Πόσο ζυγίζει η ζωή;
Κάποιες φορές τόσο βαριά
όσο και η στιγμή που άφησες
το σώμα της μάνας σου στο χώμα
Πιο βαριά και από
εκείνο τον στερνό, πέτρινο ασπασμό
πριν της κλείσεις τα μάτια
για πάντα
και θάψεις το φορτίο της μνήμης
Όταν προβάρεις της ζωής τις συνήθειες
και μια φωνή σε προστάζει
Ξέπλυνε το καρπούζι πριν το κόψεις
είναι λασπωμένη η φλούδα
Ακούμπα την ντομάτα από την άγουρη μεριά
Να κοχλάσει το νερό προτού ρίξεις τα λάχανα
Θυμάσαι πως κάποτε σου είπε κάποιος
είναι τρελές όλες οι μάνες
και κάθε πράμα έχει τη λύση του.
Αν είναι ανάγκη το παιδί να ’χει μητέρα
τότε να θάβουν τελετουργικά τον ομφάλιο λώρο
να χτυπούν βαρύ ταμπούρλο και να σβουρίζει η φλόγα
ώσπου το σώμα μαγεμένο να υψώνεται
να φανερώνεται ξανά στον κόσμο
εκ του ανεσπέρου φωτός
να βγάζει απρόσμενα φτερά και να πετάει
τα πόδια στροβιλίζονται, ανεβαίνουν
αναδύεσαι με την ανεμελιά της νύχτας στο πρόσωπο
λες κι η μνήμη δεν υπήρξε ποτέ
λες και ποτέ δεν ανήκες σε μια νήσο χαμένη
δεν έγλειψες τα νερά της στάλα-στάλα
δεν τα κατάπιες λαίμαργα από ρυάκια και ρωγμές
Ένα νησί που δεν υπάρχει πια
Και που μπορεί να μην υπήρξε ποτέ
Το μόνο που μετρά είναι η στιγμή τούτη
σε μια γη μακρινή
Στης αιώρας το λίκνισμα
Ακούς ένα σφύριγμα βαθιά στο στέρνο
κι η καρδιά σου σηκώνεται ψηλά, πάνω
απ’ το φύλλωμα των καρύδων
κι η κούλισσα σου φέρνει μια κούπα ρύζι και νταλ
Σφραγίζουν πάλι τα πλευρά σου και πέφτει
με γδούπο η καρύδα
καθώς ακούς τον μόχθο στα γυμνά της πόδια
ν’ αντηχεί με της γιαγιάς σου τα βήματα
Θυμάσαι το σπίτι της και ρωτάς
πόσα συντρίμμια να μαζέψεις
για να το ξαναχτίσεις απ’ τα κομμένα άκρα
ή άραγε να τ’ αφήσεις στους ξένους που το κατοικούν
κι έτσι ξένοι που είναι μοιάζουν με δικούς μας
όπως ξαπλώνουν στο δώμα τις νύχτες του Αυγούστου
και πετούν συνεπαρμένοι με τα πεφταστέρια
Μπορεί να’ ναι αρκετό να ακούσεις την αιώρα
να σε σπαργανώνει την ώρα που κοιτάς
τα φευγαλέα σύννεφα-νομάδες
έτοιμα πάντα να ξαμολήσουν τα νερά τους
άμορφα υγρά που θες να τα μαζέψεις σε κουβάδες
να σου θυμίσουν τη δική σου χειμαρρώδη φύση,
του δέρματός σου τη γλυκάδα
βρίσκοντας την ισορροπία
ανάμεσα στο τώρα και το τότε
Ανάμεσα στη χαρά και τη μοναξιά
η ζωή ελαφραίνει τις πιο παράξενες στιγμές
Στην αρχή της παράνοιας του έρωτα
και όταν οι φίλοι σου χαμογελούν αγγίζοντας
ανοίγοντας, γεμίζοντας κενά κι εσύ αναρωτιέσαι
πόσες ζωές να έζησες;
Είναι άραγε η ταυτότητα μονάχα μια ζωή
ή τάχα είναι πολλές που σε κοιτούν με μύρια μάτια
Κι εμείς αστέρια που στάχτη γινόμαστε
στη μέθη μας
Εικάζεις
ποιος βλέπει ποιος ακούει
Μπορεί και να κλείσεις τα μάτια σου
και να τα σβήσεις όλα
αφημένος
στη σάρκα δίχως μνήμη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου