Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

[Γεννημένος στο Καρπάσην..] / Κυπριανού Ντίνος

Γεννημένος στο Καρπάσην
ποτζιή που ο ήλιος φκάιννει
που μόνον οι σκέψεις πάσειν
τζιη ψυσιή μου ας ξεβαίννει ..

Θυμούμαι το χωρκό μου
τζιαι το σπίτι το δικό μου
ήνταλως να μέν κλαμουριστώ
άμμαν θυμηθώ πως έπαιζα χωστόν
μιτσήν κοπελλουρούιν ,

εγεμάτωννα τα πόθκια μου
τζιαι που το τρεχτόν
εβουρούσαμεν σαν τους πελλούς
μες στους μαχαλλάες ποτζιή που εν το εκκλησούιν ..

Θυμούμαι το Καρπάσην
τζιαι πιάνει με το τρεμουσιό
σαράντα γρόνια τώρα πάσειν
που το εχτίσασειν μες στο τεισιόν
Τζιαι εκατάντησα για τζιηνον

νάμαι όπως το μαυρον το στοισιό...

ΟΣΟ ΘΑ ΖΩ !


Οσο ζω και αναπνεω
Και οσο η καρδια μου χτυπα
Θα χτυπα για την πατριδα
Και το χωριο που αγαπα !
Οσο ζω και αναπνεω
Για την κυπρο θα χτυπα
Για την πατριδα που πονα
Θα χτυπα για το χωριο μου
Που σαραντα χρονια καρτερα
Χωριο μου δεν σε ξεχασα
Και ποτε δεν θα το κανω
Μα πιο πολυ θα σ’αγαπω
Οσοτου να πεθανω
Την λευτερια να ελθη
Με αγωνια καρτερω
Να την δω προτου πεθανω
Για να παω στο χωριο
Δεν νομιζω πως ζηταω
Τοσα πολλα μες την ζωη
Να γυρισω μονο θελω
Πριν την στερνη μου πνοη
Χωριο μου θα γυρισω
Στα χωματα σου τα ιερα
Καπια μερα το ελπιζω
Και θα μηνω παντοτινα
Πατριδα μου για σενα
Γυρισα απ’την ξενητεια
Για ναμαι στην αγκαλια σου
Ως τα γεραματα μου τα βαθεια
Οσο ζω και αναπνεω
Για σενα παντα θα πονω
Και στην στερνη πνοη μου
Θα φωναξω το ονομα σου

Κυπρος μου σε αγαπω !!!!

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Στίχοι από ποιήματα του Ιωαννίδη Κλείτου.

Τα υπόλοιπα 
είναι τεχνητή αναπνοή, 
πρόκειται για ειδωλολατρεία.

**

Άγραφοι νόμοι....
Ας γράψουν τα βιβλία.

**

Ύστερα φίλησε το 
κορμί της 
και θυμήθηκε. 

**

Θυμάμαι 
πως στο σπίτι μας φώναζαν αλλοιώς. 

**

Μη ζητήσετε συγνώμη 
απλουστεύτηκε το σώμα μας, 
η διαλεκτική μας.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Αποσπάσματα από ποιήματα του Ιακώβου Ανδρέα

Θεέ, ο παράδεισος
δε θα σωρέση τη Μεγάλη Ενέδρα μου.

**

Γύρω απ΄ τα χείλη του σπιτιού Σου
χορεύουν οι ταπεινώσεις κ΄ οι  άνεμοι. 

***

Εσείς θα ζήσετε να υφάνετε τον τέλειον έρωτά σας, 
μα εγώ θα μείνω να υπερασπιστώ τα σύνορα του Θανάτου.
Ιδανικά και πεπρωμένα βυθίζονται μέσα μου. 

Η ΠΕΡΙ ΚΥΠΡΟΥ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ (απόσπασμα)

Αίμα θ΄ ανθίσουν τα μαλλιά Σου,
αίμα η κατάλευκη ποδιά Σου, 
αίμα τα χέρια σου, αίμα τα πόδια σου...




Ανδρέας Ιακώβου 

ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ / Ιακώβου Ανδρέας

Ήταν ωραία φωτιά. Γύρω της 
είχαν στήσει χορό οι αγνότερες πόρνες.
Κάπου- κάπου οι κοτσίδες τους αγγίζαν τις φλόγες. 
Κι ολόγυρα ορίζοντας και πουθενά ερημιά. 

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

[Βαρύ σύγνεφο η καρδιά μας] / Γραικός Κώστας

στον Ντερβίς Αλί Καβάζογλου



Βαρύ σύγνεφο η καρδιά μας
που σκεπάζει τον ουρανό
χαμηλά ίσια με τον ορίζοντα
μια πέτρα
βαριά σαν τον πόνο μας
π’ ακούμπησε στο φέρετρό σου.
Κύμα μανιασμένο η οργή μας
σεισμός η φωνή μας
πάει να πνίξει τους δολοφόνους
οδηγητή, αδελφέ Ντερβίς Αλί Καβάζογλου.
Η Πάφος κι ο Πενταδάκτυλος
η Μεσαριά και το Τρόοδος
θερίσαν τα λουλούδια τους
και στείλαν τις καρδιές τους ένα μάτσο
να φιλήσουν τα γελαστά σου μάτια
τραγουδώντας τον όρκο: «Οντας κοπεί καβάτζιν
τριγύρω του πατάσσονται τρακόσια παραπούλια»
σύντροφε Ντερβίς Αλί Καβάζογλου, αδερφέ μας.

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

ΤΑ ΑΣΠΡΑ ΤΑ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΑ ΜΟΥ / Κυπριανού Ντίνος


Δεν τα ήθελα ακριβά μα να είναι άσπρα
πόσο ζήλευα τους άλλους'''
.... μου τάχες τάξει και γω μόνο περίμενα

στις γιορτές φορούσαν άσπρα ,
τι όμορφα που είναι τα άσπρα ακομη τα σκέφτομαι ...

κάθε φορά που σε ρωτούσα γελούσες
και έπεφταν τα χέρια μου κάτω ξερά...

τα άσπρα μου παπούτσια τα γυμναστικά
ποτέ δεν φόρεσα
να έδειχνα λίγο στους φίλους μου οτι είχα και γω ..

ακόμα γελάς .. μα το έχω μέσα μου ,
τέτοια άσπρα παπούτσια ποτέ δεν φόρεσα

ποτέ δεν γιόρτασα ήθελες να ξέρεις και τι νούμερο φορούσα

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Αγία Τηλλυρία (απόσπασμα) / Παπαγεωργίου Σπύρος

Αγία Τηλλυρία,πώς να ιχνογραφήσω τη μορφή σου
πώς να σου ιστορήσω εικόνισμα,
πώς να σε ζωγραφίσω;
Που δεν έχεις, καημένη μου,
άλλο από μαυρίλα και θάνατο.
Αύγουστος μήνας, και φωτιά, και θάνατος
Πού νάβρω χρώμα;...

Αγία Τηλλυρία σταχομαζώχτρα
και ζητιάνα μου.
Και τι να ζητιανέψεις πια
πού τάχεις όλα: τόση ζωή και τόσο θάνατο;...

Κι’ όμως ήτανε Αύγουστος ζεστός
κι’ ούτε βροχή ούτε λύτρωση
μπόραε νάρθη από ψηλά.
Ήταν Αύγουστος και δεν έβρεχε.
Κι’ οι φωτιές που άναψαν τ’ αεροπλάνα
έγλειφαν τη γη θυμωμένες
από κάτω στο παραθαλάσσι
μέχρι ψηλά στα φαλακρά υψώματα.


Βρέξε Θεέ μου, βρέξε!



ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ / Παπαγεωργίου Σπύρος

Με ρωτάς, μάνα, τι θέλω
να μου φέρεις εδώ στη φυλακή μου.

Τι να σου πω; Κόψε
ένα τριαντάφυλλο από την τριανταφυλλιά
του πηγαδιού και να της πεις
πως το ζητάω εγώ. 

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Η γυναίκα του αγνοουμένου / Σόφας Πέτρος


Έγινες η αθέατη πλευρά
π' όλο με μαστιγώνει με κύματα παλιρροιακά
τραβά από τα μαλιά κάθε πνιγμένη επιθυμία
στα βάθη του άλλου μου εγώ
ξεθάβει χορταριασμένες μνήμες,
τις πιπιλίζω κάθε μέρα με τη σκέψη
τις νοιώθω που μικραίνουν
κι απαλύνουν τις αιχμές τις πρώτες
ώσπου να γίνουν πολιφάδια.
Οι μνήμες αναλίσκουν κι αναλίσκονται.

Αν τουλάχιστο ηχογραφούσα τη φωνή σου
οι τοίχοι θα ζωντάνευαν ξανά
το σπίτι θ' αντηχούσε τ' όνομα μου
θα ράγιζαν τα τζάμια της σιωπής,
κι εσύ να βγαίνεις μέσ' απ' όλους τους καθρέφτες
κάθε καθρέφτης ένα πρόσωπο δικό σου
κι εγώ να ορίζω όλα σου τα πρόσωπα.
Αν στερεοποιούσα τη φωνή σου
να την εμφιαλώσω σε μυρωδικό
ν' αρωματίζω το γυμνό σου μαξιλάρι κάθε βράδυ
να εξορκίζω τ' όνειρο με μάγια
να ξεπουλιάσει το πρωί.

Δέκα καλύμματα σκεπάζουν τη μορφή σου
δέκα στρώματα αγωνίας την επιχωματώνουν
απολιθώνεσαι σιγά σιγά στο χρόνο
εγώ με τούτο το κεφάλι το αραχνιασμένο
πώς να σηκώσω τόσους πέπλους πίκρας
το μέσα μάτι αδυνατίζει με το χρόνο
θαμπώνει το γυαλί.
Που ν' αλητεύεις
ανάμεσα στο θάνατο και στη ζωή;

Γιατί επανέρχεσαι κάθε φορά μ' άλλη μορφή
γίνου τουλάχιστο κι εσύ ένα εικόνισμα
που ανάβουμε τη νύχτα κι ύστερα τίποτα.
Αποφάσισε επιτέλους που να καταταχτείς
δεν το μπορώ μέσα μου να σε κουβαλώ
και ζωντανό και πεθαμένο.

Τις ατέλειωτες νύχτες
όταν τα χέρια σου ελλείπουν
τα σεντόνια με τυλίγουν
σφίγγουν το κορμί μου ηδονικά
η κάμαρά μου γίνεται διαφανής
εκτοξεύομαι στο διάστημα
πατώ στ' αστέρια
ύστερα γκρεμίζομαι ξανά στο κιβούρι μου
γίνομαι μούμια τυλιγμένη
σ' αιώνες λευκής σιωπής.

Όταν πια έχει πέσει
κι ο τελευταίος θύλακας ελπίδας
κι όλα δείχνουν μια νέα πραγματικότητα
δίχως θεληματικές αυταπάτες
άνεμος συνεργός
φέρνει στ' αυτιά μου τη φωνή σου
μ' ανάβει τα μικρά φωτάκια
«είμαι ζωντανός, είμαι ζωντανός»
ώσπου να λαλήσει ο πετεινός
το φάντασμα αποσύρεται
να 'μαι πάλι κτυπημένη
στην πλάκα της απόγνωσης.

Η τελευταία φωτογραφία σου
μ' εκείνο το χαμόγελο σου το ακαθόριστο
στα χέρια σου το πρώτο μας παιδί
να το σηκώνεις όσο πιο ψηλά μπορείς
να το γλυτώσεις από μια θάλασσα τρικυμισμένη
που μόνο εσύ την έβλεπες,
κι αυτό να ζυμώνει τον αέρα με τα πόδια του
να ζυμώνει την κακιά του μοίρα.
Η τελευταία φωτογραφία σου
το υστερόγραφο μήνυμα σου.

Ο χρόνος μικραίνει
το δαχτυλίδι όλο και σφίγγει πιο πολύ
ούτε την ελπίδα δεν μπορεί να χωρέσει
ούτε ένα φευγαλέο όνειρο
δεν αφήνει να περάσει στην άλλη μεριά
χωρίς να του μαδήσει τα φτερά.
Εγώ περιφέρομαι γύρω του
σ' αντίθετη φόρα μεγαλώνω
μέσα στο κενό της απουσίας σου
στο διαστημικό κενό της μοναξιάς σου.

Τα κομμάτια του ʼη Βασίλη
στοιβάζονται στην ντουλάπα κάθε χρόνο
τώρα είναι δέκα στη σειρά
να καρτερούν τον στύλλον του σπιθκιού
κι αυτός να μην έρχεται ποτέ
και τα κομμάτια να πληθαίνουν
κι οι αναβολές να εναλλάσσονται η μια την άλλη
τα δάκρυα ν' αναστέλλονται
για την επόμενη Πρωτοχρονιά.

Η στεφανοθήκη στο σχήμα της καρδιάς
με τη φωτογραφία μας στη μέση
κρεμασμένη στον τοίχο από τότε
τα πρόσωπα μας κώδικας του εαυτού μας
κι εμείς ξεχάσαμε τα κλειδιά
κανένα δεν αναγνωρίζουμε δεν μας αναγνωρίζουν,
εσύ πώς έλυσες τα μάγια του καιρού
πώς ελακκίστηκες κι εχάθης
πώς έγινες μια τρύπα στη μέση της καρδιάς.

Είσαι μια ταφόπετρα αδειανή
χωρίς ένα όνομα να σε θυμίζει
θα γεμίσει δε θα γεμίσει;
θα τιναχτεί η πλάκα στον αέρα
κι ο αρχάγγελος θα πάει τη βάρδια του στον ουρανό;
Ποιος θα μου πει;
Δεν είναι άλυωτο κερί η ελπίδα.

Ο μουδιασμένος αέρας του καλοκαιριού
στρατεύει τα ξηραμένα φύλλα
κάτω από το παράθυρο μου
κι εγώ η τρελλή ακούω τα βήματα σου
όταν φορούσες τη Λαμπρή
τα τριζάτα παπούτσια σου,
διάβαινες το κατώφλι του σπιτιού
με τ' άγιο φως στο χέρι
κι έφερνες την Ανάσταση παντού.
Ανοίγει η καρδιά
η ελπίδα ξεμυτίζει για λίγο
τόσο δα
όσο κρατά στο φύσημα του ανέμου
το κερί.

Πόσο καιρό τα λόγια ν' αναβάλλουν
να γεμίζουν ένα αύριο αδειανό
το παιδί μας μεγαλώνει κι ερωτά,
τι να του κάμει μια παλιά φωτογραφία
κι όλα τα «θα έλθει»
που πέφτουνε ξερά κάθε χρόνο;
Φοβούμαι τη στιγμή που θα πάψει να ρωτά.

Το δάκρυ δεν στέρεψε
τώρα στοιβάζεται στην υπόγεια στέρνα της καρδιάς
σε περιμένει να 'ρθεις
ν' ανοίξεις τις πόρτες ν' αδειάσει
δεν αντέχει άλλο φορτίο
κάποια τοιχώματα θα ραγίσουν
μην αργείς.

Οι μέρες ανοίγουν τα πέταλά τους
από μέσα προβάλλουν χιλιάδες πρόσωπα
με την μορφή σου σε παραλλαγές.
Σε ποιο χώρο γυροφέρνεις
και μου στέλλεις αντικατοπτρισμούς
δίχως έλεος.

Τα χνάρια μιας παλιάς αφής
βαθαίνουν λίγο λίγο στο κορμί μου,
διυλίζονται, βγαίνουν στο φως
σταγόνες μνήμης αιχμηρής,
έγινα βάρκα χιλιότρυπη
εκτεθιμένη σ' όλους τους ανέμους
γυρεύω σωσίβιο να μη βουλιάξω

κι εσύ δε φαίνεσαι.

ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ / Σόφας Πέτρος

Έτσι που μας συνήθισες 
με τα χίλια σου πρόσωπα 
ανάμεσα στους καθρέφτες, 
δυσκολευόμαστε ν΄αναγνωρίσουμε 
το πραγματικό.
Κι΄ όταν σου μιλούμε 
έχουμε την αίσθηση πως γελοιοποιούμαστε 
μιλώντας σ΄ ένα είδωλο. 

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Ο Ανεμής / Χατζηχαμπής Χαρ. Ανδρέας


Ο Ανεμής τριγύρναγε γύρω του εκοιτούσε
και έβλεπε και θαύμαζε κάθε λογής λουλούδι
και έβλεπε και θαύμαζε κάθε λογής το χρώμα
πράσινο, κίτρινο, μελί, σταρένιο και γαλάζιο
τά΄βλεπε και προχώραγε και τους χαμογελούσε
σ’ εκείνο που εστάθηκε ήταν αυτό το ρόδο
το ρόδο που του μίλαγε κι΄ας μην έβλεπε στόμα
το ρόδο που του έπαιζε κι΄ας μην έβλεπε λύρα
εστάθηκε το μύρισε κι’ έμεινε το κοιτούσε
και είπε κι΄αποκρίθηκε στο μόνο τούτο ρόδο
«Εσένα θέλω Ροδινή, εσένα πού’ χεις χάρη
που με κοιτάς και γεύομαι ρανίδες ευτυχίας
που μου μιλάς κι’ ακούγεσαι σε κάθε κύτταρό μου
που μ’ αγαπάς και σ’ αγαπώ και μόνο αυτό μου φτάνει».

Πνευματική πολιτεία / Χατζηχαμπής Χαρ. Ανδρέας


Πόσοι στ’ αλήθεια ποιητές ταυτόχρονα,
μονήρεις,
αφήνοντας πίσω τους πόλεις και κτίσματα,
τείχη και μέταλλα,
αποτραβήχτηκαν σε αυτή την ακτή,
σε κάθε ακτή,
εκδυόμενοι της ψυχής τους το όστρακο,
να σχηματίσει μαζί μ’ αυτά των προηγούμενων ποιητών
θίνες ανά τους αιώνες; Ως οι δρυάδες και οι νύμφες,
ως οι νεφέλες και οι νηρηίδες
μεταβαίνουν εις την ενωποιό
πάγλαυκη πνευματική πολιτεία,
με τα φτερά της ίριδας,
με τις ακτίνες του ήλιου,
να συναντήσουν αχανή
τα ποσειδώνια λειβάδια των οραματισμών
και τις υγρές ερήμους των στοχασμών,
να δουν τα ψάρια πουλιά,
τους ανθρώπους θεούς.

Αστέρια κρατούν στις απαλάμες,
προικιά της θάλασσας και φυλακτά,
σαν το σκοτάδι και πάλι  κρύψει
του ήλιου τα μάτια τα λαμπερά,
θα’ ναι αυτά για να φωτίζουν
τη γη, τη θάλασσα και τα παιδιά.

[Έρχονται φώτα που ξέχασες] / Χατζηλουκάς Κυριάκος

Έρχονται φώτα που ξέχασες
αρώματα χαμένα σ’ ανέμους
σπιθίσματα από ταφόπετρες.
Μνημονεύονται πτωχοί γραφείς
κι αφρόντιστοι απόστολοι.

Στρέφεσαι στο πηδάλιο.

Από παλιά πρέσβεις σ’ ακτές.
Κοινωνείς νέου αίματος.
Ζητάς να ιχνεύσεις το κοίλο τ’ ουρανού.

Σε κινεί ζωή που δε βλέπεις.
Κρυφή αύρα υψούσα.
Σύρεσαι στη σιωπή μεγάλων στιγμών
να λυγίσεις την κίτρινη λαίλαπα.

Λύεις εμμονές.

Ωραιώνεις στοιχήσεις.
Απαντιέσαι με νέες πνοές.
Αναστρέφεις τα ρήγματα.

Έρχονται στάσεις
Θυμάσαι λευκανθούς.
Στοιχειωμένα αγάλματα θραύονται
Πέφτουν φαρέτρες από φέρετρα.