Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014
Κυριακή 23 Μαρτίου 2014
Αν ήταν του Νίκου Πενταρά
Το Φως χορεύει στον αφρό
λευκό πανί στο πέλαγος
μετάξι στον αγέρα
μέσα σ’ ανήλιαγη σπηλιά
η Μέδουσα παραμονεύει.
Πήρα τ’ αδράχτι
- κειμήλιο της γιαγιάς μου
της ξακουστής υφάντρας-
ν’ αδράξω το μετάξι
μ’ αδέξιος σαν ήμουνα
μου ξέφυγε απ’ τα χέρια
και πήγε ίσια στο βυθό.
Για χρόνια τώρα ψάχνω
στα φύκια και στην άμμο
ρωτώ τα ψάρια της σιωπής
ίσως αυτά με βοηθήσουν
μα κάνουν ελιγμό και μ’ αποφεύγουν
και τότες απελπίζομαι
βγαίνω ξανά στην επιφάνεια
ξαπλώνω μπρούμυτα
σε βράχο κυματοδαρμένο
και κλαίω μ’ αναφιλητά.
Το κύμα παίρνει το «γιατί»
από τα μάτια μου τα κόκκινα
το στροβιλίζει και μετά
με βία τ’ αμολά στα βράχια
κι εκείνο θρυμματίζεται
κι αντιλαλεί στ’ ακροθαλάσσια.
Αν ήταν, συλλογίζομαι, τουλάχιστο,
ένα χελιδονόψαρο,
αν ήταν κι άρπαζε ένα θρύψαλο
ίσως να μ’ οδηγούσε
να βρω τ’ αδράχτι της γιαγιάς,
γιατί γνωρίζουν τα χελιδονόψαρα
τα κατατόπια του βυθού
μα προπαντός γνωρίζουν ακριβώς
σε ποια γωνιά παραμονεύει η Μέδουσα.
Αν κάποτε του Νίκου Πενταρά
Αν κάποτε
από κυκλάμινο στα βράχια
με πάρεις
να με φυτέψεις στον κήπο σου
βάλε με
στον ίσκιο της κωνοφόρου αγάπης σου
κάτω απ’ το στρώμα
των ανεπίδοτων χαδιών σου
για να προφυλάγομαι
από το κρύο
και τους πειρατές ανέμους.
από κυκλάμινο στα βράχια
με πάρεις
να με φυτέψεις στον κήπο σου
βάλε με
στον ίσκιο της κωνοφόρου αγάπης σου
κάτω απ’ το στρώμα
των ανεπίδοτων χαδιών σου
για να προφυλάγομαι
από το κρύο
και τους πειρατές ανέμους.
Σάββατο 22 Μαρτίου 2014
ΤΑ ΦΙ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ του Νίκου Πενταρά
Παρέα
με το φι του Φθινοπώρου
κι όλα τα φι των φθόγγων
που δεν προφέραμε ποτέ
ψάχνω ανάμεσα στα κιτρινισμένα φι
των πεσμένων φύλλων
για να βρω τα φθαρμένα φι
των ανεπίδοτων φιλιών μας.
κι όλα τα φι των φθόγγων
που δεν προφέραμε ποτέ
ψάχνω ανάμεσα στα κιτρινισμένα φι
των πεσμένων φύλλων
για να βρω τα φθαρμένα φι
των ανεπίδοτων φιλιών μας.
Φαμακούστα
Της Φαμακούστας τις ομώνυμες φωνές
τις παίρνει τ΄ ακρογιάλι
οδυνηρά χτυπάει το φάντασμα
μα κείνη ανασαίνει.
Μάτια που γνώρισαν
τα μάτια σου Αγαπημένη
θωπεύουνε ξανά τις γειτονιές μας.
Πληγώνει η νύχτα το πηγάδι
τ΄ όνειρο σαν πριν δεν λησμονιέται,
στο φως της χειμωνιάτικης αυγής.
Θα λες «Πεθύμησα το σπιτικό μου»
κι ο νους θα τριγυρνάει στις αυλές
στις τριανταφυλλιές σου.
Μα οι τόσες μνήμες,
(Η πατρίδα κι οι σταυροί
τσαντίρια και κραυγές οδύνης)
ένας καθρέφτης, λαός νεκρών
που μας πληγώνει.
Εσύ κι εγώ ένα το χέρι
η καρδιά το φως
κι η ποίηση μας κανακεύει.
οι υπνώττοντες / Κούμουρου Σόνια
ο φονιάς
έκανε βόλτες μέσα στην πόλη
ντυμένος θύμα
ξέρανε ότι είναι ο φονιάς
μα βλέπανε το θύμα
γιατί αυτό που φαινόταν
ήταν πιο εύκολο
απʼ αυτό που πονούσε
είναι τόσο ανάλαφρος
ο ύπνος
αυτών που συγχωρούν
αλίμονο
σʼ όσους θυμούνται
η κάμαρα / Κούμουρου Σόνια
μια κάμαρα
όλη κι όλη
με τυφλά παράθυρα
και κλειδωμένες πόρτες
στο ταβάνι
κρεμασμένες οι μνήμες
στο πάτωμα
χαραγμένοι οι δρόμοι
και στους τοίχους
ζωγραφισμένα τα όνειρα
εσύ στο ενδιάμεσο
ζητάς ισορροπίες
χειρονομείς μιλάς γελάς
πονάς
μεγαλώνεις και μικραίνεις
υπάρχεις
ψάχνοντας την Αλήθεια
με τα χρόνια
οι μνήμες πληθαίνουν
τα όνειρα στοιχειώνουν
οι δρόμοι λιγοστεύουν
κατεβαίνεις
κάθε μέρα λίγο πιο κάτω
ώσπου οι δρόμοι
γίνονται τελικά τελεία
πάνω από το σώμα σου
ενώ οι μνήμες και τα όνειρα
εκφωνούν
τον επικήδειό σου
μέσα στην κάμαρα που έζησες
Το εκκλησάκι / Κωνστάντης Γιώργος
Περπάτησα πάνω σε πυρωμένες πέτρες
Μέσα στη λάσπη έχασα τα πόδια μου
Τα λόγια μου γδαρμένα στα χαλίκια
Απολησμόνησαν τη μυρουδιά του ήλιου
Μονάχα τη λεβεντιά του έρωτα άκουα
Δίνοντάς μου κουράγιο να ελπίζω
Ώσπου φάνηκες εσύ την τελευταία στιγμή
Βάνοντας στο αίμα μου νέους ρυθμούς
Τώρα χτίζω το εκκλησάκι μου.
Κρατώ ανοιχτά τα παραθύρια
Να μπαίνουν μέσα αρμαθιές φωτός
Να χαράζει ο χρόνος τ’ όνομά σου
Ανεξίτηλο στα βιβλία των αιώνων.
Το σκάφαντρο / Κωνστάντης Γιώργος
Έξω απ’ τις σπηλιές μαύρες καταχνιές
Αδιαπέραστες από το δόρι του ήλιου
Εκεί γεννήθηκα κι έζησα τις μέρες μου
Στο σκοτάδι με πληγωμένα δάχτυλα
Ψαχουλεύω να βρω μιαν έξοδο, να ιδώ
Τα λαμπερά κοχύλια τ’ άσπρα κύματα
Να γλιτώσω από υδροκέφαλα τέρατα
Που λυσσασμένα κατατρώουν τα χέρια μου.
Κάθε που δοκιμάζω ν’ ανεβώ στην επιφάνεια
Ματώνουν οι φτέρνες πονούν τα μάτια μου
Τόσα χρόνια παλεύοντας μες στις σπηλιές
Κανένα απ’ τα όνειρά μου δεν μ’ εγκαταλείπει.
Λίγο ακόμα –λέω και ξαναλέω–
Με το σκάφαντρο
των στίχων θ’ ανεβώ
Ν’ αποτινάξω το πένθος της ψυχής μουΗ θλίψη μιας μέρας / Κωνστάντης Γιώργος
Είναι μια θλίψη σήμερα στα μάτια σου
Το σώμα σου ντυμένο δάκρυα της βροχής
Του χειμώνα που διαρκώς σε κυνηγάει
Θε μου, πώς μένει άδεια τούτη η πολιτεία
Βουβή κι ασάλευτη
Μες στην αξιολύπητη περηφάνια της
Είχες τη μουσική δώδεκα αυλών
Το χρώμα εφήβων που κυνήγαγαν τον Μάη μήνα
Ήσουν ίδιος αρχάγγελος, στα μάτια σου
Φεγγοβολούσε η παντοδυναμία του ήλιου
Ποιος πήρε τώρα τη φωτιά σου και παγώνεις
Ποιος άνεμος κούρσεψε το σώμα σου
Αφήνοντάς σε γυμνό
Να’ ναι οι πληγές σημάδια
Μιας ηττημένης αξιοπρέπειας
Είναι μια θλίψη σήμερα στα μάτια σου
Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014
Η Μοσφιλωτή και πάλι / Παγιάση - Κατσούρη Ντίνα
Το αυτοκίνητο να καταβροχθίζει την άσφαλτο
το τοπίο να διαδέχεται το ένα το άλλο
το πράσινο να συναγωνίζεται το άλλο πράσινο
οι αμυγδαλιές κατά μήκος του δρόμου να στήνουν τρελό χορό
τα χελιδόνια στα σύρματα του ηλεκτρικού
να επιδεικνύουν τις φωνητικές τους χορδές.
και αυτός να αγωνιά.
Να αγωνιά όχι για τον αγώνα Αποέλ – Ρεάλ*
αυτός ήταν προδιαγεγραμμένος.
Αλλά να αγωνιά
για να φτάσει στη Μοσφιλωτή και στον Φίλιππο Σταύρου
να μυρίσει ξανά την τσίκνα από τα σουβλάκια
να γευτεί την ίδια ζιβάνα
και η ματιά του να ξεκουραστεί στο ιδιότυπο αλλά αγαπησιάρικο εκείνο μουσείο
Αχ, αυτός ο Μισέλ Πλατινί.
Ανοιξε την πόρτα / Παγιάση - Κατσούρη Ντίνα
Μην εφάπτεσαι απλά στα όνειρά μου.
'Ανοιξε την πόρτα και μπες.
Εγώ θα έχω στρώσει το κρεβάτι
με κιλίμια και μεταξωτά.
Θα έχω ετοιμάσει αρώματα και μύρα
για να σου πλύνω τα πόδια,
ζεστές κομπρέσες για να σου φρεσκάρω το πρόσωπο
κλιματισμό για να ηρεμήσω τα καταπονημένα σου μέλη.
'Ενα κάτοπτρο κοντά στα στρωσίδια,
ζωγραφιές στους τοίχους,
θαλασσινά απολιθώματα στα ράφια,
ένας ασπρόμαυρος γάτος
να περιφέρεται στα πόδια μου,
απ' το παράθυρο απειλητική
η τούρκικη σημαία με το μισοφέγγαρο
συμπληρώνουν την εικόνα μιας προσδοκώμενης
ερωτικής ή άλλης ευωχίας.
'Ελα
θες να κάνουμε έρωτα
ή να παίξουμε σκάκι;
Η τρίπλα του Ρονάλντο / Παγιάση - Κατσούρη Ντίνα
Και για να είμαστε έντιμοι
πάνω από τα σουβλάκια
τις πίτσες
τις μπύρες και
τα αναψυκτικά
η τρίπλα του Ρονάλντο
σκέπασε σαν δαντέλα
το γρασίδι του γηπέδου
βγήκε στο δρόμο
καβάλησε τις στέγες των σπιτιών
κρεμάστηκε στην απλωμένη μπουγάδα
χάιδεψε τα στήθη των κοριτσιών
κράτησε παρέα στη γιαγιά
ξαπόστασε για λίγο στα ορθάδικα
και έκαμε ακόμα μια τρίπλα
με τα παιδιά της γειτονιάς.
Μπορεί βέβαια στο τέλος να ηττήθηκε η ομάδα
εκείνο που έμεινε, όμως, τελικά
ήταν τα δάκρυα της κοπελιάς,
στην έξω αριστερά κερκίδα
και η τρίπλα στην καρδιά της.
Ο Ζακ Ντεριντά* / Παγιάση - Κατσούρη Ντίνα
Ο Ζακ Ντεριντά δήλωσε αποφασιστικά.
“Αφού δεν μπορώ να γίνω ποδοσφαιριστής θα γίνω φιλόσοφος”.
Και φυσικά το μετάνιωσε πικρά.
Αφού από εκείνη τη μέρα δεν πέρασε νύχτα που να μην ξυπνήσει
πνιγμένος στον ιδρώτα και την ταραχή.
Ήταν πάντα το ίδιο επίμονο όνειρο.
Να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την εστία του αντιπάλου
Ήταν πάντα το ίδιο επίμονο όνειρο.
Να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την εστία του αντιπάλου
να προσπαθεί να στείλει μέσα την μπάλα και το πόδι του να αρνείται πεισματικά να υπακούσει.
Οι φίλαθλοι να ουρλιάζουν αίσχος και το επόμενο λεπτό να ανοίγει έντρομος τα μάτια.
Αργότερα ομολόγησε σε φιλικό κύκλο πως αντί να ζει με αυτό τον εφιάλτη θα ήταν καλύτερα να γινόταν ποδοσφαιριστής έστω δεύτερης κατηγορίας.
Αργότερα ομολόγησε σε φιλικό κύκλο πως αντί να ζει με αυτό τον εφιάλτη θα ήταν καλύτερα να γινόταν ποδοσφαιριστής έστω δεύτερης κατηγορίας.
29 Νοεμβρίου 2011
* Ο Ζακ Ντεριντά ήταν Γάλλος φιλόσοφος
Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014
το παράθυρο / Ιωσηφίδης Ιωσήφ
Άπλωσε το χέρι κι άνοιξε το παράθυρο,
ίσως το δρασκελίσει μια αχτίδα,
τεθλασμένη, από αντανάκλαση,
ένα άστρο που υπόσχεται αλλαγή.
Άνοιξε το παράθυρο,
ίσως κοιτάξει μέσα ένας βιαστικός,
μια ωραία που τη ραίνει η βροχή,
μια χελιδόνα που ’χασε το μικρό της.
Άνοιξε το παράθυρο,
ίσως φανεί η μπάλα των παιδιών
η φωνούλα τους ίσως σκαρφαλώσει
ένα κλαρί που λυγίζει, ένα γατί.
Άνοιξε το παράθυρο,
κι ας εισβάλει κύμα σκόνης, χαλαζιού,
μια σκιά ή η σκιά της, δύο που ’γιναν μία,
ή έστω μια σκιά που σκιάζει μιαν άλλη.
Άνοιξε το παράθυρο,
ακόμα κι αν η πόλη αποκοιμήθηκε,
ακόμη κι αν η πόλη αποδήμησε,
ακόμη κι αν δε φαίνεται ποιο απ’ τα δυο.
Άπλωσε το χέρι κι άνοιξέ μας το παράθυρο.
Στη θέση του θα υπάρχει μια ζωγραφιά
κρεμασμένη, κι ας μας κοιτάζει αμίλητα.
Τουλάχιστον θα γεμίζει τον άδειο μας τοίχο.
Καρλοβιβάρι-Πράγα, Αύγουστος 2002
ίσως το δρασκελίσει μια αχτίδα,
τεθλασμένη, από αντανάκλαση,
ένα άστρο που υπόσχεται αλλαγή.
Άνοιξε το παράθυρο,
ίσως κοιτάξει μέσα ένας βιαστικός,
μια ωραία που τη ραίνει η βροχή,
μια χελιδόνα που ’χασε το μικρό της.
Άνοιξε το παράθυρο,
ίσως φανεί η μπάλα των παιδιών
η φωνούλα τους ίσως σκαρφαλώσει
ένα κλαρί που λυγίζει, ένα γατί.
Άνοιξε το παράθυρο,
κι ας εισβάλει κύμα σκόνης, χαλαζιού,
μια σκιά ή η σκιά της, δύο που ’γιναν μία,
ή έστω μια σκιά που σκιάζει μιαν άλλη.
Άνοιξε το παράθυρο,
ακόμα κι αν η πόλη αποκοιμήθηκε,
ακόμη κι αν η πόλη αποδήμησε,
ακόμη κι αν δε φαίνεται ποιο απ’ τα δυο.
Άπλωσε το χέρι κι άνοιξέ μας το παράθυρο.
Στη θέση του θα υπάρχει μια ζωγραφιά
κρεμασμένη, κι ας μας κοιτάζει αμίλητα.
Τουλάχιστον θα γεμίζει τον άδειο μας τοίχο.
Καρλοβιβάρι-Πράγα, Αύγουστος 2002
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)