Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Η Μάνα του Αγνοούμενου / Κύπρος Τόκας


«Πού ’ναι ο γιος μου;»  Τραγική κραυγή   
σκιζ’ η φωνή της μάνας τον αγέρα.
Ποιος ξέρει αδέλφια να της πει;
Και χίλια μίλια πάει να τον βρει
κι ας περπατάει νύχτα μέρα.
                      
Κανείς δεν ξέρει… Κι ο καιρός περνά
κι ούτ’ ένα μήνυμα δεν παίρνει.
Οι έγνοιες – σαύρες στην καρδιά.
«Ζει το παιδί της; Ειν’ καλά;»
 Κι’ η αγωνία – θύελλα τη δέρνει.

ΚΥΠΡΟΣ ΤΟΚΑΣ (βιογραφικό)


Γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1924. Φοίτησε στην Β΄ Αστική Σχολή Λεμεσού και μετά την αποφοίτηση του ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα για βιοποριστικούς λόγους, όπως επιπλοποιός, κουρέας, παντοπώλης κ.α. Από το 1961 εργάστηκε ως δημοσιογράφος  στις εφημερίδες «Χαραυγή» και «Ελευθερία» μέχρι το 1988.
Ασχολήθηκε με την λογοτεχνία και την ποίηση από πολύ μικρός. Κείμενα και ποιήματά του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά. 
Ποιήματα του έχουν μελοποιηθεί από τον γιο του τον γνωστό μουσικοσυνθέτη Μάριο Τόκα. 

Ποιητικές Συλλογές : Έγραψε 11 ποιητικές συλλογές. 


  • Αδούλωτες ψυχές :1951
  • Λύρα: 1959

Για τον Κύπρο Τόκα ......

ΚΥΠΡΟΣ ΤΟΚΑΣ (ο Λογοτέχνης με το αγνό χαμόγελο) ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΡΑ ΚΡΙΣΤΗ ΧΑΡΑΚΗ


Ο αλήτης / Κύπρος Τόκας


Έλα στην τρώγλη μου 
λοιπόν φτωχέ κακόμοιρε 
Και συ τη νύχτα σου δω
πέρα να περάσεις
Το λιγοστό μου το φαΐ 

και το ξερόψωμο
Κι’ οι δυο μαζί θα μοιραστούμε 

σαν πεινάσεις 

Αδούλωτες ψυχές: Ποιητική Συλλογή του Τόκα Κύπρου (1951)

Ώ πώς μ’ αγάπη στρέφουμε τα μάτια της ψυχής 
Ελπιδοφόρα προς εσέ Ελεύθερη Ελλάδα […] 
«Με τα φτερά ολάνοιχτα της σκέψης χαρωποί 
Πόσες φορές πετάξαμε στα θρυλικά βουνά σου
Εκεί που θαυματούργησαν οι πιο καλοί σου γιοι
Για το ψωμί παλεύοντας και για τη λευτεριά σου»! 


...

«Και μείς αδέλφια τις χαρές μιας ξέγνοιαστης ζωής 
Δίχως καημούς και βάσανα μια μέρα θα γευτούμε
Και τη γλυκεία μας λευτεριά θερμά θα τραγουδούμε
Μ’ όλη τη φλόγα της καρδιάς του νου και της ψυχής
Μα πρέπει να παλέψουμε ως τότε αγωνιστές 
Κι’ όσους μας κλέβουνε το βιος με λύσσα να χτυπάμε
Τις αλυσίδες της σκλαβιάς με τη ψυχή να σπάμε
Κι’ αδάμαστοι να γίνουμε του δίκιου μαχητές
Η πάλη θάν’ αιμάτινη κι’ η στράτα μακρινή 
Μα νικητές, περήφανοι, θα φτάσουμε στο τέρμα
Απ’ το βαρύ να φύγουμε της αδικίας το πέλμα
Βαθιά μας να ροδίσουνε πασίχαροι ουρανοί» 


...

«Πόσες φορές μανούλα μου γλυκεία 
Η θύμηση με θέρμη σ’ αγκαλιάζει
Όταν η πλήξη μου βαραίνει την καρδιά
Και το σκοτάδι της οδύνης μου την σκιάζει
[…] ποτέ δε θα ξεχάσω τη στοργή 
Κι’ ούτε μανούλα την απέραντή σου αγάπη
Πάντα κλεισμένη θε να σέχω στη ψυχή
Και να λατρεύω την καρδιά σου τη μεγάλη» 


πηγή: http://www.ellvm.org.cy/dokimia_dokimiaka/%CE%BA%CF%85%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83-%CF%84%CE%BF%CE%BA%CE%B1%CF%83-%CE%BF-%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%AD%CF%87%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CF%8C-%CF%87%CE%B1/

Στίχοι του Τόκα Κύπρου

«Στίχοι μου – σεμνά χελιδονάκια
Ανοίξτε τα φτερά σας και πετάτε,
Πηγαίνετε να βρείτε τα παιδάκια
Κι αιώνια συντροφιά να τους κρατάτε»


«Σχολείο μου αγαπημένο, στην αγκάλη σου
Βρίσκει η ψυχή το φως που λαχταρά
Γίνεται ολόχαρο πουλάκι
Που τα φτερά του ανοίγει και πετά» 

Οι δυο ψαράδες

Χρόνια παρέα με τον Σαμή
στο ψάρεμα για το ψωμί
στην ίδια βάρκα δυο ψυχές
κοινές οι λύπες κι οι χαρές.

Πελώρια κύματα βουνά
δέρναν τη βάρκα μας συχνά
κίνδυνοι, κρύο, παγωνιά
πού να βρεθεί ζεστή γωνιά!

Νύχτα στα πέλαα βαθιά
σκληρή ζωή βαριά καρδιά.
Με δίχως ψάρια ο γυρισμός
πολλές φορές, ω τι καημός!

Κι ω, τι χαρά μες στην καρδιά
καλή σαν ήτανε η σοδειά
Χαλάλι ο μόχθος ο βαρύς
και το ξενύχτι της ζωής.

Κι ήρθε μια μέρα ο χαλασμός
πόλεμος, βία , χωρισμός.
Συρματοπλέγματα βαριά
αίμα και δάκρυα, προσφυγιά.

Και μια φωνή,
ξένη φωνή
εχθροί ο Κώστας κι ο Σαμή.
Αδύνατο να ζουν μαζί.

Μίλησε θάλασσα, εσύ
παντού η αλήθεια ν’ ακουστεί:
Εχθροί ο Κώστας κι ο Σαμή
που πάλευαν για το ψωμί;

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

ΓΙΟΡΤΗ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ / Γαβριήλ Παπά Αντώνης



 Εύχομαι στον Χρυσόστομον, Γρηγόρη τζιαι Βασίλη
 χρόνια πολλά χαρούμενα τζιαι που τα θκυό τους σείλη
 να βκαίνουν λόγια όμορφα αγάπην να σκορπούσιν 
 τζιοί μέρες τους ευχάριστά τζι’ομορφα να τζιυλούσιν 
να’χουν υγειά στη ζωή τζι’ότι επιθυμούσιν

ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΑΠΑ

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

«Αδελφέ μου Οσμάν» / Κώστας Κλεάνθους


Αδελφέ μου Οσμάν την καρδιά μου σου ανοίγω
που ανθίζ' η αγάπη κατάλευκο κρίνο
στον δικό σου τον πόνο τον πόνο μου σμίγω
και το χέρι σου δίνω.

Πουθενά του αιμάτου δεν βγάζει ο δρόμος
και τα μίση είναι σπέρμα του ξένου δυνάστη
και του ίδιου δημίου βαριά λαιμητόμος
πάνωθέ μας κρεμάστη.

Το χωριό μας θυμήσου φωλίτσα βουνίσια
τις σεμνές γειτονιές τ' ανθισμένα παρτέρια
τα παλιά μονοπάτια που βγάζανε ίσια
στης χαράς τα λημέρια.

Με μια πίστη χωρίζαμε Οσμάν κάθε βράδυ
πως ο ήλιος για μας πιο λαμπρός θ' ανατείλει
και χανόμαστε ασήμαντοι μες στο σκοτάδι
μα μεγάλοι σαν φίλοι.

Μα χυμήξαν οι γύπες μια μέρα κοπάδι
και μας διώξαν μακριά και παντέρημ' η γη μας
έχει μείνει χωρίς των χεριών μας το χάδι
και χωρίς την στοργή μας.

Είν' ο πόνος βαρύς που δεν έχω να γείρω
τη χαμένη χαρά τη γαλήνη που νάβρω;
Προσφυγιά και ορφάνια και πόνος τριγύρω
και το αύριο μαύρο.

Και σκορπίσαν παντού με μια σπάθη βαριά
του πολέμου την φρίκη κι είν' όλα συντρίμμια
πολιτείες στοιχεία και καμένα χωριά
στην πιο μαύρην ασκήμια.

Το νησί μας αιμόφυρτο μες στην οδύνη
μιά μικρή πεταλούδα στην πρώτη χαρά της
ζωντανή την καρφώσαν και να, σιγοκλείνει
με σπασμούς τα φτερά της.

Κι όσο να ΄ναι Οσμάν οι πληγές ανοιχτές
μα κι αν ζούμε ακόμα τ' απέραντο δράμα
να ξεχάσουμε πρέπει τα πάθη του χτες
και να ζήσουμε αντάμα.

Μ' ανοιχτή μας προσμέν' η Πατρίδα αγκάλη
αδελφέ μου ας δώσουμε πάλι τα χέρια
στον αγων' ας ριχτούμε με πίστιν ατσάλι

για μια Κύπρον ακέρια.

Κλεάνθους Κώστας (μικρή αναφορά)

Γεννήθηκε την 2 Μαρτίου 1925. Τελείωσε το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Εργάστηκε στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου. Ασχολήθηκε εκτός από την ποίηση και με την μουσική. 'Εγραψε τραγούδια και μουσική για θεατρικές παραστάσεις. Κατά καιρούς ποιήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικα της Κύπρου. Μέρος του έργου του μεταφράστηκε στη Γαλλική, Ρωσική, Τουρκική, Βουλγαρική και άλλες ξένες γλώσσες... Έφυγε από την ζωή στις 2 Μαίου 2010

Ποιητικές συλλογές:

  • Σφεντόνες     1959
  • Προσφορά     1962
  • Αδελφέ μου Οσμάν  1975
  • Σταθήκαμε όρθιοι 1984

Αγγέλα Καϊμακλιώτη (βιογραφικό σημείωμα)


Η Αγγέλα Καϊμακλιώτη γεννήθηκε την Αμμόχωστο το 1967 ενώ μετά το 1974 ζει και δημιουργεί στη Λάρνακα.  Σπούδασε Παιδαγωγικά στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και είναι κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου Master of Arts στην Εκπαιδευτική Ηγεσία και Πολιτική. Είναι διευθύντρια σε δημόσια σχολεία της δημοτικής εκπαίδευσης.
Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων. Έργα της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Κάποια από αυτά έχουν μεταφραστεί στα Ιταλικά και στα Αγγλικά και άλλα έχουν μελοποιηθεί.

Ποίηση:

Ξεκλειδώνοντας την Αλφαβήτα, Εκδόσεις Πήλιο, 2011
Στιγμές Αλκυονίδες, Εκδόσεις Πήλιο 2012
Εκ του Σύνεγγυς, Εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα 2014

Διηγήματα: 

Οι ψυχές βαδίζουν μόνες, Εκδόσεις Πήλιο, 2011

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

ΤΡΟΟΔΟΣ / Καϊμακλιώτη Αγγέλα


Καθώς γλιστράς προς τη θάλασσα
Φωτογράφισε τα φαράγγια που πέρασες
Σημάδεψε τις κορφές που ανέβηκες
Αρίθμησε τα πεύκα που ακούμπησες
Και μην ξεχνάς
Αυτός είναι ο τόπος σου

Ιαπωνικό παραμύθι / Χριστοδουλίδης Γιώργος


Υπάρχει ένας ασφαλής τρόπος
για να αφανιστεί μια οικογένεια
μια ολόκληρη γενιά
ένας πανάρχαιος τρόπος
απόλυτα πετυχημένος
δεν έχει καταχωρηθεί σε επίσημα αρχεία
οι φήμες φθίνουν με τον καιρό
πληρωμένοι δούλοι αποσιωπούν τα γεγονότα
ενώ σε κάθε εποχή
ένας ποιητής επινοεί μιαν αλήθεια
που μοιάζει με ψέμα
ο τρόπος είναι η γνήσια φτώχεια
μέρες φυματικές, αδιέξοδες καταστάσεις
που επαναλαμβάνονται διαδοχικά
χωρίς αυτόπτες μάρτυρες
επειδή όλοι οι συμμετέχοντες είναι νεκροί
πάντα σε διαφορετικούς αιώνες
σε άλλους τόπους
σε ξένα σπίτια
και το παιδί αρρωσταίνει βαριά
ο γιατρός δεν έρχεται επειδή δεν θα πληρωθεί
φάρμακα πουθενά
το παιδί γλιστρά και λιγοστεύει
μετά από μια εβδομάδα πυρετού
ενώνεται με τις στωικές σκιές
ο πατέρας ζητά άδεια και αυτοκτονεί
η μητέρα πίνει δηλητήριο
και οι νιφάδες του χιονιού
που πέφτουν αργά
μας υπενθυμίζουν ότι εμφανίζεται κάποτε στον κόσμο
ένα είδος αδιάφορης αθωότητας

Ημερολόγιο / Λαμπής Γιάννος


Ακόμα μια μέρα,
ακόμα μι’ άδεια σελίδα στο ημερολόγιο μου
που ’χει πλέον γεμίσει με κόλλες λευκές.
Σελίδες γεμάτες ήχους νεκρούς,
που η απουσία σου τους έχει σκοτώσει.
Λίγες σελίδες ακόμη και θα σβήσουν
απ΄το μυαλό μου,
το χρώμα των ματιών σου
και τις γραμμές στην άκρη των χειλιών σου όταν γελούσες.
Λίγες σελίδες ακόμα και το ημερολόγιο μου θα γεμίσει
με κόλλες φθαρμένες απ’ τα νύχια μου
καθώς απεγνωσμένα τραβώ γραμμές
προσπαθώντας να σε θυμηθώ.

φθινοπωρινό χάδι / Χατζηματθαίου Άθως


λίγο πριν το τέλος
άνοιξε τα φτερά και δραπέτευσε
απ 'την παγωνιά σου 
φύλλο κίτρινο
προδομένο σπουργίτι
ζεστή ανάσα στο μοναχικό ταξίδι σού
μια στάλα της βροχής
που πρόλαβε να αγγίξει
την ανάσα του ήλιου ....
και να κλέψει λίγη απ' την μαγεία του.

ΑΠΟΓΟΉΤΕΥΣΗ / Πανάγου Μαρούλλα


Αλήθειας το ξημέρωμα
έκοψε με μαχαίρι την ιδέα την μάταιη .
Μόνο με πόθο δεν ζωντανεύουν τα όνειρα
μα μαχαιρώνεται η ελπίδα .
Σιωπηλή η αποχώρηση στάθηκε κόμπος στο λαιμό.
 Επνιξε τον λυγμό που δεν λύγισε
πεισματικός στην δύναμή του.
Αδικη η επίθεση, που σφίγγει τα δόντια η επιμονή .
Μπαίνει αμήχανη η σιωπή,κι αγναντεύει
τον ουρανό να ξεμακραίνει.
Ατέρμονος ο δρόμος σ'απρόσιτο προορισμό
των ποδοπατημένων σου ονείρων .
Σαν σε ρωτάνε
 “Γιατί δεν έμεινες στο γρίφο σου κρυμένος
 και μπηκε στην ψυχή σου η πληγή
.Από το χέρι όπου σ'ανέβασε
στον ήλιο των δικών του “θέλω “
Εκεί όπου το “ωσαννά”
στο τέλος περικλείει
το “σταυρωσον σταυρωσον αυτόν”
κι έσταξε αίμα η αόρατη πληγή
.Mε κρεμμασμενο ένα χαμόγελο
στης πικρας σου την άκρη

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Άνθιμος Ιωάννου (μικρή αναφορά)

O Άνθιμος Ιωάννου γεννήθηκε το 1953 στη Λεμεσό. Την ενασχόλησή του με την ποίηση την ξεκίνησε στην Γ΄ Γυμνασίου, ύστερα και από παρότρυνση των καθηγητών του που είχαν διακρίνει την έφεση στην δημιουργία στιχουργημάτων με ρίμα. Εργάστηκε ως ναυτικός και έζησε δέκα χρόνια στη Γερμανία. Μέχρι και σήμερα δεν έχει εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή και ως εκ τούτου υπάρχει τεράστιο ανέκδοτο υλικό κυρίως στο πεδίο της ποίησης. Ασχολείται και με την συγγραφή μυθιστορημάτων. Ποιήματά του μπορείτε να αναγνώσετε στον προσωπικό του λογαριασμό στο FB αλλά και σε ποιητικά ιστολόγια. 

Άνθιμος Ιωάννου: Δύο (2) Ποιήματα

                   ΤΟ ΠΟΣΤΟ ΤΟ ΚΑΛΟ

Στο δρόμο άνθρωποι πολλοι, κοντοί ψηλοί...και γέροι,
Νέοι, γεμάτοι ομορφιά, που πάνε;;; ποιός να ξέρει,

Σε μιά γωνιά ένας καστανάς, στην άλλη ένας ζητιάνος,
Κόσμος περνά αδιάφορα, πιό κάτω κι’ ένας νάνος....

Στο καφενείο παίζουνε, τάβλι και δεν τους νοιάζει,
Αν ο ζητιάνος πείναγε, κι’ ο καστανάς...φωνάζει,

Πιό κάτω ένα κυριλέ...μπαράκι για πλουσίους,
Πίνουν καφέδες με ποτά....Ιταλικούς και κρύους,

Γελούν , φωνάζουν, δεν κοιτούν, τριγύρω...δεν τους μέλλει,
Ας πρόσεχαν οι άμοιροι, ο ήλιος ανατέλλει,

Μόνο γι΄αυτούς που έχουνε, να φάνε και να πιούνε,
Αυτούς που μες΄τα πλούτη τους, τους άλλους αγνοούνε,

Κάποια στιγμή περαστικός, φωνάζει...για κοιτάτε,
Τούτος εδώ...απόθανε....η τάχα μου κοιμάται,

Κι΄έδειξε με το δάκτυλο, τον άμοιρο ζητιάνο,
Που είχε πέσει κατά γης, σ΄ένα χαρτόνι επάνω,

Κανένας  δεν κουνήθηκε...να πάει να βοηθήσει,
Ο καστανάς πολέμαγε...την θράκα να μην σβύσει,

Στο καφενείο δεν σήκωσαν, οι παίχτες το κεφάλι,
Ούτε οι θαμώνες νοιάστηκαν, συνέχισαν και πάλι,

να λέν τις ιστορίες τους, να πίνουνε ουζάκι,
και να ζητούν κάθε φορά...ωραίο μεζεδάκι,

στο μπαρ εκεί το κυριλέ, ζούνε σ΄άλλο πλανήτη,
δεν έχουν σχέση με αυτόν, που έλεγαν...αλήτη,

πίνανε την σαμπάνια τους, και τρώγανε χαβιάρι,
κι ο κάπελας τους έφερνε κρασί απ΄το κελλάρι,

σε λίγο έφτασε εκεί, ένα ασθενοφόρο,
δυό διασώστες κι΄ο γιατρός, κάναν τον αχθοφόρο,

πάει κι’ αυτός μουρμούριζαν....κι’ έκαναν τον σταυρό τους,
συνήθισαν να βλέπουνε, τέτοια στ΄οκτάωρο τους,

και η ζωή συνέχισε, δεν άλλαξε μια στάλα,
πιό κάτω κάμποσα παιδιά, παίζανε όλα μπάλα,

στη μιά γωνιά ο καστανάς,στην άλλη ...άλλος ζητιάνος,
ήρθε στο πόστο το καλό...και τόπιασε ο νάνος...


***


  ΑΔΕΛΦΙΑ ΣΙΑΜΑΙΑ


Έπεσε η νύχτα, κι η σκηνή,
Έριξε  την αυλαία,
Η μοναξιά κι η σιωπή,
Αδέλφια σιαμαία,

Σκοτάδι έπεσε πυκνό,
Κι’ η νύχτα το σεντόνι,
Το στρώνει ως τον ορίζοντα,
Κι εσύ κοιμάσαι μόνη,

Τ΄αστέρια σκεπαστήκανε,
Χάθηκε το φεγγάρι,
Κι η μουσική βουβάθηκε,
Δεν σούκανε την χάρη,

Και κολυμπάς στην μοναξιά,
Κι’ η σιωπή σκεπάζει,
Αισθήματα αληθινά,
Κα την ζωή ρημάζει,

Η μοναξιά και η σιωπή,
Αδέλφια σιαμαία,
Χάθηκαν τ’ αστρα τ΄ουρανού,
Έπεσε η αυλαία.



Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΖΕΙ / Ανδρέου Ανδρέας

Είναι πάντα 
μια λυπημένη θύμηση 
που σιγοκαίει
πίσω απ΄  τη μνήμη,
ένα δάκρυ
που σταλάζει αυτούσιο  
πίσω απ΄ τη χαρά, 
ένα ετοιμόρροπο σύννεφο
π΄ αναμετρά για τελευταία φορά 
τ΄ ανάστημά του
πριν απ΄ τη βροχή. 
Είναι πάντα 
μια σκιά οδύνης
που κατασκηνώνει 
μέσ΄ απ΄ τον καθένα μας
μια φωτιά και μια στάκτη
πίσω απ΄  την κάθε πράξη μας. 
Κι ένα ποτάμι π΄ αυτοσχεδιάζει πάντα
τα βήματά μας, τα τελευταία βήματα εκείνων 
που ξέρεις πως δεν πρόκειται κα γυρίσουν πια. 

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ / Ιωάννου Άνθιμος


είδα στα μάτια της την λάμψη,
στο πρόσωπο της το φεγγάρι,
είχε ψυχή γεμάτη αγάπη,
και το κορμί της όλο χάρη,
είναι γυναίκα με καρδιά,
που ήξερε να αγαπά,
ήτανε πλάσμα...αλλοτινό,
από έναν τόπο αλαργινό,
ειν η γυναίκα που αγαπώ,
που γέννησαν τα όνειρα μου,
είναι για μένα ο άνθρωπος μου,
αυτή που έχω στην καρδιά μου,
ειναι αυτή που μ΄αγαπάει,
και στο καλό και στο κακό....
γιατί έτσι έμαθε να ζει
να στέκει πάντοτε εκεί,
θέλω δυό λόγια να της πω....
πως πάντα θα την αγαπώ....
πιό πάνω κι΄από τη ζωη μου,
γιατ ειναι μέρος της ψυχής μου,
κι΄ότι δεν θέλω να σκεφτώ,
ζωή χωρίς αυτήν να ζήσω,
καλύτερα πρώτος εγώ....
τον μάταιο κόσμο να αφήσω.....
ΑΝΘΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Σιχάθηκα το ποίημα σας


Σεις ποιητές που γράφετε κοιτάζοντας τ' αστέρια
ρίξτε και μια ματιά στη γη απ' άκρη πέρα ως πέρα.
Βουτήξτε πια την πένα σας στο αίμα των αθώων 
κάντε την ξίφος κοφτερό, στο σβέρκο απανθρώπων.
Σεις ποιητές που γράφετε υμνώντας την λαγνεία
πείτε για κείνο το παιδί στης γης τα "κρεοπωλεία"
που πόρνη το ονόμασαν τα δίποδα θηρία
και του σκοτώσαν την ψυχή απλά για την λαγνεία.
Σεις ποιητές που γράφετε για ΕΥΓΕ και βραβεία
ευνούχοι εσείς , ευνούχοι εμείς , ευνούχα κοινωνία,
φίμωτρα μας φορέσανε να πνίξουν τις κραυγές μας
και στο ΕΓΩ μας θάψαμε ευθύνες κι ενοχές μας .
Σεις ποιητές που γράφετε το ψέμα για αλήθεια
και μας πουλάτε φούμαρα γρίφους και παραμύθια,
σιχάθηκα το ψέμα σας τ' ωραιοποιημένο
σιχάθηκα το ποίημα σας κι ας είν' και βραβευμένο..
.
Ειρήνη Ανδρέου

Φύλλο μου χρυσοπράσινο / Ανδρέου Ειρήνη


Φύλλο μου χρυσοπράσινο
Κύπρος μου αγαπημένη
απ τους προδότες, τους ληστές
στα δύο μοιρασμένη
...
σαράντα χρόνια καρτεράς
να κλέισει η πληγή σου
κι αλί , σ αποτελειώνουνε
οι ίδιοι οι δικοί σου...

Σε γύμνωσαν, σε βίασαν
κι ανήμπορη σ΄αφήσαν
δεν λογαριασανε Θεό
τα πλούτη σου ποθήσαν

Τώρα κρυώνεις και πεινάς
μ' αυτοί καλοπερνάνε
κάποια κοράκια καρτερούν
ο,τι έμεινε να φάνε....

Σε μια βραδιά σε πούλησαν
κρυφά , μελετημένα
στον ύπνο σου σ΄αρπάξανε
τα' χαν σχεδιασμένα....

Κανόνισαν την πάρτη τους
και σ' έπαιξαν στα ζάρια
φύλλο μου χρυσοπρασινο
απάνω τους ΚΑΤΑΡΑ

ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΜΟΥ .. / Ανδρέου Ειρήνη

Λέω να φύγω μακριά, σε άλλες θάλασσες, στεριές βουνά
κι εκεί που μαζεύω αποσκευές, ο νους μου πίσω ξαναγυρνά
Και η καρδιά και η ψυχή μου σαν φάντασμα μ'ακολουθά.

Πως να ξεφύγω από μένα, να ξεκολλήσω όλο μου το δέρμα..
Πώς τις βαριες μου αλυσίδες να τις κόψω; Όλα ήταν ψέμα;
Πως την καρδιά μου να πετάξω; Στη λήθη πως να βυθιστώ ;...
δίχως εμένα που να πάω; Μπορώ απ τη σκιά μου να κρυφτώ;

Μέσα στην έρημο, μια όαση γυρεύω, μια σταλιά νερό..
Ένα δέντρο να ξαπλώσω στη σκιά του να ονειρευτώ
ένα γαλάζιο ουρανό κι ένα ουράνιο τόξο! Πολλά ζητώ;

ΣΙΧΑΘΗΚΑ της Ειρήνης Ανδρέου


Θέλω να σας μιλώ μόνο για έρωτα…
χρώμα να δώσω στην αγάπη
ΣΙΧΑΘΗΚΑ τα γκρίζα , τα ξενέρωτα,
τη φτήνια, το συμφέρον, την απάτη.

Με πόνο, δάκρυ, πληρώνεται η αγάπη…
Μες σε φτηνά ξενοδοχεία και σταθμούς
ξοφλάμε την καρδιά με αυταπάτη.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ Θεούς να πλάθω αμαρτωλούς.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ να βλέπω δίποδα θεριά
να μαίνονται για χρήματα και θρόνους.
Ανθρώπινα κουρέλια να βλέπω στη στεριά
στη θάλασσα κουρσάρους και πατρώνους.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ αρρωστημένους και τρελούς
στη ζητιανιά να ζούμε και στην πείνα,
θύματα σάπιας κοινωνίας μ’ αριθμούς
με θύτες ψεύτες, κλέφτες και χαμίνια.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ ‘ ακούω για πολέμους,
ποτάμια αίματα να βλέπω, σκοτωμούς.
Να ‘ μαστε έρμαια του ανθρώπινου του μένους.
ΣΙΧΑΘΗΚΑ ν’ ακούω για μαστροπούς.
Θέλω να σας μιλώ μόνο για έρωτα
χρώμα να δώσω στην αγάπη....
ΣΙΧΑΘΗΚΑ τα γκρίζα.. τα ξενέρωτα,
αγάπες δούρειες βρωμιά και λάσπη.


αρχή προσεφκής / Αναγιωτού Πάμπης

Επορέβουνταν μέρες πολλές μέσα σε στράτες
πορφυρές από τα γαίματα και σε σοκάκια
κατασκόνιστα από τις ντροπές των αλόγατων
και των αβνανιζόμενων οστεοφυλάκων.
Εμαγαρίζασιν δε κάθε κοπελλούδαν που εσυναπαντούσασιν
ομπρός τους και πού να μην συναπαντήσεις την ΄Ανοιξιν;
Και τα δένδρα εμαράναν τους καρπούς τους
για να μην τους βλέπουν και τα ζωντανά - είδες,
αν είναι και κτηνά ενογούσασιν -επήραν των ομματιών τους,
για να μην γρικούν την σιχαμερήν συνουσίαν.
Οι μούγιες εστήσασιν ζιαφέττιν μέσα σε βοθροειδή κρανία.
Και αφού το κακού αβγάτιζεν άπου μέραν της ημέρας,
οι άλλοι οι καϋμένοι, ίντα να κάμουσιν έπιασαν έναν πεζούνιν,
αποθέσαν στις γαλάτες του την μέλισσαν της ορπίδας
και τα ελάτρεφσαν μουλλωχτά.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Ως άνεμος επακμάζων : Ποιητική Συλλογή του Κυριάκου Αναγιωτού εκδοθείσα το έτος 2012

Σταύρωση

Γιατί μου φορτώσατε
στους ώμους
εκτός απ’ τον σταυρό
και τον Σίμωνα τον Κυρηναίο;
 ***

Νηνεμία


Τα βράχια δημιουργήθηκαν,
για να τσακίζουν τα κύματα ή
τα κύματα για να ραπίζουν τα βράχια;
Αδιαφορώ.
Εγώ τα βότσαλα ζηλεύω
που αγκαλιάζονται
με τον φλοίσβο της θάλασσας.

***

Αποφυλάκιση


Σταμάτα επιτέλους να υπολογίζεις
στους μουχλιασμένους τοίχους
τη μέρα της αποφυλάκισής σου.
Η αρίθμηση, σου έγινε συνήθεια
το κελί βολετό
και ξέχασες
ότι απελευθερώθηκες
προ πολλού.

***

Αγωνία

Μπροστάρηδες.
Γιόμισε ο τόπος
μπροστάρηδες.
Κάποιοι επιτέλους
πρέπει ν’ ακολουθούν
για να μαζεύουν
τα πτώματα.

***

Πλησίον του τέρματος

Πλησιάζοντας
στο τέρμα του δρόμου,
αντίκρυσα
ένα ασύνηθες οδόφραγμα,
φτιαγμένο
από τεράστιους σωρούς φύλλων
των ετήσιων ημερολογίων
όλων των παρελθόντων χρόνων.
Μοναδικός φρουρός
η συνείδησή μου.

***

Ως άνεμος επακμάζων

Η ψυχή μου
ως άνεμος επακμάζων
δεν μπορεί
να κλειστεί
σε ασκί,
Οδυσσέα,
αδελφέ μου.

Κυριάκος Αναγιωτός (βιογραφικό σημείωμα)

Ο Κυριάκος Αναγιωτός γεννήθηκε το 1958 στη Λεμεσό.  Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο του Άαχεν της Γερμανίας.  

Ασχολείται με τον φιλοτελισμό.  Με την συλλογή του «Τα Ταχυδρομικά Συνθήματα της Κύπρου υπό Αγγλική Κατοχή, 1931-1960», έλαβε μέρος σε έξι φιλοτελικές εκθέσεις στην Κύπρο και δύο στο εξωτερικό, όπου και βραβεύτηκε.

Ποιητικές συλλογές:

  • Ως άνεμος επακμάζων , Λεμεσός, 2012.
  • Ανέστιος και λιθοξόος”, Λεμεσός, 2015.

Η ΜΗΤΡΙΚΗ ΜΟΥ ΓΛΩΣΣΑ / Αναγιωτός Κυριάκος




Άλφα.
Αμέθυστοι
που στόλισαν
την αιώρα μου
με το πρώτο μου
το κλάμα.
Ωμέγα.
Ωδή στερνή
επί εκκυκλήματος
δώρο μαλαματένιο
για τον Βαρκάρη.
Τα υπόλοιπα
είκοσι και δύο
χρυσά βελόνια,
να κεντώ
της ζωής μου
τα πανάκριβα
προικιά.

Ερινύα / Αναγιωτός Κυριάκος

Η όψη σου αποτυπωμένη
στους τοίχους
του άδειου μου δωματίου.
Η μορφή σου καρφωμένη
στο τραπέζι
της γωνιακής μπυραρίας.
Η οπτασία σου περιπλανώμενη
στους δρόμους
της μικρής πολιτείας.
Κι ας λένε πως
οι ερινύες χαθήκανε
με τους Ολύμπιους Θεούς
εδώ και είκοσι αιώνες.

ΖΩΟΦΟΡΟΣ / Αναγιωτός Κυριάκος



Το χάραμα
ανασύρεις
το κοφτερό σου χαμόγελο
και εφορμάς
στις αρτηρίες μου.
Σε κάθε σου βήμα
ένας χειρουργός
εξαφανίζεται.

ΑΝΕΣΤΙΟΣ ΚΑΙ ΛΙΘΟΞΟΟΣ: Ποιητική Συλλογή του Κυριάκου Αναγιωτού. Εκδόθηκε το έτος 2015 (Τρία Ποιήματα)

Σπονδές


Κούφωσε το χώμα
στα δύο μέτρα.
Λαγούμια γιόμισε στενά,
ίσα που να χωρούν τα χέρια τους.

Τα βράδια, οι μάνες,
σαράντα τόσα χρόνια,
προτού δειπνήσουν
με το κουτάλι του καημού,
το πιρούνι της προσμονής
και της αμφίστομης αγωνίας το μαχαίρι
έσκαβαν
χωρίς ανασασμό.

Να κανακέψουν ήθελαν
τα παλληκάρια τους
με το γλυκό που λαχταρούσαν,
το φαγητό που επιθυμούσαν,
ένα κομμάτι αχνιστό ψωμί
ή έστω
με τα ακροδάχτυλα
την στερνή τους ανάσα να κορφολογήσουν
και τον πόνο τους να γητέψουν.

Πριν ξεψυχήσουν.
**

Περί νήσου πάθη


Αγανακτισμένη
επούλωσε
την λογχισμένη της πλευρά,
ξεκάρφωσε
τις μαντεμένιες πρόκες
και βρόντηξε χάμω
τον ακάνθινον στέφανον.

Μετά,
αφού περιτυλίχθηκε
έξαλλη
την λευκή σινδόνα,
αποκαθηλώθηκε.

Δεν άντεξε
στις προκλήσεις
των δύο εκατέρωθέν της ληστών,
που όχι μόνον
το πνεύμα δεν παρέδωσαν
μα και γλέντι τρικούβερτο έστησαν
με οίνο
σε χρυσά κροντήρια.

Όσο
για την ανάσταση,
περίσκεπτη διείδε,
ότι δεν είναι θέμα
τριών ημερών.
***

Ταξίδι στο πουθενά


Ευτυχείς και ευδιάθετοι
επιβιβάστηκαν εγκαίρως στο καράβι
οι ταξιδιώτες.

Με τα ψάθινά τους καπέλα,
τα σκούρα τους ματογυάλια,
τα πολύχρωμά τους φανελάκια.
Με πλήρεις τις αποσκευές.

Όμως,
άδεια ήσαν τ' αμπάρια,
παγωμένοι οι ατμολέβητες.
Στη γέφυρα ερημιά.

0 ήλιος τενεκεδένιος,
ξύλινοι οι γλάροι.
Μολυβένιο το πλήρωμα.

Μήτε βοριάς
που φύσηξε,
μήτε νοτιάς.

Ούτε το βίρα
ακούστηκε,
ούτε το μάινα.

Ονειρικό ήταν το ταξίδι.
Χωρίς όμως ένα θυμητάρι,
δίχως έστω μιαν ανάμνηση.