύρω μου μετανάστες, σ’ ένα ξένο τόπο που έστησαν απ’ την αρχή τις ζωές τους, για κάποιους ήταν και η μοναδική αρχή. Άλλοι προ του πολέμου κι άλλοι μετά του πολέμου. Σειρές ολόκληρες με γκρίζα μαλλιά, μα εγώ στεναχωριόμουν περισσότερο για τα γκρίζα μυαλά. Η ευχή μαζί με το Χριστός Ανέστη, γνώριμη στ’ αυτιά μου… «Και του χρόνου στα σπίτια μας». Πρόσφυγες ή όχι, η επιθυμία κοινή, όλοι αγαπούσαν τούτο το κομμάτι του τόπου. Εγώ ανάμεσα σε τόσους πρόσφυγες, ένιωθα την αγάπη από την μια για τα παιδιά κάτω απ’ τα πόδια μου, τα οποία συνέχιζαν να περιεργάζονται το Άγιο φως κι από την άλλη τη νοσταλγία του σπιτιού μου και του κόσμου μου… ίσως και να τους ένιωθα. Έπειτα, πρόσφυγας και εγώ σκέφτηκα. Πρόσφυγας από τα παιδικά μου χρόνια, απομακρυσμένος ακόμα κι από τις αναμνήσεις τους, που επανέρχονταν μα τις σιωπούσα, γιατί κουβαλούσαν μια φλούδα πόνου. Τις τακτοποιούσα κι αυτές, σαν όλα τα υπάρχοντά μου, συνήθεια ανεξίτηλη. Ήταν το δεύτερο Πάσχα μακριά απ’ το σπίτι, ήταν το δεύτερο μετά το χαμό της γιαγιάς. Με αιχμαλώτισε για μια στιγμή η σκέψη της…

Προσευχήθηκα για την ψυχής της, προσευχήθηκα και για μένα και για τα παιδιά που ήταν δίπλα μου, για τα παιδιά όλου του κόσμου όπως έλεγε η γιαγιά, που είναι η γλυκιά μας ελπίδα. Πρόσφυγας λοιπόν, αυτό ήμουν εκείνη τη στιγμή… Ήξερα βέβαια, πως εγώ δεν θα μπορούσα να ευχηθώ με ειλικρίνεια και του χρόνου στο σπίτι μου. Το σπίτι μου, το σπίτι της γιαγιάς, είχε κλείσει μαζί της κι από τώρα πρόσφυγας θα δήλωνα κάθε Ανάσταση, χωρίς ελπίδα γυρισμού.

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

ΚΙΡΚΗ



Όταν σε τύλιξε το απρόσμενο σκοτάδι
όλα τα φίδια που στόλισαν κάποτε τα μαλλιά σου
ξύπνησαν μεθυσμένα
σε ανάρπασαν θυσία για τους μενεξελιούς ουρανούς
κι εσύ ταξιδεύοντας
διαμέλιζες το σώμα σου
χαμένη μέσα σε καπνούς και νυχτερινές ιαχές
ιέρεια μιας στοιχειωμένης μνήμης,
σ’ ακολουθώ εξόριστος αιώνες τώρα
σε ανατιναγμένα κρησφύγετα, ηφαίστεια, πολυβολεία
ανάπηρος
κουβαλώντας την κραυγή που διέρρηξε το στερέωμα
την ώρα που παραδόθηκες σπαράσσοντας στη σφαγή.

Ο ΛΟΓΟΣ



Κοίταξα την πρωινή χλόη
ένα ουράνιο αντιφέγγισμα να την περιχύνει.
Κι ευθύς
τα πόδια του Αγίου της σκήτης να γεμίζουν πληγές
αγκάθια να περπατούν στα δάχτυλα
νέφος ακρίδες να τον σκεπάζουν,μια φλόγα πυρός να ταξιδεύει
πίσω από τους βράχους των βουνών.
«Καιρός να σπείρουμε το λόγο σου, Κύριε», ψιθύρισε
πύρινες ανταύγειες να τον ντύνουν
μηχανές μαρτυρίου ν’ ακονίζουν το σώμα του
οιμωγές ανθρώπων ν’ ανηφορίζουν
το νυχτωμένο στερέωμα του θόλου.
Κι ο Άγιος της σκήτης
ένα δάκρυ λυτρωτικό
να του αυλακώνει το πρόσωπο
ανοιγμένες βρύσες εωθινού ύδατος
να τον περιχύνουν
κισσοί και πλατάνια να του ισκιώνουν το σώμα.

Κι εγώ διψασμένος γέμισα νερό τις φούχτες,
ένα σμήνος σπουργίτια
να συνοδεύουν τον όρθρο της μέρας

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

"Παιδαγωγική Αξιοποίηση του Παιδικού Βιβλίου " Διάλεξη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λάρνακα


"ΕΠΑΝΟΔΟΣ" (απόσπασμα) του Νίκου Πενταρά

του Νίκου Πενταρά

... Αφήνω κατά µέρος τις φωτογραφίες και συλλογίζοµαι ...
Φέρνω στη σκέψη µου την Ακανθού
τα δάση των βουνοπλαγιών της
τις δαντέλες των ακρογιαλιών της
και τα τρεχούµενα νερά της.
Φέρνω στη σκέψη µου τους Αχαιούς
τ’ αγκυροβόληµα των καραβιών τους στ’ Αφροδίσιον
την πιο ψηλή βουνοκορφή της λατρείας τους
και τα ερείπια του µεγαλείου τους.
Κατόπι σκέφτοµαι τους εν δουλεία
που θάψαν την οργή και την οδύνη τους στην έρηµο
που κρύψανε τον ήλιο µε ψηλά οικοδοµήµατα
και ζουν υπό σκιάν
οργίζοµαι, µα πάλιν ηµερεύω, γιατί στο νου µου φέρνω
όλους τους άλλους εν δουλεία τους αγνούς κι αθώους.
«Στο κάτω - κάτω της γραφής αυτοί σε τίποτα δε φταίξανε,
γιατί να µην µπορούν να δουν την Ακανθού;
Γιατί να ζούνε στη δουλεία;»
Μονολογώ κι ορθώνω το κορµί µου
κτυπώ το πόδι µου στη γη κι αρχίζω να χορεύω την πυρρίχη
µαζί µε τις ηρωικές µορφές των κάδρων
που κοσµούν το σπίτι µου και µου θυµίζουν
όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες της Φυλής.
Μετά το ρίχνω στους διθύραµβους
µέχρι που παίρνω τη µεγάλη απόφαση
να πειθαρχήσω δίχως καθυστέρηση
στα λόγια του προγόνου µου,
του πρώτου εκ των Μυκηναίων που κατοικήσανε την Κύπρο
τη Β' χιλιετηρίδα π.Χ.
«Εσένα θέλω αποστείλει, Ποιητή, στους εν δουλεία
απογόνους µου
για να τους απαλλάξεις απ’ αυτή και να τους οδηγήσεις
πάλιν πίσω
στην Αχαιών Ακτή».

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

ΤΙ Ν’ ΑΠΟΓΙΝΕ; / Ζαφείρης Μιχάλης



Η μορφή του εκτοπλάσματος
παραληρεί.
Όχι πια άλλα σχήματα και μορφές
ο Ηλιοπότης Ελύτης
ένας μύθος για αδαείς.
Για πέστε μου, τι θα γενώ;
Όλα τα δάκτυλα ξεθωριασμένα
οστέινες πλάκες, ακτίνες Χ.

Κι η αγάπη, ο Μεσσίας Θεός
τι ν απόγινε;

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Ένας αγνοούμενος (Ποίημα Μαθητών της τάξεως Γ΄2 του Α΄ΔημοτικούΣχολείου Τσερίου)

Οι μαθητές της τάξεως Γ’2 
εμπνευστήκανε από το ποίημα 
«Ένας αγνοούμενος» του Άντη Κανάκη 
και φτιάξανε ένα δικό τους. 
Το Ποίημα είναι αναδημοσίευση 
από την Εφημερίδα του Σχολείου

Εμένα μη με γυρεύετε με τη φωτογραφία.
Πολλούς έτσι γυρεύουν.
Μα κανένα δε βρίσκουν.
Είμαι ένα κυκλάμινο,
που φύτρωσε σ ‘ ένα βράχο,
σε μια βουνοκορφή στον Πενταδάχτυλο.
Μη με κόψετε όμως.
Αφήστε με να μεγαλώσω.
Είμαι η χρυσή αμμουδιά
και το γαλανό κύμα της Αμμοχώστου.
Είμαι το αρχαίο καράβι της Κερύνειας
που ταξιδεύει στην καταγάλανη θάλασσα
και περιμένει τη λευτεριά.
Είμαι νερό απ’ την αγιασμένη πηγή στο μοναστήρι του Αποστόλου Αντρέα.
Είμαι ένα πορτοκάλι στην πανέμορφη Μόρφου.
Είμαι ένα κατάλευκο σπίτι στο Λευκόνοικο, στην Άσσια, στη Λάπηθο…
Ένα περιστέρι στον Άγιο Αμβρόσιο,
ένα δεντράκι στην Πεντάγυια.
Μη με κόψετε. Αφήστε με να μεγαλώσω.
Είμαι τα έρημα σπίτια,
που με λαχτάρα περιμένουν την επιστροφή.
Είμαι μια ακτίνα του ήλιου φωτεινή,
ένα άστρο κι απ’ τον ουρανό σάς κοιτάω.
Είμαι ένας αγνοούμενος, από τους 1619,
και περιμένω την λευτεριά της αγαπημένης μας πατρίδας…


Α΄Δημοτικό Σχολείο Τσερίου (Σχολική Χρονιά 2013-1014)

ΡιζοΚάρπασον (Ποιήματα για την Κατεχόμενη Κύπρο)

του Ιωάννη Ν. Νέστορος


www.rizokarpason.com/pdf/nestorosY.pdf

Σάββατο 18 Απριλίου 2015

ΕΙΔΑ Τ ΑΣΤΕΡΙΑ ΝΑ ΓΕΛΟΥΝ


Σήκωσα τα χερια μου ψηλά,
Να φτάσω το φεγγάρι,
Κι΄ένοιωσα μέσα στην ψυχή,
Πως ήρθε να με πάρει,

Ο έρωτας ο φτερωτός,
Που μ΄έχει σαιτέψει,
Και νοιώθω ότι καίγομαι,
Αφού μ΄έχει μαγέψει,

Κι΄είδα τ΄αστέρια να γελούν,
Και να με κοροιδεύουν,
Να λένε πως την πάτησα,
Θαρρώ πως με ζηλεύουν...

Ζηλεύουν την αγάπη μου,
Τον έρωτα που νοιώθω,
Γιατί αυτά δεν το μπορούν,
Να νοιώσουνε τον πόθο,

Στέκουν εκεί ακινητα,
Και φως μόνο χαρίζουν,
Μα στις ψυχές μας δεν μπορούν,
Δεν φτάνουν να αγγίζουν. 

Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Πόσες άνοιξες ακόμα δίχως Ανάσταση; / Ανδρέου Ειρήνη


Στολίστηκε η Κύπρος μας ξανά
οι πεταλούδες ξαναστήσαν τον χορό τους
πλημμύρισε μ' ελπίδα η καρδιά
ψάλλουν τ' αηδόνια τον ολόγλυκο σκοπό τους

Ξεχύνονται στους κάμπους τα παιδιά
με παπαρούνες τα χεράκια να γεμίσουν
και μαργαρίτες να μαδήσουνε ξανά
αν στα χωριά τους πίσω θα γυρίσουν..

Κι ο Πενταδάχτυλος με λύπη τα κοιτά
με όμορφα κυκλάμινα στο χέρι
της Λευτεριάς την άνοιξη αποζητά
σε ξέγνοιαστα παιδιά να τα προσφέρει.

Ντροπής φορτίο χρόοοονια κουβαλά
π' αναβοσβήνει και καίει τα σωθικά του
γίνανε γέροι από τότε τα παιδιά
αχ πόσες άνοιξες ακόμα μακριά του;