Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

Ο ποιητής μονάχος / Μαυρομάτης Γιώργος

Εδώ μαίνεται μια καταιγίδα
και δυσανασχετώ
που βγήκε πάλι ο ποιητής μονάχος. 
Πείτε του πως είναι επικίνδυνο 
να μένει ακάλυπτος την άγρια θύελλα. 
Μ΄ αυτός δεν μπορεί να κρύβεται 
σε τέτοια μπόρα.
Κάπου θα ξετρυπώσει ασάλευτος
ένα στρογγύλο άστρο ολόλαμπρο
να κρεμαστεί απ΄ το λαιμό του.
Θα βρει ένα λιθόστρωτο ευθύ
να κατεβάσει τ΄ άλογό του 
θα βρει ένα βελούδινο αγνό 
ένα κοράλλι να ενδώσει.

Ποίησή μου / Τυρίμου Γ. Ελένη

Μια συγνώμη δεν αρκεί 
Χίλιες λέξεις δεν φτάνουν 
Πολλές φορές σε πρόδωσα
Είπα φτάνει ως εδώ!
Αρκετά μαζί μου 
Μαζί σου 
Όμως ταπεινά 
Το κεφάλι θα σκύψω 
Συγνώμη θα πω 
Ποτέ σου δεν με πρόδωσες
Αλλά με ανάστησες
Με ταξίδεψες σε 
Δρόμους να σωθώ.

Κίτρινες Κορδέλες (απόσπασμα) / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου

[...]

VII

Εκείνος : Από ΄δω και μπρός 
                κάθε βράδυ 
                θα πρέπει να  βυθίζεις τον ύπνο 
                μες στο σκοτάδι, να βαραίνει
                να τον σκεπάζει με ρούχο βαρύ
                να μην μπορεί να σηκωθέι 
                και να κοιμάται έτσι τιμωρημένος
                ως το πρωί. 

Εκείνη:    Κάθε βράδυ 
                ο ύπνος μου 
                βυθίζεται μέσα στη θλίψη.
                Σκεπάζεται το βαρύ της ρούχο
                κι αποκοιμάται.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ


Σήμερα ήρτεν Απρίλης τζι έφερέν μας φκιώρα.
Κρίνα τζιαι τραντάφυλλα ,Ανοιξης τα δώρα.

Ηρτες τζιαι μου είπες ότι μ'αγαπάς
μουδωκες τραντάφυλλον ,χρώμα της φωδκιάς.

Σου' πα μεσ ' στα στήθη μου έχω πυρκαγιά
μα' ξερα το μμάδκια μου εν Πρωταπριλιά.

Τζιαι γελάς μετά μου που το πίστεψα.
Μα να ξέρεις φώς μου σε περίπαιξα.

Σίγησε ο Ουρανός / Στυλιανού Παυλίνα


Σου’ χω πει πως οι λέξεις δεν είναι κτήμα κανενός
είναι σαν τον αφρό μέσα στο νερό
επιπλέουν, τραβάνε κουπί
το θέμα είσαι εσύ
πως θα τις μαζέψεις
πως θα τις βάλεις στη σειρά
και πως θα ταξιδέψεις

Φυλακισμένα Μνήματα / Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου


Στη μικρούλα τους αυλή
τη νύχτα κατεβαίνουν τ' άστρα
τα καντηλάκια ανάβουνε
και κάθονται στην άκρα
και τους κρατάνε συντροφιά.
Πρωί πρωί με την αυγή
έρχονται οι δεκατρείς αγγέλοι
χτενίζουν τα μαλλάκια τους
με χρυσαφένιο χτένι
κι αστράφτουνε στην ομορφιά.

Στο περιβόλι με Ροδιές... / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα


1η τ' Απρίλη
φορτωθήκατε παμψηφεί
κατάμεστα τα χρώματα της γης
στα κλαδιά σας

1η τ' Απρίλη
λαμπιρίζει το φως της βροχής
στις κατάνοικτες
μεγάλες σας αγκάλες

1η τ' Απρίλη
σαν κάποτε καταφύγιο
των λεβεντονιών
τούτης της ηρωομάνας γης

Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Πέντε (5) τραγούδια για τον 1η Απριλίου 1955 (Έναρξη απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου)

Η 1η Απριλίου, είναι μία ξεχωριστή ημέρα για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Την 1η Απριλίου 1955, ξεκίνησε στην Κύπρο ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ με ξεκάθαρα καθορισμένο σκοπό: την αποτίναξη του Αγγλικού ζυγού και την ΕΝΩΣΗ με την υπόλοιπη Ελλάδα. Δυστυχώς λάθη εκατέρωθεν και προσωπικές φιλοδοξίες δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Επιλέξαμε κάποια τραγούδια για την ημέρα αυτή. Τραγούδια ηρωικά γραμμένα από την πέννα του έφηβου ποιητή και ήρωα της Κύπρου Ευαγόρα Παλληκαρίδη.


 Μπορεί σε κάποια μάχη


Μπορεί σε κάποια μάχη
γραμμένο η μοίρα νάχει
να μην γυρίσουμε
μα πάμε με καμάρι
και λέμε όποιον πάρει
και θα νικήσουμε




***

ΕΓΕΡΤΗΡΙΟΝ ΣΑΛΠΙΣΜΑ (Θα πάρω μιαν ανηφοριά)

Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
 να βρωτα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.
~
Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς,
τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα
και στις βουνοπλαγιές.
~
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά
θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι,
βουνά και ρεματιές.
~
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά,
θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει
σε πόλεις και χωριά.
~
Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.
~
Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ,
θα μπω σ΄ ένα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη,
δεν θαν αληθινό.
~
Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο
να κάθεται σ΄ αυτό.
~
Κόρη πανώρια θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου,
μονάχα αυτό ζητώ.


το ακοούτε: https://www.youtube.com/watch?v=pN3iWfuBmEE


***


ημέρα της Νίκης


Μέρα λαμπρή κι αθάνατη
κι αδούλωτ' είναι σήμερα
που κι η σκλαβιά νικήθηκε
από την τόση ορμή...
~
Και λύγισαν, και σπάσανε
και λυώσανε τα σίδερα
που σου μάτωναν, Κύπρο μου,
το ασθενικό κορμί.
~
Μέρα χαράς ξημέρωσε
και μέρα ευλογημένη
κι απ' τη σκλαβιά που πέρασε
τίποτε πια δε μένει.
~
Χαρείτε όσοι πονέσατε
κι' όσοι νεκρούς εκλάψετε
το κλάμα παύει σήμερα
στης Κύπρου τα χωριά.
~
Κι όσοι πάτέρα, κι αδελφό
για φίλο σας εθάψατε
όλοι χαρήτε σήμερα
γιατ' ήρθε η λευτεριά
η πρώτη μέρα ελεύθερη
-στιγμή που δεν ξεχνιέται-
στη σκλαβωμένη Κύπρο μας

η λευτεριά γεννιέται.


***

Στην Κύπρο

Για σένα, Κύπρο αθάνατη, 
Πατρίδα σκλαβωμένη, 
Θα δώσω απ' το αίμα μου 
Κάθε σταλαματιά… 
Για να σε δω ελεύθερη 
Και χιλιοδοξασμένη 
Δε θα διστάσω, 
Κύπρο μου, 
Nα πέσω στη φωτιά.


***

Στην Κύπρο σαν θα πάμε

Στην Κύπρο σαν θα πάμε
στ' ωραίο µας νησί

Σε θέλουµε να φτάσεις
Ελλάδα µας και σὺ

Να διώξεις τη σκλαβιά μας
και νά’ρθ η Λευτεριά

Να σπάσουν αλυσίδες
και σίδερα βαριά


Μες στην οσσιάν της πεθυμιάς /Άντρια Γαριβάλδη

      


Η νύχτα μαύρη, βαρετή,
αφέγγαρη τζιαι σκοτεινή,
να ξημερώσ' ο Πλάστης μου
να βκω να κάμω μιαν ευτζιήν .

Πού να ρωτήσω γιόκκα μου,
πού να δικλήσω να σε δω,
ν' αρπάξω μες στα σιέρκα μου
σαν, Παναγιά μου, το Χριστό,
γυρεύκω την εικόνα σου
που 'πανωθκιό στο στρώμα σου.

Σκοτεινιαστήκαν τα βουνά,
τες αμαρτίες μολοούν,
πλάσμα γυρόν μου εγ γελά
τζιαι τα πουλιά μοιρολοούν
της μαυροφόρας μας σκλαβκιάς
τα αγνοούμενα παιθκιά.

Γυρεύκω τα σιερούθκια σου,
το στόμα τζείνον το γλυτζύν,
ακούω τα τραούθκια σου,
κουβέντες μέσα στη ψυσιήν,
λόγια που λάλες της χαράς,
γινήκαν σκέψεις συφφοράς.

Στες φυλακές που μάσσιεσαι
εν ξημερώνει το πρωί,
ούτ' άθρωπος δε βρέθεται
μιαν καλημέραν να σου πει,
μα δεν ηξέρω πού κρατείς,
αν εις τον κόσμον τούτον ζιείς.

Έλα, χαρώ σε μάνα μου,
άστρον της νύχτας πριν να βκεις,
στον ύπνον παραλάλημα,
έλα τζιαι πόψε να με δεις.
Έλα τζαι φεύκεις την αυκήν,
σαν άνεμος πριν τη βροσσιήν.

Σαν τον αθθόν της λεμονιάς
που πέφτει τζιαι σκορπίζεται,
με τον αέραν που φυσά,
στο χώμαν τζι αφανίζεται,
σαν κλώνος της πορτοκαλιάς
εκόπης τζι έσβησες μεμιάς.

Βκαίνω τζαι βρέχω τον στενόν,
ποτίζω την βασιλιτζιάν,
έσσω μας άμαν πουν' να μπεις,
εν' να μυρίσ' η γειτονιά.
Θαρκούμαι τζι έρκεσαι τωρά,
άκου την πόρτα που φακκά .

Ο πόθος μου επόλλυνεν
αλώπως έχω συντροφκιάν,
θωρώ σε μπαίνεις γιόκκα μου,
"ήρτα" φωνάζεις μου "μανά".
Μα 'ν' η οσσιά σου στο γιαλόν...
ο σσιος του πεύκου στο βουνόν.

Μες στη φωτογραφίαν σου
εζωντανέψαν τα παλιά,
ας ήταν τα ορόματα
να 'βκαίνασιν αληθινά
o
μες στην αγκάλη μου να μπεις,
"εγιώ 'μαι, ο γιος σου", να μου πεις.

Μα 'ν' η οσσιά σου στο γιαλόν...
ο σσιος του πεύκου στο βουνόν...


Ξαναντάμωμα / Άντρια Γαριβάλδη



Ήρθες με ντύσιμο ανοιξιάτικο,
προτού η κρύες μέρες του χειμώνα τελειώσουνε καλά καλά
μήνυμα  φωτεινό να φέρεις.

Τα φύλλα στα δέντρα κρατούσαν τη δροσιά της νύχτας απαλά,
 οι πρώτοι ανθοί έσκαγαν με ροζομπλέ αποχρώσεις
σκορπώντας μηνύματα ευφροσύνης.

Κι εσύ αναδύθηκες από το πράσινου του κάμπου φορώντας τον ήλιο στα μαλλιά.

Δεν πάει καιρός από τότε που σκαρφαλώσαμε στην κορυφή του απέναντι λόφου
χίλια τα σκαλοπάτια είχαμ’ ανεβεί
κι εσύ είχες αφήσει πίσω σημείωση γραμμένη στο ημερολόγιο των λογισμών.

Να  ’ρθεις πρωί με την αυγή, σου είχα θυμίσει.

Κι ήρθες με μια αγκαλιά πράσινους κλώνους απ’ τα κυπαρίσσια
            σφίγγοντας στο νεανικό σου στήθος την εικόνα απ’ τα παλιά
γνέφοντας πως η ώρα να ξεκινήσουμε το ψάξιμο είχε σημάνει.

Ήρθες κι η ρόδα κύλισε του χρόνου ανθοφορούσα.


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ / Άντρια Γαριβάλδη



Όλο και λιγοστεύουν οι μέρες του χειμώνα
 
κι η αναμονή της άνοιξης γίνεται όλο και πιο έντονη.
Η βροχή πρασίνισε τον κάμπο της ψυχής 
κι ο ήλιος πήρε τη θέση του πίσω απ' τα χείλη τ' ουρανού.  

Eμείς, σαν πεταλούδες φτερουγίζουμε από μπαλκόνι σε μπαλκόνι 
κουβαλώντας την ουσία της γονιμότητας.
Έτσι, οι μέρες γίνονται πιο ανάλαφρες, κάπως λιγότερο μονότονες.
Περιμένουμε να δούμε μια πιο φωτεινή εποχή,
 
να ζήσουμε έναν κόσμο πιο ανεκτικό,
να σφίξουμε το χέρι ο ένας του άλλου
δίχως αμφιβολίες ή
 ενοχές.

Τα δέντρα στην αυλή σιγοψιθυρίζουν τον ήχο της καινούργιας μέρας,
Ο φλοίσβος της θάλασσας νανουρίζει την νεογέννητη ελπίδα.
Οι αποχρώσεις του ορίζοντα γράφουν το νέο σενάριο του ονείρου.
Κι εμείς γυρίζουμε σελίδα στο ημερολόγιο της ζωής.
Όλα αυτά σε πεζό ρυθμό στο κατώφλι του αύριο.


Άντρια Γαριβάλδη

Της Ανάστασης / της Άντριας Γαριβάλδη



Και πάλι περιμένω στ’ ανοιχτό παράθυρο
να δω το πέταγμα της χελιδόνας...

Και πάλι αναζητώ το μυρωμένο αεράκι
που ’ρχεται απ’ το περβόλι το φορτωμένο μ’ ανθό και μέλισσα
να χαϊδέψει τα μάγουλα της άνοιξης
φέρνοντας την οσμή του λεμονιού
ν’ αναζωογονήσει τη γειτονιά.

Πάλι έρχεται το ταρακούνημα της μνήμης
τυλιγμένο στον καπνό απ’ το θυμίαμα της μάνας
το ευλογημένο να ετοιμάσει πασχαλιάτικο τραπέζι
με την ψάθα γεμάτη καλούδια, κουλούρια, ζυμωτά παξιμάδια
και τ’ άρωμα του τριμμένου τυριού στη σκάφη
που θα γεμίσει το σπίτι με τ’ άρωμα της φλαούνας
που θα ψήσει στον φούρνο
έξω στην αυλή της κυρά Παναγιώτας.

Να τρέξουν τα παιδιά να μαζέψουν αυγά
για να τα βάψει η μάνα κόκκινα
κόκκινα με το χρώμα της χαράς
για να’ χουμε στα χείλη μας χαμόγελο.

Ακόμα μαζεύω στο συρτάρι τις πολύχρωμες κλωστές
που θα κεντήσουν το γιορτινό τραπεζομάντιλο
τη μέρα της Λαμπρής
στο σπίτι μας... στη Ζώδια.

Καλή Ανάσταση να πούμε πια στον τόπο μας.

4/2012


Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Ο πραματευτής

του Ανδρέα Τιμοθέου 


Οι πραματευτάδες έφταναν στη γειτονιά της γιαγιάς καθημερινά και πουλούσαν τα πάντα, δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να κατεβεί κάποιος στην πόλη για να ψωνίσει κάτι, για τις καθημερινές ανάγκες τουλάχιστον. Είχε ένα τελετουργικό η είσοδός τους στη γειτονιά, πρώτα κόρναραν και μετά ξεκινούσαν να φωνάζουν τι πουλούσαν και πόσο κόστιζε, κι αυτό δεν είχε σταματημό, έδινε ζωή στη γειτονιά. Έβλεπες τότε αμέσως τις γυναίκες της γειτονιάς να μαζεύονται γύρω από τα αμάξια τους και να ψωνίζουν ό,τι χρειάζονταν. Συνόδευα και γω τη γιαγιά όποτε ήθελε να πάρει κάτι και όταν μεγάλωσα πήγαινα μόνος μου. Τότε τηρούσαν και κάτι τεφτέρια, με τα γραμμένα βερεσέ, δεν υπήρχαν οι πιστωτικές και στο τέλος του μήνα όλοι έπαιρναν τα χρωστούμενά τους, με γεννημένη βέβαια την αμοιβαία εκτίμηση, η ευκολία από τη μια στον πελάτη και η συντήρηση του πωλητή από την άλλη.  Από καιρό σε καιρό έρχονταν και άγνωστοι πραματευτάδες που μάλλον κοντεύαμε στις πραμάτειες τους από περιέργεια, παρά από ανάγκη για κάτι. Κάποιες φορές βέβαια ανακάλυπτες θησαυρούς… Έπειτα οι τσιγγάνες, φορτωμένες με είδη προίκας, σεντόνια, τραπεζομάντιλα, σεμεδάκια που άπλωναν με την πρώτη ευκαιρία στις αυλές του κόσμου και χωρίς να σκεφτούν τον κόπο να τα τακτοποιήσουν μετά, ακόμα κι αν ο αγοραστής φάνταζε απρόθυμος. Είχαν τον τρόπο τους βέβαια, σχεδόν πάντα τα κατάφερναν. Πάντα απορούσα, πως από μια τσάντα έβγαιναν τόσα πράγματα. Η γιαγιά τις κερνούσε καφέ κι ας μην αγόραζε πάντα, αλλά πολλές ήταν οι φορές που παρατηρούσα τα παζαρέματα με φοβερό ενδιαφέρον, όταν ανακάλυπτε κάτι καλό στα χέρια των γυναικών αυτών. Είχε να φτιάξει τα προικιά για τις αδερφές μου βλέπεις και δεν ήθελε να τους λείψει τίποτα.
Οι πραματευτάδες ήταν φιγούρες αλησμόνητες, μεγαλώναμε παράλληλα, μα όσο χτίζονταν στην γύρω περιοχή καταστήματα, τόσο κόπαζαν οι φωνές τους που ακόμα αντηχούν με τόση νοσταλγία στη σημαδεμένη μου ψυχή. Οι πραματευτάδες έμπαιναν στο σπίτι σου με τη φωνή τους. Χαρούμενος ή μαραζωμένος, με διάθεση ή όχι, ήσουν υποχρεωμένος να τους ακούσεις. Μπορεί να σημάδευαν οι φωνές τους μια γέννηση, τον ερχομό ενός συγγενή από τα ξένα, μια απογοήτευση του πρωινού, ένα θανατικό που πλάκωνε το σπίτι σου… οι πραματευτάδες, ήταν πάντα εκεί, να μας θυμίζουν πως όλα κυλάνε. Μονάχα τη Μεγάλη Παρασκευή, δεν ερχόταν κανένας κι αυτό ήταν οριστικό και το τηρούσαν όλοι, από σεβασμό στο νεκρό Χριστό, έλεγε η γιαγιά. Κάποιοι από αυτούς είχαν την ευαισθησία και την έγνοια να φροντίσουν για τις γιαγιάδες στις πολυκατοικίες. Έβλεπα τα πανέρια να κατεβαίνουν από τα μπαλκόνια, να τα γεμίζουν με φρούτα, λαχανικά, ψωμί και όλα τα καλά και να ανεβαίνουν απάνω, κι η πληρωμή στο τέλος του μήνα. Μαζί με τα πανέρια, έφταναν στους πραματευτάδες και τα γνήσια χαμόγελα των ανθρώπων, η ευγνωμοσύνη για την ευκολία και η αγάπη απ’ την σχέση που μετρούσε χρόνια πολλές φορές.
Και κάπως έτσι ζήσαμε, μεγαλώσαμε και ντύσαμε τα σπίτια μας και την καθημερινότητά μας, με τις πραμάτειες τους και έτσι με πολύ λίγα, όλοι ήταν καθημερινά άρχοντες, γιατί θα είχαν τα αναγκαία. Ήταν Τετάρτη μεσημέρι, καθόμουν στην αυλή βυθισμένος στις σκέψεις μου για την επόμενη μέρα. Ξημερώματα είχα αφήσει τη γιαγιά μου απ’ το θανατικό κρεβάτι, να πορευτεί στο δρόμο της απόλυτης γαλήνης, μα εγώ πονούσα πρωτόγνωρα, πονούσα ανελέητα και ένιωθα πως αυτό δεν θα είχε τελειωμό. «Ο Πραματευτής», άκουσα πίσω μου με συρμένη φωνή, να το επαναλαμβάνει κάμποσες φορές ένας γλυκός κύριος. Η σκέψη της ήρθε και με πήρε απ’ το χέρι, να βάλουμε στο σπίτι μας ό,τι μας έλειπε για τη μέρα και ξαφνικά το σπίτι έλειπε, η γειτονιά χάθηκε και οι φωνές κόπασαν, η γιαγιά δεν ήταν εκεί, η γιαγιά δεν θα ’ταν ποτέ ξανά εκεί…

-Πραματευτάδες, ανοίξτε τα τεφτέρια σας για να λογαριαστούμε και αν σας περισσεύει, χαρίστε μου, ένα κομμάτι αγάπης σε μηνιαίες δόσεις.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

5 ΧΑΙΚΟΥ για τη νύχτα / Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου


Γλυκό σούρουπο
πως πέφτει ανάλαφρο.
Φωνή του γκιώνη

Έχεις προσέξει
πως λάμπουν στο σκοτάδι
τ' άσπρα γιασεμιά

Η νύχτα μόνο.
Τ'αηδόνι του Σεφέρη
γλυκοκελαδεί


Φέξε φεγγάρι
στους δρόμους τ' ουρανού
να περπατήσω

Τραγούδα νύχτα
να κοιμίσω το παιδί
που μ' αγρυπνάει

από ανέκδοτη συλλογή της Ποιήτριας

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

οι καραλελεγοι / Κανάκης Άντης

Τον βρήκαν 
να χαροπαλεύει 
με κέρατο ελαφιού στο στήθος.
Παραμιλούσε.
Μα πολλοί τον πίστεψαν.
Και άρχισαν
να πλάθουν 
πύλινες αφροδίτες.