Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Η Φωνή : Ποιητική Συλλογή της Πίτσας Γαλάζη εκδοθείσα το έτος 2017: Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης της Κύπρου

Και μή μου άπτου
Έλεγε η φωνή
Θρηνώντας το γλυκύτατό της έαρ
Μην το αγγίσετε εσείς που το φιλήσατε
Το σκοτεινό ανοίγοντας
Στο μέτωπό του φρέαρ

Αφήστε να κολλάει ανεξίκακο
Το αυτί των αλλοφύλων το κομμένο
Με βάγια να περάσει τ’ αεράκι του
Ώς την συκομορέα του Ζακχαίου

Με τις ουρές χελιδονιών
Ψαλίδισε τον θάνατο
Με χαίρε απ’ τις λαύρες τις αγίες
Το σώμα του ὁ Μαχαιράς το μύρανε
Των ορεινών του Ευαγόρα βαφτιστήρι

Έαρ γλυκύ μου, έκλαιγε η φωνή
Από Αλέξανδρο σ’ Αλέξανδρο αγιασμένο
Το κάλλος σου αβασίλευτο
Χαρτί και καλαμάρι ιστορημένο

Με τα καρφιά στα χέρια της
Τραβούσε από τις ίνες της
Κι έραβε το πλευρό το λογχισμένο

Ό,τι πονούσε κι έσφαζε
Αλάλητο το κράταγε
Για να λιπαίνει
Μες στα δόντια αλεσμένο
Σ’ άλλη πλευρά ηλιόλουστη
Το νήπιο που ετοίμαζε
Έρωτα σ’ επιτάφιο ανθισμένο
Και μή μου άπτου ολόλευκη
Δραπέτευε η φωνή
Στους Εμμαούς να κόψει το ψωμί της
Και στα παλιά λημέρια της
Να βρει την αντοχή της

Γκιώνης τις νύχτες έκλαιγε
Μα η αυγή την εύρισκε με κυλισμένο λίθο
Να; μπαίνει στα φυλλώματα
Κι αθέατη κι απότακτη
Του άλλου έαρος πουλί
Να ετοιμάζει ήχο.

Κρατικό Βραβείο Ποίησης για εκδόσεις του έτους 2017 στην Κύπρο

Το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για εκδόσεις του έτους 2017, απονεμήθηκε στην Πίτσα Γαλάζη για το έργο: Η φωνή (εκδόσεις Αρμός).
Κατάλογος των 5 επικρατέστερων έργων (αλφαβητικά) στην Κατηγορία Ποίηση:
  • Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου, «Χειμερία ζάλη» (εκδόσεις Μανδραγόρας)
  • Πίτσας Γαλάζη, «Η φωνή» (εκδόσεις Αρμός)
  • Παντελή Κακολή, «Η καρκιά τον νουν ν’ ακούει» (εκδόσεις Κ. Επιφανίου)
  • Γιώργου Μοράρη, «Το ποίημα-πορτρέτο» (εκδόσεις Καστανιώτη)
  • Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, «Υπερκαινοφανής» (εκδόσεις Μελάνι)

Αντωνίνη Σμυρίλλη (μικρό βιογραφικό)

Η Αντωνίνη Σμυρίλλη γεννήθηκε στην Κύπρο το 1987. 
Σπούδασε Φιλοσοφία, Παιδαγωγική και Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. 
Στη συνέχεια πραγματοποίησε  μεταπτυχιακές σπουδές στην Ειδική και Ενιαία Εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στη Φιλοσοφία της Εκπαίδευσης, στο ίδιο Πανεπιστήμιο. 

Ποιητικές Συλλογές:

Βλέπω Ακόμα Παιδικά (Θράκα, 2017) 

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Βλέπω ακόμα παιδικά: Ποιητική Συλλογή της Αντωνίνης Σμυρίλλη από τις εκδόσεις Θράκα, 2017



Όσο θόρυβο

Κάνει ένα πριόνι
Στο τέλος
Αφήνει πριονίδια
Κατέληξα τι δεν αντέχω
Σ' αυτόν τον κόσμο
Τον κόσμο

**



-Τι θα κάνεις σήμερα;
-Θα κλάψω
Καταλαβαίνω
Όλοι θέλουν να είναι φυσιολογικοί
Πώς να τους το χρεώσω;
Το άλλο είναι το ανώμαλο
Το δικό μου
**

Χαζεύω
Τις γάτες να γλύφουν
Η μια την άλλη
Ξέρω•
Άνδρας
Ποτέ
Με τόση μαεστρία


**

Halloween


Ζωγράφισα
Τον πίνακα της ζωής μου
Τόσο μίνιμαλ
Που στους άλλους
Φαίνομαι άνιμαλ

Εξαφάνισα τους ανθρώπους
Άφησα μόνο γάτες


**

Παιδική Χαρά


Θέλεις να παίξουμε:

-Έχω παρέα
Τις λέξεις μου

Δεν είναι αρκετές για να φτιάξουν

Μια ολόκληρη παιδική χαρά;

Εύα Γεωργίου ( βιογραφικό σημείωμα)

Η Εύα Γεωργίου γεννήθηκε στη Δερύνεια, της επαρχίας Αμμοχώστου. Γράφει ποίηση από τα μαθητικά της χρόνια, ακολουθώντας τα χνάρια του προπάππου της Ελευθέριου Παπαδόπουλου που ήταν και ο πρώτος ποιητής της Δερύνειας.

Όπως η ίδια αναφέρει: "Για μένα ποίηση σημαίνει κραυγή…

Όταν δεν γράφω, σημαίνει αυτόματα πως όλα γύρω μου λειτουργούν κανονικά
και έτσι κι εγώ κάπου μπορώ να «επαναπαύομαι» αν μπορώ να το πω έτσι…"

Ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε διάφορες εφημερίδες, έχουν απαγγελθεί σε διάφορες εκδηλώσεις, ποιητικές βραδιές και έχουν ακουστεί από διάφορες ραδιοφωνικές εκπομπές.
Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τον Αντώνη Θαλασσέλη. Το Ποίημα της με τίτλο ‘’Ο χορός’’ έχει βραβευτεί το έτος 2017 με το Γ’ βραβείο από την Ε. Π.Ο.Κ

Σε προδίδουν οι λέξεις… / Εύα Γεωργίου

Σε προδίδουν οι λέξεις…
Ναι, αυτές που μιλάνε εν ώρα απουσίας σου…
Λένε ονόματα…
Φωνάζουν σιωπές…
Αποχαύνωση κυττάρων!
Αραχνιασμένος στα γρανάζια
συστήματος που για σένα
άλλοτε ίνδαλμα σου ήταν!
Σήμερα… έμελλε να γίνει αθέατος
σφετεριστής απογόνων σου!

Άτιτλο της Εύας Γεωργίου

Έτσι θα περάσει και τούτη η νύχτα
όπως και οι προηγούμενες
χωρίς κουβέντα.
Κανείς δεν έχει να σου πει τίποτα
κι η γη δεν λέει να στεγνώσει
η βροχή δεν σωπαίνει.
Κρύφτηκαν πάλι οι άνθρωποι
τον μαύρο ουρανό φοβήθηκαν.
Ατέρμονες ώρες έξω λογομαχούνε
ποια θα φυγαδεύσει την ανελέητη βροχή,
ποια θα καταλαγιάσει τον θυελλώδη βοριά.
Χορεύουν αδιάκοπα οι αστραπές,
τα πουλιά καταφύγιο ψάχνουν,
τα δένδρα σωριάστηκαν.
Κατάκοπος κι εσύ, σε ένα κλειστό δωμάτιο.
Μάκρυναν πολύ τα γένια σου, κατάλευκα πια.
Βαθιά χαραγμένες στο πρόσωπο οι ρυτίδες,
χρόνια πολλά μαρτυράνε.
Σούφρωσες πάλι τα φρύδια.
Ναι, γιατί αλλιώς σου φάνταζε κάποτε ο ήλιος.
Τώρα, παρηγοριά σου η πρώτη ηλιαχτίδα.
Κάποτε, προσπερνούσες τις ώρες,
και των αλλονών τα χρόνια
πίσω από τα δικά σου έτρεχαν.
Τώρα, πλάι σου η σιωπή.
Πίσω σου, μια χούφτα μονάχα ανθρωπάκια.
Παρών εσύ με μόνιμη διεύθυνση,
κι αυτοί αχαρτογράφητοι στον πλανήτη.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Χρίστος Γενακρίτης (μικρή αναφορά)

O Χρίστος Γενακρίτης είναι κύπριο ποιητής και στιχουργός

Τρία ερωτικά ποιήματα του Χριστόφορου Παλαίση

Χριστόφορος Θ. Παλαίσης ( βιογραφικό σημείωμα)

Ο λαϊκός ποιητής Χριστόφορος Παλαίσης  γεννήθηκε στο Αυγόρου το 1871 και απεβίωσε σε ηλικία 78 ετών το 1949. Καταγότανε από πολυπληθή (7 παιδιά) αγροτική οικογένεια (γονείς του ήσαν οι: Θεοχάρης και Παρασκευή Τσαγγάρη)  και λόγω της ανέχειας και της φτώχειας, δεν κατόρθωσε να σπουδάσει. Η εκπαίδευσή του περιορίστηκε σε αυτή του Δημοτικού Σχολείου, το οποίο τελείωσε με άριστα. Το έναυσμα για την ποιητική του ενασχόληση, λέγεται πως ήταν η μεγάλη του αγάπη για τη σύζυγό του, στην οποία αφιέρωσε και το πρώτο του ερωτικό ποίημα. 

Κατέχει τον τίτλο του πρωτοποιητάρη. Αντλούσε τα θέματά του από την ίδια τη ζωή.  Ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή θρησκευτικών ποιημάτων, σατυρικών, "μυλλωμένων"  καθώς και τσιαττιστών. 

Ποιητικές Συλλογές: 

α. Συλλογή διαφόρων Κυπριακών ποιημάτων (1913)
β. Συλλογή διαφόρων εκλεκτών εθνικοιστορικών και σατιρικοερωτικών ενεκδότων ποιημάτων και τραγουδιών (1931)
γ. Τα ηλιοβουτήματα (1946)

πηγή πληροφοριών: 

α. http://www.bigcyprus.com.cy/el/destinations/23077-mnimeio-xristoforou-palaisi-sto-avgorou

β.   Ανθολογία Κυπριακής Λογοτεχνίας (Μέρος Α΄) Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού

γ. https://www.christophoros-paleshis.com/

Αντώνης Γεωργίου (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Αντώνης Γεωργίου γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1969. Σπούδασε νομικά στη Μόσχα. Εργάζεται ως Δικηγόρος. Το θεατρικό του έργο "Αγαπημένο μου πλυντήριο" ανέβηκε από την Πειραματική Σκηνή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου το Γενάρη του 2007 και βραβεύτηκε το 2008 με το Βραβείο Θεάτρου ΘΟΚ (2005-2007) στην κατηγορία Θεατρικής Συγγραφής.

Έργα του: 
  • "Πανσέληνος παρά μία" (ποιήματα), Γαβριηλίδης 2006, 
  • "Γλυκιά bloody life" (διηγήματα), Το Ροδακιό 2006,  ( Κρατικό βραβείο διηγήματος 2006)
  • Ένα άλπουμ ιστορίες Το Ροδακιό 2014
  • Σαν πεταλούδ είμαι / Το ροδακιό/2019


ΧΩΡΙΣ ΠΑΛΤΟ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας


Mου λες
να βάλω το παλτό σου.
Μα - δεν χιονίζει πια το καλοκαίρι
Μου λες
να κουβαλήσω πέτρες
και να φτιάξω
το νόμο της επαγωγής
των άστατων χρωμάτων
Μα – τα πινέλα τα φοβάμαι

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

ΑΛΗΘΕΙΑ / ΑΘΩΣ ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ



Κι εσύ μου μιλάς για αλήθεια
Ποια αλήθεια;
Αυτή που κρέμασε την κουρτίνα της
Για να μην την ακουμπά ο ήλιος
Γιατί δεν μπορούσε να αντέξει το φως;
Η αλήθεια στις μέρες μας ζει μόνιμα στο σκοτάδι
Βγαίνει σεργιάνι μόνο τα μεσάνυκτα
όπως κι οι νυκτερίδες
που κυκλοφορούν μοναχά στις μικρές ώρες
και πεθαίνουν όταν αντικρίσουν το φως.

ΑΜΑΡΤΩΛΌς / Πανάγου Μαρούλλα


Πόσο σε θέριεψαν τ'άδικα λόγια,
Δεν θέλεις πιά να τους ξέρεις
καθώς δεν υπάρχει συγγνώμη
στην συνεχή σας διαφορά.
Δεν είσ' εσύ Χριστός που'πε "συγχώρα τους
δεν ξέρουν τι κάνουν"
Θνητός υπάρχεις , αμαρτωλός.
Που καμώνεσαι τον δίκαιο
στην δήθεν αγνότητά σου , Τόσο απατηλή.
Μες τις κρυφές σου αμαρτίες
να σου βαραίνουν την ψυχή .
Κι όταν συγγνώμη ζητάς στην προσευχή ,
ξέρεις πως δεν την αξίζεις
Σαν αύριο θ' αμαρτήσεις και πάλι.



(Από την ποιητική συλλογή μου "Συναισθήματα)

η δύναμη του τριγώνου / Χρίστος Τσιαήλης


Πλάνε μου νου / Ανδρέου Ειρήνη


Δύσβατος ο δρόμος των καλών και των αθώων
σπαρμένος με ζιζάνια, παράσιτα κι αγκάθια..
Το χώμα αναταράζεται απ' τις κραυγές ηρώων ,
προνομιούχοι της ζωής της γης τα κατακάθια.
Πλάνε μου νου σαν τι θαρρείς πως κάνεις στη ζωή σου
που την αλήθεια διαλαλείς σε ένα κόσμο ψεύτη ;
Μες σε ντουβάρια χάνεται και σβήνει η ποίηση σου,
πλούτη και δόξες και τιμές πάνε στον κάθε κλέφτη.
Γράφε γι' αγάπες κι έρωτες, για ηδονές που αρέσουν,
γι' αστέρια και χρυσόσκονες , δεν βλέπεις πως "πουλάνε";
Κάλμαρε πια κι αν έρθουνε φέσι να σου φορέσουν
ράντισ΄ το με χρυσόσκονη κι όλα "καλά" θα πάνε.
από το βιβλίο  “Φτου μας... με αγάπη” 

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Γερμασοίτης Βάσος (βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε την 5 Ιανουαρίου 1907. Κατάγεται από την Γερμασόγεια της Επαρχίας Λεμεσού.  Ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την ποίηση το 1932 και για περίπου είκοσι χρόνια εξέδιδε τα ποιήματά του.Η τελευταία του ποιητική συλλογή εξεδόθη το 1952. Όλες του οι ποιητικές συλλογές είναι γραμμένες στην Κυπριακή Διάλεκτο.
Έγραψε συνολικά 339 ποιήματα στην κυπριακή διάλεκτο, με εξαίρεση 7 από αυτά που είναι γραμμένα στην αγγλική γλώσσα.
Απεβίωσε σε ηλικία 57 χρονών στο Πέρα Χωριό - Νήσου, την 28η Αυγούστου του 1967.



Ποιητικές Συλλογές 


«Τα πρωτοβρόσια» : 1938.
«Αστραπές τζιαί τραμουντάνες» :1939.
«Γιατί σιερούμαστιν» : 1940.
«Που την μιάν μερκάν στην άλλην» : 1942.

«Πόλεμος- Πόλεμος» 1944
«Πάνω χαρά μας» : 1945.
«Στο ποσσίος του Λαωναρκού» :1946.
«Όπου καλόν καλλύτερον»: 1952
«Όσα ξαίρω τζ'όσα ακούω»: 1952
«Λόγια της νύκτας» :1952.


περισσότερα: http://www.perachorio-nissou.org.cy/el/page/vasos-germasoitis

http://plouroutziatis.blogspot.com/2011/09/blog-post.html

ΓEPAMATA / Γερμασοίτης Βάσος



- Άτε Γιωρκή, ποσπάζου, τζαι ποστάθηκα!
Πόσην ώρα να σ’ έχω πανωθκιόν μου
τζαι χάννομεν τον ύπνον μας έτσ’ άδικα;

- Εν ι-μπορώ, λυπήθου με, τζαι μεν λάμνεις,
εντζ’ είμαι στρούθος βίρα μάνι μάνι!
-Έπαρε πομονήν, πελλάρες μεν κάμνεις,
πέρκι τα καταφέρω γιάλι γιάλι.

- Άτε Γιωρκή, ποσπάζου, δε τες πλήξες σου,
δε το ζευκαλαδκιόν σου, τα χτηνά σου,
δρώννεις, ξιδρώννεις, τρέχουσιν οι μύξες σου,
επέλλανες τωρά στα στερινά σου!

Έι, Στυλλού, κοντεύκω, περιποίθου με,
κλώστου τζαι σου, τα μαύρα, νακκουρούιν,
μιαν ώραν που σ’ ερκάστηκα, λυπήθου με,
τέλεια μεν κάμνεις ούλα το μωρούιν...

Έτσι λοής, που κάτω που το πάπλωμαν
ο γέρος τζ’ η γερόντισσα σσωτζιούνται,
τζ’ άλλον που των ρούχων κάμποσον μάκκωμαν
εν κάμνουν τίποτ’ άλλο τζαι τζοιμούνται!

Γέρημα νειάτα! Πάτε τζ’ εν ι- στρέφεστε,
τζαι πίσω σας γεράματα κλουθούσιν.
Τον γέρον τον φτωχόν εν τον ι - σκέφτεστε,

τα κκέφκια του που θέλουν να γενούσιν;

Βάσου Γερμασοΐτη, “Για την γλώσσα μας”

«Έσιει πολλούς που θαρκούνται πως άμα συντυχάννουν την γλώσσαν του τόπου τους, τη συνηθισμένην, την ίσιαν,την γλώσσαν του τζυουρού τους, πως εν νεν’ευκενείς τζαι γυρεύκουν πα’στην κουβένταν τους ν’ανακατώνουν λόγια που, έν’ ο λόος που λαλεί, κοντά μας εν έχουσιν σκέσην κουτσίν! Πά’ ς τούτον ππέφτουν έξω πολλά. Έν’ το μεαλλύττερον λάθος που μπορεί να ένει. Εγιώνη έντζ’ είμαι κανένας μεάλος άδρωπος να φουμιστώ πως τα ξέρω ούλλα, αμμά το σωστόν ένι να πασκίζουμε πάντα μας, τζι’ έσσω μας, τζι’ έξω μας, μακάρι νάν’ τζι ομπροστά στον βασιλέα, να συντυχάννουμεν την γλώσσα μας, την γλώσσαν του τζιουρού μας, τζαι να μεν θαρκούμαστιν πως είμαστιν χωρκάτες τζαι να το λοαρκάζουμεν αντροπήν! Όι ! Καθένας με τον τόπον του. Γιατί να μαχούμαστιν με τα ξενικά, αφούτις εν είμαστιν περατιτζοί. Μέλλιμον η γλώσσα που την συνηθούν τζαι συντυχάννουν την πουτζείθθε έν καλλύττερη που την δικήν μας; Εν πιστεύκω. Τζαι γιατί να πά’ να κάμω έξω, μες τες περασιές, έξι μήνες, έναν γρόνον, τζι ύστερις, ότι πον να στραφώ, να κάμνω πως εν γυρίζ’ η γλώσσα μου τζαι να νεκατώννω λόγια πασανάκατα; Τζείνοι που τα κάμνουν έν’ φουμιστήες τζαι φαντασμένοι.

Η γλώσσα μας, η τζυπριώτιτζη, έν’ η μόνη που έν εξηάστηκεν ύστερις που τόσα βασίλεια που ρέξαν που την Τζύπρουν, πριν τόσα τζαι τόσα γρόνια. Έν η γλώσσα η αρκαία, η ελληνική, τζείνη που συντυχάνναν οι πρωτινοί τζαι πρέπει να την συνηθούμεν ούλλοι μας. Εγιώνη, τον τζαιρόν που’ μουν έξω, όπου έθθεν να πάω να ψουμνίσω, για να κάμω, για να φκιάσω, πρέπεν ν’ αρκέψω τζείνην την γλώσσα μου την γλυτζιάν (του τόπου μας δηλαδή) τζαι να τους κάμνω τζείνους πον εγκαταλαβαίννασιν να γυρεύκουν δραομάνους για να μου συντύχουν.

Έτσι έν’ το σωστόν, καλό! Ποττέ μου εν εξενοσύντυχα παφής επάτησεν τον πόιν μου ποδώθθε.


Τα ποιήματα μου έν’ ούλλα γεμάτα ζωήν τζαι θέμαν του χωρκάτη πόν’ η ρίζα τζι η βάσις ούλλου του τόπου μας».

ΣΑΝ ΛΑΜΝΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ / Γερμασοίτης Βάσος



--Σύρτου κοντά, γεναίκα, να κουρρώσομεν,
που κά΄στο πάπλωμα να σκουλλιστούμεν,
να ππέσομεν κοντά κοντά , να βράσομεν,
τζι΄αλόπως πόψ’ εν’ νύχτα μας, θαρκούμαι.

Καλό, να βρέξει∙ να σιονίσει κάμποσον∙
να σάσουν τα χτηνά μας, τα σπαρμένα∙
ν΄αλλάξει τζι ο τζιαιρός μας νάκκον, ώσποσον
να τρώμεν τα ψουμιά τα κλιθθαρένα!

΄Ωσπου ακούαν των νερών τζιαι λάμνασιν,
ο γέρος ο Πολλύς τζι η Αρετούσα,
περίτου μές τα ρούχα ετρυπώννασιν
τζιαι μάχουνταν τζι οι δκυο τζιαι σκομαχούσαν.


Εφύσαν ο αέρας εμουγγάριζεν,
έστραφτεν, επουμπούριζεν καπάλιν,
ο γέρος την γερόντισσαν αγκάλιαζεν
τζι ήταν χαρά του πλάστη μου μεάλη.

Ετρέχαν οι χολέτρες πά΄στα δώματα∙
εγένουνταν σιειμάρροι γιάλι άλι,
τον πλάστην εδοξάζαν τόσα στόματα
οι γέροι…..ερογχαλίζασιν καπάλιν.

Είντα καλά να ππέφτεις τζιαι να μάχουνται,
να λάμνουν τα νερά, τ ΄ανεμοβρόσια!
Τα βάσανά τζιοι κόποι σου ξηάνουνται,
τζιας είσαι βουττημένος μές΄την φτώσειαν.



Του Γληόρη Αυξεντίου

του Δημήτρη Γενεθλίου 

Ένας λεβέντης Έλληνας, της Κύπρου που τη Λύσην,
επλάστηκε να πολεμά, π’ Ανατολήν ως δύσην.

Πολέμαν για ιδανικά, αξίες τζαι έναν τάμαν.
Τάμαν που ‘τουν αιώνιον, Ένωσην με την μάναν.

Με την Ελλάδα μάνα μας, είχαμεν ποθημένον.
Να κάμουμε την Ένωση, πράμαν ευλοημένον.

Έτσι ο Γληόρης έβκηκεν, στου Μασχαιρά τα όρη.
Τζαι φώναξεν περήφανα, Κύπρος Λεβεντοκόρη.

Ένας προδότης είδεν τον, στο σπήλιον του που μπαίνει.
Τζαι επήεν τζαι μολόησεν, εφτείς παμόν δεν παίρνει.

Οι σχύλλοι τον εβρήκασην, εις το κρησφύγετον του.
Τζι είπαν του να παραδοθεί, τζαι έπκιαν τον ο θυμός του.

Εθύμωσεν τζαι είπε τους, όπως τον Λεονίδαν.
Μολών Λαβέ τζαι έσυραν του, μιαν χειροβομβίδαν.

Πρώτα ετραυματίσαν τον, τζι ύστερα αποφασίζουν.
Αφού εν παραδώννετε, λαμπρόν του πυρκολίζουν.

Έκρουσαν τον τζαι έκαμαν τον, κάρβουνον τον Γληόρην.
Αμμα έφυεν περήφανος, για των ηρώων πόλην!

Τζαι που ψηλά τωρά θωρεί, την Κύπρο σκλαβωμένη.
Που τζείνος εσκωτόθηκεν, για να ‘ν’ λευτερωμένη. 


Τα κόκαλα του τρίζουσην, που βλέπει τα κακά μας.
Που βλέπει πως εχάθησαν, τζειν’ τα ιδανικά μας.

Πολέμησες σκοτώθηκες, για μιαν ελευθερίαν.
Τζαι τούτοι σε προδώννουσην, με μιαν ομοσπονδίαν.


[γιεμαν αν θελεις πλαστη μου ] / κωστας τριγγης

γιεμαν αν θελεις πλαστη μου
δακρυ για να σιονωσης
γι, αν θελεις παλε τουντη γη
μια νυκτα να την λιωσης
δωκε μας μιαν πουκουππα μας
τα πλασματα να νιωσουν
ο νους μας περκι κατεβει
ουλοι τζιαι μετανιωσουν
ουλοι να καταλαβουμεν
κανει πιον αλλα λαθη
ο κοσμος θα καταστραφει
που τα δικα μας παθη

Ψευδαίσθηση / ΑΘΩΣ ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ


Πάτησε τη σκανδάλη
Η σφαίρα καρφώθηκε βίαια στο στήθος
Ένας γδούπος συνόδευε την πτώση του στο πάτωμα 
Έσκυψε από πάνω του
Μετρώντας τις ανάσες της ψυχής
Καθώς έβγαινε από τα χείλη
Άφησε ένα φοβισμένο χαμόγελο
Να αναρριχηθεί στο σκοτεινό πρόσωπο του
Έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στην ανθισμένη μπουκαμβίλια
Που στόλιζε τον ερειπωμένο τοίχο της αυλής
Σκούπισε με ένα μαντίλι
πρώτα τον ιδρώτα που αυλάκωνε το μέτωπό του
Και μετά τα αποτυπώματα του
απ’ το όπλο που ξέρασε το θάνατο
Αφήνοντας το δίπλα απ’ το άψυχο σώμα
Είχε την πεποίθηση ότι με αυτό τον τρόπο
θα μπορούσε να ξεγελάσει τους ανακριτές
και ο φόνος να μετονομαστεί αυτοκτονία
ακόμη κι αν κατάφερνε κάτι τέτοιο
θα μπορούσε όμως ποτέ να ξεγελάσει τον εαυτό του
έστω κι αν αύριο οι εφημερίδες έγραφαν για αυτοκτονία
ακόμη κι αν η υπόθεση έκλεινε με μια απλή κηδεία του «αυτόχειρα»
-χωρίς την εξόδιο ακολουθία-
τίποτα πια δεν θα ήταν για το ίδιο όπως και πριν
όσο κι αν η συνείδηση του είχε νεκρώσει από καιρό
κάπου τις νύκτες που γεννούν φαντάσματα οι φωνές του αίματος υψώνοντας ένα αδιόρατο τείχος θα εγκλώβιζαν αβίαστα τη ζωή του

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Κυπρένια: Ποιητική Συλλογή της Άντριας Γαριβάλδη που εκδόθηκε το έτος 2001


Κυπριένια


Κόρη θλιμμένη
με τ' ανέκφραστο χαμόγελο,
κόρη της Αφροδίτης
χαμηλοβλεπούσα,
με τα μακριά πλοκάμια των μαλλιών,
τα γαλανόξανθα,
που δέρνουνε το πέλαγο
και στεφανώνουν τ' ονειρένιο πρόσωπό σου
Αροδαφνούσα.
Κόρη με το σφιχτό παλμό
και τη γλυκιά μορφή τ' αγγέλου,
μοιάζει αβάσταχτος
στο λήθαργο ο πόνος σου,
χλωμή εικόνα Παναγιάς
κερένια.

Κρατήσου
λαβωμένη καλλονή
μην απελπίζεσαι
και τα παιδιά σου
θα γυρίσουν πάλι,

έρχεται ο γιος του ήλιου
να σε βρει
να σου χαρίσει τα κλειδιά
της λευτεριάς,
τα ζαφειρένια...

**
Μέρα κατοχής

Είκοσι Ιούλη , μέρα φοβερή,
άδοξη ώρα που 'γινες χολή,
κλεμμένη εικόνα, σπασμένο γυαλί,
κόσμος ακόμα σκληρός σαν καρφί.
Είκοσι Ιούλη, μέρα τρομερή
μισή ψυχή, μισή φωλιά η γη,
δίχως τον άντρα, χαμένο παιδί,
είκοσι πίκρες θωρείς σκυθρωπή.

Σφίγγεις στα χέρια την τόση ντροπή,
άδεια γωνιά, μισή καρδιά κι αυτή
σε ξένους δρόμους πλανιέσαι σκυφτή,
σέρνεις θυσίες κι αιμορραγείς.

Πέτα τη ματωμένη σου ποδιά,
χρωστάς λίγο αέρα στα πουλιά,
μια φούχτα χώμα στα μικρά παιδιά,
τα χείλη ας φωνάξουν λευτεριά.

**

Αυτοί που έφυγαν
Στους αγνοούμενους της Κύπρου

Έφυγαν, χάθηκαν
άπειροι νιοι
και μεστωμένοι θεριστάδες
που το ντουφέκι έτρεμε
στα πυρωμένα τους χέρια.
Ορφάνεψε ο τόπος μας
από πατέρες και μοναχογιούς.
Βαθιά κοιμόνταν τα νεογέννητα
κείνο το χάραμα του άδοξου Αλωνάρη,
μα των μεγάλων τα παράθυρα της όρασης
σαν από καύσωνα σπαρτά καμένα
μαραθήκανε
απ' το ξενύχτι, περιμένοντας.

'Aστραψε κάποτε η αυγή
στου μαχαιριού την κόψη
κει που μας θέριζαν τα τανκς
κι άπλωσε η μέρα οργισμένη
την απορία ατέλειωτη
στις πονεμένες μορφές τους.

Χάιδεψε τ' άγουρα μάγουλα δειλά
κείνο το ξύπνημα,
κατακαλόκαιρο του '74.

Γεμάτα τα καράβια ήρθαν
στρατιώτες ξένους φορτωμένα,
αρματωμένους για σφαγή.
Γεμάτα πάλι ξανάφυγαν
με δικούς μας, αιχμαλώτους.

Πού να τους πήγαιναν;

Ανήσυχα εμείς την αγωνία τρέφαμε,
μουστακωμένους να τους δούμε να γυρίσουν
περιμέναμε την άνοιξη .
Αργότερα, θαρρούσαμε
πως θ' αντικρίζαμε τον ήλιο μελαψό στα μέτωπά τους.
Κι ύστερα, το φθινόπωρο
η πιο στερνή ελπίδα σπίθιζε τρεμοσβήνοντας
ανάμεσα στ' αστέρια.
Μ' αυτοί αμίλητοι,
από ψηλά φρουρούσανε
τη μοιρασμένη μας πατρίδα!

Σήμερα πάλι ξύπνησε εφιαλτικότερη η ζωή
μπροστά στο ξεβαμμένο παραθύρι μας.
Η παγωμένη ώρα του καιρού
νοσταλγικά ζωντάνεψε τις καδρωμένες φωτογραφίες
μπρος στην οθόνη της κουρασμένης μνήμης.

Πού βρίσκεστε αδέλφια αγνοούμενα;
Στα καταναγκαστικά έργα του αιώνα τι γυρεύετε;
Ποιες άχαρες στιγμές,
ποιες αμαρτίες σάς κρατούν στο σκοτάδι μόνους;

Κι εσένα Μιχάλη ,
ποιος θα σε χαιρετήσει
τώρα που σε φωνάζουνε Μεχμέτ;
Της μάνας το μήνυμα ποιος θα σου δώσει;
Τι θες να πούμε στο μωρό που μεγαλώνει,
στο πονεμένο παιδί
που τον πατέρα ονειρεύεται
κάθε βραδιά;

Πώς να σας κλάψουμε παιδιά μας;
Τον άδικο χαμό πώς να θρηνήσουμε,
που έσβησε η ζωή στο πέρασμα των χρόνων;
Ποιους τάφους πρέπει να στολίσουμε;
Σε ποιους βωμούς να στείλουμε θυμίαμα;
Ζείτε;
Ή σταυρό πρέπει να στήσουμε τάχα;

Πού βρίσκεστε αδέλφια αγνοούμενα,
στα καταναγκαστικά έργα του Εικοστού αιώνα
τι γυρεύετε;

Εσείς που φύγατε
άπειροι νιοι ...
και μεστωμένοι θεριστάδες,
η πιο ιερή ανάμνηση της πατρίδας,
ζήσατε κάποτε για μας...
και ζείτε!

**
Πόθος

Έτρεξε η μνήμη μακριά
κει που το χώμα πρωτο-
φίλησε και γεύτηκε,
μα ήρθε ο πόνος να τη σταματήσει.
Τραγούδησε τον ήχο στον παλιό ρυθμό...
τόσο γλυκό, τόσο γλυκό είναι τ' όνειρο!

Να 'μενε κει για λίγο, να 'βρισκε δυο γιασεμιά
σαν τα δικά της που μαράθηκαν στα ξένα,
να της κρατούσαν συντροφιά...

Το μονοπάτι γνώριμο, δεν άλλαξε,
αμέτρητες χαρές που το στολίζαν κάποτε,
νιώθει όμως τώρα άγνωστες σκιές
πίσω απ΄ τα δέντρα να παραμονεύουν.

Είναι πολλές οι θύμισες, είναι κραυγές,
παλιές ζωές π' ακόμα αναπνέουν.
Το σπίτι, τα λουλούδια στην αυλή,
φυλακισμένα, άδεια, σιωπηλά,
κουβέντες παιδικές γυρεύουν.
Κράτα τα, κράτα τα βαθιά,
μην τα προδώσεις.

Περπάτησε το μονοπάτι στα μισά
μα ξαφνικά συννέφιασε το βλέμμα
κι ήρθε βροχή και θόλωσ' η ψυχή.

Έπεσε, φίλησε τη γη
και σμίξανε μ' ευλάβεια
τα χέρια με το χώμα.

Σαν έγειρε η μέρα στη στροφή
χάθηκαν όλα, τέλειωσε και τ' όνειρο,
έσβησε ο πόθος κι έμεινε
η πίκρα!

**

Το παλιό σχολειό

Στους παλιούς συμμαθητές
του Β' Γυμνασίου Μόρφου
Ήρθα ξανά
στα σκαλοπάτια σου μπροστά
και μπήκα στο διάδρομο, το βορινό, αλαφροπατώντας,
στις πόρτες φαίνονταν ακόμα χαραγμένα
αποτυπώματα εφηβικών ονείρων,
είδα στους τοίχους τις μισοσβησμένες λέξεις της αγάπης
και μέσ' απ' τα τεράστια παράθυρα να σαλεύουν
φιγούρες των παλιών συμμαθητών.
Είδα τη βρύση που έβρεχε
τα μέτωπά μας τα καυτά τα μεσημέρια
κι άκουσα τη φωνή του τζίτζικα
μες στα φυλλώματα της ακακίας.
Τη γνώριμη αυλή σεργιάνισα με τα ψηλά τα κυπαρίσσια,
και τις κρυφές γωνιές
που ίσκιωναν την τρίφυλλη καρδιά τ' αηδονιού.

Στην αίθουσα καθηγητών
όλοι παρόντες,
ετοίμαζε το λόγο της Πρώτης τ' Απρίλη
ο κύριος Γυμνασιάρχης,
κι ο γέροντας ο κουδουνάς
με τη βαριά του την κουδούνα
έκοβε βόλτες πάνω κάτω.

Ήρθα ξανά
στο χώρο της συγκέντρωσής μας
κι απάγγελνε η μαθήτρια με το γαλάζιο γιακαδάκι
"καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήσ' ένας αέρας..."
και τα μαλλιά ανεμίζανε στην αύρα.

Απομεσήμερο,
και το κουδούνι χτύπησε για χωρισμό,
έξω απ΄ το κάγκελο αράδα κάθονται τα μαθητούδια
κουβέντα κάνοντας για το παιγνίδι
και για τη μελέτη,
στη στάση του λεωφορείου γνέφοντας
μπροστά στο Δεύτερο Γυμνάσιο Μόρφου ,
κάτ' απ΄ το βλέμμα του Λουκή Ακρίτα .

**

Από τη Μόρφου στη Μελβούρνη

Από τη Μόρφου ήρθε ένα γράμμα,
γραμμένο με μελάνι που μυρίζει ανθό και θάλασσα...
Πόλη μικρή, νύφη παρθένα,
πρωτοβγαλμένη,
στα χέρια βάρβαρων,
παρασυρμένη και ξεβαμμένη.

Οργή σε ζώνει
και σου ξεσκίζει τα νυφικά,
καημός σε ψήνει
σαν πυρετός και ψυχής γροθιά.

Μες στα στενά σου
δεκαεξάχρονοι χάθηκαν φίλοι,
στο κλήμα λιώνει,
σαν το μαράζι σου,
το ζαχαρένιο γλυκό σταφύλι.

Ο δρόμος ίσιος,
περνά μπροστά απ' τον 'Aη-Γιώρκη ,
μικρά κεράκια, σβησμένα αστέρια,
σαν κούφιοι κόκκοι.

Φονιάδες μαύροι
παραμονεύουν κάθε καντούνι
και δραπετεύουν
σαν εφιάλτες μες στη Μελβούρνη.

Καινούργια όνειρα
σ' άλλο μπαλκόνι,
ένας αιώνας κι ένας κυκλώνας
σε περιζώνει.

Ένα περβόλι
και μια ιστορία που ζωγραφίζει
τη φύση όλη
και τη ζωή σου την ξεφυλλίζει.

Μιας άλλης χώρας
μαντήλι άσπρο τώρα κουνάς,
και σεργιανίζεις μες στη Σουάνστον
κι όπως γερνάς...

γράφεις στο δρόμο τα περασμένα
και προσπερνάς-
"συ ξένη πόλη παρηγορήτρα,
δε με κρατάς".