Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

ΡΩΤΗΜΑ

Όταν περιφρόνησαν την ψυχή
και ποδοπάτησαν την αγάπη
(Δεν ήταν τότε βλέπεις της σειράς τους )
Δεν το ' βαλε κάτω.
Δεν χάθηκε στην αυτολύπηση.
Οι ποδοπατημένες ελπίδες
Ορθοπόδησαν με τον καιρό.
Αγκομάχησαν και θέριεψαν
ζωντανεμένες.
Κι όταν μια μέρα
πραγματοποιήθηκε επιτέλους
η αργοπορημένη συνάντηση ,
Η δική της σειρά
τους κοίταζε τώρα αφ υψηλού ,απορημένη.
Παρ'όλο που είχαν τα πάντα
ποτέ δεν ξεχώρισαν .
Τι άξιζαν παραπάνω αλήθεια;

(Από την ποιητική συλλογή  “Χθες-σήμερα-αύριο” 2008)

ΤΟ ΑΓΑΠΩ ΣΟΥ ΓΙΑΤΡΙΚΟ

Στην ομορκιάν σαν άντζιελος
σαν τζιυπαρίσσνι μοιάζεις
με όμορφη κορμοστασιάν
σαν την εικόναν σ' εκλησιάν
τζιαι την καρκιά μμου σφάζεις.

Απού την πρώτη αμμαδκιάν
ψυσιήν εμ πόν ορίζω
πρέπει εν πρέπ' εν αρωτώ
τζι όσο στην γη θα παρπατώ
για λλόου σου ορπίζω .

Πως θα' μαι εγιώ το ταίρι σσου
τζιαι γλήορα χαρά μου
μαν μμεν σσε πάρω κλάψε με
βάλε φωδκια τζιαι κάψε με
ξερίζως την καρκιά μου .

Μα πρόσεχε μεν πληγωθείς
άμαν την ξηριζώσεις
μέσα της είσαι στα βαθκιά
για σέν το αίμαν της εδκιά
τζιαι μεν την καταχνώσεις

Το μόνον της το φταίξιμο
ήτουν που σ' ερωτεύτην
τζιαι δεν ηβρίσκει γιατρικό.
Μα αν της πείς το “σ' αγαπώ “
ευτύς εν που γιατρεύτειν .

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

ΕΡΩΣ ΑΝΕΡΑΣΤΟΣ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ


Β΄’ Επαινος στον 6ο  Πανελλήνιο Λογοτεχνικό  Διαγωνισμό « Δημήτριος Βικέλας», Μάρτιος 2014

Ι
Αυτό το σπίτι μεγαλώνει με γκρίζα μαλλιά στα κεραμίδια
Ρυτίδες πάνω απ΄τα παράθυρα
Ρόζους στα πόμολα των πόρτων
Γερνάει  σαν αδιέξοδος έρωτας
Με ανίατες παθήσεις
Στις αρθρώσεις των λόγων και των έργων
Εκεί κρύβεσαι προτού ακόμα σε γνωρίσω
Προτού ακόμα μάθεις πως με λένε Μοίρα
Κάποιοι έρωτες γεννιούνται
Για να πεθάνουν από έλλειψη
Κι είναι η αγάπη που πολύ ποθήσαμε
Γριά πλέον ξεδοντιάρα που μας περιγελάει
Για τις φωτογραφίες που δεν έγιναν ζωή
Κι όλο με διώχνει από το σπίτι
Ανήμπορη να θρέψει τόση πείνα  της καρδιάς
Τώρα θαρρώ πως είναι   οριστικό
Δεν προλαβαίνω να χώσω πετραδάκια μες στην τσέπη


ΙΙ
Δεν κοιμήθηκα, δεν έχω πεθάνει
Τεχνητό μάλλον κώμα με κρατάει πρίγκιπα
Σ΄αναμονή του γενεσιουργού φιλιού σου
Αλλιώς θα με είχα ήδη σκοτώσει
Σε μια ευθανασία των αγίνωτων καρπών
Εσύ καλπάζεις με ένα άλογο κουτσό
Με πανοπλία τρύπια από  τον άνεμο
Που θέλει να κουρδίσει τα φυλλώματα
Λίγο να παίξουνε τον καλπασμό σου
Την ώρα που τα βήματά σου σβήνουνε στην έρημο
Αντικατοπτρισμός
Με παρ-αισθήσεις  δεν αισθάνομαι Χιονάτη


III
Μαζεύει στάχτη ο ουρανός
Ρίχνει τις τούφες του στο χώμα
Τρέχω σαν Σταχτοπούτα να νοικοκυρέψω τόσες πτώσεις
Με έμαθε η μάνα μου λίγο  προτού  μού γίνει μητριά
Παστρική να είναι η μέρα μου
Νοικοκυρεμένη η πλήξη μου
Σε  ακριβά κιλίμια να πατάνε  η τιμή και η υπόληψή μου
Πέρασαν άρχοντες πολλοί απ΄το κατώφλι μου
Δεν ξέρω αν με γλυκοκοίταξαν
Αν μου κρατούσαν το χαμένο μου γοβάκι
Ποτέ δε σήκωσα τον πόθο μου στα μάτια τους
Ποτέ τα μάτια τους δεν έψαξαν
Τη σπίθα κάτω από τις  στάχτες
 Κάθε βράδυ
Στις δώδεκα ακριβώς 

Κομματιάζω κολοκύθες που αρνήθηκαν τα μάγια 

[Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα ο Πενταδάκτυλος.] / Μόντης Κώστας


«Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα ο Πενταδάκτυλος, μητέρα. 
Στο κάτω-κάτω το Μόρφου δεν το βλέπουμε, 
στο κάτω-κάτω την Κερύνια δεν τη βλέπουμε, 
την Αμμόχωστο δεν τη βλέπουμε, 
όμως αυτός είν’ εκεί απέναντί μας 
όμως αυτός είναι διαρκώς εκεί απέναντί μας 
και μας κυτάζει 
και μας κυτάζει μ’ ένα τρόπο, 
και κάθεται βραχνάς και μολύβι στο στήθος μας, 
όμως αυτός είν’ εκεί απέναντί μας 
και δεν μπορεί να κρυβή σαν το Μόρφου, και δε μπορεί να κρυβή 
σαν την Κερύνια και σαν την Αμμόχωστο. 
Και λέει: «Λοιπόν»; 
Και μας ρωτά: «Λοιπόν»; 

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Της είπε όχι
κι εκείνη έφυγε από τη ζωή του.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα
τον εγκατέλειψε οριστικά.
Να του έδινε τουλάχιστον
μια μικρή παράταση χρόνου
να σκεφτεί καλύτερα
να μετανιώσει
να αλλάξει γνώμη ίσως…
Να του υποσχόταν
πως θα περνούσε άλλη μια φορά…

ΑΠΡΟΝΟΗΣΙΑ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Πάλι αδιάβαστο τον έπιασε η ζωή!
Πάλι απέτυχε στις εξετάσεις!
Και του το είχανε πει:
Την ώρα που εκείνη διδάσκει
κανείς δεν πρέπει να είναι απών
κανείς δεν πρέπει να ονειρεύεται.

ΑΠΟΘΗΚΗ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Έτσι που είναι σκοτεινή
κι όπως σκέπασε η σκόνη τα πράγματα
δεν μπορεί κανείς να δει
τις πληγές στα σώματά τους
τη θλίψη στην επιφάνειά τους.
Ωστόσο, κανείς δε λογάριασε
πως ούτε η σκόνη ούτε το σκοτάδι
μπορούν να κρύψουν
τους αναστεναγμούς τους.
Κι εκείνοι τους άκουσαν.
Τώρα ξέρουν.

ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Τα γυρίσματα των καιρών
άλλαξαν τον προορισμό του ταξιδιού
ξεθώριασαν τα ονόματα των οδών
έσβησαν τις επιγραφές
στα κτίρια
στις στάσεις των λεωφορείων
στους σταθμούς των τρένων.
Κι εμείς χάσαμε τον προσανατολισμό μας.
Ψάξαμε επί ματαίω
με πυξίδες
τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
ξανά και ξανά.
Ύστερα είπαμε:
"Δεν πειράζει, ας το ξεχάσουμε, ας πάμε κάπου αλλού".
Και φύγαμε χωρίς να γυρίσουμε το κεφάλι πίσω.

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΠΟΥ ΕΠΕΣΕ ΣΤΗ ΓΗ / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Με συγχωρείς
που δεν έγινε η ευχή σου αποδεχτή.
Λυπάμαι που δεν μπόρεσα
να πραγματοποιήσω τ' όνειρό σου.
Για άλλον έπεφτα χτες βράδυ.
Δεν ήταν η δική σου σειρά.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Προτελευταία εποχή (Aποσπάσματα)

[…] Όταν ακούεται η φωνή του Χότζα, είναι ο τελευταίος 
σταθμός της νύχτας, το προοίμιο της μέρας. Σύνθημα για τον ίδιο, 
για τους Τούρκους φρουρούς του τείχους, για τους δικούς μας του 
φυλακίου στο πλαϊνό σπίτι. Μια κίνηση αρχινά μεμιάς στα τρία 
σημεία, σαν περίπου ανάμεσά τους. Ο Ίων ανάβει το φως, αρχίζει 
να ετοιμάζεται. Από το τείχος ακούγονται ομιλίες, βήματα. Κι από 
το πλαϊνό σπίτι ένα τζιπ, βάζει μπρος τη μηχανή, ξεκινά, φεύγει.
Ο Ίων πάει νωρίς στο γραφείο του, αυτό από πάντα. Τον 
χειμώνα είναι συνήθως νύχτα, δεν έχουν σβήσει ακόμη τα φώτα 
του δρόμου, η πόλη κοιμάται. Περπατεί μέσ’ από δρόμους άδειους. 
Είναι η ώρα που παρακολουθεί καθαρά τες σκέψεις του, μια 
μια, τες πιάνει, δεν του φεύγουν να χάνονται όπως αργότερα 
στη διάρκεια της μέρας. Ο ήσυχος κόσμος κι ο αψύς αέρας του 
πρωινού μπαίνουν μέσα του και συμβαδίζουν μαζί του, σε λίγο το
βήμα του ζωηρεύει κι η σκέψη του και μαζί η πεποίθηση πως όλα 
είναι δυνατά, ενόσω υπάρχει η ζωή. Μόνο η «χωρισμένη πόλη» δεν 
σβήνει, παράλληλα βαίνει με τα βήματά του. Ούτε και το γραφείο 
του όπου φτάνει μπόρεσε ποτέ να σβήσει το άλλο. Μπαίνει μέσα 
κι αισθάνεται τώρα πάλι μια γροθιά στο στήθος, και τη διάθεση 
να γυρίσει να βγει. Τι γυρεύει αυτός σε τούτο τον χώρο, ανάμεσα 
σ’ αυτά τα έπιπλα, τες κουρτίνες, τα κάδρα στους τοίχους; Όλα 
τούτα τα καινούρια πράγματα που εξακολουθούν καινούρια και 
ξένα, είναι αδύνατο να δεθούν μαζί του, πάνε τόσα χρόνια. Ξένο 
το γραφείο, όπως και το μεγάλο κτίριο, οι καλοβαμμένοι τοίχοι, οι 
μαρμάρινες σκάλες και το ασανσέρ που αναγκάζεται καμιά φορά 
να πάρει. Αισθάνεται εξόριστος μέσα σε τούτους τους χώρους 
και τους νέους δικηγόρους που έχουν εκεί τα γραφεία τους. 
Έτσι εξαρχής· νόμιζε θα το συνήθιζε, φυσικό να προσαρμόζεται 
κανένας. Αυτό δεν έγινε ποτέ. Η πλατεία από κάτω κι οι ουρές 
των αυτοκινήτων που πυκνώνουν ιδιαίτερα ορισμένες ώρες, το 
βουητό της πόλης, οι φωτεινές διαφημίσεις ολόγυρα.
... στο γραφείο το δικό του, κείνο το μόνο, τα έπιπλα ήταν άλλα 
ριγμένα χάμω, άλλα σπασμένα, καμένα, οι δυο βαριές πολυθρόνες 
του πατέρα της Φρύνης λείπαν, το πάτωμα ήταν γεμάτο σκισμένες 
σελίδες, όπου έβαζε το πόδι του πατούσε επάνω τους, κι υπόφερε, 
μελάνια χυμένα, ξεραμένα, το πορτρέτο του πατέρα της Φρύνης 
βγαλμένο από την κορνίζα, τρυπημένο στα μάτια, ανθρώπινες 
ακαθαρσίες επάνω του. Ήταν μια εικόνα καταστροφής, σα 
σκηνοθετημένη για να γυριστεί ταινία. Sorry, είπε ο αξιωματικός των 
Ηνωμένων Εθνών που τον συνόδευε στην αποκλεισμένη περιοχή της 
παλιάς πόλης· οι δυο στρατιώτες μείναν κάτω να φρουρούν την είσοδο. 
Ο Ίων μάζεψε όσα βιβλία μπόρεσε στη λίγη ώρα που του επέτρεψαν, 
όχι διαλεχτά ή πολύτιμα βιβλία, παρά ό,τι τύχαινε στα χέρια του. 
Σκέφτηκε να πιάσει το μαξιλάρι της πολυθρόνας, για ενθύμιο, ήταν 
πεσμένο χάμω ανάμεσα σε γυαλιά, πλάι ήταν μια σειρά φωτογραφίες 
από τες διάφορες δίκες, το δίπλωμά του, κι επάνω σ’ όλα χυμένα κει 
κι εδώ τα χαλίκια της θάλασσας που του ’χε δώσει η Μαργαρίτα, 
τη μέρα που συναντήθηκαν τυχαία στην ακρογιαλιά, τα μάζεψε ένα 
ένα, πολύχρωμα, γυαλιστερά, και του τα πρόσφερε στη χούφτα της. 
Έκανε να τα πάρει μαζί με το δίπλωμα και τες φωτογραφίες, ω, ήταν 
ανυπόφορη όλη τούτη η σκηνή, τ’ άφησε όλα κάτω, στάθηκε, τα 
’βλεπε, sorry, είπε πάλι o αξιωματικός. Τον βοήθησε να κατεβάσουν 
τα βιβλία ώς κάτω, στην είσοδο είχαν μαζευτεί τουρκάκια μαζί και 
μεγάλοι, τον γιουχάισαν, τον έβρισαν, όρμησαν να αρπάξουν τα 
βιβλία, τους κράτησαν πίσω οι στρατιώτες...
Στο νέο γραφείο αντίκριζε, όταν έμπαινε, ευθύς τα βουνά από 
το μεγάλο παράθυρο που κάλυπτε όλο τζάμια τον τοίχο· τα βουνά 
που ’κοψαν τώρα στον τούρκικο θύλακο* και δεν είχε τρόπο να 
τα πλησιάσει αλλιώς. Τούτος ήταν κι ο λόγος που πήρε αυτό το 
γραφείο. Έλπιζε πως τα βουνά θα τον βοηθούσαν να συμφιλιωθεί με 
τον χώρο. Τώρα δεν υπάρχουν ούτε βουνά, μια άλλη πολυκατοικία 
ορθώθηκε, τα έκρυψε, στον αντίστοιχο όροφο του απέναντι 
μια μεγάλη βιτρίνα πιάνει την πρόσοψη όλη του κτιρίου, με είδη 
ανδρικά, κούκλες με κοστούμια, αδιάβροχα, μαγιό, κατά την εποχή. 
Κλείνει τα μάτια, δεν μπορεί να τα έχει συνέχεια μπροστά του, μα 
πάλι βλέπει μέσα στα κλειστά μάτια του την τελευταία εικόνα, τον 
άντρα-κούκλα, ξανθό, χαμογελαστό, ξυλιασμένο.
Από το παράθυρο παρακολουθεί τώρα ο Ίων την κίνηση 
κάτω στην πλατεία. Πρώτα περνούν οι εργάτες, σε ομάδες, τρεις 
και τέσσερις μαζί, τους έχουν αφήσει πιο κει τα λεωφορεία των 
χωριών, για να πάρει ο καθένας τον δρόμο του προς τες διάφορες 
οικοδομές που γεμίζουν την πόλη. Σε λίγο αρχίζουν αραιά τα 
αυτοκίνητα. Στο περίπτερο της πλατείας σηκώνουν τα ρολά, κι 
ευθύς μετά καταφθάνει το βαν του πρακτορείου, πετάει στοίβα 
τες εφημερίδες στο πλακόστρωτο, φεύγει. Μια μικρή ταραχή στο 
στήθος του Ίωνα... Περιμένει λίγο, κατεβαίνει. Στέκεται ήρεμος 
κι υπομονετικός μπροστά στον περιπτεριούχο, που δεν βιάζεται 
καθόλου να τον εξυπηρετήσει, αλλά ταχτοποιεί, ξεσκονίζει. Ούτε 
κι ο ίδιος βιάζεται ν’ ανοίξει αμέσως τες εφημερίδες, τες κρατεί 
διπλωμένες, διασχίζει την πλατεία, τον δρόμο, κι όταν μπει καλά 
ώς μέσα στην είσοδο της πολυκατοικίας, το επιχειρεί. […] 
[…] ...Συντείνει αναμφίβολα κι η νέα διαδρομή του. Έξω πια από 
τα κλειστά σοκάκια, πηγαινέλα ο Οσμάν δέκα χρόνια, τόσα βήματα 
να κάνει εδώ, τόσα εκεί, τόσα ώς τη στροφή, από κει ώς την πλατεία, 
και μετά προς το γραφείο όπου δεν χωρούσε να πάει το αυτοκίνητο, 
αρκετές στροφές προς τα κει τον δυσκόλευαν, όταν ήταν ανάγκη να 
το πάρει για δουλειά. Τώρα αισθάνεται απαντοχή κάθε πρωί γι’ αυτή 
τη νέα διαδρομή κι η καλή του διάθεση αυξάνει. Κοντοστέκεται στην 
αυλή, πιάνει κουβέντα με τον Μεμεταλή, αν τύχει και τον συναπαντήσει 
ν’ ασχολείται με τα πουλιά του, γυρίζει στη Μεμεταλίνα, καθισμένη σ’ 
ένα σκαμνί να παρακολουθεί τον άντρα της, της χαμογελά και τη ρωτά 
για τους ρευματισμούς της, δεν αφήνει να του προσηκωθεί όπως 
γινόταν πάντα. Το βλέμμα του στέκει με συμπάθεια στα φουσκωμένα 
πόδια της, του έρχεται στον νου η εικόνα της όταν την πρωτογνώρισε 
ν’ ανεβοκατεβαίνει σβέλτα στον στάβλο, να κάνει για όλους δουλειές, 
πάνω στου Ζαΐμ, κάτω κοντά τους. Τώρα βάρυνε, χάλασε, μοιάζει 
φουσκωμένη όλη, η καημένη.
Ο δρόμος του βγαίνει έξω από την κλειστή πόλη: Η Βόρεια Πύλη, 
της Κερύνειας· το άγαλμα του Ατατούρκ· η τάφρος, το τειχιό· ο 
δρόμος κυλά για λίγο παράλληλα, στην απέξω πλευρά της τάφρου 
τώρα, μπαίνει μετά σε γειτονιές εξοχικές με σπίτια μοντέρνα, κήπους, 
οι γειτονιές που δημιούργησαν στη χέρσα τούτη περιοχή Τούρκοι 
κι Έλληνες τα τελευταία χρόνια πριν τον χωρισμό· κι υστέρα πια ο 
δρόμος ξανοίγεται διπλός, ευθύς, κατά τα βορειοδυτικά, πάντοτε 
μέσα στον δικό τους θύλακο, την επικράτειά τους...
Ο ουρανός που ’ναι ανοιχτός πάνω και γύρω; Ο κάμπος και οι 
λόφοι παραπέρα; Η κοίτη του ποταμού πλάι, πότε να κοντεύει, 
πότε να απομακρύνεται; Τι του ξανοίγει απ’ όλα την ψυχή και νιώθει 
ξαφνικά σα να πετά, σα να μπορεί οτιδήποτε να το αναλάβει και να 
το βγάλει πέρα;
Κει δω παράλληλα στην κοίτη παν ασπροκόκκινα, ραβδωτά τα 
φυλάκια, αλλού μισοφαίνονται, αλλού κρυμμένα. Κι από την άλλη 
μεριά του ποταμού απλώνεται ανεμπόδιστα στα μάτια του η πόλη η 
ελληνική, κάθε πρωί ο Οσμάν να ξεχωρίζει κάτι άλλο απ’ όσα γνώριζε 
παλιά, σπίτια γνωστών και συναδέλφων που έτυχε κάποτε, πριν, να 
επισκεφθεί ή ένα άλλο ακόμη κτίριο... νά η Πολυκατοικία Πεδιαίου, 
τότε ήταν τσιμεντένιος σκελετός... σιγά σιγά να τα εντοπίζει όλα, 
ανάμεσα στα τόσα νέα σπίτια και πολυώροφα κτίρια που φύτρωσαν 
στο μεταξύ.
Δεν τα προσέχει ωστόσο, όλα τα πρωινά. Κάποτε δεν βλέπει καν 
τον δρόμο μπρος του, όταν το φτερούγισμα δυναμώνει μέσα του, το 
αίμα του κυλά γρήγορα, όταν στη σκέψη του αρχίζουν να γεννιούνται 
ιδέες, να σχεδιάζονται προγράμματα... Και πρώτα θα ζητήσει ένα 
σπίτι στη θάλασσα για το καλοκαίρι, τώρα που έρχεται η νιόπαντρη 
κόρη του, για να περάσουν εκεί τες διακοπές... Θα το θέσει σαν 
αίτημα στη Διοίκηση για να του παραχωρηθεί ένα από τα εξοχικά 
που έχουν οι πλούσιοι στη βόρεια θάλασσα και τα νοικιάζουν σε 
Αμερικανούς διπλωμάτες... Θα ’ναι ωραία... Θα πηγαίνουν εκδρομές 
γύρω στην περιοχή, τη «δική» τους, και στα «δικά» τους βουνά πέρα, 
θ’ ανέβουν στο κάστρο ψηλά να φτάσουν μέχρι τες κορυφές όπου 
βρίσκονται τα ακραία τους φυλάκια... ίσως αποφασίσει, αδερφέ, 
να ’ρχεται κι η γυναίκα του μαζί.... θα κάνουν ταξίδια και προς τες 
άλλες πόλεις όπου υπάρχουν θύλακοι «δικοί» τους, θα τους δείξει το 
λιμάνι, τα μεσαιωνικά μνημεία, ευκαιρία να τα ξαναδεί κι ο ίδιος μετά 
από τόσα χρόνια... όμως στο υπόλοιπο νησί που είναι επικράτεια των 
άλλων, αυτός δεν είναι δυνατό να πάει, δεν είναι ο όποιος όποιος για 
να κυκλοφορεί από κει σα να τους αναγνωρίζει, αν θέλουν οι δυο νέοι 
ας πάνε, δεν θα τους εμποδίσει, αν και δεν πιστεύει πως η κόρη του 
θα παραβλέψει και θα πάει, μήτε ο άντρας της... αυτός πιθανό να ’ναι 
αυστηρότερος στο θέμα, καθώς δεν είναι καν ντόπιος....

Ο δρόμος του βγαίνει έξω από την κλειστή πόλη: Η Βόρεια Πύλη, 
της Κερύνειας· το άγαλμα του Ατατούρκ· η τάφρος, το τειχιό· ο 
δρόμος κυλά για λίγο παράλληλα, στην απέξω πλευρά της τάφρου 
τώρα, μπαίνει μετά σε γειτονιές εξοχικές με σπίτια μοντέρνα, κήπους, 
οι γειτονιές που δημιούργησαν στη χέρσα τούτη περιοχή Τούρκοι 
κι Έλληνες τα τελευταία χρόνια πριν τον χωρισμό· κι υστέρα πια ο 
δρόμος ξανοίγεται διπλός, ευθύς, κατά τα βορειοδυτικά, πάντοτε 
μέσα στον δικό τους θύλακο, την επικράτειά τους...
Ο ουρανός που ’ναι ανοιχτός πάνω και γύρω; Ο κάμπος και οι 
λόφοι παραπέρα; Η κοίτη του ποταμού πλάι, πότε να κοντεύει, 
πότε να απομακρύνεται; Τι του ξανοίγει απ’ όλα την ψυχή και νιώθει 
ξαφνικά σα να πετά, σα να μπορεί οτιδήποτε να το αναλάβει και να 
το βγάλει πέρα;
Κει δω παράλληλα στην κοίτη παν ασπροκόκκινα, ραβδωτά τα 
φυλάκια, αλλού μισοφαίνονται, αλλού κρυμμένα. Κι από την άλλη 
μεριά του ποταμού απλώνεται ανεμπόδιστα στα μάτια του η πόλη η 
ελληνική, κάθε πρωί ο Οσμάν να ξεχωρίζει κάτι άλλο απ’ όσα γνώριζε 
παλιά, σπίτια γνωστών και συναδέλφων που έτυχε κάποτε, πριν, να 
επισκεφθεί ή ένα άλλο ακόμη κτίριο... νά η Πολυκατοικία Πεδιαίου, 
τότε ήταν τσιμεντένιος σκελετός... σιγά σιγά να τα εντοπίζει όλα, 
ανάμεσα στα τόσα νέα σπίτια και πολυώροφα κτίρια που φύτρωσαν 
στο μεταξύ.
Δεν τα προσέχει ωστόσο, όλα τα πρωινά. Κάποτε δεν βλέπει καν 
τον δρόμο μπρος του, όταν το φτερούγισμα δυναμώνει μέσα του, το 
αίμα του κυλά γρήγορα, όταν στη σκέψη του αρχίζουν να γεννιούνται 
ιδέες, να σχεδιάζονται προγράμματα... Και πρώτα θα ζητήσει ένα 
σπίτι στη θάλασσα για το καλοκαίρι, τώρα που έρχεται η νιόπαντρη 
κόρη του, για να περάσουν εκεί τες διακοπές... Θα το θέσει σαν 
αίτημα στη Διοίκηση για να του παραχωρηθεί ένα από τα εξοχικά 
που έχουν οι πλούσιοι στη βόρεια θάλασσα και τα νοικιάζουν σε 
Αμερικανούς διπλωμάτες... Θα ’ναι ωραία... Θα πηγαίνουν εκδρομές 
γύρω στην περιοχή, τη «δική» τους, και στα «δικά» τους βουνά πέρα, 
θ’ ανέβουν στο κάστρο ψηλά να φτάσουν μέχρι τες κορυφές όπου 
βρίσκονται τα ακραία τους φυλάκια... ίσως αποφασίσει, αδερφέ, 
να ’ρχεται κι η γυναίκα του μαζί.... θα κάνουν ταξίδια και προς τες 
άλλες πόλεις όπου υπάρχουν θύλακοι «δικοί» τους, θα τους δείξει το 
λιμάνι, τα μεσαιωνικά μνημεία, ευκαιρία να τα ξαναδεί κι ο ίδιος μετά 
από τόσα χρόνια... όμως στο υπόλοιπο νησί που είναι επικράτεια των 
άλλων, αυτός δεν είναι δυνατό να πάει, δεν είναι ο όποιος όποιος για 
να κυκλοφορεί από κει σα να τους αναγνωρίζει, αν θέλουν οι δυο νέοι 
ας πάνε, δεν θα τους εμποδίσει, αν και δεν πιστεύει πως η κόρη του 
θα παραβλέψει και θα πάει, μήτε ο άντρας της... αυτός πιθανό να ’ναι 
αυστηρότερος στο θέμα, καθώς δεν είναι καν ντόπιος....

Ύστερα ο Οσμάν στρέφεται στα πράγματα που λογαριάζει 
ν’ αγοράσει· ρούχα, έπιπλα, στολίδια για το σπίτι, όλα τούτα 
που στερήθηκαν χρόνια ολόκληρα. Τώρα τα θέλει πια, τους 
χρειάζονται, θ’ αγοράζει κάθε μήνα κάτι άλλο, ο μισθός του 
είναι αρκετά μεγάλος, θα μπορούν να εξοικονομούν, θ’ αλλάξει 
και αυτοκίνητο, πάλιωσε πια τούτο δω, το ’χει από... πριν τον 
χωρισμό, και τώρα που θ’ αρχίσουν να βγαίνουν, γιατί το ’χει 
σκοπό ν’ αλλάξουν ζωή, να πηγαίνουν κάθε Κυριακή κάπου, τους 
χρειάζεται νέο αυτοκίνητο, θα πάρει και στερεοφωνικό πικάπ μ’ 
όλα τα εξαρτήματα... και γραφείο οπωσδήποτε, δεν μπορεί πια να 
δουλεύει πάνω σε κείνο το έπιπλο, το παλιό λαβομάνο που τους 
παραχώρησε ο Ζαΐμ και το ’κανε γραφείο του... τόσα χρόνια ζήσαν 
μ’ ό,τι πρόλαβαν να φέρουν από το σπίτι τους και μ’ αυτά που τους 
έδωσε ο Ζαΐμ, φτάνει πια, θέλει πράγματα καινούρια, ανανέωση. 
Ίσως μάλιστα να αποφασίσει να χτίσει δικό του σπίτι, αυτή τη 
στιγμή του έρχεται η ιδέα, πάνω σ’ ένα από τα οικόπεδα αυτού 
του δρόμου, που ’ναι ακόμα άχτιστα, εδώ μέσα στην ανοιχτοσύνη. 
Μπορεί να πάρει άτοκο δάνειο από την Τουρκική Τράπεζα, ο 
Διοικητής είναι γνωστός του, θα θελήσει να τον εξυπηρετήσει, 
τώρα προπαντός... Α! Όλα αυτά τα σχέδια! Είχε ξεχάσει μέσα στα 
χρόνια πως γίνονται, υπάρχουν, πως κάνουν σχέδια οι άνθρωποι, 
για τη ζωή και το μέλλον… Δεν θυμάται πότε έκανε σχέδια για 
τελευταία φορά, μήτε πώς ήταν ο ίδιος πριν τον χωρισμό, τι είδους 
άνθρωπος ακριβώς. Αλλά τέτοιος θα ήταν περίπου όπως τώρα, 
μόνο που σα νεότερος του έλειπε η σφαιρικότητα της σκέψης. […]


Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Σαλαμίνα

ΣΑΛΑΜΙΝΑ



















Στης Σαλαμίνας τ΄αγάλματα

μας βρήκανε τα περιστέρια.
Κι΄ είμαστε εμείς καθήμενοι στο φως
θαλασσινούς χαιρετισμούς ακούωντας απ΄ τα πέρα.
Τη γνώση που την φέρνανε χαλάσματα προγόνων
θύμησες μακρινές κυμματισμένες
καθώς ο Ευαγόρας ο άνακτας μιλούσε μες τη  χώρα.
Κι ΄ ήταν τα γέρικα πουλιά  στη ξεγνοιασιά του κάμπου
που καρτερούσαν ν΄ αντηχήση το τραγούδι.
Κι΄ ήταν η αλμύρα του κρασιού που τα περίμενε
για να μεθύσουν τις ψηλόκορμες Ιτιές
μες τους ψαλμούς της ποίησης να χαθούνε.
Στης Σαλαμίνας τ΄ αγάλματα
μας βρήκανε ξανά τα περιστέρια
δίχως τα όπλα των θεών
δίχως τον ήρωα Δία
τις σάλπιγγες, τις τελετές
τις μαυροφορημένες μάνες.
Τούτη τη φορά μας ήρθε η Σαλαμίνα γη
με τον αυλό της τραγουδώντας.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

(Στο τραπέζι σου απάνω) / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Στο τραπέζι σου απάνω,
μια σάπια ντομάτα.
Πεταμένα ονόματα,
χάρτες και μπιμπελό.
Πονάνε τα πόδια σου,
πονάνε και τα μάτια.
το στόμα κλείσε μου αφού θες και κράτα με
για ώρα κάτω απ το νερό

Ωδή στον Ερνέστο Γκουεβάρα / Πασιαρδής Μιχάλης



Ήσουνα αναμμένο πέταλο
Ερνέστο
η πατημασιά σου φλόγιζε τη γης,
εδώ θ’ ανθίζαν αύριο
τα δάκρυα 
και τα βίβα*
θα κάρπιζε ψωμί.
Ήσουνα από ψηλά, απ’ το φεγγάρι
Ερνέστο
τα βράδια σέλωνες σα νιούτσικο άλογο 
το μέλλον
ταράζοντας τον αιώνιο ύπνο
του Μπολιβάρ.
Το βλέμμα σου κρατούσε απ’ την αυγή
Ερνέστο 
ξημέρωνε στο πλάι σου ο ορίζοντας
σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο χτενίζονταν
η Ελευθερία.
Έφυγες στ’ άλογο
Ερνέστο 
οι μαύρες Συμπληγάδες δεν σε κλειούν.
Θά ’ρθεις ξανά,
μ’ άλλους μαζί.


Μιχάλης Πασιαρδής, Ο δρόμος της ποίησης, τ. Α΄, Κύπρος 1999

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

ΕΥΩΔΙΑΖΕΙ

Στέφανος Ζυμπουλάκης 
στη μνήμη της αγαπητής φίλης Χριστίνας Αποστόλου

Μορφή της Άνοιξης Εσύ
αγγελινή η ματιά σου.
Στο φως της γης το πέρασμα
μητέρα των αιώνων. 

Για σένα ο θάνατος ζωή
το περιβόλι ανθισμένο
με του παιδιού ο πόνος σου
το δάκρυ της χαράς. 

Αναστημένη ομορφιά
η μορφή¨
μορφή σου. 

Το θρήσκευμα της Εκκλησιάς
το κάλεσμα καμπάνας
λυγίζει το τραγούδι.

Σε ωκεάνια γραφή
κυμάτου σου τα χείλη
να λέει ψυθιριστά
τα παραμύθια της γιαγιάς
σε διασκοπότηρο της δόξας.

Ανασασμός Χριστού
το κάνιστρο
κερί η τριανταφυλλιά¨
Χριστίνα
και το γαλάζιο του ουρανού
ευωδιάζει τ΄ όνομά σου.

Κυπριακή Συμφωνία (απόσπασμα) / Πιερίδης Θεοδόσης

«Τραγουδώ, τραγουδώ το νησί μου
πούναι τόσο μικρό για να μπόρει
σαν πουλί να χωρέσει στη χούφτα μου.
Που 'ναι τόσο μεγάλο, να μπόρει
να χωρά την ακέρια ανθρωπότητα»

«Μοιρολόι» (απόσπασμα) / Πιερίδης Θεοδόσης

Άνοιξε τα ματάκια σου και κοίταξε πώς κλαίω.
Δεν είναι σάρκα ετούτη πια, μα είναι φωτιά και στάχτη.
Ποιος θα με σβήσει που' γινα μια πυρκαγιά και καίω;
Βόηθα, καλή, και της δροσούλας σου άνοιξε το φράχτη...

Ξαναρχινούμε...(1967) (Απόσπασμα) / Πιερίδης Θεοδόσης


[…]

 Όχι, μην πει κανείς πως δεν κουραστήκαμε, 
Είμαστε άνθρωποι και δεν πιστεύουμε στους υπερανθρώπους.
Μην πει κανείς πως δεν ονειρευτήκαμε και μεις να μπορούμε να 
 περπατούμε στους δρόμους
Χωρίς να κάνουμε πως δένουμε το κορδόνι του παπουτσιού μας
Για να ελέγξουμε αν βρίσκεται πάντα πίσω μας 
Εκείνος ο άνθρωπος με την καφέ του καπαρντίνα.
Ονειρευτήκαμε να περπατάμε ανέμελοι, ονειρευτήκαμε
Όταν μας χτυπούνε την πόρτα, ακόμα κι ύστερα από τα μεσάνυχτα,
Να ’ναι ένας φίλος περαστικός, που είδε φως στο παράθυρο
Ή ένας γείτονας που του λείψανε τα τσιγάρα. 
Ονειρευτήκαμε, σαν είμαστε νιοι, να ’χουμε το κορίτσι μας, να βγαίνουμε 
 το βράδι περίπατο
Χωρίς να μας αιφνιδιάζουν τα βήματα του περαστικού,
Χωρίς να μας πολιορκούν οι νυχτερίδες του τρόμου.

[…] 

Ξαναρχινούμε, λοιπόν.
Στ’ όνομα αυτού του τόπου που τον σκέπασαν πάλι τα μηχανοκίνητα 
 του κατακτητή,
Στ’ όνομα των ποδοπατημένων ονείρων μας,
Στ’ όνομα των μυριάδων νεκρών μας, που δεν είναι δυνατό να πέθαναν 
 για το τίποτα,
Στ’ όνομα των ζωντανών που δε θέλουν να πάψουν να είναι άνθρωποι,
Εμείς, που δεν ονειρευτήκαμε να είμαστε ήρωες, παρά μόνο άνθρωποι 
Ξαναρχινούμε, ξαναρχινούμε...

 Πράγα, τέλη Απρίλη 1967

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Μικρή φωτογραφία / Αλιθέρσης Γλαύκος


Πίσω η θολή γραμμή της Ειμαρμένης*.

Στο φόντο τ’ ουρανού κατάρτια - αντένες,
κι άσπρα ταξίδια, των πανιών λαχτάρες,
δίψα των οριζόντων. Τα μαλλιά Σου
τ’ ανέμιζε χρυσός πρωινός αγέρας 
και πέφτανε στο μέτωπο.
                                        Στον άμμο
κάθουμαι κι όρθια στέκεις Εσύ πλάι.
– Ποια σημασία να ’χε η στιγμή εκείνη,
σταθεροποιώντας σε φακό πλανόδιο 
μια στάση μας τυχαία;

Ιδού! που ο Χρόνος
ακινητεί, κι είν’ όλα μαργωμένα*:
τ’ άρμενα*, τα μαλλιά Σου και το κύμα...
Κι εγώ προσηλωμένος χαύνο* βλέμμα, 
διακρίνω στη μορφή της συλλογής Σου
το «ΧΑΙΡΕ» που ματώνει την καρδιά μου…


επεξηγήσεις:

* Ειμαρμένη, η: η Τύχη, η Μοίρα, το Πεπρωμένο
* μαργώνω: παγώνω
* άρμενα, τα: πανιά, ξάρτια του πλοίου
* χαύνος, ο: νωθρός, κοιμισμένος, αποβλακωμένος

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Ο πορτοκαλόκηπος

Ο τόπος σε τούτη την ακτή της Κύπρου είναι ευλογημένος.
Γη αμμουδερή, ελαφριά, καλό νερό, κι η ανάσα της θάλασσας
που γλυκαίνει τις χειμωνιάτικες παγωνιές. Ό,τι χρειάζεται για
ν’ αναστήσεις πορτοκαλιές. Περβολότοπος. Μια καταπράσινη
λουρίδα που ζώνει το χρυσάφι της αμμουδιάς σ’ όλο το ημικύκλιο
του κόλπου για να σβήσει στα κατσάβραχα του κάβου. Τον Μάρτη

σαν τύχει να φυσάει απόγι*, ο αέρας της θάλασσας, ώς την είσοδο


του κόλπου, δυο μίλια απόσταση, μοσχοβολάει ανθό.
Ν’ αναστήσεις πορτοκαλιές είν’ ένας λόγος. Το πώς όμως ο λόγος
αυτός γίνεται πραγματικότητα το ξέρουν μόνο οι άνθρωποι που,
σαν τον Πετρή, σφιχτόδεσαν για μιαν ολάκερη ζωή το μόχθο τους
με το χώμα και με το δέντρο σε βαθμό που δεν ξεχωρίζουν τα τρία
αυτά βασικά συστατικά ενός περβολιού. Έτσι τον ανάστησε τον
πορτοκαλόκηπό του ο Πετρής, στην άκρη της πράσινης λουρίδας,
απάνω στο σύνορο προς τον κάβο.
Όταν ξεχώρισε απ’ το πατρικό του κι έβαλε μπρος δουλειά
για να κάμει το δικό του κτήμα ήτανε κάπως προχωρημένος στα
χρόνια, σχεδόν τριαντάρης. Δεν στάθηκε βολετό να πάρει νωρίτερα
το δικό του δρόμο γιατ’ είχε ν’ αποκαταστήσει δυο αδερφές, που
μεγαλοπαντρεύτηκαν. Ωστόσο δεν βαρυγκόμησε ποτέ του ο Πετρής.
Όχι πως ήτανε καλόψυχος ή καν πως νοιάζονταν να μην αφήσει
τους άλλους απροστάτευτους. Όχι. Ο Πετρής ήταν από κείνους τους
στωικούς ανθρώπους, που ακολουθούν ατάραχοι κι αποφασιστικοί
την πορεία που έχει προδιαγράψει στη μοίρα τους η ζωή, και που η
ικανότητά τους να ζούνε τη ζωή τους δίχως να δίνουν σημασία σε
κανένανε κάνει τους άλλους να τους σέβουνται. Βαρύς, αμίλητος,
δουλευτής, ακολούθησε την προαιώνια πορεία της ράτσας του γιατί

έτσι τήνε βρήκε. Νοικοκύρεψε τις αδερφές, μοιράζοντάς τους το


πατρικό κτήμα και την ευθύνη να γεροκομήσουνε τους γέρους,
κι απέ, δίχως να πάρει μιας ημέρας ανάσα, έβαλε το σταυρό του,
έφτυσε στις χούφτες του κι άρχισε τσάπισμα για να δεντροφυτέψει
τη δική του γη. Φύτεψε, μπόλιασε, περίφραξε, έχτισ’ ένα σπιτάκι
και παντρεύτηκε. Τι σημασία έχει αν ξεκίνησε στα τριάντα αντί
να ξεκινήσει στα είκοσι. Πάλε η πορεία ήταν η ίδια, ακόμα κι η
εσωτερική πορεία, το σφιχτοδέσιμο της ψυχής του με τούτο το
χώμα, με τούτα τα δέντρα, να μην ξεχωρίζει τον δικό του μόχθο από
τον μόχθο του νέου δεντρού, που αγωνίζεται να ριζώσει, τον δικό
του πόνο από τον πόνο του δέντρου, που το χτύπησε η αρρώστια,
ν’ ακούει μέσα στον ύπνο του τον σφυγμό των δέντρων του, και να
νιώθει ο ίδιος μιαν ευφροσύνη γιατί χόρτασαν εκείνα το νερό.
Ωστόσο το καθυστερημένο ξεκίνημα γίνηκε αφορμή να
παραλλάξει η πορεία του απ’ το συνηθισμένο πάνω σ’ ένα σημείο.
Ο Πετρής είχε περάσει τα τριανταπέντε όταν η γυναίκα του,
τριαντάρα σχεδόν κι εκείνη, γέννησε το πρώτο τους παιδί. Ένα
αγόρι. Άλλο παιδί δεν έκαμαν. Κι απάνω σ’ αυτό το αγόρι, τον
Αρτέμη, απίθωσαν οι μεσόκοποι γονιοί κάτι πρωτοφάνερα γι’
αυτούς αισθήματα, που τα κρατούσαν μέσα τους αξεδιάλυτα, μα
που έβαλαν μεσ’ στην ψυχή της μάνας τον σπόρο μιας απέραντης
στοργής και στο μυαλό του Πετρή κάτι καινούριες ιδέες. Έτσι ο
Αρτέμης, ο μοναχογιός, πήρε από τη μάνα του χάδια ασυνήθιστα
στους ανθρώπους της ράτσας του, κι απ’ τον Πετρή την άδεια να
πάει στο Γυμνάσιο, στην πόλη, μιαν ώρα δρόμο απ’ το χωριό.
Κι ούτε που σταμάτησαν ώς εδώ οι καινούριες ιδέες μέσ’ στο
μυαλό του Πετρή, παρά έβαλε σκοπό να στείλουν τον Αρτέμη να
σπουδάσει σα θα τέλειωνε το Γυμνάσιο. Όμως γι’ αυτό το ζήτημα
δεν έκαμε ποτέ του λόγο· ούτε και στον ίδιο τον εαυτό του το
μολογούσε σαν οριστικό, μόνο «ας τελειώσει και βλέπουμε», έλεγε
μέσα του, κράταγε μετέωρο για μια στιγμή το χέρι του, που δούλευε
με το κλαδευτήρι, ένα χαμόγελο τρεμούλιαζε μέσα στα μάτια του, και
ξανάπιανε το κλάδεμα.
Τώρα ο κόσμος του Πετρή γίνηκε αλλόκοτος έτσι που
μοιράζονταν ανάμεσα στην ασάλευτη αφοσίωσή του στο κτήμα
και στα ονειροπολήματά του για τον Αρτέμη. Σα να ζούσε δυο
ζωές, που μέσα στην πρωτόγονη σκέψη του δεν είχανε κοινό
σημείο επαφής μα που ωστόσο δεν γίνονταν αφορμή διχασμού. Τα
ονειροπολήματά άνοιξαν μόνο ένα παράθυρο απ’ όπου κάποιο νέο
φως πλημμύριζε την καρδιά του Πετρή.
Έτσι κύλησαν τα χρόνια. Οι πορτοκαλιές άπλωσαν κλώνους,
έσμιξαν τις φυλλωσιές τους, κι ο Αρτέμης γίνηκε δεκαοχτώ


χρονώ τελειόφοιτος. Ένα μελαχρινό παλληκάρι, συμπυκνωμένο,
λιγομίλητο, ίδιος ο πατέρας του. Όσο μεγάλωνε και πρόκοβε ο
Αρτέμης, το φως στην καρδιά του Πετρή απλώνονταν με μιαν ήσυχη
βεβαιότητα κι ήτανε σαν η προκοπή του παιδιού να επισφράγιζε τη
δική του προκοπή στο κτήμα.
Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό ένας καινούριος άνεμος πήρε να
φυσάει, που ξεσήκωσε τα φρένα των ανθρώπων. Σαν ένα μήνυμα
διάχυτο και συγκλονιστικό, από τα βάθη των καιρών, να λέει πως
έφτασεν η ώρα, και τους καλούς νησιώτες δεν τους χωρούσαν πια τα
πλαίσια της καθημερινότητας. Στα καφενεία, στην αγορά, στα σπίτια,
στους τόπους της δουλειάς, στα σχολεία, ένα κύμα συναγερμού,
προσδοκίας, διεκδίκησης ύψωσε τις ψυχές απάνω από τη λογική των
συμβιβασμών και της ρουτίνας. Οι νέοι ζώστηκαν την πανοπλία του
ενθουσιασμού τους κι αποζητούσαν ευκαιρίες αυτοθυσίας. Πήγαιναν,
έρχονταν, συνάγονταν παράμερα και σιγοκουβεντιάζαν, κι άξαφνα
πήδαγαν στα ποδήλατα και τραβούσαν για την πόλη. Μαζί τους
κι ο Αρτέμης.


Ο Πετρής ψυχανεμίστηκε με το πρώτο. Ωστόσο σώπαινε, κι
όπως το αγρίμι οσμίζονταν στον αέρα την επερχόμενη καταιγίδα.
Γεμάτος επιφύλαξη, περίμενε και παρακολουθούσε τον Αρτέμη.
Όμως μια μέρα, που η γυναίκα του δοκίμασε να του πει τους φόβους
της για το παιδί, που δεν συμμαζεύονταν, την αποπήρε.
«Άσε τον. Ξέρει τι κάνει. Τι θες, να κόψει πίσω, κοτζάμ άντρας,
και να χωθεί πίσω απ’ τα φουστάνια σου;».
Ύστερα αρχίνησε σιγά σιγά να δαμάζει τις επιφυλάξεις του κάποιο
συναίσθημα πως όλος ετούτος ο ξεσηκωμός γύρω του ήτανε σα να
ξεπηδούσε από τις ρίζες της δικής του ύπαρξης, από βαθιά, πολύ βαθιά,
από ’κεί που αντλούσε τους χυμούς της η συνείδηση του εθνισμού του.
Μιαν ηλιόλουστη φθινοπωρινή μέρα ο Πετρής κάθονταν στο
κατώφλι του και διόρθωνε το θειαφιστήρι του, να το ’χει έτοιμο για

να θειαφίσει* μόλις θα ’βρισκε κατάλληλο καιρό, όταν άνοιξε με


ορμή η καγκελόπορτα του περβολιού και μπήκανε λαχανιασμένα
δυο παλληκαράκια, που ήρτανε και στάθηκαν ομπρός του και
στριφογύριζαν με αμηχανία στα χέρια τους τα σχολικά τους κασκέτα.


Ο Πετρής αλαφιάστηκε μα δεν τ’ απόδειξε, μόνο τους κοίταγε και
περίμενε να μιλήσουν. Τέλος, το ένα απ’ τα παιδιά, ξεχνώντας τα
λόγια που φαίνεται να είχε προετοιμάσει, είπε βιαστικά κι ασύνδετα
όλη την ιστορία: Οι μαθητές είχαν κατέβει σε διαδήλωση. Ρίχτηκαν
πυροβολισμοί από τις «δυνάμεις ασφαλείας». Ο Αρτέμης, που πήγαινε
εμπρός με τη σημαία, έπεσε. «Πληγώθηκαν κι άλλοι δυο, όμως ο
Αρτέμης... έπεσε!», ξανά ’πε το παιδί γοερά.
Ο Πετρής κατάλαβε και βρέθηκε μεμιάς όρθιος. Μια πύρινη
κολόνα θυμού υψώθηκε μέσα του και τριζοβολούσε. Η μάνα, που


βρίσκονταν μέσα στο σπίτι κι άκουγε, έσυρε μια φωνή κι έκαμε να
χυθεί όξω. Όμως ο Πετρής άπλωσε το χέρι του και την αντίκοψε.
Κι αγκαλιάζοντάς τηνε με μια τρυφερότητα πρωτοφάνερη την
έβαλε να καθίσει.
Όλα όσα ακολουθήσανε κείνη τη μέρα και την άλλη, ήτανε για
τον Πετρή σα να γίνονταν μέσα σε μια ξέχωρη περιοχή της ζωής
του, σε μια περιοχή όπου τίποτα δεν τελειώνει και τίποτα δεν αρχίζει,
γιατί η στιγμή, η κάθε στιγμή, είναι τόσο κορεσμένη από εσωτερικό
κραδασμό, που γεμίζει, μοναδική και κυρίαρχη, τα πάντα. Μέσα

στη συντριβή του ένιωθε σα μεταρσιωμένος* από μιαν υπερβατική


κι απροσδιόριστη ταύτιση του δικού του δράματος με το συνολικό
παλμό γύρω του.
Όμως μετά την ταφή του Αρτέμη ήρτε η νύχτα κι ο κόσμος
άρχισε διακριτικά, μ’ ένα σφίξιμο χεριού, μ’ ένα λόγο καλό, να
φεύγει. Ώσπου, περασμένα μεσάνυχτα, οι δυο γερασμένοι γονιοί
απόμειναν μόνοι, δίχως παραστεκάμενους στο σπαραγμό τους.
Ο Πετρής ένιωσε τότε σα να προσγειώθηκε στη γνώριμη περιοχή
της καθημερινής ζωής. Γύρισε και κοίταξε τη μάνα, που καθόταν
βουβή με διπλωμένες τις άχρηστες πια φτερούγες της στοργής της,
κι ένιωσε πάλε κείνη την τρυφερότητα μέσ’ στην καρδιά του και
στις παλάμες του ένα μερμήγκισμα από συγκρατημένο χάδι.


Ύστερα κείνη, αποκαμωμένη, έγειρε τάχα να κοιμηθεί· κι ο
Πετρής, που δεν τόνε χωρούσε ο τόπος, άνοιξε την πόρτα και βγήκε
στο περβόλι.
Η ζωντανή παρουσία των δέντρων του, η γνώριμη ανασεμιά
τους κάτω απ’ την αστροφεγγιά, τόνε παράσυραν όπως πάντα
μέσα στη δικιά τους τροχιά.
Ήταν η γλυκύτατη ώρα που προμηνάει τη χαραυγή. Ο γρύλος
κεντούσε το κέντημα της τρίλιας του πάνω στον πέπλο της σιωπής.
Μια κότα φτεράκιασε μέσ’ στο κοτέτσι. Από πέρα ακούστηκε
μουκάνισμα βοδιού. Ύστερα ο ορίζοντας πήρε να ροδίζει κι ο
Πετρής πρόσεξε πως ο καιρός ήταν ξερός και ήσυχος. «Καιρός
για θειάφισμα», σκέφτηκε· κι ο δουλευτής, που ξύπνησε μέσα του,
συνδέοντας αυθόρμητα τη σκέψη με την πράξη, πήγε στην παράγκα
όπου είχε συγυρισμένα τα σύνεργά του, πήρε το θειαφιστήρι κι
αρχίνησε δουλειά.

Το θειαφιστήρι γέμισε τη σιωπή της ορθρινής* ώρας μ’ ένα παράξενο


ήχο, που έμοιαζε σαν επίμονο και ρυθμικό αγκομαχητό ζωντανού, κι
ήταν σα να καλούσε τον ήλιο καθώς δυνάμωνε κι απλωνόταν το φως
της αυγής για να δώσει στο καθετί ένα εξαίσιο νόημα.